Fractal

Πεθαίνοντας, παλιότερα, στο Μπέργκαμο

Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη //

 

Γιάκομπσεν, “Πανούκλα στο Μπέργκαμο”. Μετάφραση: Ήρκος Αποστολίδης. Ροές, 2019

 

Έζησε τα παιδικά του χρόνια σε στενή επαφή με τη φύση. Σπούδασε Φυσική και Χημεία στην Κοπεγχάγη και στη συνέχεια Βοτανική. Οπαδός του Δαρβίνου, μετέφρασε τα πασίγνωστα έργα του και διέδωσε τις θεωρίες του. Παράλληλα όμως με τα πολυποίκιλα επιστημονικά του ενδιαφέροντα, αφιερώθηκε ειδικά προς το τέλος της σύντομης ζωής του και στη λογοτεχνία, θεωρούμενος σήμερα από τους κυριότερους εκπροσώπους του νατουραλισμού στη δανέζικη λογοτεχνία. Το λογοτεχνικό του έργο περιορίστηκε σε δύο μυθιστορήματα, μερικά διηγήματα και ποιήματα. Ένα από τα έξοχα διηγήματά του είναι και η «Πανούκλα στο Μπέργκαμο». Στα φοιτητικά του χρόνια στην πόλη της Κοπεγχάγης, έμενε σε ένα θλιβερό ξενώνα με σπαρτιατική επίπλωση, και είχε δίπλα του ένα σπουδαστή γλυπτικής, έναν φοιτητή ιατρικής και ακόμα ένα θεολόγο. «Ο Χριστιανισμός, όπως υπάρχει στη Βίβλο, μου φαίνεται αντίθετος με τη φύση, είναι πολύ αντιφατικός για μένα να το αποδεχτώ ήρεμα», έγραφε στο ημερολόγιό του, στα  1867. Και συνεχίζει λέγοντας ότι τον έβλεπε σαν μυθολογία, όχι διαφορετική από την ελληνική ή την σκανδιναβική. Ο αθεϊσμός του Γιάκομπσεν θα τροφοδοτούσε θετικά το λογοτεχνικό του έργο, τις επόμενες δύο δεκαετίες, αλλά αποδείχτηκε παράλληλα ότι υπήρξε και προσφιλές πεδίο για τους κριτικούς του έργου του, στη συνέχεια.

Στο διήγημα, «Η πανούκλα του Μπέργκαμο», ο Γιάκομπσεν, δείχνει καθαρά  ότι οι άνθρωποι προσκολλώνται στη θρησκεία ακόμα και όταν έχουν ήδη μπει στον πειρασμό να είναι «ελεύθεροι άνθρωποι». Η ατμόσφαιρα που περιγράφει ο Γιάκομπσεν στο μεσαιωνικό Μπέργκαμο, είναι χαώδης, ιδιαίτερα στο παλιό τμήμα της πόλης, ψηλά,  με τα γνωστά ιστορικά στενοσόκακα. Όταν την επισκέφτηκε ο Γιάκομπσεν είχε προσβληθεί  ήδη από την ανίατη και μεταδοτική φυματίωση, αλλά του δόθηκε η ευκαιρία να θαυμάσει όλο το μεγαλείο της και μάλιστα να δημιουργήσει αργότερα, μια ακόμα σύντομη ιστορία της πρόσκαιρης ανθρώπινης ζωής και του βέβαιου θανάτου, ετούτη τη φορά από την παντοδύναμη και θανατηφόρο πανούκλα, από την οποία είχε πληγεί όχι μόνο το μικρό Μπέργκαμο αλλά και αρκετές περιοχές της γηραιάς ηπείρου, και μάλιστα κατ’ επανάληψιν, στέλνοντας στο επέκεινα αναρίθμητους πολίτες. Η αρχική αρμονική συνεργασία των κατοίκων της πόλης με υποδειγματική τάξη, η ταφή των νεκρών με όλες τις δέουσες τιμές, οι νηστείες, οι λιτανείες, η προσφυγή στις εκκλησίες και στις παρακλήσεις, με την γεωμετρική αύξηση των κρουσμάτων και θυμάτων, εξαφανίστηκαν σταδιακά και έδωσαν τη θέση τους σε ανεξέλεγκτες κοινωνικές καταστάσεις, με τον τρόμο να μετατρέπεται κυριολεκτικά σε διαρκή τρέλλα. Ένοιωθαν κατάβαθα ότι οι Θεοί τους είτε δεν ήθελαν να τους βοηθήσουν, είτε δεν μπορούσαν, και η υιοθέτηση αυτής της άποψης  γέννησε  μέσα τους την ασέβεια, τη διαφθορά, την απύθμενη ακολασία, στον εγωκεντρισμό εν τέλει και στη μανιασμένη συμπεριφορά τους απέναντι σε οιονδήποτε. Η νεκρομαντεία, η μαγεία και οι εξορκισμοί, που είχαν παραμείνει στο περιθώριο για μεγάλο χρονικό διάστημα, επανήλθαν αυτή τη φορά δριμύτερα. Στο σκοτεινό αυτό διήγημα αλλόφρονες σκηνές εξελίσσονται τόσο μέσα στον καθεδρικό ναό όσο και έξω στους δρόμους.   Οι πιστοί έχοντας ενστερνισθεί ότι αργά ή γρήγορα θα πεθάνουν, επιδίδονται σε  ανομολόγητες για τον κοινό νου πράξεις. Ο Γιάκομπσεν ασχολείται προφανώς με τον κόσμο της εποχής εκείνης και τις θρησκευτικές τους αντιδράσεις απέναντι στο αιφνίδιο κακό, την πανούκλα.  Η ανάγνωση του διηγήματος πρέπει να γίνει εν γνώσει μας ότι ο συγγραφέας έπασχε από φυματίωση, έβλεπε τη ζωή να κυλάει καθημερινά μακρυά, μέσα απ’ τα χέρια του, αλλά παρ’ όλα αυτά εκείνος την αποδοχή της δικής του μοίρας τη μετέτρεψε σε ρεαλιστική λογοτεχνία. Ο Γιάκομπσεν ξεδιπλώνει σε λίγες σελίδες την βαθύτερη ψυχολογία του ανθρώπου, καταγγέλλει την υποκρισία της εποχής, την εύκολη προσφυγή του ανθρώπου στη βία, την αντικοινωνικότητα, την αμαρτία, όλα εκείνα  τελικά που προηγουμένως καταδίκαζε απερίφραστα.

* * * * *

Το 1903, φεύγοντας από τους άθλιους και ρυπαρούς δρόμους του Παρισιού και από τη δική του, βεβαίως, δημιουργική απογοήτευση, ο ποιητής Ράινερ Μαρία Ρίλκε (Rainer Maria Rilke, 1875-1926) έφθανε στο παραθαλάσσιο θέρετρο του Βιαρέτζιο, κοντά στην Πίζα, στην περιφέρεια της Τοσκάνης. Ενώ αρχικά είχε προγραμματίσει να μείνει στην ιταλική Ριβιέρα, στη συνέχεια αποθαρρύνθηκε από την παρουσία ενός συρρέοντος πλήθους Γερμανών τουριστών. Εκεί, στο απομονωμένο ξενοδοχείο «Φλωρεντία» (Hotel Florence), ο Ρίλκε έγραφε στον φίλο του δημοσιογράφο, εκδότη και συγγραφέα, Φραντς Ξάβερ Κάπους (Franz Xaver Kappus, 1883-1966), για τα πιο πολύτιμα λογοτεχνικά του υπάρχοντα. «Απ’ όλα τα βιβλία μου, λίγα μου είναι απαραίτητα», έλεγε, «και δύο είναι πάντοτε ανάμεσα στα πράγματά μου, οπουδήποτε κι’ αν βρίσκομαι…». Κι’ αναφέρει τη Βίβλο και τα βιβλία του μεγάλου Δανού συγγραφέα Γιενς Πέτερ Γιάκομπσεν (Jens Peter Jacobsen, 1847–1885). Και συνεχίζει λέγοντας ότι διαβάζοντας τα βιβλία του Γιάκομπσεν, θα σε κατακλύσει η ευτυχία, η αφθονία, η ακατανόητη πολυτέλεια ενός κόσμου, ενώ θα μάθεις ότι αξίζει πραγματικά.

 

Γενς Πέτερ Γιάκομπσεν

 

Τη στιγμή που ο Ρίλκε έγραψε αυτές τις φράσεις, ο Γιενς Πέτερ Γιάκομπσεν ήταν κάπου δεκαοκτώ χρόνια πεθαμένος, αλλά βρισκόταν στην κορυφή της μεταθανάτιας φήμης του. Σήμερα για το περισσότερο αναγνωστικό κοινό, στους πιο γνωστούς Σκανδιναβούς συγγραφείς περιλαμβάνονται οι Κνουτ Χάμσουν, Όγκουστ Στρίντμπεργκ, Χένρικ Ίψεν και κάποιοι άλλοι, αλλά όχι το όνομα του Γιενς Πέτερ Γιάκομπσεν. Και ίσως τελικά χρειαζόταν η πρόσφατη πανδημία του κορονοϊού για να έρθουν στο προσκήνιο κάποιες μεγάλες μορφές της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Πάντως δεν είναι τυχαίο που σχετικά πρόσφατα κυκλοφόρησε η πρώτη βιογραφία του μυθιστοριογράφου Γιενς Πέτερ Γιάκομπσεν στα αγγλικά (Morten Høi Jensen’s A Difficult Death: The Life and Work of Jens Peter Jacobsen, Yale university Press, 2017).  Σήμερα όλο και περισσότεροι τον αναγνωρίζουν ως έναν από τους σημαντικότερους συγγραφείς που λάμπρυναν τις σελίδες της λογοτεχνικής ιστορίας της Δανίας.  Ο Τζέιμς Τζόυς τον θεωρούσε  διάδοχο του Φλωμπέρ, ενώ ο Τόμας Μαν έγραψε ότι ο Γιάκομπσεν άσκησε τη μεγαλύτερη επιρροή στο ύφος του απ’ όλους τους Σκανδιναβούς συγγραφείς. Και άλλοι πολλοί είχαν να εκφραστούν με καλά λόγια για το έργο του, όπως ο Φρόιντ, ο Κάφκα,  ο Ρόμπερτ Μουζίλ,  και ακόμα ο Μπόρις Παστερνάκ ο οποίος μάλιστα είχε μπροστά του ένα αντίγραφο του   «Νιλς Λυν», για όσο καιρό έγραφε τον «Δόκτορα Ζιβάγκο». Αλλά σε κανέναν δεν είχε μεγαλύτερη επιρροή από τον Ράινερ Μαρία Ρίλκε, ο οποίος σημειωτέον επισκέφθηκε την Κοπεγχάγη επειδή ήταν η πόλη του Γιάκομπσεν και ισχυρίστηκε, όπως είπαμε παραπάνω,  ότι δεν ταξίδευε ποτέ χωρίς τη Βίβλο και τα έργα του Γιάκομπσεν.

Το ιστορικό μυθιστόρημα «Οι τρεις γάμοι της Μαρίας Γκρούμπε» (Fru Marie Grubbe, 1876), είναι η πρώτη προσπάθεια που γίνεται στη λογοτεχνία της Δανίας για να ιδωθεί η γυναίκα ως ένα σεξουαλικό ον και έχει ως  βάση τη ζωή της Μαρίας Γκρούμπε, ενός υπαρκτού προσώπου που έζησε τον 17ο αιώνα, μια εποχή, όπου η γυναικεία χειραφέτηση ήταν ακόμη μακρυνό και άπιαστο όνειρο. Ήταν κόρη επαρχιώτη γαιοκτήμονα με αριστοκρατική καταγωγή, η οποία άφησε πίσω της όλο το παρελθόν και κυρίως το προδιαγεγραμμένο ελπιδοφόρο μέλλον της, για να ακολουθήσει τα προστάγματα της καρδιάς της, ως αποτέλεσμα της επιθυμίας της για μια ανεξάρτητη και ικανοποιητική ερωτική ζωή, αλλά αρκούντως σκανδαλώδη για την εποχή της. Από αυτής της σκοπιάς, αποτελεί έναν πρόδρομο του Άγγλου συγγραφέα Ντ. Χ. Λώρενς (1885-1930). Έχοντας προσβληθεί από την, ανίατη τότε, φυματίωση σε ηλικία μόλις είκοσι έξι  ετών, στο πρώτο ταξίδι του στο εξωτερικό, ο Γιάκομπσεν θα ζήσει την τελευταία δεκαετία της ζωής του, έχοντας έντονη επίγνωση της αμείλικτης και αδυσώπητης προσέγγισης του θανάτου. Η αντίληψη του Γιάκομπσεν για τη σύντομη ζωή του, θα εκδηλωθεί ίσως στο πιο εμβληματικό του έργο, το μυθιστόρημα «Νιλς Λυν» (Niels Lyhne) το οποίο σημειωτέον αρχικά έφερε τον τίτλο «Ο άθεος», ένα μυστηριώδες μυθιστόρημα στοιχειωμένο από θάνατο και στο οποίο υπάρχει αγαστή συνύπαρξη ρεαλισμού και μοντερνισμού. Ο Γιάκομπσεν έγραψε λίγα στα τελευταία χρόνια της ζωής του, παρά τα πολλά σχέδια που είχε κάνει  για νέες ιστορίες και μυθιστορήματα. Θα υποκύψει τελικά στην ασθένειά του στο πατρικό του σπίτι, στο Thisted, το απόγευμα του Απριλίου του 1885, σε ηλικία μόλις   τριάντα οκτώ ετών. Το συνολικό έργο που άφησε πίσω του ήταν μικρό, κάποια ποιήματα, μερικά διηγήματα, δύο μυθιστορήματα, αλλά όλα με αξιοσημείωτη επιρροή. Η βιογραφία του, εάν μεταφραστεί σε περισσότερες γλώσσες, αναμφισβήτητα θα διαμορφώσει μια νέα γενιά αναγνωστών του έργου του. «Ο θάνατος είναι η αιώνια ειρήνη, η μεγάλη σιωπή», θα γράψει στον αδελφό του κάποια στιγμή. Παρόλο που ο Γιάκομπσεν έχει φύγει εδώ και πολύ καιρό, ελπίζουμε ότι η σιωπή του θα αποδειχτεί τελικά μόνο προσωρινή, και πως και τα υπόλοιπα έργα του θα γίνουν γνωστότερα!

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top