Fractal

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500 ΛΕΞΕΙΣ: Στα δυτικά της πόλης

Γράφει η Διώνη Δημητριάδου //

 

Μελίσσα Στοΐλη: “Απ’ το μπαλκόνι να φύγεις” διηγήματα, εκδόσεις Κίχλη

 

Δεκαεπτά ιστορίες για μια πόλη μέσα στον χρόνο, μια πόλη που όσο κι αν απομακρύνεσαι από αυτήν θα σε ακολουθεί πάντα, θαρρείς αγκιστρωμένη πάνω σου ή καλύτερα βυθισμένη στα εσώτερά σου, πεισματικά να είναι εκεί και να σε αναγκάζει να γράφεις γι’ αυτήν. Αυτή η σκέψη δεν με εγκατέλειψε καθόλου από την πρώτη σελίδα ως την τελευταία του βιβλίου της Μελίσσας Στοΐλη – δεύτερο μετά από το Και διηγώντας τα… να τρως (Κίχλη, 2015), στο οποίο με πρωταγωνιστή τις γεύσεις κινητοποίησε όλες τις αισθήσεις μας σε ένα ξεχωριστό ταξίδι στον πολιτισμό. Εδώ, στη δεύτερη συλλογή της με πεζά, Απ’ το μπαλκόνι να φύγεις, οι πρωταγωνιστές της –ήρωες ή αντιήρωες της καθημερινότητας– κυκλοφορούν  στη δυτική πλευρά της αγαπημένης Θεσσαλονίκης και αντιμετωπίζουν απλές ή σύνθετες καταστάσεις που ισορροπούν ανάμεσα στον ρεαλισμό και στις μικρές υπερβάσεις του. Στιγμιότυπα ζωής που αφήνουν στο φόντο να αναδυθεί ο χώρος και ο χρόνος που τα γέννησε με αυτά τα χαρακτηριστικά.  Και αν όλα εκκινούν από τις αποθηκευμένες μνήμες (του προσωπικού χρόνου ή του χρόνου των άλλων και των παλαιότερων) αλλά και από την παρατήρηση (προσωπική αυτή), η Στοΐλη αποδεικνύεται ικανή μέσα στη μικρή φόρμα των ιστοριών της να ενσωματώσει τόσο περίοπτους και σαφείς χαρακτήρες όσο και (κυρίως) την αύρα μιας πολύ ξεχωριστής πόλης. Μιας πόλης που  ξετυλίγει το πολύχρωμο μωσαϊκό των λαών και των πολιτισμών που έκρυψε στην αγκαλιά της. Με λέξεις από λαντίνο, σεφαραδίτικα, από τούρκικα αλλού ή από τα «εντόπια», το αναγκαστικό ιδίωμα με μείγμα από όλες τις εθνο-ντοπιολαλιές στον μακεδονικό χώρο, μαζί με τα τοπωνύμια (δρόμους και γειτονιές) ζωντανεύουν οι εποχές, και τα πρόσωπα αποκτούν το κατάλληλο πλαίσιο για να υποδυθούν τον ρόλο τους· η αναβίωση της πόλης μέσα στον χρόνο.

Η Στοΐλη γράφει σήμερα παρατηρώντας τα απομεινάρια των παλαιότερων, και έτσι με τον δικό της αφηγηματικό τρόπο παραδίδει μια από τις πιο ενδιαφέρουσες μορφές πεζογραφίας: με αίσθηση του περιττού, εστίαση στο σημαντικό, κατακλείδα αποκαλυπτική στην κάθε ιστορία, ένα χιούμορ υποδόριο, σωστές ιστορικές επισημάνσεις, γλώσσα προσεγμένη και επαρκή στις υποδηλώσεις της, τέλος με μικρές δόσεις μαγικού ρεαλισμού. Κάποιες από τις ιστορίες της λειτουργούν ως πυρήνες που κάτω από την κατάλληλη επεξεργασία μπορούν να μεγεθυνθούν σε πρόσωπα και πλοκή και να αποτελέσουν ένα μυθιστόρημα. Ενδεικτικά αναφέρω τις: «Δώρον άδωρον», «Καθώς πέφτουν», Η μυστηριώδης και πρωτάκουστη επιδημία αφασίας», «Η τυχερή». Ωστόσο, όπως έχουν γραφεί, με τη συνοπτική τους μορφή,  γοητεύουν. Όλες οι ιστορίες μπορούν να διαβαστούν σαν κεφάλαια μιας ευρύτερης, με πρωταγωνιστή την πόλη που αλλάζει το πρόσωπό της κάθε φορά που ο ήρωας ή η ηρωίδα φανερώνουν την ιδιαίτερη σχέση μαζί της, βιώνοντας τα επακόλουθα των ιστορικών γεγονότων που ταλάνισαν τη ζωή τους – προσφυγιά, μετανάστευση, φτώχεια και αρρώστιες. Από τις αρχές του 19ου αιώνα ως σήμερα σχεδόν.

Όσο για τον τίτλο που φιλοδοξεί με τη σημειολογία του να στεγάσει όλα τα διηγήματα, ευφυής οπωσδήποτε, αφήνει ένα ερώτημα να πλανιέται: αυτή η πόλη με τα πολλά πρόσωπα, που σε ξαφνιάζει με τον συντηρητισμό της όσο και με τις πνευματικές της εξάρσεις, μπορεί να σε ωθήσει στα άκρα; Στο διήγημα «Καθώς πέφτουν», από όπου και η έμπνευση του τίτλου, η τραγικότητα απαλύνεται με την ψευδαίσθηση, αυτό όμως ισχύει στη μυθοπλασία. Δεν ξέρω αν υπάρχει απάντηση εύκολη σε ένα τέτοιο ερώτημα –απουσιάζω κι εγώ πάρα πολλά χρόνια από τη γενέθλια πόλη μου– ωστόσο ένα είναι βέβαιο: έχει τη δυναμική να γεννάει καλές πένες, όπως αυτή εδώ της Μελίσσας Στοΐλη.

 

Μελίσσα Στοΐλη

 

 

Αποσπάσματα

 

« […] Ένα απόγευμα, εγώ καθόμουν έξω στο μπαλκόνι· τις βλέπω, βγήκαν κι αυτές έξω, κοίταξαν κάτω, και ξαφνικά πέρασαν τα κάγκελα και πήδηξαν. Σκοτώθηκαν. Δεν πρόλαβα ούτε να φωνάξω. Έτρεξαν βέβαια από παντού, αλλά τι τα θες, πάνε και οι δυο. Πώς έγινε αυτό το κακό, τι τις βασάνιζε, δεν μάθαμε.

»Και μετά τα πράγματα έγινα  χειρότερα· σαν να ήταν μόδα, έβγαιναν ο ένας μετά τον άλλο και πήδαγαν κάτω. Κάθε μέρα. Ούτε πίσω στο μπαλκόνι της πρασιάς τολμούσα να βγω ούτε μπροστά στον δρόμο. Φοβόμουν, ξέρεις… […] Έτσι, ας είναι. Μην πας από την πόρτα όμως. Απ’ το μπαλκόνι να φύγεις! Να δεις τι καλά που είναι. Ξέρουν αυτοί». («Καθώς πέφτουν», σ. 37, 39).

 

 

Γυρολόγος ήταν. Έφερνε βόλτα τα χωριά της Μακεδονίας και πούλαγε από υφάσματα μέχρι λάδι, ό,τι τύχαινε. Και τη μάνα του ακόμα θα πούλαγε ο Δημητρός, αν δεν είχε προλάβει να πεθάνει η γυναίκα – νέα, νεότατη– από θέρμη.  Τον Φεβρουάριο του 1916, αχάραγα ακόμη, φόρτωσε το κάρο με σουσαμόλαδο, φόρτωσε και την κόρη του –δώδεκα χρονών τότε– να την πάει υπηρέτρια στην πόλη. […] Σκέφτηκε ο Δημητρός ότι η μικρή σήμερα αύριο μπορεί και να πέθαινε, αφού ήταν τόσες ημέρες άρρωστη. Θα είχε μεγάλη χασούρα τότε. Καλύτερα να την έδινε τώρα, να πάρει μαζεμένα λεφτά. Κι αν πέθαινε η μικρή, ας ερχόταν ο κυρ Τζώρτζης να  του τα ζητήσει πίσω. Και την πούλησε. Την τυχερή. («Η τυχερή», σ. 25, 28).

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top