Fractal

«Πώς πλούτος και κατεστημένο μού όρισαν ζωή»

Γράφει ο Κωνσταντίνος Γιαννάκος // *

 

Κατερίνα Λιάτζουρα «Λευκοί νάνοι», εκδόσεις Βακχικόν 2022

 

«Κανένας άνθρωπος δεν αποτελεί μόνος του μία “Νήσο”. Κάθε άνθρωπος είναι ένα κομμάτι της “Ηπείρου”, ένα μέρος του “όλου”. Αν η θάλασσα καταπιεί ελάχιστη έκταση γης, η «Ευρώπη» θα μικρύνει. Το ίδιο γίνεται κι αν καταπιεί ένα “Ακρωτήρι”. Το ίδιο συμβαίνει και με το σπίτι των φίλων σου ή με το δικό σου σπίτι. Ο θάνατος κάθε ανθρώπου αφαιρεί κάτι από μένα τον ίδιο, συνδέεται αδιάσπαστα με το Ανθρώπινο Γένος. Έτσι ποτέ μη στείλεις να ρωτήσεις: για ποιον χτυπάει η καμπάνα. Χτυπά για σένα».  John Donne

Θέλω να πω με αυτήν την εισαγωγή πως αυτήν την αίσθηση, του Ενός Όλου, μού άφησε η πρώτη ανάγνωση της ποιητικής συλλογής της Κατερίνας Λιάτζουρα, Λευκοί Νάνοι.

Η σχέση μου στην Τέχνη με την Κατερίνα είναι μια ομοιοκαταληξία πλεκτή. Άλλοτε πάλι σαν την Καβαφική ομοιοκαταληξία: ανύπαρκτη ή το πολύ -όπου υπάρχει- αυτοϋπονομευόμενη. Κοντά και μακριά ταυτόχρονα.

Το ενδιαφέρον μας για την αισθητική και την προέκτασή της, την Τέχνη, συντηρείται εναλλάξ στον χώρο και τον χρόνο. Προέκταση των φυσικών οφθαλμών με τον φακό μιας κάμερας, επαφή με το πρωτότυπο υλικό της φύσης, εκδόσεις λογοτεχνικών έργων. Και πλέον αυτών να παρακολουθώ εκ του σύνεγγυς το ποιητικό της έργο, εκ των έσω θα έλεγα ακριβέστερα. Να σκύβω με τον μεγεθυντικό φακό μέσα στον γραπτό κόσμο της Λιάτζουρα,  εδώ και δέκα χρόνια, για να ανακαλύψω -και να αποκαλύψω- αυτά που θέλει με την ιδιαίτερη γραφή της να μας κοινωνήσει. Και είναι στ’ αλήθεια ξεχωριστή η γραφή της. Έχει ήδη δημιουργήσει ένα ύφος αναγνωρίσιμο. Οι εκπλήξεις στο λεξιλόγιο και στη μορφή των ποιημάτων, η θεματική της, η (σχεδόν) ανύπαρκτη ομοιοκαταληξία, οι μεταφορικές εικόνες, ο μεταμοντέρνος υπερρεαλισμός που αποπειράται όχι τόσο να εξηγήσει, όσο άλλοτε να περιγράψει και άλλοτε να καταγγείλει καταστάσεις, κατεστημένα δηλαδή και στερεότυπα, και με αυτόν τον τρόπο να τις αναδείξει ή  και να τις υπονομεύσει. Και ιδού λοιπόν (το εξώφυλλο): Λευκοί Νάνοι. Σαν τα κύματα της θάλασσας που ασπρίζουν και εκτονώνουν τη δύναμή τους αφρίζοντας. Σαν τα νέφη στον ουρανό της Μεσογείου, σαν τις χιονοσκέπαστες κεφαλές των γηρατειών, τις άσπρες τρίχες που αναγγέλουν το κλείσιμο του κύκλου της ζωής, σαν το λαμπυρίζον λευκό που αντανακλά στο απέραντο γαλάζιο τις αγωνίες της Λιάτζουρα. Στο μισόφωτο του προλόγου της απευθύνεται εις εαυτόν -και όχι μόνο-με το β’  ενικό πρόσωπο.  Μας αποκαλύπτει εξ αρχής τον λόγο που γράφει ποίηση. Τον λόγο που γράφει ποίηση κάθε ποιητής: τη λύτρωση. Λύτρωση που ως πόρνη κρύβεται ανήσυχη για να φυλαχτεί από τα αιχμηρά όπλα της ποίησης: “σκεπάρνια, λόγχες και λόγιες κορώνες”. Λύτρωση που θα την αναζητήσει από την αρχή ως το τέλος αυτού του μακροσκελούς ποιήματος (long poem), από την αρχή ως το τέλος του κόσμου, του κόσμου της. Αρχή που, σύμφωνα με τη δική μου ανάγνωση, δεν είναι η γέννηση του σύμπαντος, αλλά το 1972  μ. Χ., το δικό της 0. Και έτσι ό ,τι πριν από αυτό π.Λ. (προ Λιάτζουρα) και ό,τι μετά από αυτό μ.Λ. (μετά Λιάτζουρα), διαδηλώνοντας με αυτόν τον τρόπο τη μοναδικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης, κάθε ανθρώπινης ύπαρξης. Την βρήκε; Θα την βρει; (τη λύτρωση εννοώ) Λέω όχι.

Κάνω άλμα ως τον επίλογό της και λέω όχι. Μου το μαρτυράει ο ακροτελεύτιος του ποιήματος στίχος «μα, εκείνο το φρούτο άλλοτε, μήλο κόκκινο δεν ήταν;» Αυτή η υπεκφυγή, αυτή η μαεστρική ντρίπλα του Γκαρίντσα που, αν και την περιμένεις δεν μπορείς να την αποφύγεις και πάντα σε εκπλήσσει, σε αιφνιδιάζει. Δεν μπορεί να βρει τη λύτρωση σε έναν κόσμο γεμάτο με υπηρέτες της ύλης του Μαμωνά, με νέους μελαγχολικούς και απογοητευμένους, με «Εαυτούληδες» ντενεκέδες κοσμοκαλόγερους. Και οργίζεται γι’ αυτό «πάμπολλες οι αλήθειες, κι εσύ δεν γνώρισες καμία;» Σε (ξανά) διάβασα Κατερίνα πετώντας μέσα και πάνω από κοπάδια Λευκών Νάνων στην πτήση Αθήνα-Μαδρίτη. Άπειρες θνησιγενείς υπάρξεις συμπυκνωμένου αέρα, λίγο πριν ολοκληρώσουν τον κύκλο της ζωής τους, λευκές υπάρξεις. Στην Αττική χιονονιφάδες. Στη Μεσόγειο άσπρα νέφαλα ψηλά στον ουρανό. Και κάτω, μυριάδες ακόμη απ’ αυτούς, κύματα αφρισμένα να ξεσπούν στην κορφή τη δύναμή τους και να χάνονται οριστικά στο απέραντο της θάλασσας. Το ποίημα, πάντα κατά πώς το προσλαμβάνει η δική μου αναγνωστική ματιά, συνιστά μια χαρτογράφηση της ανθρώπινης ύπαρξης. Η γέννησή της παραβάλλεται με τη γέννηση του κόσμου και του πλανήτη γη, τα στοιχεία και η συμπεριφορά του σύμπαντος κόσμου περιέχονται στα χαρακτηριστικά και τη συμπεριφορά ενός μόνο ανθρώπου. Και μόνη αυτή η σκέψη, η διαπίστωση κατά κάποιον τρόπο, με ερέθισε, με πίεσε να ανακαλύψω τις σχέσεις με τις οποίες η ποιήτρια προσπάθησε να αποδώσει αυτήν την αναλογία. Στην αρχή του ποιήματος η ιδέα αυτή κρύβεται περίτεχνα μέσα σε άπλετο φως, κάτω από τον μανδύα της γης, μέσα στο γ’ πρόσωπο, με μία διάθεση αποστασιοποίησης του ποιητικού υποκειμένου από τα γεγονότα (να κρυφτεί και αυτό προσπαθεί τελικά) «και ό,τι υλικό περίσσεψε…οι πρωτόπλαστοι πλανήτες» σελ. 11.

Και να το πρώτο σημάδι: οι πρωτόπλαστοι πλανήτες ενώνονται υπό το βάρος της ενοχής. Μιας ενοχής άλλωστε που ένωσε και τους πρωτόπλαστους του δαγκωμένου μήλου. Είναι η ένωση μία πάλη στο «ξεκίνημα του κοσμικού αιώνα», «βίαιη, θορυβώδης καταλυτική». Μια «άγρια ομορφιά» η παρθενία του γήινου παρελθόντος ωστόσο, μοιραία, με άσχημη κατάληξη: «και καταλήξαμε στο τίποτα… στον ορίζοντα των γεγονότων» σελ.12 θύματα μιας παντοδύναμης μαύρης τρύπας. Το ταξίδι που οδηγεί στον θάνατο του εφήμερου, στον άλλο κόσμο που την είσοδό του φυλάνε κέρβεροι νάνοι λευκοί. Στο μεταξύ κυριαρχεί η πανδαισία ήχων, οσμών και ανθρώπινων ψευδαισθήσεων: φρέσκο γρασίδι, φως, παφλασμοί, ήλιοι και φεγγάρια νυχτερινά, ξενύχτια και σοφία δοσμένη απλόχερα από τους κόκκινους γίγαντες στους μοναχικούς λευκούς νάνους. Ζωή! Με το πρώτο πρόσωπο να δίνει για λίγο το βιωματικό του ύφος και το δεύτερο να εξασφαλίζει διαλογικό χαρακτήρα. Σταδιακά η ιδέα αποκαλύπτεται. Γίνεται όλο και πιο φανερό το σαράκι που βασανίζει την ποιήτρια και μεταμορφώνεται στην ποιητική χρυσαλίδα:

 

«να αποζητάς στον εαυτό

το επιλήψιμο ηθικό

κυνικά να αποφύγεις»

 

Να αποφύγεις το ανήθικο και να αναζητήσεις την ευδαιμονία της αρετής. Στέκεται πια στη «μέση της ύπαρξης», στη μέση της ζωής. Πετάει περούκες, βαφές και προσωπεία και ψεύτικα υλικά υπερτιμημένα. Δεν θέλει να είναι βιτρίνα και καθρέφτης κανενός. Είναι βέβαιο πια ότι αναζητά την αλήθεια (περι) παίζοντας: και εμάς και εκείνη.

 

«και είναι ανέφικτη

(πόσο;) ανέφικτη

(και πόσο σχετική;) αλήθεια η αλήθεια.»

 

Κατερίνα Λιάτζουρα

 

Η απογοήτευση του δίποδου ώριμου θηλαστικού κορυφώνεται μπροστά στη θέα των πρόσκαιρων απολαύσεων, των χρεοκοπημένων ηθικών, της απόλυτης ελευθερίας. Και με μία υπέροχη ποιητική αποστροφή στο ένστικτο που είναι ζωντανό-σε αντίθεση με τη βούληση που έχει ατονήσει και τη σκέψη που ναυάγησε-

«και σύ ένστικτο να καγχάζεις πως δεν αποτεφρώνεσαι» θαρρεί πως «ήρθε η ώρα» να μιλήσει για την καταστροφή.

Και βλέπω την Κατερίνα να στέκει αμήχανη και κλονισμένη μπροστά της, μπροστά στην καταστροφή. Την τρίτη ημέρα του θανάτου των δασών σιγεί η ψυχή, θρηνεί το θρόισμα της φυλλωσιάς που σώπασε, τα λιόδεντρα, τα πεύκα και το θυμάρι. Θρηνεί την κουμαριά, τη μυρτιά και τους κισσούς. Την Κοκκινομηλιά, την Τσαπουρνιά και το Αγριοβότανο. Ένας Άγγελος της Στάχτης βάφει την ψυχή της μόνο με ΠΡΑΣΙΝΟ, μήπως και τη γλυκάνει. Πόσο πιο δυνατά να μας φωνάξει για τον πλανήτη που υπεροπτικά καταστρέφει αυτός «ο μικρός ο άνθρωπος, το κτήνος».

Το ίδιο αμήχανη και κλονισμένη στέκεται και την πρώτη μέρα του πολέμου που ιστορούν «κορμάκια μάτια χεράκια στόματα» Δύσκολο το έργο του ποιητή, επίπονο. Πιότερο οδυνηρό και από τους πόνους των ωδινών. Ας μην αυταπατώμαστε: η Ελπίδα είναι πόρνη και πλαγιάζει σε θρόνους με κάθε λογής βασιλιάδες. Αν αυτοί κυλιστούν στο δάκρυ, αν δουν τα λασπωμένα φύλλα, αν μνημονεύσουν τα πουλιά και τα λιοντάρια, τότε ίσως υπάρξει Ελπίδα. Αλλά σαν δύσκολο μου φαίνεται διότι ευκολότερα περνάει μία καμήλα από την τρύπα της βελόνας, παρά πλούσιος να εισέλθει στη βασιλεία του Θεού. Αλλά μόνο σε εκείνους εναπόκειται η σωτηρία του πλανήτη, η σωτηρία του εαυτού η λύτρωση του ανθρώπου; Όχι βέβαια! Η Λιάτζουρα δεν επαφίεται στον πατριωτισμό των άλλων. Αρχίζει την επανάστασή της ξεκινώντας από την χώρα της προσωπικής ευθύνης, το σύμπαν των αστρικών γιγάντων και εκφράζεται με το συναισθηματικά φορτισμένο πρώτο και δεύτερο πρόσωπο. Και να θέλει να γίνει αγένεια και επίθεση και ό,τι άλλο της καπνίσει για να ξεκρεμάσει από το ράφι που στέκονται σαν μπιμπελό, σαν ψεύτικες, οι αλήθειες. Αυτές τις ίδιες αλήθειες που αποκάλυψε η ασπρόμαυρη ρεαλιστική μάτια της, δίχως να θέλει να τις ντύσει όμορφες για να αρέσουν, απομονώνοντας με το ιριδίζον βλέμμα της τα φωτεινά τόξα των ψυχών.

 

«να προσθέσεις… τα τόξα των ψυχών» σελ. 25.

 

Και να προσπαθεί πολύ με μυστρί και καλέμι. Να αναζητά τη λύση στην άλλη πλευρά του αμφίσημου χρησμού που μας έδωσε η Πυθία των Δελφών. Και να οργίζεται. Να μην μπορεί να πιστέψει. Δύο σελίδες ερωτηματικά δίπλα από μία και μόνη λέξη, μια κραυγή:  «πώς πλούτος και κατεστημένο μού όρισαν ζωή; Και η οργή να μετατρέπεται, την αμέσως επόμενη ποιητική στιγμή, σε απορία, μπογιατισμένη με την απέραντη κούραση και την απογοήτευση ενός ανθρώπου που μόχθησε πολύ στη ζωή του και δεν κατάφερε να αποτρέψει το μοιραίο, να σώσει ίσως τη ζωή, να σώσει ίσως τον πλανήτη:

 

«και εσένα γη και θάλασσα εσένα

σε πόσους γαλαξίες άραγε

θα πρέπει να (ανα)γεννήσω;»

 

Και να γυρνά ο άνθρωπος στα περασμένα με  νοσταλγική διάθεση. Αναθυμάται τους δρόμους που περπάτησε αναζητώντας την (Α)θανασία. Τις ακρογιαλιές με τα βότσαλα και τα κοχύλια, την προγονική Γη, τις αγάπες και τους μάταιους έρωτες. Μία περιδίνηση ποιητική, μία σπείρα ξετυλίγεται από δω και μέχρι το τέλος.

Άλλοτε προτάσσοντας σαν κύκνος το λαιμό της στο ικρίωμα, άλλοτε παιχνιδίζοντας με τις σημασίες μιας Πέτρας -ζεστής, σκληρής, πικρής σαν μνήμη-, άλλοτε πάλι καταγγέλλοντας τις ενοχές που μας φόρτωσαν τα 7 θανάσιμα αμαρτήματα και συνομιλώντας με την κόλαση όπως την είδε ένας Δάντης και οι αρχαίοι ελληνικοί μύθοι.

Η αγωνία της Κατερίνας, η αγωνία της Λιάτζουρα, η αναζήτηση του υπεύθυνου για τα δεινά του ανθρώπου, διατρέχει όλο τον αισθητό κόσμο, τον χώρο και τον χρόνο. Αρνείται ότι είναι υπεύθυνη η αδυναμία μας να αναζητήσουμε τον εαυτό μας κλεισμένοι σε ένα δωμάτιο και αποδίδει την ευθύνη στην παραδοξότητα του κόσμου, στον αλλοπρόσαλλο χαρακτήρα του, στην απουσία οραμάτων.

Δε θα βρεις τη λύτρωση, ποιήτρια. Δε θα βρεις τη λύτρωση, άνθρωπε, σκαλίζοντας προθέσεις άλλων, δε θα τη βρεις σκαρφαλώνοντας μαζί τους στους πύργους της Βαβέλ τους, γιγαντωμένη με τη λογική. Μάλλον έχει δίκιο ο Pascal.

 

 

* Ο Κωνσταντίνος Γιαννάκος είναι φιλόλογος-συγγραφέας

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top