Fractal

✩ Νέες εκδόσεις: 12 καινούργια βιβλία

Επιμέλεια: Ελένη Γκίκα //

 

 

 

 

Ελληνική πεζογραφία:

 

Εύα Μ. Μαθιουδάκη «Μέρες της Κηφισιάς», εκδ. Καστανιώτη, σελ. 218

Ένα νεαρό κορίτσι, η Ισμήνη, μεγαλώνει σ’ έναν μαγευτικό κηφισιώτικο κήπο προσπαθώντας να πάρει τη ζωή στα χέρια της, μακριά από τα συναισθηματικά βάρη και τ’ αδιέξοδα της προηγούμενης γενιάς.
Ένας μεγάλος έρωτας, ένα οικογενειακό μυστικό που αργεί να αποκαλυφθεί, μοναδικοί ήρωες σε μικρούς και μεγάλους ρόλους καθώς και άγνωστες πτυχές της ιστορίας μας συνθέτουν το σκηνικό της μυθοπλασίας. Πλούσιοι και φτωχοί, ντόπιοι και πρόσφυγες συνυπάρχουν γύρω από αρχοντικά και παραπήγματα διαμορφώνοντας την ανθρωπογεωγραφία της πόλης.
Ένα συναρπαστικό μυθιστόρημα, στον αντίποδα των Ψάθινων καπέλων, που μας ταξιδεύει στην Κηφισιά του ’50 και του ’60 και γοητεύει με την πλοκή, την ευαισθησία και τη δροσιά των εικόνων του. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

 

Δημήτρης Οικονόμου «Το απόκρυφο ημερολόγιο της Αριάδνης», εκδ. Πατάκη, σελ. 256

Ο Βρετανός Μπέρναρντ Γκρένφελ καταφτάνει το 1896 στην Αίγυπτο για να ανασκάψει μαζί με τον Άρθουρ Χαντ την Οξύρρυγχο, πνευματικό κέντρο της αρχαιότητας. Στη θέση της βρίσκουν το Αλ-Μπάχνασα, ένα χωριό σαν εγκαταλειμμένο λατομείο. Όταν πια οι βρετανικές εφημερίδες θα πανηγυρίζουν για τους δύο νεαρούς αρχαιολόγους που “ανακάλυψαν μια θαμμένη βιβλιοθήκη ισότιμη της Αλεξάνδρειας”, ο Μπέρναρντ θα εξαρτά όλο και περισσότερο την ύπαρξή του από τη μυστηριώδη Νάντα.
Ο Μίνως Καλοκαιρινός το 1878 γράφει από το Ηράκλειο στον νεαρό Βρετανό αρχαιολόγο Άρθουρ Έβανς· του ανακοινώνει ότι ξεκινά τις ανασκαφές στην Κνωσό εκ μέρους του λαού του που στενάζει υπό τους Οθωμανούς. Το 1894, ο Άρθουρ, που θεωρείται ένας απλώς μέτριος ερευνητής της Οξφόρδης, θα ταξιδέψει στην Κρήτη και σύντομα θα έχει γίνει ο διεθνώς διάσημος αρχαιολόγος που ολοκλήρωσε το έργο του Καλοκαιρινού. Ενόσω όμως ο Έβανς αναρωτιέται ποιες έγνοιες να άφηναν ξάγρυπνους τους ανθρώπους πριν από 3.000 χρόνια, σε ένα παράλληλο σύμπαν η βασίλισσα Πασιφάη, σύζυγος του Μίνωα, ζει τον ερωτικό παροξυσμό στο βασίλειο της Κνωσού.
Το 1900 δύο καΐκια σπογγαλιέων, που επιστρέφουν από την Τυνησία στη Σύμη, λόγω σφοδρής κακοκαιρίας κινούνται προς τα Αντικύθηρα. Εκεί, ένας δύτης θα αναδυθεί κάποια στιγμή από τη θάλασσα και θα φωνάξει: “Στον βυθό υπάρχουν γυναίκες και αγάλματα!” – το ναυάγιο των Αντικυθήρων έρχεται στο φως. Το 2007, ο Κώστας και η Διονυσία, μέλη της επιστημονικής αποστολής που ερευνά το ναυάγιο, παίζουν ένα παιχνίδι. Η Διονυσία, σαν άλλη Σεχραζάντ, διηγείται κάθε βράδυ στον Κώστα μία ερωτική ιστορία. Ώσπου θα βρουν τον σκελετό μιας νεαρής γυναίκας που τους περίμενε στη μοναξιά του βυθού από το 70 π.Χ.
Τρεις ενότητες, τρία όνειρα της Αριάδνης, κόρης του Μίνωα και της Πασιφάης.
Ημερολόγια, επιστολές, e-mail, δημοσιεύματα εφημερίδων, ιστορικά πρόσωπα που μεταπλάθονται μυθιστορηματικά και μυθοπλαστικοί ήρωες που διεκδικούν υπόσταση πραγματικών ανθρώπων.
Ένα πολυπρισματικό μυθιστόρημα που διατρέχει αιώνες και εποχές, συνδέει παρόν και παρελθόν, συνδυάζει τη μυθολογία, την ιστορία και την αρχαιολογία με την ανασκαφή του συναισθήματος, της μνήμης και του πάθους, που είναι όλα προϊόντα της προσωπικής μυθοπλασίας κάθε ανθρώπου. (Από την έκδοση)

 

Έλενα Γιοβανάκη «Ο δρόμος με τα χίλια χρώματα», εκδ. Βακχικόν, σελ. 360

Πιστεύουμε πως βαδίζουμε σε διαφορετικά μονοπάτια, που δεν διασταυρώνονται πουθενά. Όμως, κάνουμε λάθος. Στον ίδιο δρόμο βρισκόμαστε όλοι, που είναι φτιαγμένος από χίλια χρώματα κι ανάμεσά τους αναζητάμε με αγωνία το δικό μας. Έτσι συνεχίζουμε ανενόχλητοι, δεν βλέπουμε πού πάμε, σχεδόν ξεχνάμε πού μας οδηγεί.
Ο Παύλος αναρωτιέται τι συνέβη και, κάποια νύχτα, τον πλάκωσε το ταβάνι της μικρής του γκαρσονιέρας. Η Σοφία ψάχνει να βρει τι απέγινε η κολλητή της και γιατί έπαψε να της μιλά.
Την ίδια στιγμή, μια πανέμορφη πριγκίπισσα, δύο δίδυμοι μισθοφόροι, ένας γενναίος πολεμιστής και ένας ερωτευμένος νεαρός αναζητούν το Ιλ-Ναχίρ, το μαγικό πετράδι που έχει τη δύναμη να πραγματοποιεί τους ανεκπλήρωτους πόθους. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

 

Στέργια Κάββαλου «Κονέκτικατ», εκδ. Βακχικόν

Οι δράστες ένοπλοι, το αίμα νερό, η γη τρεμάμενη, τα ψάρια στο μπαλκόνι, οι αρουραίοι ψόφιοι, ο αριθμός των εραστών διψήφιος, οι βαθμοί κακοί, η ανάμνηση εδώ, το πόδι ένα, η ντροπή στον καναπέ, το πύον στο βυζί, η αγάπη μικρή, ο καιρός δύσκολος.
Εικοσιπέντε ιστορίες για τη βία των σωμάτων, του όπλου, των αδιεξόδων, του καιρού, των ηθών, της μνήμης, των αφορισμών, της μοναξιάς, των φόβων και του πολέμου. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

 

 

 

Κοραής Δαμάτης «Αφορμές», εκδ. Βακχικόν, σελ. 226

Μεσημέριασε. Έφτασαν στο τελευταίο ποτάμι. Ξαπλωμένη στην όχθη νεαρή γυναίκα -ένσαρκου αγάλματος η ονειρώδης ομορφιά της- με χρυσά χτένια στα χέρια, τραγουδούσε σ’ άγνωστη γλώσσα. Μαγεύτηκαν τα δυο αδέλφια από το τόσο κάλλος κι απ’ τη γλυκιά φωνή της και κάθισαν να την ακούν και να τη βλέπουν. Περνούσαν οι μέρες, περνούσαν οι νύχτες, εκείνοι μαγεμένοι. Σαν τύχαινε περαστικός να τους ρωτήσει τι κάνουν εκεί στην ερημιά, του έδειχναν την όμορφη κόρη και χαμογελούσαν, κι ο περαστικός σταυροκοπιότανε γιατί το μόνο που έβλεπε δίπλα στο ποτάμι ήταν να χάσκει μαύρο βαθύ άνοιγμα της γης που ξέρναγε ρυπαρές εκπνοές και μαζί μια αλλόκοτη τρεμάμενη βουή από άγρια ποδοβολητά. Έλεγαν πως εκεί ήτανε κοιμητήρι παλαιών Ελλήνων. Μετά, που ήρθαν οι χριστιανοί, βούλιαξε, παρέσυρε μαζί του οστό και επιτύμβια, και απόμεινε αυτή η χαίνουσα πληγή να σε κατεβάζει στα έγκατα της γης. Από κει οι οδοιπόροι, κάθε που ξημέρωνε ψυχοσάββατο, άκουγαν τις φωνές των ατελών που το ‘σκασαν απ’ τη ζωή πριν συμπληρωθούν οι μέρες τους, τους άκουγαν να θρηνούν για τον άγνωστο βίο που δεν έζησαν.
Ένα περιστατικό στον δρόμο, αφορμή. Κάτι που ειπώθηκε λαθραία, αφορμή. Κάποιο αναπάντεχο συμβάν, ένα ξαφνικό τηλεφώνημα, μια είδηση στα ψιλά, τα λόγια ενός φίλου, μια προσφώνηση, μια φωτογραφία… αφορμές που στάθηκαν ικανές για να γραφτούν οι Αφορμές του Κοραή Δαμάτη. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

 

 

Ιστορικό Μυθιστόρημα:

 

Γιάννης Δ. Μπάρτζης «Κρινολίνο και γιαταγάνι», εκδ. Καστανιώτη, σελ. 466

Στα χρόνια της ελληνικής επανάστασης, μια κυρία της αγγλικής Αυλής ερωτεύεται έναν απλό Έλληνα αγωνιστή. Στον αφηγηματικό καμβά της παράφορης σχέσης των δύο νέων ανθρώπων, που προέρχονται από πολύ διαφορετικούς κόσμους, απεικονίζεται γλαφυρά η φιλελληνική δραστηριότητα και ο έντονος διπλωματικός αγώνας που αναπτύχθηκε στην Ευρώπη μετά την εξέγερση του 1821. Φιλελληνικά κομιτάτα, διεθνείς κινήσεις για την ίδρυση ή για τη ματαίωση της ίδρυσης ανεξάρτητου ελληνικού κράτους, δάνεια με ληστρικούς όρους και κατασπατάλησή τους, φατριασμός των αγωνιστών, ξενοκίνητα κόμματα, εθνοσυνελεύσεις, εμφύλιες διαμάχες, διεθνείς διασκέψεις, Συνθήκες και Πρωτόκολλα, η ναυμαχία του Ναβαρίνου, η εκστρατεία των Γάλλων στον Μοριά, ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος, πειρατεία, δολοφονία του Καποδίστρια, εκλογή του Όθωνα…
Το “Κρινολίνο και γιαταγάνι” είναι μυθιστόρημα ενός θερμού ερωτικού πάθους, που αποσκοπεί παράλληλα στην ανάδειξη προσώπων τα οποία έδρασαν κυρίως εκτός Ελλάδος και συνετέλεσαν στην αναγνώριση και στην ίδρυση του ελληνικού κράτους. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

 

 

Αστυνομικό Μυθιστόρημα:

 

Τάκης Νταλάκος «Μακροβίπερα», εκδ. Βακχικόν

Ο Χάρης Λουκάς, ο ερευνητής που «πληρώνεται και για να στενοχωριέται», επανακάμπτει. Καταδύεται στα βάθη της ανθρώπινης φύσης και αναδύεται μέσα σε πολυκατοικίες, ουρανοξύστες και ιατρεία ερπετών, αλλάζοντας με μαεστρία πτήσεις, μεταξύ Αθηνών, Σικάγου και Μήλου, λύνοντας μυστηριώδεις γρίφους, γύρω από δυο φόνους σε δυο παράλληλους κόσμους. Στο δεύτερο μέρος της σειράς με φόντο μια Αθήνα παλιά, αλλά και σύγχρονη, ανάμεσα σε ασφαλιστές, καλούς μπάτσους, παγκόσμιους και υπερκόσμιους Έλληνες και θηλυκά που παραπατούν, μεταξύ Γαλατσίου και Νέας Ζηλανδίας, ο Χάρης Λουκάς βρίσκεται διχασμένος ανάμεσα στην ηθική του και την αλλόκοτη έλξη προς το «άλλο μισό του», μια τρυφερή και σκληρή μαζί ύπαρξη, που παρακολουθεί ποδόσφαιρο, ακούει μουσική και βλέπει σινεμά, με την ίδια φυσικότητα που κινείται ανάμεσα σε ασφαλιστικά συμβόλαια και Μπαουχάους κτίρια. Σε μια ατελείωτη διαδρομή γεμάτη αναρίθμητους εσπρέσο και τσιγάρα, βόλτες και συζητήσεις επί παντός επιστητού στη «Φωκίωνος Νέγρη, τον ομφαλό της γης», ο Χάρης Λουκάς, μετακινείται με περισσή άνεση μέσα σε εγγλέζικες αντίκες, αστυνομικές λιμουζίνες και υπερατλαντικά αεροπλάνα, με ατέλειωτες μουσικές και σινεφίλ αναφορές, ώσπου να βρεί τελικά τη χρυσή τομή, που του χαρίζει τη χαρμολύπη του «νικητή» σε μια ακόμη περίπλοκη υπόθεση.

 

 

Ξένη πεζογραφία:

 

John Williams «Το πέρασμα του μακελάρη», Μετάφραση: Αθηνά Δημητριάδου, εκδ. Gutengerg, σελ. 464

Πέντε χρόνια πριν τον “Στόουνερ”, ο John Williams είχε εκδώσει, το “Πέρασμα του Μακελάρη”, ένα μυθιστόρημα αυτογνωσίας που η ιστορία του διαδραματίζεται στα τέλη του 19ου αιώνα στην Αμερική, σε μια φανταστική πόλη-ορμητήριο κυνηγών, το Πέρασμα του Μακελάρη, και στα άγρια βουνά της περιοχής, όπου κάθε μέρα χιλιάδες βουβάλια σφάζονται για το δέρμα τους.
Ο κεντρικός ήρωας, ο Γουίλιαμ Άντριους, εγκαταλείπει τις σπουδές του στο Χάρβαρντ, επηρεασμένος από τις διδαχές του Έμερσον και του Θορό για τη φύση και τον άνθρωπο. Πηγαίνει στην Άγρια Δύση, γίνεται κυνηγός βουβαλιών και μέσα σε αυτό το βίαιο και αιματηρό σκηνικό ανακαλύπτει τον εαυτό του. «Το “Πέρασμα του Μακελάρη” άνοιξε τον δρόμο στον Κόρμακ ΜακΚάρθι» (New York Times Book Review).

 

 

Ουν- σουν- Κιμ «Οι Μηχανορράφοι», Μετάφραση: Νίνα Μπούρη, εκδ. Πατάκη, σελ. 432

Σε μια τρομακτική, αν και όχι αδιανόητη, Σεούλ, εγκληματικά συνδικάτα, “οργανωτές” και εκτελεστές διαγκωνίζονται για την κυριαρχία. Πίσω από τις δολοφονίες που αλλάζουν τον ρου της ιστορίας, βρίσκονται πάντα μηχανορράφοι, των οποίων τα σχέδια εκτελούν πληρωμένοι δολοφόνοι. Από την εποχή της ιαπωνικής κατοχής της Κορέας, η “βιβλιοθήκη των σκυλιών” είναι η πιο ισχυρή οργάνωση των δολοφόνων αυτών.
Ο Ρέσενγκ είναι δολοφόνος, μια ζωή εκτελεί συμβόλαια θανάτου. Παίρνει εντολές από τους “οργανωτές” -τα μυστηριώδη αφεντικά που κινούν τα νήματα- και τις ακολουθεί κατά γράμμα. Δεν αμφισβητεί ποτέ το που να πάει, ποιον να σκοτώσει, ούτε αναρωτιέται γιατί το σπίτι του είναι γεμάτο βιβλία που δε διαβάζει κανείς. Ώσπου μια μέρα αποφασίζει να παραβεί τους κανόνες και να αφήσει ένα θύμα να πεθάνει με τον τρόπο που επιθυμεί. Στο εξής, κάθε κίνησή του παρακολουθείται. Μήπως οι “οργανωτές” έχουν αποφασίσει ότι οι μέρες του είναι μετρημένες; Και εφόσον δε γνωρίζει ποιοι είναι, πώς είναι δυνατόν να τους ξεφύγει;
Ο Ουν-σου Κιμ γράφει μια ακαταμάχητη κοίνωνικοπολιτική αλληγορία. Αποτυπώνει με λαμπερή γραφή, σκοτεινό χιούμορ και οξύ σαρκασμό έναν πολύπλοκο και πολυεπίπεδο κόσμο που, παρά την εντυπωσιακή τεχνολογική εξέλιξή του, κουβαλάει βαριά τη σκιά του πρόσφατου, αλλά και του όχι τόσο πρόσφατου, παρελθόντος του. Οι πρωταγωνιστές του, άνθρωποι που ζουν στο περιθώριο της κορεατικής κοινωνίας, φέρνουν στον νου την ταινία Παράσιτα. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)
“Μια σύγχρονη ιστορία με Κορεάτες γκάνγκστερ που μαγεύει με το ευφυές χιούμορ της”. (The Times)
“Μια μεγαλειωδώς ονειρική, εναλλακτική Κορέα. Ο Ταραντίνο του Kill Bill με λογοτεχνική ψυχή”. (The Guardian)

 

Kim Thuy «ρού», Μετάφραση: Δάφνη Κιούση, εκδ. Άγρα, σελ. 168

“Ήρθα στον κόσμο κατά την επίθεση της Τετ, τις πρώτες μέρες του νέου έτους του Πιθήκου, όσο οι μακριές αλυσίδες με βαρελότα που κρέμονταν μπρος στα σπίτια εκρήγνυντο δημιουργώντας μαζί με τον ήχο των οπλοπολυβόλων μια πολυφωνία.
Είδα το φως του ήλιου στη Σαϊγκόν, εκεί όπου τα απομεινάρια από τα θρυμματισμένα σε χίλια κομμάτια βαρελότα έβαφαν κόκκινο το έδαφος, όπως τα πέταλα από τα άνθη στις κερασιές, ή όπως το αίμα των δύο εκατομμυρίων παραταγμένων στρατιωτών που είχαν διασκορπιστεί στις πόλεις και στα χωριά ενός Βιετνάμ σκισμένου στα δύο. Γεννήθηκα στη σκιά αυτού του βεγγαλοστόλιστου ουρανού που τον κοσμούσαν φωτεινές γιρλάντες, που τον διέσχιζαν πύραυλοι και ρουκέτες. Η γέννησή μου είχε αποστολή να αντικαταστήσει τις ζωές που χάθηκαν. Η ζωή μου είχε καθήκον να συνεχίσει αυτή της μητέρας μου.
Η Ιστορία του Βιετνάμ, αυτή με κεφαλαίο I, ματαίωσε τα σχέδια της μητέρας μου. Πέταξε τα τονικά σημάδια των ονομάτων μας στο νερό όταν μας ανάγκασε να διασχίσουμε τον Κόλπο του Σιάμ, πριν από τριάντα χρόνια. Ξεγύμνωσε επίσης τα ονόματά μας από το νόημά τους, περιορίζοντάς τα σε ήχους ξένους όσο και παράξενους στη γαλλική γλώσσα”.
ΡΟΥ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΣΤΑ ΠΑΛΑΙΑ ΓΑΛΛΙΚΑ “μικρό ρυάκι” και μεταφορικά “ροή δακρύων, αίματος, χρημάτων”. Στα βιετναμέζικα ru σημαίνει “νανούρισμα, νανουρίζω”.
Το Ρού είναι η αποσπασματική αφήγηση μιας Βιετναμέζας προσφυγοπούλας από τη Σαϊγκόν, που μαζί με τους άλλους boat people εγκατέλειψαν με πλοιάριο το Νότιο Βιετνάμ στα μέσα της δεκαετίας του 1970, όταν η χώρα ζούσε τον εμφύλιο σπαραγμό, κατάφεραν να διασχίσουν τον κόλπο του Σιάμ και να φτάσουν σώοι αλλά απογυμνωμένοι στη Μαλαισία, κινδυνεύοντας από τις θαλασσοταραχές και τους πειρατές. Η αφηγήτρια και η οικογένειά της βρήκαν καταφύγιο στον Καναδά. Τριάντα χρόνια αργότερα, ενσωματωμένη στη νέα χώρα, η συγγραφέας αφηγείται τη ζωή στην παραδείσια και τραυματισμένη γενέθλια χώρα, μαζί με τη σταδιακή και δύσκολη ενηλικίωση και ενσωμάτωση στη χώρα υποδοχής. Μια ζωή που γεννήθηκε μέσα από τα συντρίμμια, σε μια αφήγηση με σπαράγματα μνήμης, οικογενειακές στιγμές με θείους, γιαγιάδες, παππούδες και παιδιά, σχέσεις ερωτικές – όλα δοσμένα με ποιητικότητα, ανάμεσα στο τραγικό και το κωμικό, και με αισθησιασμό, σ’ ένα κείμενο γεμάτο μυρωδιές, εικόνες και ευαισθησία, που σαν νανούρισμα θεραπεύει τρυφερά το τραύμα. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

 

Τζέννυ Έρπενμπεκ «Δοκιμασία», Μετάφραση: Αλέξανδρος Κυπριώτης, εκδ. Καστανιώτη, σελ. 208

Ένα σπίτι και μια ολόκληρη εποχή που μαίνεται εντός του. Ένα σπίτι σε μια λίμνη του Βρανδεμβούργου, νοτιοανατολικά του Βερολίνου. Αυτός είναι ο τόπος, ένας τόπος φασματικός, στον οποίο διαδραματίζονται διάφορες βιογραφίες, ιστορίες, πεπρωμένα από τη δεκαετία του ’20 μέχρι σήμερα. Το συγκεκριμένο σπίτι και οι ένοικοί του βιώνουν τα μεγάλα συλλογικά γεγονότα, τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης, το Τρίτο Ράιχ, τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο και το τέλος του, τη Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας, την Αλλαγή με την πτώση της ΛΔΓ και την περίοδο μετά την Επανένωση των δύο Γερμανιών. Ωστόσο, η Τζέννυ Έρπενμπεκ αποδίδει σε κάθε μεμονωμένη ανθρώπινη ύπαρξη τη δική της μορφή, αφήνει καθεμιά από αυτές να ξετυλίξει με τον δικό της τρόπο την αναπόδραστη μοίρα της, την τραγικότητά της. Και όλες μαζί σχηματίζουν ένα συγκλονιστικό πανόραμα του προηγούμενου αιώνα, ένα έργο πυκνό και στιβαρό που προκαλεί σύγχυση και ευχαρίστηση, αβεβαιότητα και ένα λυτρωτικό αίσθημα συμφιλίωσης. Με τούτο το μυθιστόρημα, την αριστοτεχνική της Δοκιμασία, η Γερμανίδα συγγραφέας απέδειξε, μέσα σε λιγότερες από διακόσιες παλλόμενες σελίδες, ότι συγκαταλέγεται στις κορυφαίες φωνές της σύγχρονης ευρωπαϊκής λογοτεχνίας. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

 

Μάρτα Όριολς «Να μάθω να μιλώ με τα φυτά», Μετάφραση: Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, σελ. 274

Η Πάουλα Σιντ είναι μια νεογνολόγος σαράντα δύο ετών που ζει μια τακτοποιημένη καθημερινότητα. Παθιασμένη με τη δουλειά της αλλά βυθισμένη στη ρουτίνα μιας φθίνουσας συναισθηματικής σχέσης, χάνει εντελώς απρόσμενα τον σύντροφό της, τον Μάουρο, σε τροχαίο δυστύχημα. Το μοιραίο συνέβη λίγες μόλις ώρες έπειτα από ένα σημαδιακό γεύμα στο οποίο εκείνος την είχε προσκαλέσει για να της ανακοινώσει ότι, ύστερα από δεκαπέντε χρόνια συμβίωσης, θα έφευγε από το σπίτι επειδή υπήρχε κάποια άλλη γυναίκα στη ζωή του. Σαν να μην έφτανε ο σπαραγμός εξαιτίας του αιφνίδιου θανάτου, η Πάουλα πρέπει να αντιμετωπίσει και τη θλιβερή συνθήκη της εγκατάλειψης. Η πρωταγωνίστρια του βιβλίου καλείται, εκ των πραγμάτων, να βιώσει κάτι φοβερά περίπλοκο, όχι μόνο το πένθος, αλλά και την οργή της για τον χωρισμό. Με αυτό το υπέροχα γραμμένο μυθιστόρημα η Μάρτα Οριόλς καθιερώθηκε αμέσως ως μια από τις πιο ενδιαφέρουσες λογοτεχνικές φωνές της σημερινής Ισπανίας. Η Καταλανή συγγραφέας γνωρίζει άψογα πώς να τοποθετεί τον μεγεθυντικό φακό στον παλμό της γυναικείας ψυχής και να μας μεταφέρει από τον πόνο στην τρυφερότητα, από το χαμόγελο στη συγκίνηση. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top