Fractal

Διήγημα: “Λάμπα φθορίου”

Της Άννας Μπαλτατζή // *

 

 

 

 

 

Λάμπα φθορίου

 

Ο Λάμπρος παντρεύτηκε στα σαράντα του κι έκανε παιδιά αβέρτα. Γιος δασκάλου, εκπαιδευτικός κι ο ίδιος, έγινε κεφάτος πατέρας. Ανακάλυψε σχετικά αργά τις χαρές της πατρότητας και όρμησε. Το πρώτο αγόρι ήρθε στα σαράντα ένα του, το δεύτερο στα σαράντα επτά του και το τρίτο στα πενήντα δύο του. Εξίσου κεφάτη μητέρα και η γυναίκα του η Ρένα, εργατική, σταθερή, δοτική, ποτέ εκνευρισμένη, ποτέ κουρασμένη, σήκωνε με χαρά το φορτίο των επιλογών της Εκείνον και τα παιδιά. Την πέρναγε πολλά χρόνια, κοντά δεκάξι, αλλά από ενέργεια ήταν ισοδύναμοι.

Στις διακοπές έτρεχαν παντού με τα παιδιά, τι κατασκηνώσεις, τι ταξίδια, τι οργάνωση, τι πάρτι σε παραλίες. Μεροκάματα. Καλούσαν τους φίλους των παιδιών, μαζί και τους γονείς τους, ένα χαρούμενο πανδαιμόνιο που κρατούσε όλο το καλοκαίρι. Την ζήλευαν οι φίλες την Pένα, εκείνες ακόμα ψαχνόντουσαν σε σχέσεις με ανώριμους τύπους που φοβόντουσαν τις δεσμεύσεις, ενώ η Ρένα προχώραγε ακάθεκτη από το ένα παιδί στο άλλο. Την κολλητή της, την φιλοξενούσε που και που στο εξοχικό τους, αλλά δύσκολο να πουν καμμιά κουβέντα. Ο Λάμπρος έστηνε σκηνούλα στην παραλία, ορμητήριο για το πρωϊνό κολύμπι και τις απογεματινές συνάξεις δίπλα στη θάλασσα. Άναβε φωτιές τα βράδια και μαζευόταν η πιτσιρικαρία, οργάνωνε παιχνίδια, έτρεχε πέρα δώθε, ακούραστος κι ενθουσιώδης. Κι από κοντά η Ρένα. Την θαύμαζε τη Ρένα η κολλητή της και την χαιρόταν, που έπλενε, μαγείρευε, ντάντευε, οργάνωνε, την ζήλευε και λιγάκι για την πολύβουη ευτυχία της.

Δεν είχε ύπνο μια νύχτα, ταλαιπωρώντας το μυαλό της με το αδιέξοδο της τωρινής της σχέσης, πήγε στην κουζίνα να πιεί νερό. Το απαίσιο φως της κουζίνας, από μια λάμπα φθορίου που φώτιζε ανελέητα το χώρο, σαν λευκό φως χειρουργείου, ήταν αναμμένο. Καθιστή στην άβολη ξύλινη καρέκλα του τραπεζιού καθόταν η Ρένα, με ένα βιβλίο ανοιχτό πάνω στο τραπέζι και διάβαζε. Σαν να την είχαν βάλει τιμωρία κι έπρεπε να κάθεται ακίνητη, σε άβολη στάση, στην άβολη καρέκλα. «Ρένα, τι κάνεις εδώ;» την ρώτησε ξαφνιασμένη. «Διαβάζω» απάντησε χαμογελαστή, όπως πάντα, εκείνη.

«Εδώ; Γιατί δεν διαβάζεις στο κρεβάτι σου;». «Γιατί τον Λάμπρο τον ενοχλεί το φως στο κομοδίνο». Η κολλητή ήπιε νερό, την κοίταξε, και δεν είπε τίποτα.

 

Πέρασαν χρόνια. Τα παιδιά μεγάλωσαν, έγιναν έφηβοι. Έγιναν άντρες. Σχολεία, γυμνάσια, λύκεια, πανεπιστήμια, έτρεχαν ο Λάμπρος κι η Ρένα για όλα, ασχολούνταν με κάθε λεπτομέρεια. Μια ωραία οικογένεια θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς. Μια μέρα εκείνη, η πρόθυμη και πάντα χαμογελαστή, του έστειλε ένα εξώδικο. «Μην ανησυχήσεις» του είπε. «Θα πάρεις ένα χαρτί, αλλά μην ανησυχήσεις».

Ζητούσε διαζύγιο, την επιμέλεια του ανήλικου παιδιού τους, και τον έδιωχνε από το σπίτι. Σίγουρα δεν θα θυμόταν τα καλοκαιρινά ξενύχτια στην κουζίνα, σίγουρα δεν θα θυμόταν ότι έπρεπε να διαβάζει μόνο εκεί τις νύχτες.

 

 

 

* Η Άννα Μπαλτατζή σπούδασε Γερμανική φιλολογία στο ΕΚΠΑ, τέλειωσε την σχολή διπλωματούχων ξεναγών του ΕΟΤ και έκανε μεταπτυχιακό στο Fernunihagen με θέμα «Ευρωπαϊκή ιστορία». Εργάστηκε στη διαφήμιση ως κειμενογράφος και υπεύθυνη δημιουργικού. Συνεργάστηκε με παιδικές εκδόσεις. Πήρε το 1ο βραβείο διηγήματος στον 17ο διαγωνισμό του ΕΛΒΕ και το 1ο βραβείο μυθιστορήματος στον Ζ’ διαγωνισμό του Πετριδείου ιδρύματος. Κείμενά της δημοσιεύονται σε ηλεκτρονικά λογοτεχνικά περιοδικά και σε συλλογικές εκδόσεις. Ζει στην Αθήνα. Έχει έναν γιό.

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top