Fractal

Διήγημα: “Κόρη προδιαγραφών”

Γράφει ο Παναγιώτης Γκούβερης // *

 

 

 

 

 

Ήτο οικογένεια προδιαγραφών. Ο πατήρ δεν έπινε, δε χτυπούσε και δε μπεγλέριζε. Η γυνή αξιοπρεπώς ηργάζετο, είχε στη νομή και κατοχή της επώνυμη χύτρα και προς Θεού, δεν απέλειπαν από το βίο της αξιοπρεπείς ερωτικές εμπειρίες. Το παιδί ήτο παιδί και δεν νομίζω ότι φέρει κάποιο νόημα να αναφερθώ εις αυτό, πέραν του γεγονότος ότι επρόκειτο για γλυκύτατο έως χαριτωμένο κοριτσάκι με κάποια ωστόσο αναστολή βλέμματος, ωσάν να εγνώριζε.

 

Η ανωτέρω οικογένεια, παραβλέποντας τα γραφάς, κατέληξε σμπαράλια εις σημείο τέτοιο που οι επαρκώς γνωρίζοντες ύψωναν τα χείλια τους και επέπλητταν το εκάστοτε ενήλικο μέλος αυτής.

“Δεν έπρεπε να χαλάσεις έτσι εύκολα το σπιτικό σου.”

“Μα…”

“Δεν έχει μα.”

Και πράγματι δεν είχε μα, κυρίως όμως δεν είχε μπαμπά η πρώην οικογένεια καθότι για άλλοτε άλλους λόγους -η υπαιτιότητα των οποίων δεν απασχολεί- ο μπαμπάς εχάθη από το τοπίο. Αλλού μπαμπάς, αλλού μάνα και κόρη ήτο το νέο συναφθέν συμβόλαιο το οποίο εν ευθέτω χρόνο επικυρώθη και δικαστικώς, καθότι εξεδόθη διαζευκτήριο ολίγον σελίδων το οποίο και συνεψήφιζε τα δικαστικά έξοδα αμφότερων των διαδίκων.

Και στην αρχή περάσαν μέρες, έπειτα ως ήταν αναμενόμενο επέρασαν οι μήνες και τελικώς η κόρη επερνούσε τα γενέθλιά της μετά της μητρός της και άνευ του πατρός –κρίμα όπως και να το δούμε-. Καλοθεληταί υπήρχαν, έτοιμοι να αλλάξουν καμία λάμπα στο άπατρο σπίτι εάν και όποτε εγίνοντο ανάγκη, ή να σηκώσουν καμία κούτα, ή τέλος-τέλος να θωπεύσουν καμία μάνα και όχι μόνο. Όμως η μήτηρ του σπιτιού εφρόντισε να έχει λάμπες φθορίου άφθαρτες και διαρκείς και κούτες μικρές -σχεδόν κυτία- έχοντας ως αποτέλεσμα να αποφύγει αδέσποτες θωπείες τόσο αυτή, όσο και η μικρή που πλέον είχε μεγαλώσει όχι λίγο.

Τα ανωτέρω έλαβαν μια συνήθεια και μια σιωπή συνηθισμένη. Και εις τον καιρό εκείνο ουδείς εκ των τριών (δύο συν ένα) εδάκριζε τότε. Η κόρη μετά οικονομικών δυσχερειών, ωστόσο εσπούδαζε επιστήμη -για την οποία δε φέρει κάποιο νόημα να αναφερθώ- η μάνα έμεινε πλέον ολομόναχη και ο πατήρ άλλαζε όλο διευθύνσεις.

Όμως το DNA της μάνας αποδείχθηκε αλλιώς, διότι λίγο μετά το 38ό έτος της, σχεδόν αίφνης και σχεδόν άνευ αιτίας, εκκίνησε το σώμα της ένα τρέμολο το οποίο και εσταμάτησε μόνο όταν τελικά απέθανε. Ημείς θα ασχοληθούμε πλέον με το μεσοδιάστημα τούτο μεταξύ θανάτου και αφετηρίας τούτης της ασθένειας, την οποία πλέον θα αποκαλούμε πάρκινσον.

Είναι σοφό να καλωσορίζεις το πάρκινσον όταν πλέον δεν έχεις υποχρεώσεις να τρέχουν. Και είναι σοφό να ξεκινάς την σωματική σου καριέρα στο πάρκινσον όταν πλέον αποθέτεις φωτογραφίες εγγονών σου παραπλεύρως του προσκεφάλου. Ωστόσο, όταν είσαι μόλις 38, με κόρη διαμένουσα σε νησιωτική φοιτητική λέσχη και άντρα πρώην, είναι δικαιολογημένη κάθε αγωνία που αναπνέεις.

Και τον πρώτο χρόνο η μάνα απέκρυψε τα νέα τα μυοκινητικά -ήτο και η ασθένεια σε στάδιο αρχικό- ωστόσο το έτος δεύτερο και μετά το πέρας της θυγατρικής εξεταστικής περιόδου η μάνα επιλογή δεν είχε.

“Μαμά τρέμεις. ”

“Και θα τρέμω.”

Η κόρη έκλαψε, έπειτα χόρεψε, άλλοτε μείζονα, άλλοτε ελάσσονα σκοπό, εν τέλει συνήθισε στο ασταθές τούτο νέο γεγονός ζωής. Και έλαβε απόφαση να αναστείλει άπαντες τις σπουδές και τους σπουδαστικούς τις έρωτες προκειμένου να παρασταθεί εκ του σύνεγγυς στην τρέμουσα πλέον μάνα της.

“Μόνη μου σε μεγάλωσα!” βέλιζε η μάνα προς την κόρη με λόγο ποικιλοκίνητο και η κόρη έσκυβε τα δόντια της.

Πέρασαν έτσι δύο έτη, δύο έτη σημαντικά και επιθυμώ -ίσως προς έκπληξιν- να ομιλήσω για την κόρη. Η οποία πράγματι πλέον δεν αποτρίχωνε, ούτε εξύριζε τακτικώς τις κνήμες και αμασχάλες της -παρότι ήτο κόρη προδιαγραφών- και έφερε εις χείρας της μυρωδιά απωθητική θυμίζουσα το τριψήφιο σε όλους βιξ. Ήτο πράγματι κορίτσι εντριβών προς την ανάπηρη. Όμως το ποτήρι ξεχείλισε όταν μια μέρα -έ, τι να κάνουμε…- η μήτηρ άνευ προθέσεως, ούσα βραδυκίνητη ως προς την βάδιση και γοργοροούσα ως προς την ούρηση, κιτρίνισε τα πέριξ της. Και έτσι η κόρη τηλεφώνησε.

“Ναι, τον μπαμπά μου;”

“Ο ίδιος.”

“Είμαι η κόρη σας;”

“Μου λειψες, δε φταίω εγώ.”

“Θα ρθείς;”

Και έτσι ο πατήρ -μοντέρνος πλέον- ενεφανίσθη από μηχανής ολίγων κυβικών εις την κάποτε εξώπορτα της οικίας του. Ήτο πλέον φαλακρός, ήτο πλέον φανερά αδυνατισμένος, ωστόσο χρήματα δεν είχε, είχε όμως δάκρυα όταν επαναγκάλιασε την θυγατήρ του.

“Μεγάλωσες, κλαίω.”

“Έχω μια άσπρη τρίχα.”

“Η μάνα σου;”

“Τρέμει.”

Καθότι όλα τούτα διημείφθησαν υπό την αναβλύζουσα μυρωδιά ούρων, ο πατήρ εννόησε την όλη κατάσταση και εννόησε ότι έπρεπε να πράξει το ορθό και να αναλάβει το χρέος που είχε προς τη γυναίκα του, ακόμη-ακόμη και αν δεν ήτο γυναίκα του, καθότι ήτο και παρέμενε μάνα του παιδιού του. Άλλωστε δε, και ο ίδιος μια κούραση από τας μετακομίσεις εβίωνε και αποζητούσε να ξαποστάσει κάπου.

Και κατά τρόπο τέτοιο τα δεσμά του κοριτσιού ήχησαν κρακ και το κορίτσι αποδήμησε εκ νέου εις το νησί που επερίμεναν οι πρέπουσες σπουδές και παρεπόμενα σκιρτήματα. Όμως εις την ουροδόχο οικία τα πράματα έλαβαν μια τροπή.

“Καλά είσαι;”

“Τι θες εσύ εδώ;”

Και η μήτηρ ηρνείτο να δεχθεί καλή βοήθεια από τον πρώην άντρα και τούτος λίγο συνέχιζε να δακρύζει και κάπως -αλήθεια το ένοιωθε- πως έφταιγε αυτός. Δειλά-δειλά βαστούσε το σφουγγάρι και δειλά-δειλά σφούγγιζε τα κάτω άκρα της πρώην γυναικός του και κείνη τον επικροτούσε με τρεμάμενες κλωτσές και πτύελα ενώπιον της κεφαλής του. Και κείνος εμαγείρευε βραστά και σούπες, εκείνος εσιδέρωνε πολλά βρακιά, εκείνος ταίριαζε σεμέν και πιατικά, εκείνη όλο χαλούσε, έσπαγε, τσαλάκωνε το σπίτι και κείνος επερίμενε το βράδυ.

“Περιμένεις να κοιμηθώ!”

“Θέλεις λίγο γάλα;”

Ήτο η στιγμή αυτή που ελάμβαναν μια κλήση τα βλέφαρα της γυνής, τέτοια η οποία προμήνυε τον ύπνο της όταν και έλεγε τη φράση ο ανήρ. Ύψωνε το ανάστημά του παραπλεύρως της τρεμάμενης σχεδόν κοιμωμένης και ανέβλυζε τη φράση του σταθερά, ίσως και με ένα δάκρυ. Τούτο το δάκρυ ουδόλως διατάρασσε τον ύπνο της καθού, αφού η διαδρομή αντρικός οφθαλμός-γυναικεία κεφαλή οποία ακολουθούσε, ήτο βραδύτατη και εν τέλει ένα και μόνο δάκρυ δεν ήταν ικανό να ξυπνήσει την ολημερίς ανάπηρη γυνή.

“Αυτός που μου ‘φερες εδώ κάτι λέει λίγο πριν!”

“Ο μπαμπάς;”

“Αυτός που μου ‘φερες εδώ θα με σκοτώσει αύριο, να ‘ρθεις!”

Είναι τα τηλέφωνα τεχνήματα πονηρά, ιδίως μεταξύ νησιωτικής και ηπειρωτικής Ελλάδος. Ήλθε το λοιπόν το κορίτσι και πλέον διαπίστωσε μια οσφρητική γλυκύτητα εντός της οικίας ακόμη και στα ενδότερα του λουτρού και αιχμηρά κοίταξε τη μητέρα της και αιχμηρά δεν κοίταξε τον πατέρα της.

“Τις σπουδές σου εσύ.”

“Τι της λες το βράδυ;”

Η κόρη χέριασε τα βιβλία της και δια τρόπου πεζού και άνευ συνοδείας έφυγε προς οικεία ΚΤΕΛ να πάρει το καράβι. Και έφυγε, η οποία ωστόσο έφερε ένα παράπονο εις την ιδρωμένη καρδία της.

“Κρίμα, έπρεπε να αρρωστήσει για να τους δω μαζί.”

Εις την οικία τα νέα δεν γίνοντο καλά. Διότι και φάρμακα ελάμβανε ορισμένα και ολίγον διάδρομο ηλεκτρικό προσπαθούσε να περπατήσει η γυνή, ωστόσο είναι το πάρκινσον ασθένεια παραπάνω καταλαμβάνουσα όλο και περισσότερο σώμα. Και πλέον έτρεμε για τα καλά η κακομοίρα, γεγονός που την απέτρεπε να βαστάει το φλιτζάνι του καφέ και τα κλειδιά της οικίας της. Τα κλειδιά επαραδώθησαν στον κάποτε σύζυγο και ο καφές επίνετο με καλαμάκι.

Και ο καιρός ακάθεκτα συνέχιζε να διασχίζει τον βίο του μη ζεύγους και η κόρη -πλέον πτυχιούχος αδιάφορης επιστήμης- με κάποια ομολογουμένως επιμέλεια συνέχιζε να φοιτά σε εξίσου αδιάφορο κύκλο μεταπτυχιακών σπουδών στα αγαπητά νησιά της.

“Η κόρη μας πάει καλά.”

“Η κόρη μου, εσύ την έδιωξες, να μην ερχόσουν.”

Τις ώρες νυκτερινές ο πατήρ ψαχούλευε φωτογραφικούς καταλόγους απολεσθέντων γενεθλίων τους οποίους και εναγκάλιζε ή ακόμα ασπαζόταν, ενώ εξίσου θερμός ήτο και με τα μαθητικά τετράδια της θυγατρός του, ιδίως του δημοτικού. Και είχε μια ανάγκη να κοιμάται στον παιδικό κρέβατο της κόρης -άλλωστε άδειος ήταν- και είχε μια ανάγκη να εκστομίζει σε ώρες ανήμπορες γενέθλιο τραγούδι περί αυτής.

Παρά ταύτα η μήτηρ ήταν αυτή που πρώτη και μοναδική απώλεσε τη σειρά των πραγμάτων, καθότι κούνα-κούνα ο παρκινσονισμός κλονίζει ιδιαιτέρως την κεφαλή του πάσχοντος. Και κρίμα λέω που είναι ο άνθρωπος φτιαγμένος από σώμα και δεινά και όπως ήδη γιγνώσκετε οδεύουμε προς τα τέλη του γραπτού. Άλλωστε δε, το σώμα των εναπομείναντων σελίδων είναι ολίγο ακόμη.

Η αίσθηση της πλέον μητέρας ήτο ότι ξυπνά στην οικία της, -ορθό-

Φέρουσα το πάντοτε όνομά της. -ορθό-

Ούσα μητέρα κόρης. -ορθό-

Κατέχουσα δισύλλαβη βαβαρική χύτρα. -ορθό-

Νυμφευμένη μετά του συμβίου κυρίου. -λάθος-

Διότι ναι μεν ο κύριος της ήταν γνωστός πολύ γνωστός, ναι μεν είχε στέφανους και μια κόρη κοινή, ωστόσο το γράμμα του νόμου είχε αποφασίσει περί τον αμετάκλητο χωρισμό τους.

“Έλα να κοιμηθούμε, κάποιος το τρέμολό μου να βαστά για βράδυ.”

Και δεν ήτο μόνο το έλα να υπνωθούμε, αλλά συντόμως επικαιροποιήθησαν και απαιτήσεις ερωτικές από τη γυνή η οποία άλλωστε μόνο τότε έβρισκε ένα καλό νόημα στον τρόμο της. Και ήτο ο άνδρας αμήχανος, ένοιωθε μια κάποια κολακεία, ένοιωθε ολίγο εκνευρισμό εις τα απόκρυφά του, στο τέλος-τέλος δεν ήξερε τι θα ‘πρεπε να νιώσει, και όμως ένοιωθε και έπραττε τα πράματα.

Ολίγο προτού εκκινήσει τις διδακτορικές της σπουδές η θυγατήρ σε πεδίο επιστημονικά αδιάφορο, ένοιωσε μια ανάγκη να πάγει εις την ηπειρωτική οικία μετά του πλέον μεταπτυχιακού της τίτλου, ενός σφυριού και ενός καρφιού, δια να τον καρφιτσώσει εις τον τοίχο του παιδικού της δώματος.

Και ήτο έκπληξη που η οικία δεν εμύριζε βιξ, ούρα και δάκρυ, ήτο όμως περισσότερο έκπληξη η τρέμουσα στάση των γονέων της ενώπιον της παιδικής της κλίνης, οι οποίοι και επροσπαθούσαν να της προμηθεύσουν είτε αδελφή, είτε αδελφό με κάποια επιμονή.

“Τι κάνετε;”

“Ζούμε.”

“Δεν πρέπει.”

Τελικά οι αλλεπάλληλες σπουδές της θυγατέρας δεν απέτρεψαν αυτή από το να πολυκαρφώσει κεφάλια και ότι άλλο των γονέων της. Άλλωστε δε, ένα τέτοιο

δικαίωμα το έφερε καθότι μάλλον όψιμα απεφάσησαν οι δύο αυτοί σημαντικοί της να την αναθρέψουν και τούτο την γέμισε με αιφνίδιο θυμό. Είχε και τα καρφιά στα χέρια…

 

 

 

* Ο Παναγιώτης Γκούβερης, γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1981. Ζει και εργάζεται ως ειδικός παιδαγωγός στην πόλη των Σερρών. Διηγήματά του έχουν δημοσιευθεί στα περιοδικά Μανδραγόρας, Δίοδος 66100 και Παρέμβαση. Από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης κυκλοφορεί το βιβλίο του «Μην κλαις, ρε Γοργόνα!» panagiotisgkouveris@gmail.com

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top