Fractal

Διήγημα: “Η ανεμοπατούσα”

Γράφει ο Θεόδωρος Πάλλας //

 

 

 

Η ανεμοπατούσα

γέμισε τον κόσμο ονειροφαντασιές

Πότε ταξίδευε με μιαν πικραλίδα

-έτρεμε στα χάδια του ανέμου

πότε με ένα ζουμπούλι μέθυσε τον έρωτά της

Άλλοτε, με μια πασχαλίτσα τρίφτηκε στο φως πυγολαμπίδας

Και τέλος

αφέθηκε στο άγγιγμα της δάφνης

-που μέσα της έκρυβε Εκείνον

στην Αλεξάνδρα

 

 

 

 

Στο τέλος του δρόμου είναι το σπιτάκι με τις φτελιές. Έτσι το ονομάζουν: «το σπιτάκι με τις φτελιές». Το λιθόστρωτο εκεί σταματά απότομα, εμπρός από την μικρή πορτούλα του, μια ξύλινη κατασκευή δεμένη σταυρωτά. Δεξιά της η άκρια της θάλασσας και αριστερά ένα μονοπάτι οδηγεί δίπλα από τον φράχτη, δάφνες και ηλιοτρόπια τον ορίζουν, στον ήρεμο λοφίσκο που απλώνεται πίσωθέ του.

 

Η κυρά Μαρούδα ζει εδώ.

Τη βλέπω κάθε πρωί που σηκώνεται και ποτίζει τα λουλούδια της, άλλα φυτεμένα καταγής, σκόρπια, άλλα σε παρτέρια και άλλα σε γλάστρες και γκαζοτενεκέδες, ποτίζει και όλα τα φυτά που την κυκλώνουν. Μετά κάθεται στη βεράντα της, σε εκείνη την κουνιστή πολυθρόνα και κεντά μέχρις να πέσει ο ήλιος. Τα δύο πεύκα που φρουρούν το σπίτι τη συντρέχουν με τη σκιά τους και η αύρα της θάλασσας τη γλυκαίνει ολημερίς. Κατά το σούρουπο, σαν το φως ή τα μάτια της την προδώσουν, αποσύρεται στο φτωχικό της, πόσο φτωχικό να είναι το γλυκό και μειλίχιο κατάλυμά της;

Πριν μέρες πήρα τη θάρρητα και πέρασα στην αυλή της. Την είδα να χαμογελά, με εκείνο που κεντούσε μάλλον, την καλημέρισα. Είπα πως δεν ακούστηκα, την καλημέρισα και πάλι, χαμογέλασε δειλά, ησύχασα. Μετρούσα το χνώτο μου μην και την ξεβολέψω και αθόρυβα περιεργάστηκα την αυλή της. Σαν δεν μου έφτασε εκείνη η μέρα πήγα και την επόμενη και η κυρά Μαρούδα θαρρείς και μου επέτρεψε την επίσκεψη όντας αδιάφορη μάλλον. Συνέχισα με τις μέρες. Καθόμουν λιγοκίνητος σε μιαν σκιά ή τριγυρνούσα αθόρυβα μελετώντας τη ζωγραφική στους τενεκέδες, την πόρτα και το μπροστινό παραθύρι της.

Αυτά τον πρώτο καιρό. Μετά, είχα με άλλα να ασχοληθώ, με περιπάτους πέρα στα βράχια, με τους ψαράδες που κοιτούσαν τα δίχτυα τους και ψιθύριζαν ιστορίες τρυφερές ή άλλες που πονούσαν. Κάποιες μέρες, σαν βαριές αναμνήσεις με τυραννούν περνώ την ξώθυρά της αέρινα, κάθομαι στη δροσιά της βρύσης και κοιτώ τη θάλασσα. Αδέσποτες ώρες.

Τα μάτια της Μαρούδας ποτέ δεν παίζουν μήτε με την απεραντοσιά του πελάγους, μήτε σαν βήματα περάσουν. Μονάχα ακούει και οσφραίνεται, σαν κάποιον να περιμένει και η πρώτη γνώρα του δεν θα είναι η θωριά του αλλά το άρωμα του σώματός του και τα ανεμίσια βήματά του.

Βασιλικοί, βιγόνιες και γεράνια πλημμυρίζουν τις γλάστρες της και εκείνους τους τενεκέδες που μεταμορφωμένοι σε καμβάδες πλουμίζουν με εικαστική αξία την αυλή της. Αν τους καλοπροσέξεις πάνω τους φιγούρες θα διακρίνεις, προσωπογραφίες των Θεών του Ολύμπου, ο Δίας με το φασκόμηλο, ο Ποσειδώνας μες στα πεύκα ντυμένος, ως και ο Άρης με δυόσμο, και μυρίζουν θαρρείς οι ζωγραφιές, μυρίζουν τον μύρο του κάθε Θεού. Δώδεκα οι Θεοί, έντεκα διακρίνεις, παρατηρείς, μετράς και ξαναμετράς και τότε νιώθεις σε εκείνον τον νεαρό που τρέχει να φτάσει στο γήρας, νιώθεις τον Θεό του φωτός. Γυμνός, μονάχα με ένα σορτσάκι, παντελονάκι αέρινο και πίσω του, εκεί που οι πλάτες γονατίζουν, φτερά από πεταλούδες που άλλοτε κινούνται αέρινα και άλλοτε ακίνητα προμηνύουν μιαν επιτακτική κίνηση. Εστιάζεις στο πρόσωπο, μήτε παιδικό μηδέ αντρίκιο, κάτι ανάμεσό τους, κάποιου αγγέλου θαρρώ που δεν διάλεξε ακόμη αν θα μεστώσει, πρόσωπο με τη γλυκύτητα ενός σύννεφου που λες θα φέρει θεία δώρα να σε γλυκάνει. Και είναι οι Θεοί πανομοιότυποι των αρχεγόνων τους, πρόσωπα ίδια και απαράλλαχτα όπως ο μύθος μας τα έδωσε, πρόσωπα ντυμένα με τα φυτά τα αγαπημένα τους και μονάχα εκείνο, το θεϊκό πρόσωπο του αμφισβητούμενου Απόλλωνα μεταλλάσσεται ανάλογα του καιρού και των προσδοκιών της ζωγράφου και μονάχα αυτός υπάρχει ολόσωμος. Παρατηρείς και πάλι εκείνο το θεϊκό πρόσωπο και νιώθεις να κρατά πάντα τα βασικά του χαρακτηριστικά σε όλες τις ζωγραφιές και όμως όλες τους είναι με σημαντικές ή ασήμαντες λεπτομέρειες παραλλαγμένες. Παρουσιάζεται ο Θεός άλλοτε γλυκός, με μια λύρα, άλλοτε σκληρός με ένα τόξο, άλλοτε πεισματάρης, με τον λύκο να αλυχτάει εμπρός του και άλλοτε αλλοπαρμένος ή καχύποπτος με μια κουρούνα να του μαντεύει ότι δεν μπορούσε αυτός να δει. Και φορές μαντεύεις, σαν το μεσημέρι στο δείχνει μες στη φωτεινότητά των εικόνων, ένα πρόσωπο που μπορούσε να γεννήσει τον Απόλλωνα ζευγαρωμένο με τον Χριστό ή έναν νέο που ωρίμασε μονάχα στο σώμα, η ωριμότητα του προσώπου δεν φαίνεται, μήτε μπορείς να τη φανταστείς.

Ήταν ο έρωτάς της, μου είπε η Τασούλα η Τσεκούραινα, ο έρωτας, όχι της ζωής της, αλλά μιας ολόκληρης ζωής. Έφτασαν εδώ πριν χρόνια. Εκείνον τον έλεγαν Φοίβο και έμειναν εκεί, στην άκρια του οικισμού, στις πατούσες του λόφου και στα χείλη της θάλασσας. Εκείνη ολημερίς ζωγράφιζε και εκείνος έλειπε, ποιος να τον είδε; Έφευγε αχάραγα, γύριζε αργά, κυνηγούσε στη θάλασσα. Δεν ξέρω τι. Χρόνια. Ακούγαμε τα γέλια τους, όσοι περνάγαμε νυχτιά δίπλα από το σπιτάκι τους, ακούγαμε και το τραγούδι της, κάποιες παλιές μπαλάντες, του έρωτα. Εκείνος δεν ακουγόταν, μοναχά το γέλιο του ξακρίναμε και βλέπαμε τη μορφή του στην πόρτα που εκείνη με τον καιρό τη φιλοτέχνησε και στο παράθυρο που τα κανάτια του τα σκάλισε με τη μορφή του. Μετά πέρασε ο καιρός, πόσος καιρός και εκείνος χάθηκε. Κανένας δεν θα το ένιωθε, αν μια μέρα δεν την είδαμε κατασχισμένη από αγκάθια και βράχους και αναμαλλιασμένη, μην είδατε τον Φοίβο μου; να ρωτάει με τρόμο. Και ψάξαμε στο νησί, ψάξαμε στη θάλασσα, για έναν μήνα ψάχναμε, εκείνη ερχόταν αιμόφυρτη στο χωριό και μας τάραζε με τα μοιρολόγια της. Μετά κλείστηκε στο σπίτι της, είπαμε το πήρε απόφαση και ησύχασε, ή αποτρελάθηκε. Τότε ήταν που άρχισε να ζωγραφίζει όσους τενεκέδες έβρισκε, άρχισε να ζωγραφίζει βότσαλα, άρχισε να ζωγραφίζει…

Την άλλη μέρα μελέτησα προσεκτικά την πόρτα και το παράθυρο της πρόσοψης. Στην πόρτα, πίσω από τον καιρό που πρόδωσε τον πίνακα, η ζωγράφος παραιτημένη δεν θέλησε να τη φρεσκάρει ποτέ ξανά, ξεχώρισα τον νέο, με ένα δάφνινο στεφάνι και ίσως σταφύλια να κρέμονται από πάνω του και να κρατά στο ένα χέρι ένα ψάρι και στο άλλο ένα ζαφείρι που δεν έχουν και τόσο σβηστεί. Με ένα ύφασμα τυλιγμένος μονάχα στη μέση και με τα πόδια του στη στάση του χορού ή του τρεκλίσματος. Στο παράθυρο, τα κανάτια του σαν έκλειναν σου έδειχναν τον πίνακα ολάκερον, στο αριστερό κανάτι ένας νέος σε θέση ανάπαυσης, το πρόσωπό του δροσερό με μια βάση απορίας, τα μαλλιά του κοντά και το σορτσάκι του λευκό και κολλημένο πάνω του, κρατά ακόμη μιαν αντρίκια ρώμη που συνεχίζει ως κάτω στα γυμνά του πόδια. Κοιτά δίπλα του, στο άλλο κανάτι, σαν να περιμένει κάτι να εμφανιστεί που δεν θα τον ξενίσει και τόσο, με μια μικρή σιγουριά για το θάμα και με μια μεγαλύτερη για την ομορφιά του. Στο άλλο κανάτι ένας νέος μακρυμάλλης, με τα γένια ως στο στήθος, όλα τα άλλα του προσώπου ίδια του πρώτου είναι, φορά μανδύα που τον καλύπτει ολόκληρον και κοιτά με σεβασμό και με μια βέβαιη πεποίθηση για το μέλλον, κρατά στα χέρια έναν πάπυρο και μέσα του τυλιγμένο ένα ψάρι και σαν να προτείνει στον πρώτο να διαλέξει τη γραφή ή την τροφή. Και οι δυο έχουν πρόσωπο από μεθύσι, ο ένας από πιοτό σαν Διόνυσος, ο άλλος από τη διδασκαλία σαν Πρόδρομος και κρύβουν μέσα τους και στο διαλαλούν βαθιά σου, ένα ξεφάντωμα με μια καρτερική καλοσυνάτη πραότητα.

Ήταν ο έρωτάς της, λέγανε στον τόπο, είναι ο έρωτάς της, διορθώνουν κάποιοι, ίσως να τον τράβηξε η θάλασσα, ίσως να της τον κλέψαν οι ξωθιές του νερού, ίσως ο αέρας να τον ζήλεψε, ίσως ο ήλιος. Και ήταν τόσο όμορφος!

Σε βλέπω να κλωθογυρίζεις στης Μαρούδας, άκουσα τον μπάρμπα Αναγνώστη και έσυρε την καρέκλα του σιμά μου. Ο πλάτανος μας κρατούσε χωρίς τη σκιά μας και το νερό της κεντρικής βρύσης άφθονο κελάρυζε και τραβούσε προς τον κάτω μαχαλά.

Ήρθε πριν χρόνια. Μόνη. Ζωγράφος που λάτρευε τη μοναξιά και τη θάλασσα. Ο τόπος μας σπάταλος, απλόχερος και στα δυο. Ζωγράφιζε με πάθος. Έτρεχε στις ερημιές και ώρες καθόταν στο σπίτι της και ζωγράφιζε και εκεί. Τοπία και νεκρές φύσεις. Μετά ήρθε Εκείνος. Ήταν μια μετάλλαξη του Διόνυσου σε Ιησού. Ποτέ τους δεν μίλησαν. Εκείνος ήταν δύτης. Κάτι έψαχνε. Χάθηκε μια μέρα, τον τράβηξε η θάλασσα. Η Μαρούδα, δεν ξέρω πως το πήρε. Άρχισε να ζωγραφίζει Θεούς. Μονάχα Θεούς. Έγινε ο Απόλλωνάς της. Χρειαζόταν φως, το βρήκε σε εκείνον. Χρειαζόταν μια σπίθα, βρήκε τη μούσα της. Στην αρχή ξεχώριζε το όνειρο. Σαν της μιλούσες, αν και έλεγε λίγα, σου έλεγε για Εκείνον, τον ξένο που χάθηκε. Μετά τα όνειρα πλέχτηκαν. Εκείνος έγινε ο Έρωτάς της. Ο Απόλλωνας που της τραγουδά με το φως του. Μια τρίχα χωρίζει τη γνώση από το όνειρο.

Κοίταξα τα μάτια του και είδα έναν πόνο. Ίσως και έναν έρωτα. Μια βαθιά αγάπη που χτίζει μια μικρούλα αβεβαιότητα και ο καιρός δεν μπορεί να γιάνει.

Μην τον ακούς, μου άρχισε η κυρά Νίτσα η Μούρταινα, σαν της ξομολογήθηκα τα λόγια του. Μην τον ακούς. Ζηλεύει. Ανέραστος μια ζωή πως να αποδεχτεί μια ιστορία αγάπης;

Πέρασε ο καιρός μου εδώ. Ο τόπος δεν έχει κάτι άλλο να μου δώσει. Πήρα τις ιστορίες του, κέντησα βαθιά μου τη γνώση των ανθρώπων του. Αύριο κινώ. Το απόβραδο επισκέφθηκα την κυρά Μαρούδα, την αρχή και το τέλος του μύθου εδώ.

Εκείνη λες και ένιωσε τη φυγή μου. Με κοίταξε, πρώτη φορά, με κοίταξε και είπε βαθιά.

Γέμισε ο τόπος παπαρούνες! Και η ροδιά που βλάστησε από μόνη της έγειρε από ρόδια. Και ψες, αργά θα ήταν, το φεγγάρι δεν βιαζόταν, γέμισε πίσω με ασφόδελους. Είπα το πρωί θα τους ξεριζώσω. Δεν πρόλαβα. Κάποιος τους είχε κόψει. Σαν να έλειπε καιρό και δεν είχε με κάτι άλλο να τραφεί.

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top