Fractal

Το κατά Σαραμάγκου Ευαγγέλιον

Γράφει ο Ελευθέριος Μακεδόνας //

 

“Το Κατά Ιησούν Ευαγγέλιον” (1991) του Ζοζέ Σαραμάγκου, Μετάφραση: Αθηνά Ψυλλιά, Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα, 1997, σελ. 480

 

Ολόκληρο το μυθιστόρημα το διαπερνά μία ασάφεια, μία απροσδιοριστία, ένα μεγάλο ερωτηματικό: “Τι είναι τελικά αυτό που θέλει ο Θεός”; Προς τι όλοι αυτοί οι γρίφοι, οι συμβολισμοί, τα αμφιλεγόμενα σημάδια στην έρημο; Ποιο ακριβώς είναι το μήνυμα που μεταφέρουν εδώ κι εκεί οι Άγγελοι του Θεού; Το σχέδιο του Θεού δεν είναι σαφές στους μαθητές τού Ιησού. Δεν είναι σαφές στον ίδιο τον ‘περιούσιο λαό’ του, τους Ιουδαίους. Δεν είναι καν σαφές στον ίδιο τον Ιησού. Διαρκώς αναρωτιέται τι ακριβώς περιμένει απ’ αυτόν ο Πατέρας του. Δεν το μαθαίνει παρά πολύ αργά στο μυθιστόρημα και σίγουρα δεν ενθουσιάζεται ιδιαίτερα από την αποκάλυψη: όλο κι όλο το σχέδιο, είναι ο Υιός τού Θεού, – δηλαδή αυτός, ο Ιησούς, – να πεθάνει, και μάλιστα με τον πιο απεχθή και μαρτυρικό θάνατο. Στον σταυρό!

Μα ποιο το νόημα; Γιατί κάποιος, ο οποίος γεννήθηκε ως άνθρωπος, αλλά μόνο φαινομενικά – γιατί όπως του αποκαλύπτει στη συνέχεια ο πραγματικός του Πατέρας, ο Θεός, παρενέβη ο ίδιος στην όλη αναπαραγωγική διαδικασία, βάζοντας τον δικό του σπόρο αντί του Ιωσήφ, στο παρθενικό σώμα τής αθώας κι ανυποψίαστης Μαρίας – τέλος πάντων, όπως και νά ‘χει το πράγμα, παρότι για τη δική μας περιορισμένη αντίληψη μία τόσο πολύπλοκη διαδικασία γένεσης ενός θεανθρώπου δεν είναι εύκολο να γίνει κατανοητή, ο Θεός αποφάσισε κάποια στιγμή να δώσει ζωή στον Υιό του. Και θέλησε ο γιος του να γεννηθεί ως άνθρωπος, να έχει τη μορφή ανθρώπου, να αισθάνεται, να σκέφτεται και να πονά σαν άνθρωπος και να πεθάνει σαν άνθρωπος, αλλά με έναν βάναυσο κι ατιμωτικό τρόπο. Για ποιον λόγο να του δώσει τη ζωή, μόνο και μόνο για να του την πάρει πίσω σύντομα και μάλιστα με έναν τέτοιο θάνατο; Ο Ιησούς ο ίδιος δεν κατανοεί μία τόσο απίστευτη μοχθηρία από αυτόν που διακηρύττει ότι είναι ο υπέρτατος φορέας τού Καλού και της Αγάπης.

Κι ο Ιησούς αντιστέκεται. Επαναστατεί. Επιχειρεί να αυτονομηθεί από έναν τόσο Κακό Δημιουργό. Γρήγορα ωστόσο καταλαβαίνει, ότι ο ίδιος δεν είναι τίποτε άλλο από μια μαριονέτα στα χέρια αυτού του κακού, αλλά και πανίσχυρου Θεού και παραδίδεται στη Μοίρα του. Θα πεθάνει μόνος του στον σταυρό.

Μα μέχρι τότε, θα πρέπει πρώτα να περιφέρει το φθαρτό του ανθρώπινο σώμα από χωριό σε χωριό, θα πρέπει να αμφιβάλει, να φοβηθεί και να αναθαρρήσει, να νιώσει την ενοχή για το έγκλημα που σήμανε η γέννησή του, ένα έγκλημα για το οποίο ευθύνεται και δεν ευθύνεται (μήπως και του καθενός μας η γέννηση δεν συνεπάγεται ή δεν επιφέρει ίσως τον θάνατο πολλών άλλων ανθρώπων ή ζώων); Θα πρέπει να αγαπήσει και να μισήσει τους γονείς και την οικογένειά του, να προδοθεί απ’ αυτούς. Να τους συγχωρήσει κι αυτοί να τον ξαναπροδώσουν. Και θα πρέπει να γνωρίσει τον έρωτα και να του τον στερήσει βίαια ο θάνατος, που ο ίδιος ο Πατέρας του τού έχει επιβάλει, ερήμην του. Θα πρέπει μ’ άλλα λόγια να ζήσει ως ένας οποιοσδήποτε άλλος άνθρωπος. Να γνωρίσει την ελπίδα, την πίστη στη ζωή και στους ανθρώπους, πρώτα να αποθεωθεί απ’ αυτούς και, σταδιακά, να απογοητευθεί, να τον προδώσουν, να τον λοιδορήσουν και τελικά να τον σταυρώσουν.

Προς τι οι υποσχέσεις μιας μελλοντικής ανάστασης; Τι να την κάνει τη μετά θάνατον ζωή, όταν αυτός θέλει να ζήσει στο εδώ, ως ένας κοινός θνητός, ως δάσκαλος με τους μαθητές του, ως ένας νέος άντρας ερωτευμένος με τη Μαρία τη Μαγδαληνή – μία πόρνη, ναι, γιατί όχι; – παραδομένος στη σαρκική, άνευ όρων αγάπη της; Τη μόνη γνωστή, απτή, αδιαμφισβήτητη αγάπη που γνωρίζουμε εμείς οι θνητοί; Προς τι το αίμα; Προς τι ο σταυρός; Γιατί όλος αυτός ο πόνος, το κλάμα, οι θάνατοι στην πυρά, οι αποκεφαλισμοί, τα βασανιστήρια του σώματος, η άρνηση της ζωής, η θεοποίηση της θλίψης, του πόνου και του θανάτου που θα ακολουθήσουν τη δική του άδικη θανάτωση;

 

José Saramago

 

Τι εξυπηρετούν τα θαύματα του Ιησού – τα οποία ούτε κι ο ίδιος καταλαβαίνει πώς και για ποιον ακριβώς λόγο τα κάνει – όταν στον αντίποδα υπάρχει τόσος πόνος, τόσος θάνατος, τόσο μίσος του ενός ανθρώπου κατά του άλλου; Ο Ιησούς θα νιώσει ότι θέλει να το βάλει στα πόδια, όταν ο Θεός θα του αποκαλύψει τελικά το Σατανικό του ‘σχέδιο’ και το τίμημα που θα σημάνει σε ανθρώπινες ζωές η εκπλήρωσή του κατά τα επόμενα δύο χιλιάδες χρόνια. Υπέφερε μέχρι τώρα, γιατί νόμιζε ότι η ενοχή που του είχε κληροδοτήσει ο υποτιθέμενος πατέρας του – αυτός τον οποίο θα προτιμούσε τελικά να είχε – ο Ιωσήφ, ο ταπεινός ξυλουργός από τη Ναζαρέτ, όταν διέσωζε αυτόν μόνο από το φονικό χέρι τού Ηρώδη, οδηγώντας την ίδια στιγμή δεκάδες άλλα νήπια σ’ έναν φρικτό και άδικο θάνατο, ήταν ό,τι πιο δυσβάστακτο θα μπορούσε να έχει κληροδοτήσει ένας πατέρας στον γιο του. Όμως φευ: ο Ιωσήφ ήταν ένας απλός θνητός, που οδηγήθηκε κι αυτός άδικα στον θάνατο, βορά κι αυτός στις αιμοβόρες ορέξεις ενός μνησίκακου θεού, που σκοτώνει κατά βούλησιν και χωρίς να δίνει πολλές πολλές εξηγήσεις. Τώρα, ο Ιησούς καλείται να επωμιστεί και την ακόμη πιο δυσβάστακτη ενοχή ενός απείρως πιο σκληρού και ένοχου πατέρα, ο οποίος ήδη έχει προαποφασίσει τον θάνατο εκατομμυρίων ανθρώπων. Όλων εκείνων που μέχρι τις μέρες μας βασανίζονται και θανατώνονται, στο όνομα ενός απάνθρωπου και, άφαντου ακόμη Θεού και Πατέρα μας.

Ο Ιησούς αργοπεθαίνει με φρικτούς πόνους στον σταυρό. Από πάνω του, γελά σατανικά ο ‘Πατέρας’ του. Ο ‘Πατέρας’ όλων των Ιουδαίων και, οσονούπω, τώρα που το σχέδιό του έχει μπει για τα καλά σε λειτουργία, ο ‘Πατέρας’ όλων των ανθρώπων! Ο Ιησούς υπήρξε απλά και μόνο ένα εργαλείο, μέσω του οποίου ο Κακός Δημιουργός θέλησε να επεκτείνει την επικράτειά του και να υποτάξει στον ζυγό του ολόκληρη την ανθρωπότητα.

Και τότε ο Ιησούς καταλαβαίνει ότι γελάστηκε. Ότι υπήρξε θύμα ενός διαβολικού – σίγουρα όχι θεϊκού – σχεδίου, που στην πραγματικότητα δεν είχε τίποτε να ζηλέψει από ένα οποιοδήποτε ανθρώπινο σχέδιο: υπολογιστικό, κουτοπόνηρο, μοχθηρό, κακεντρεχές, γεμάτο μίσος για τη ζωή και λάγνο μόνο για πόνο και αίμα, διαβολικό, παρανοϊκό, αισχρό και κατάπτυστο. Καταλαβαίνει ίσως, ότι μαζί του γελάστηκε κι ολόκληρη η ανθρωπότητα.

Κι αν όλο αυτό δεν ήταν το σχέδιο κάποιου Θεού, αλλά ένα ακόμη άρρωστο επινόημα των ανθρώπων;

 

Μόνη ανακούφιση του Ιησού στις τελευταίες αγωνιώδεις στιγμές τής ζωής του, το σφουγγάρι το βουτηγμένο στον κουβά με το νερό και το ξύδι, ένα μείγμα το οποίο, αντίθετα με ό,τι θέλησε να μας κάνει να πιστέψουμε η επίσημη εκκλησιαστική προπαγάνδα αιώνων, αποτελούσε εκείνη την εποχή ένα πρώτης τάξεως δροσιστικό ποτό. Ο άντρας που προσφέρει τις λίγες αυτές τελευταίες ανάσες δροσιάς στον ετοιμοθάνατο Ιησού, χωρίς να κάνει καμία διάκριση και για τους δύο ληστές που βρίσκονται σταυρωμένοι δίπλα του, είναι ο Ποιμένας – ο Διάβολος! Ο μόνος που, τελικά, σε επιλεγμένες στιγμές τής μακραίωνης και γεμάτης πόνο πορείας μας επί γης, έχει εκδηλώσει κάποιες σύντομες αναλαμπές συμπόνιας και οίκτου απέναντι στη φθαρτή και τόσο επισφαλή ανθρώπινη ύπαρξή μας.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top