Fractal

3 φωτογραφίες: in memoriam – Κυριάκος Σταμέλος, Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ, Λευτέρης Ξανθόπουλος

Γράφει η Aσημίνα Ξηρογιάννη //

 

 

 

 

 

Από καιρό θέλω να γράψω αυτό το κείμενο αλλά οι συνθήκες δεν ευνόησαν. Εκείνοι έφυγαν και πίσω δεν γυρνούν. Εμείς που μένουμε πίσω δεν έχουμε παρά να θυμόμαστε, να αναπολούμε, να παίρνουμε ανατροφοδότηση από το παρελθόν, να σχεδιάζουμε το μέλλον. Ας μου συγχωρεθεί ο προσωπικός τόνος, αλλά πραγματικά δεν θεωρώ πως θα μπορούσα να εκφραστώ κάπως αλλιώς.

 

Η πρώτη από τις τρεις φωτογραφίες που καταθέτω εδώ σήμερα είναι από το αρχείο του Ηλία Προβόπουλου και είναι τραβηγμένη στο Polis Art Cafe τη βραδιά που παρουσίαζα το θεατρικό μου έργο Οντισιόν (Βακχικόν 2015). Ο Κυριάκος Σταμέλος εικονίζεται να κρατάει το βιβλίο μου ενώ είχε συμμετάσχει ενεργά κατά τη διάρκεια της παρουσίασης. Ήταν μια ωραία, χαλαρή βραδιά με κόσμο που διατυπώθηκαν απόψεις, ακούστηκαν ωραίες ομιλίες. Πολλά μας έδεναν με τον Κυριάκο. Πολλά και σημαντικά. Ο Κυριάκος είχε πάντα ενδιαφέροντα πράγματα να πει, ήταν καλός συνομιλητής, καλός φίλος. Ζωγράφιζε και πολύ, του άρεσε  ιδιαίτερα η ενασχόληση αυτή με τη ζωγραφική και της αφιέρωνε χρόνο. Τον ευχαριστούσε να χαρίζει κιόλας έργα του στους φίλους του. Του άρεσαν οι συζητήσεις για την ποίηση για την οποία είχε εξαιρετικά ενδιαφέρουσες απόψεις.

 

 

Αισθάνομαι περήφανη που πρώτη έγραψα για την ποίησή του εδώ  και μάλιστα εδώ στο Φράκταλ: https://www.fractalart.gr/o-dimios/ Και είχα πραγματικά χαρεί όταν αργότερα με επέλεξε να παρουσιάσω τον Δήμιο (Γαβριηλίδης 2016) στα Ποιήματα και Εγκλήματα, στο κονάκι του εκδότη μας Σάμη Γαβριηλίδη. Ζωηρός , δραστικός και αθυρόστομος στα σημεία ο Σταμέλος χαρίζει στον απαιτητικό αναγνώστη έναν μεστό ποιητικό ρόλο. Είχα τότε για το βιβλίο σημειώσει: «Ο Σταμέλος παίζει με τις έννοιες, τις λέξεις, τις εμπειρίες του και παρουσιάζεται φιλοσοφικός και φιλοσοφημένος. Κάνει ποίηση τη χασούρα του, τις ζημιές του. (« [..]γιατί με πίκραναν (κάποιοι φίλοι),/μ’ εξουσιάζουν,/ποτέ δεν μπόρεσαν να με φωνάζουν/Κυριάκο μεγάλε» και «Άλλοι τους έλεγαν «υπαλληλάκος,/θα μείνει για πάντα μωρέ ο Κυριάκος,/έτσι που είναι ψηλός, ένα ράκος,/τι άλλο να κάνει;»
Μπορεί να διαψεύστηκε πολιτικά ή ιδεολογικά, κι αυτό το σχολιάζει: «
Tσιγάρα; Δε φτάνουν αυτά τα λιανά/φέρτε μου πούρα Αβάνας χοντρά,/και νά μού δίνει ν’ ανάβω φωτιά,/αυτό το αρχίδι ο Κάστρο.» Και αμέσως μετά: «Γιατ’ είναι ήδη κι αυτός ξοφλημένος./Αν και δεν είναι πολύ μορφωμένος,/είναι το ίδιο κι αυτός προδομένος/από τα κύτταρα.»(σελ.23) Και: «Kαι ‘γω που δεν έγινα πολιτικός/ίσως να είμαι αφελής και χαζός» (σελ.32)
Έρωτες, πρόσωπα, καταστάσεις, στάσεις ζωής, παρελαύνουν μέσα στο βιβλίο, όλα συγκλίνουν σε ένα σταθερό σημείο αναφοράς: το υποκείμενο της γραφής, το οποίο καταφέρνει να διατηρεί ισορροπίες και να μην πέφτει σε άσκοπους συναισθηματισμούς. Έχει ξεπεράσει όλα αυτά, έχει περάσει σε άλλο στάδιο, στην έντεχνη αφήγησή τους πια. Η ρίμα και η έμμετρη μορφή συμβάλλουν στην αποφυγή του μελό. («Δεν είμαι βρε λούμπεν, ούτε κι αλήτης,/ούτε κι απόκληρος ερημοσπίτης, είμ’ ο γαμιάς της και θέλω παιδί της/να είμαι και ‘γω.

 

 

***

 

 

Γνώρισα την Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ ως εξής: έγραψα ένα κείμενο για κείνη που δημοσιεύθηκε στο Περιοδικό Vakxikon [https://www.vakxikon.gr στη Λέσχη Ανάγνωσης Σεπτεμβρίου: 7 + 1 βιβλία,2014]

 

Eκείνη το διάβασε, έψαξε και βρήκε το τηλέφωνό μου για να με ευχαριστήσει. Ήμουν στο σχολείο εκείνο το πρωί, χτύπησε το κινητό μου και ήταν η Ρουκ. Δεν το πίστευα! Από κει και πέρα ακολούθησαν κι άλλα: κείμενα που έγραψα για τα βιβλία της , μια εκτενής συνέντευξη που μου παραχώρησε ένα Σάββατο πρωί στο σπίτι της. (http://varelaki.blogspot.com/2014/12/blog-post_20.html), τηλεφωνικές συνομιλίες. Η φωτογραφία αυτή είναι μια σέλφι που την τράβηξα για να θυμόμαστε την μέρα της συνέντευξης. «Τι είναι σέλφι » με ρώτησε, δεν ήξερε καν τις νέες  τεχνολογίες. Θα αναφερθώ και μια άλλη συνάντησή μας τώρα. Δεν θα ξεχάσω ποτέ το απόγευμα που πέρασα μαζί της στο κόκκινο σπίτι της στην Αίγινα. Έχω κι εγώ εκεί το σπίτι μου, μάλιστα κατάγομαι από το νησί.

 

 

Ήταν καλοκαίρι του 2015 όταν την επισκεφτήκαμε με την κόρη μου την Αριάδνη. Θυμάμαι την φιγούρα της καθώς μας υποδέχτηκε. Χαμογελαστή, με ένα λουλουδάτο φόρεμα, ξυπόλητη, την ακολουθήσαμε πάνω στο ξύλινο δώμα, στο γραφείο της. Υπήρχε μια κοπέλα που τη βοηθούσε και κάποιοι νέοι που δούλευαν στο κτήμα με τις φιστικιές. Σε κείνη τη συνάντηση, είχα την τύχη και τη χαρά να ακούσω την ίδια να μου διαβάζει αποσπάσματα από το «θεατρικό» βιβλίο της που κυκλοφόρησε μετά από καιρό από τις εκδόσεις Καστανιώτη με τίτλο «Της μοναξιάς διπρόσωποι μονόλογοι». Ήταν εύθυμη, μιλούσε με τη μικρή, κερνούσε γλυκά και καφέ.

 

 

 

Η τρίτη αναφορά είναι στον Λευτέρη Ξανθόπουλο που τον είχα γνωρίσει στο Poems and Crimes του Σάμη. Θυμάμαι πάντα τις ποιητικές και γενικότερες συζητήσεις μας. Χάρηκα που με συμπεριέλαβε, είχα όμως ένα κακό προαίσθημα όταν έλαβα το δίφυλλο εκτός εμπορίου Γέρων στρατηλάτης προ του τέλους. Το έβγαλε σε εκατόν είκοσι τρία αντίτυπα αριθμημένα με το χέρι από το 1ως το 123 και υπογεγραμμένα από τον ίδιο. Τιμής ένεκεν το παραθέτω εδώ:

 

Γέρων στρατηλάτης προ του τέλους

 

Μα πώς κουρσεύεται μια πόλη; Mε ποιον καιρό και από ποια μεριά; Από ανατολή; Από τη δύση; Από τα υψώματα στον Άγιο Σίλα ή από τα πεδινά στο Καράορμαν; Μέρα ή  νύχτα; Χειμώνα ή καλοκαίρι;

Μπαίνεις με τη σιωπή ή βάζεις τα άλογα να φρουμάζουν και να χτυπούν τις οπλές τους στο χώμα σηκώνοντας σύννεφο σκόνη έξω από τα τείχη;

Tι περιμένεις από την πόλη και ποιο το κούρσο; Πλούτη; Χωράφια; Γεννήματα; Ασήμι και χρυσό; Καματερά; Ψυχές; Θυσιάζεις αιχμαλώτους πριν την κουρσέψεις; Κρεμάς τους άντρες στη φούρκα και ταπεινώνεις γυναίκες και παιδιά; Σέρνεις δεμένους στον τροχό και στο παζάρι;

Μετά θα φύγεις πάλι. Θ’ αφήσεις μέσα στις σπηλιές τους λίγους που δεν πρόλαβες να κόψεις; Θα τους αφήσεις να γεννοβολούν και ν’ αβγατίζουν ως τον επόμενο κατακτητή ή θα τους ξετρυπώσεις να τους περάσεις και αυτούς μαχαίρι ίσαμε τον τελευταίο;

Ταξιδεύοντας μερόνυχτα μέσα στο βαρύ χειμώνα  βδομάδες και μήνες με τις άγριες φυλές των βαρβάρων από τον βορά να αποδεκατίζουν τον στρατό σου

Η άλλη πολιτεία που σε περιμένει θα έχει άραγες πλούτη γκαμήλες χρυσάφι ζωντανά μεταξωτά μπαχάρια και μυρωδικά; ‘H μήπως θα βρεις σκόρπια χαμόσπιτα με πλίθρες και ταπεινές καλύβες με άχυρο και φύκια σηκωμένες σε ξύλινους πασσάλους μέσα στο νερό;

Έλα λοιπόν για πες μου τώρα τι θα κάνεις με μια χούφτα κουρελήδες για στρατιώτες σου που ξεπαγιάζουνε στο κρύο και ακολουθάνε βουλιάζοντας έως το γόνατο μέσα στη λάσπη με κλεισμένο τον καιρό από παντού στα καπνοτόπια στο Ντρανίτσι και πιο πέρα ακόμη στα σκοτεινά τενάγη των Φιλίππων;

 

 

15.09.2014

 

Το βλέμμα ήταν πάντα μελαγχολικό. Η καρδιά πάντα ανοιχτή. Η αγωνία πάντα ήταν μεγάλη. Δεν σε ξεχνώ, Λευτέρη Ξανθόπουλε.

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top