Fractal

Ο εικοστός αιώνας – ο Γολγοθάς μας!

Από τον Άγγελο Πετρουλάκη //

 

Έριχ Μαρία Ρεμάρκ «Ο Μαύρος Οβελίσκος» Χρονικό μιας αργοπορημένης νιότης, Μετάφραση: Γιάννης Καλλιφατίδης, Εκδόσεις Κέδρος

 

Ο Έριχ Μαρία Ρεμάρκ τάραξε το ευρωπαϊκό λογοτεχνικό στερέωμα με ένα του βιβλίο, το «Ουδέν νεώτερον από το Δυτικό Μέτωπο», μυθιστόρημα που αποτυπώνει όλη την φρίκη τού Α’  Παγκοσμίου Πολέμου κι έμεινε ως ένα από τα πλέον κλασικά αντιπολεμικά έργα όλων τών εποχών.

Έγραψε και άλλα μυθιστορήματα. Πρόσφατα, ο ΚΕΔΡΟΣ, κυκλοφόρησε το «Ο Μαύρος Οβελίσκος», ένα μυθιστόρημα ιδιαίτερα καταγγελτικό για την Γερμανία μετά τον Α’  Παγκόσμιο Πόλεμο, την Γερμανία τού 1923, που την είχε διαλύσει ο πληθωρισμός, η εξαφάνιση των αξιών, ο εκπεσμός τού ανθρώπου, η απόλυτη φτώχεια. Μέσα από εκείνη την Γερμανία θα εκκολαφθεί η Δημοκρατία τής Βαϊμάρης, αλλά και ο Χίτλερ με τον Ναζισμό του.

 

Το βιβλίο γράφτηκε στην αυγή τού Ψυχρού Πολέμου (1955), όταν η κουρελιασμένη από τον Β’  Παγκόσμιο Πόλεμο ανθρωπότητα, ξαναβρέθηκε στο στόμα τού τρόμου.

Στον πρόλογό του ο Ρεμάρκ θα γράψει:

«Ο κόσμος στέκει κάτω από το θαμπό φως μιας νέας Αποκάλυψης. Ακόμα πλανιέται στον αέρα η ταγκίλα του αίματος, μαζί με τη σκόνη και τα ερείπια της τελευταίας καταστροφής. Και όμως, τα εργαστήρια και οι φάμπρικες έχουν ξαναρχίσει να δουλεύουν νυχθημερόν στο όνομα της ειρήνης, εφευρίσκοντας νέα όπλα που μπορούν να τινάξουν στον αέρα ολόκληρο τον πλανήτη.

»Παγκόσμια ειρήνη! Ποτέ δεν συζητήθηκε περισσότερο και ποτέ δεν έγιναν γι’ αυτήν τόσα λίγα όσο στην εποχή μας. Ποτέ δεν υπήρξαν τόσοι ψευδοπροφήτες, τόσα ψέματα, τόσοι θάνατοι, τόση καταστροφή ή τόσα δάκρυα όσα στον αιώνα μας, τον εικοστό αιώνα, τον αιώνα της προόδου, της τεχνολογίας, του πολιτισμού, της μαζικής κουλτούρας, της μαζικής ανθρωποσφαγής».

Κυκλοφόρησε στην Γερμανία το 1956. Εμείς το διαβάζουμε εξήντα πέντε χρόνια μετά. Ωστόσο είναι ακόμα ικανό να μας ταρακουνήσει συθέμελα. Ίσως σήμερα περισσότερο, αφού συν τοις άλλοις λειτουργεί και ως καθρέφτης τού γερμανικού ψυχισμού, δηλαδή του αθεράπευτου εθνικισμού ενός λαού που τον προηγούμενο αιώνα αιματοκύλησε δυο φορές την ανθρωπότητα όσο κανείς άλλος λαός στην ιστορία της. Είναι η ίδια η Γερμανία με την σημερινή, η οποία συνεχίζει να επιδιώκει την εξουσία τής Ευρώπης, περιφρονώντας τις αρχές τού δικαίου και του ανθρωπισμού.

Στο επίμετρο του βιβλίου, ο Tilman Westphalen δίνει με πολύ απλά λόγια την εξήγησή του, η οποία ισχύει και σήμερα, αφού οι τάσεις ηγεμονισμού τής Γερμανίας είναι πλέον ολοφάνερες:

«Η φασιστική Γερμανία και τα εγκλήματα του Β΄ Παγκόσμιου πολέμου έχουν τις ρίζες τους στην ίδρυση του Γερμανικού Ράιχ το έτος 1871, το οποίο γεννήθηκε από την υπεροψία τού γερμανικού εθνικισμού και τη φιλοδοξία του να εδραιώσει τη θέση της Γερμανίας ανάμεσα στις μεγάλες δυνάμεις, ίσως και από μία λανθάνουσα τάση προς την καταστροφή, στην οποία ρέπει ο στρυφνός, φλεγματικός και αιθεροβάμων γερμανικός λαός, γνωστός για τη μεγαλομανία του, την προσκόλληση στη μεταφυσική, την έλλειψη συμβιβαστικότητας και την απροθυμία να αποδεχτεί την πραγματικότητα».

Παραμένει επίκαιρο εξήντα πέντε χρόνια μετά και για άλλους λόγους, όπως επισημαίνει, εύστοχα, ο Tilman Westphalen:

«Ακόμα και σήμερα, αναρίθμητοι διηπειρωτικοί πύραυλοι περιμένουν το πάτημα του κουμπιού που θα κάνει πράξη την απειλή του πυρηνικού ολοκαυτώματος, λειτουργώντας δήθεν ως ασπίδα προστασίας, πίσω απ’ την οποία μαίνονται με αμείωτη ένταση οι φονικοί εθνικοί και θρησκευτικοί πόλεμοι, έστω κι αν πολλές φορές εμφανίζονται με το προσωπείο της τρομοκρατίας ή του εμφύλιου πολέμου. Η ιστορία επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά, όπως γράφει ο Ρεμάρκ στο Ουδέν νεώτερον από το Δυτικό Μέτωπο: ‘‘Ποδοπατημένοι, με τις σάρκες τους καταφαγωμένες, νεκροί […] από ασφυξία, από φωτιά […] στοιβαγμένοι σε ομαδικούς τάφους’’».

 

Η Γερμανία μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο βρήκε τον μεσσία της στο πρόσωπο του Χίτλερ. Δεν χρειάστηκε να περιμένει πολλά χρόνια.

Η Γερμανία μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο βρήκε τον μεσσία της στο πρόσωπο της Μέρκελ. Χρειάστηκαν πολλά περισσότερα χρόνια, γιατί είχε διδαχτεί κάτι επί πλέον: ότι θα πρέπει να υποδουλώσει την Ευρώπη οικονομικά, πρώτα.

Το «Ο Μαύρος Οβελίσκος» χαρακτηρίζεται από τον πληθωρικό σαρκασμό και το έντονο πικρό χιούμορ, που ξεχειλίζουν από τις σελίδες του. Με τον σαρκασμό, ο Ρεμάρκ, πετσοκόβει την γερμανική νοοτροπία τού μεγαλοϊδεατισμού, παλεύοντας με την φτώχεια και την έκπτωση των αξιών.

Παράλληλα, αφήνει κραυγές απόγνωσης, καθώς όλη την μετέπειτα ζωή του, από τον εφιάλτη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, την στοιχειώνει ο θάνατος που έζησε στα πεδία τών μαχών:

«…οι δικές μας ζωές μπερδεύονται η μια με την άλλη – η παιδική ηλικία, που ξεριζώθηκε απότομα εξαιτίας του πολέμου, η εποχή της πείνας, της κλεψιάς και της απάτης, τα χρόνια στα χαρακώματα και τα χρόνια που διψούσαμε για ζωή, όλα έχουν αφήσει κι από ένα λιθαράκι που μας στοιχειώνει σαν εφιάλτης. Μάταια πασχίζουμε να κάνουμε πέρα όλες αυτές τις μνήμες, εμφανίζονται απρόσκλητες μπροστά μας, εχθρικές και ασυμβίβαστες η μια με την άλλη – ο παράδεισος της παιδικής ηλικίας και η κόλαση του πολέμου, η χαμένη νιότη και ο κυνισμός τής πρώιμης εμπειρίας».

 

Έριχ Μαρία Ρεμάρκ

 

Το μεγάλο πλεονέκτημα του Ρεμάρκ είναι ότι κατορθώνει να περνά από το μαύρο χιούμορ στον βαθύ ανθρωπισμό με την ίδια ευκολία που ένα ανοιξιάτικο αεράκι αλλάζει κατεύθυνση. Οι βαθιές πληγές που του άφησε ο πόλεμος, όταν 18χρονο παιδί βρέθηκε στα χαρακώματα της περιοχής τού Βερντέν, του άνοιξαν μεγάλα παράθυρα στην ουσία τής ζωής, βιωματικά και όχι μυθοπλαστικά. Άλλωστε, το «Ο Μαύρος Οβελίσκος» είναι και αυτοβιογραφικό κάποιων χρόνων του:

«Όταν όλα γύρω μας διαλύονται και καταρρέουν, ίσως το μόνο που έχει αξία είναι αυτές οι λιγοστές στιγμές που μοιράζεσαι με τον άλλο, παρόλο που ακόμα κι αυτό είναι μια γλυκιά αυταπάτη, αφού όταν ο άλλος σε έχει πραγματικά ανάγκη, εσύ δεν μπορείς να τον ακολουθήσεις και να του συμπαρασταθείς. Το είδα να συμβαίνει εκατοντάδες φορές στον πόλεμο, όταν κοιτούσα τα άψυχα πρόσωπα των νεκρών μου συντρόφων. Ο θάνατος είναι μια προσωπική υπόθεση. Ο καθένας πορεύεται ολομόναχος προς τον θάνατο και πεθαίνει μονάχος, χωρίς κανείς να μπορεί να τον βοηθήσει

[…]

»Μονάχα οι νεκροί θα έπρεπε να εκφέρουν γνώμη για τον πόλεμο Μονάχα εκείνοι τον έζησαν μέχρι τέλους».

 

Δεν ήταν ηρωισμός, για τον συγγραφέα, οι μάχες. «…δεν φανταζόμουν ότι κάποτε θα σκότωνα ανθρώπους και ότι όχι μόνο δε θα με κρεμούσαν, αλλά θα με παρασημοφορούσαν κι από πάνω. Κι όμως αυτό ακριβώς συνέβη».

Και αλλού, επιστρατεύοντας το μαύρο χιούμορ του:

«…Έτσι έγινε και πήγαμε στο μέτωπο δίχως να έχουμε γνωρίσει τον έρωτα. Δεκαεφτά συντρόφοι μας έχασαν τη ζωή τους χωρίς να μάθουν ποτέ τι εστί γυναίκα. Ο Βίλι κι εγώ χάσαμε την παρθενιά μας σε μια μπυραρία, στα δάση της Δυτικής Φλάνδρας. Ο Βίλι άρπαξε βλενόρροια και χρειάστηκε να νοσηλευτεί. Έτσι γλίτωσε τη μάχη της Φλάνδρας, όπου σκοτώθηκαν οι άλλοι δεκαεφτά παρθένοι. Έκτοτε καταλάβαμε ότι πολλές φορές η αρετή μένει χωρίς ανταμοιβή».

 

Πορευόμενος, με τις εμπειρίες αυτές στην Γερμανία τού 1923, στέκεται απέναντι στους νεωτερικούς φιλοσόφους τής πατρίδας του, διατυπώνοντας αμείλικτα ερωτηματικά.

«Αλήθεια, τι απέγινε το προαιώνιο πρόσωπο; Αναρωτιέμαι. Πού πήγε το αρχέγονο τοπίο, προτού γίνει τόπος των αισθήσεών μας, πάρκο, δάσος, σπίτι και άνθρωπος;

[..]

»Τι ξέρουμε για όλα αυτά; Μήπως έχουμε πιαστεί σ’ ένα δίχτυ από έννοιες και λέξεις, από λογικούς και πλανερούς συλλογισμούς, αγνοώντας ότι πίσω τους καίει η αρχέγονη φωτιά που χάθηκε για μας από τότε που αρχίσαμε να τη χρησιμοποιούμε για να θερμαίνουμε τα σπίτια μας, να ανάβουμε τις μαγειρικές εστίες και τις σόμπες μας, από τότε που τη μετατρέψαμε σε απατηλή ασφάλεια, μικροαστισμό και πανύψηλους τοίχους ή, στην καλύτερη περίπτωση, σε ένα χαμάμ όπου ιδροκοπούν η φιλοσοφία και η επιστήμη; Τι απέγινε η πρώτη φωτιά; Εξακολουθεί να παραμένει ασύλληπτη, καθάρια και απροσπέλαστη πίσω από τη ζωή και τον θάνατο, προτού γίνει για μας ζωή και θάνατος;»

Για όλα γράφει ο Ρεμάρκ σ’ αυτό του το μυθιστόρημα. Αποτυπώνει μια εποχή σε κάθε της λεπτομέρεια, όχι μόνο την φτώχεια και την έκπτωση των αξιών της. Επιλέγω ένα απόσπασμα που αναφέρεται στον όλεθρο που σκόρπισε η γρίπη, η οποία ακολούθησε τον πόλεμο:

«Η γρίπη έχει αρχίσει πράγματι να κάνει θραύση. Οι άνθρωποι πεθαίνουν, επειδή έχουν χάσει τις αντιστάσεις τους. Η πείνα που έζησαν στον πόλεμο τους έχει καταβάλει… Ο θάνατος με έχει κουράσει…

[…]

»Η μυρωδιά του θανάτου είναι διάχυτη παντού. Έχει ποτίσει τα δέντρα και την ομίχλη. Σταλάζει τις νύχτες απ’ τον ουρανό. Έχει κατακαθίσει κιόλας στους ίσκιους…»

 

Συχνά, μέσα από τον σαρκασμό που παράγουν οι διάλογοι των προσώπων του, ασκεί κριτική σε κοινωνικά και άλλα θέματα, περνώντας μέσα απ’ αυτούς τις δικές του απόψεις. Από το στόμα ενός ψυχίατρου, τον ακούμε να λέει για την Εκκλησία:

«Μην υποτιμάτε τη σοφία της Εκκλησίας! Είναι η μοναδική δικτατορία που κρατιέται στην εξουσία εδώ και δυο χιλιάδες χρόνια, χωρίς ποτέ κανείς να καταφέρει να την ανατρέψει».

Ο Ρεμάρκ, σαν να θέλει όχι απλά να ολοκληρώσει το βιβλίο του, αλλά και να κλείσει τον κύκλο τής ζωής τών ανθρώπων που χρησιμοποίησε, στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου κάνει ένα άλμα και μεταφέρεται τριάντα χρόνια μετά, δίνοντας με αδρές πινελιές ποια ήταν η συνέχεια όλων αυτών των προσώπων.

Στον αναγνώστη δίνει μια μοναδική αίσθηση πληρότητας.

 

 

Λάρισα, 14/4/2020

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top