Fractal

Οικογενειακή σάγκα

Γράφει η Γιόλα Πετρίτση //

 

Χρήστος Αρμάντο Γκέζος «Χάθηκε βελόνι», εκδ. Μεταίχμιο

 

Στην Αλβανία, στη Βόρειο Ήπειρο ζούσαν και  ζουν ακόμα ελληνικές οικογένειες. Μία εξ αυτών η οικογένεια Ζέφο ή Ζέφος, ζούσε σ’ έναν τόπο, που τον έλεγαν Δρεπένι, ο οποίος ήταν μία επαρχία με τριάντα χωριά και σαράντα χιλιάδες κατοίκους. Οι περισσότεροι μιλούσαν ελληνικά. Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο όλοι οι Βορειοηπειρώτες, που μιλούσαν ελληνικά και ήταν Χριστιανοί Ορθόδοξοι περίμεναν πως ο τόπος αυτός θα προσαρτιζόταν στην Ελλάδα, όμως προσχωρήθηκε στην Αλβανία. Η Αλβανία για μισό αιώνα βρισκόταν σε άλλη διάσταση. Από το 1946 μέχρι και το 1991 ήταν αποκομμένη, ήταν ένα φρούριο. Σαράντα χρόνια την κυβερνούσε ο Ενβέρ Χότζα, ο οποίος ήταν ένας ηγέτης μορφωμένος μεν,  αλλά πολύ σκληρός  κομμουνιστής. Περίπου 15.000 άνθρωποι εκτελέστηκαν για πολιτικούς λόγους.  Όσοι άνθρωποι είχαν  γη  την έχασαν και δούλευαν μεροκάματο σ’ αυτήν. Υπήρχε μεγάλη φτώχεια όμως η παιδεία και η υγεία ήταν δωρεάν για όλους. Είχε επίσης απαγορεύσει τη θρησκεία, λέγοντας πως ο Θεός πέθανε και πως ο άνθρωπος ορίζει μόνος του τη μοίρα του. Υποχρέωνε όλους τους ανθρώπους να είναι πιστοί στο κόμμα, διότι αυτό δεν θα άλλαζε μόνο την Αλβανία, αλλά και όλον τον κόσμο.

Το Δρεπένι ήταν παραλιακή περιοχή,  γεμάτη δέντρα, ελιές, κουμαριές και σκίνους. Οι άνθρωποι όμως ήταν  σκληροί. Ήταν χοντροκέφαλοι με φαρμακερή γλώσσα. Το χωριό το είχαν κάψει πολλές φορές οι Τούρκοι. Χώμα για φύτεμα δεν είχε πολύ, γιατί είχε πολλές πέτρες.  Οι άνθρωποι γεννούσαν πολλά παιδιά, αλλά υπήρχαν και πολλοί θάνατοι και ίσως εξαιτίας αυτού κάποιοι έλεγαν, πως το χωριό ονομάστηκε έτσι, επειδή ο χάρος έπαιρνε το δρεπάνι του και θέριζε τους ανθρώπους κι άλλοι έλεγαν πως πήρε το όνομα από το δρεπάνι επειδή έτσι ήταν το σχήμα του βουνού.

Την ιστορία των Ζεφάδων την ήξεραν όλοι στο χωριό. Οι Ζεφάδες ήταν από τις πιο πλούσιες οικογένειες στο Δρεπένι. Είχαν μαζέψει χρήματα, γιατί ένας προπάππους τους ήταν πειρατής στη Βενετία. Ο Παύλος Ζέφος έκανε περιουσία από το εμπόριο. Πουλούσε στην Ιταλία δέρματα, βελανίδια, μαλλί και λάδι και με τα χρήματά του έφτιαξε  ένα σπίτι στο βουνό δίπατο, αρχοντικό με θέα στη θάλασσα. Είχε ένα μοναχογιό τον Βασίλη, που τον μεγάλωσε μόνος του, επειδή η γυναίκα του πέθανε στη γέννα. Όταν ο Βασίλης μεγάλωσε θέλησε ο πατέρας του να τον παντρέψει με μια πλούσια κοπέλα, η οποία όμως είχε σχέσεις μ’ έναν ζηλιάρη Αλβανό, ο οποίος όταν τους είδε μαζί πυροβόλησε τον Βασίλη στο κεφάλι και τον άφησε ανάπηρο, για όλη του τη ζωή. Επειδή τον έπιαναν συχνά κρίσεις, δεν πάταγε κανείς στο σπίτι τους, γιατί φοβόντουσαν μην κολλήσουν. Κάποια μέρα ο πατέρας του έφερε τη Ρόζα στο σπίτι και ο Βασίλης κατάλαβε, πως ο πατέρας  του έφερε νύφη, έτσι όταν βρήκε ευκαιρία, την ξεμονάχιασε και απέκτησαν έναν γιο τον Παύλο. Ο πατέρας του Βασίλη δεν άφηνε το παιδί να πλησιάζει τον πατέρα του, γιατί το χτυπούσε. Όταν μεγάλωσε ο Παύλος και τελείωσε το Πανεπιστήμιο στα Τίρανα, γύρισε στο Δρεπένι κι έγινε δάσκαλος. Η μητέρα του, του βρήκε μία νύφη την Τέτα, που ήταν από φτωχή οικογένεια.

Στην αρχή η Τέτα φοβόταν από αυτά που είχε ακούσει από τον κόσμο για τον Βασίλη, όμως η ίδια διαπίστωσε, πως ήταν ένας άρρωστος άνθρωπος σε μια αναπηρική καρέκλα, που δεν μπορούσε ούτε μυρμήγκι να βλάψει και γρήγορα τον κέρδισε με τις ωραίες μαρμελάδες σύκου, που έφτιαχνε και με τις πίτες, που τον τάιζε. Της άρεσε πολύ επίσης και το αρχοντικό σπίτι, που είχαν, γιατί αυτή μεγάλωσε σε καλύβι κι έτσι παντρεύτηκε τον Παύλο στο Δημαρχείο. Εκείνη ήταν δεκαέξι κι εκείνος τριάντα. Ήταν όμως δουλευταρού έκανε όλες τις δουλειές του σπιτιού και του κήπου κι έφτιαχνε υπέροχες πίτες από τα χόρτα που μάζευε. Φρόντιζε πολύ και τον Βασίλη, γιατί ο Παύλος δεν ασχολούταν καθόλου με τον πατέρα του, ούτε του μίλαγε ποτέ κι αυτό της έκανε εντύπωση. Μια φορά στο τόσο ο Βασίλης έμπηγε δυνατές φωνές κι έτρεμε πολύ, σαν να τον είχε χτυπήσει ηλεκτρικό ρεύμα, όμως κι αυτό το συνήθισε η Τέτα, γιατί κατάλαβε, ότι είναι κάτι παροδικό, από την ασθένειά του,  χωρίς να βλάπτει κανέναν.

Η Τέτα και ο Παύλος έκαναν τέσσερα παιδιά τον Μάρκο, τη Γκένα ή Γιάννα, τον Βασίλη και τον Σπύρο. Τα παιδιά ένιωθαν ευτυχισμένα, έπαιζαν και γέλαγαν.  Χαιρόταν και η Τέτα για την ωραία οικογένεια, που έκανε. Εκείνο όμως, που δεν άλλαζε ήταν η φτώχεια. Δεν έβρισκαν πάντα τρόφιμα και πολύ σπάνια έβρισκαν λάδι.

Όταν το 1985 πέθανε ο Ενβέρ, παρόλο που οι κάτοικοι δεν περνούσαν καλά, όμως έκλαψαν όλοι, γιατί δεν ήξεραν τι τους επιφυλάσσει το μέλλον. Ένα χρόνο μετά η Τέτα γέννησε και τον Αλέξανδρο ή Σάντο και τότε είχε αρχίσει να κυκλοφορεί η είδηση, πως ενδέχεται να ανοίξουν τα σύνορα, οπότε θα μπορούσαν να πάνε στην Ελλάδα. Η Τέτα ήθελε και προσπαθούσε να το κουβεντιάζει με τον Παύλο, όμως αυτός δεν ήταν θετικός, γιατί δεν ήθελε να αφήσει το σπίτι του.

Μετά τον θάνατο του Ενβέρ τα πράγματα κάπως είχαν αλλάξει κι έτσι μπορούσε κάποιος να έχει λίγες κότες ή λίγα πρόβατα στο σπίτι του. Εντωμεταξύ  το ’89 πέθανε ο Βασίλης και η Τέτα ήταν έγκυος στον Νέλο. Το ΄91 έπεσε το καθεστώς και όλοι οι Βορειοηπειρώτες ήλπιζαν μήπως ενωθούν με την Ελλάδα. Δυστυχώς δεν έγινε έτσι, όμως άνοιξαν τα σύνορα και μπορούσαν να πάνε στην Ελλάδα, όσοι ήθελαν. Ο Παύλος δεν το αποφάσιζε, γιατί φοβόταν. Η Τέτα δεν το έβαλε κάτω, γιατί σκεφτόταν το μέλλον των παιδιών της κι έτσι σιγά σιγά κατάφερε να πείσει και τον Παύλο. Έβγαλαν βίζα και ξεκίνησαν μ’ ένα φορτηγό για την Ελλάδα. Είχαν ακούσει πως στην επαρχία ζητούσαν εργάτες κι έτσι αποφάσισαν να πάνε στη Μεθενιά στην Πελοπόννησο. Στα σύνορα όμως αφήνοντας λίγο μόνα τα παιδιά τους, για να ασχοληθούν με τα διαδικαστικά, έχασαν τον Νέλο, που όσο κι αν τον αναζήτησαν δεν τον βρήκαν πουθενά.  Έτσι ξεκίνησαν να φύγουν χωρίς αυτόν και είπαν ,ότι για να μην στεναχωριούνται, δεν θα ξαναμίλαγαν γι’ αυτόν.

Ο τόπος όπου έφτασαν δεν τους άρεσε καθόλου, γιατί είχε σπίτια σαν κουτιά και δεν υπήρχε ούτε βουνό, ούτε θάλασσα. Τους παραχώρησαν ένα υπόγειο με δυο άδεια δωμάτια. Την άλλη μέρα ξεκίνησαν για το μεροκάματο.  Η Τέτα κατάλαβε από την πρώτη μέρα πως δεν τους είχαν συμπαθήσει, τους είχαν για Αλβανούς και παραξενεύονταν, που ήξεραν ελληνικά. Τα παιδιά πήγαιναν σχολείο και ο Σάντο ήταν πρώτος στην τάξη του. Η Γκένα επίσης ήταν πολύ καλή στο σχολείο, όμως επειδή την κορόιδευαν το σταμάτησε. Η Τέτα είχε κουραστεί πολύ στα χωράφια και είχε σοβαρό πρόβλημα με τη μέση της, γι’ αυτό σταμάτησε και πήγαινε στα σπίτια για μεροκάματο.

Το ’98 πέθανε η Ρόζα και πήγαν στο Δρεπένι για την κηδεία της. Είδαν πως είχαν ξεκινήσει να φτιάχνουν δρόμους και να χτίζουν πολυκατοικίες, όμως το σπίτι των Ζεφάδων είχε τελείως ρημάξει και μάλιστα είχαν μπει κάποιοι μέσα και μέχρι και το πάτωμα είχαν ξηλώσει.  Είχαν γυρίσει πίσω αρκετοί.

 

Χρήστος Αρμάντο Γκέζος

 

Οι οικογένειες στις οποίες δούλευε η Τέτα την βοήθησαν πολύ, γιατί ήταν  ευχαριστημένες και από τη δουλειά της, αλλά και από το ότι ήταν έμπιστη. Ο Μάρκος ήταν περισσότερο με τις μηχανές και τα μπιλιάρδα, όμως δούλευε κι έφερνε κι αυτός κάποια χρήματα. Ο Αλέξανδρος μετά το Λύκειο πέρασε στη Νομική Αθήνας, χωρίς φροντιστήρια και μαζί του πήγε και η Γκένα στην Αθήνα, για να βρει μια καλύτερη δουλειά. Ο Βασίλης νοίκιασε κάποια κτήματα κι έβαλε πορτοκάλια, αλλά έφτιαχνε κι ελαιοχρωματιστές διαφημιστικές μπλούζες. Ο Μάρκος και ο Βασίλης παντρεύτηκαν Ελληνίδες. Ο Βασίλης έμεινε στη Μεθενιά, ενώ ο Μάρκος πήγε στη Ζάκυνθο. Ο Σπύρος παντρεύτηκε Πολωνέζα και πήγε στην Πολωνία. Η Γκένα βρήκε μια καλή δουλειά σε μια εταιρεία με τηλέφωνα. Ο Παύλος κατάφερε να πάρει μία σύνταξη λόγω του ότι ήταν Βορειοηπειρώτης, όμως το 2012 του την έκοψαν κι άρχισε να μαραζώνει. Μπήκε στο νοσοκομείο για να κάνει εξετάσεις, όμως δεν άντεξε και πέθανε. Τον έθαψαν στην Αλβανία δίπλα στον τάφο του πατέρα του. Έβλεπε η Τέτα ότι στο Δρεπένι άνθρωποι, που δεν είχαν τίποτα, τώρα είχαν δυο σπίτια και δέκα χωράφια.

Εντωμεταξύ και η Γκένα ή Γιάννα παντρεύτηκε κι έκανε κι ένα παιδάκι κι αποφάσισε με τον σύζυγό της να πάνε στην Αυστραλία για καλύτερα. Η Τέτα διαπιστώνει πως μένει μόνη, αφού πέθανε ο άντρας της και τα παιδιά της έκαναν δικές τους οικογένειες και αποφασίζει να πάει στο Δρεπένι. Πούλησε ό,τι είχε αποκτήσει στην Ελλάδα και πήγε για να ανακαινίσει το σπίτι στο Δρεπένι και να μείνει εκεί.

Ο Αλέξανδρος εντωμεταξύ έχει γνωρίσει ένα κορίτσι, που είναι κι αυτή από το Δρεπένι, όμως οι γονείς της είχαν πάει κατευθείαν στην Αθήνα  και ο πατέρας της άνοιξε κρεοπωλείο στο Χαλάνδρι και κατόπιν και δεύτερο μαγαζί μια και οι δουλειές πήγαιναν καλά κι έτσι η Αρμέλα ζει πλουσιοπάροχα. Έχει δυο μεταπτυχιακά, όμως ξοδεύει πολλά χρήματα για κρέμες, νύχια και ρούχα. Ο Αλέξανδρος δεν είναι ευχαριστημένος μαζί της, γιατί χαραμίζει μονόπλευρα το σώμα της και σκέφτεται μόνο το σεξ.

Κάποτε ο Αλέξανδρος έγραφε και του άρεσε πολύ, όμως από τότε που χώρισε με την Άννα δεν έχει ξαναγράψει. Το σταμάτησε ξαφνικά και δεν το μετάνιωσε, γιατί κάποια στιγμή παραδέχτηκε, ότι η ενασχόλησή του με το γράψιμο ήταν ό,τι χειρότερο του είχε συμβεί. Κι αυτό, γιατί με το γράψιμο ανάδευε τον πόνο του και ήταν μια αφορμή προκειμένου να μην ζει. Όσο περισσότερο έγραφε, τόσο λιγότερο ζούσε, κι αυτό του έσφιγγε το λαιμό. Τώρα που δεν γράφει ο πόνος και η δυστυχία του μένουν στάσιμοι, δεν απλώνουν ρίζες, οπότε κάποτε εξαφανίζονται.  Έχει το μαύρο τετράδιο, στο συρτάρι, εκεί που έχει καταγράψει όλα όσα είχαν συμβεί σ’ αυτόν και στην οικογένειά του, που το ανοίγει κάθε βράδυ το διαβάζει και διασκεδάζει τη θλίψη του.

Ένα βράδυ λίγο πριν κοιμηθεί θυμήθηκε, που του είπε η Αρμέλα ότι είχε η οικογένειά του ένα παιδί, πιο μικρό από αυτόν, που χάθηκε στα σύνορα, όταν ήρθαν στην Ελλάδα. Δεν είχε ακούσει τίποτα γι’ αυτό το παιδί, γιατί η οικογένειά του δεν είχε μιλήσει ποτέ γι’ αυτό. Για να πάρει περισσότερες πληροφορίες πήρε τηλέφωνο στην Αυστραλία στην αδελφή του. Εκείνη το επιβεβαίωσε το γεγονός και του είπε, πως τον έλεγαν Μενέλαο ή Νέλο. Επειδή ήταν κάτι που πονούσε κυρίως τους γονείς είχαν αποφασίσει να μην μιλούν, γι’ αυτό δεν το ήξερε. Ο Αλέξανδρος έμαθε επίσης από την αδελφή του, ότι πέθανε η μητέρα τους. Στεναχωρήθηκε κι έκλαψε, αλλά δεν ήθελε να πάει στην Αλβανία, όπως δεν είχε πάει και τότε που πέθανε ο πατέρας του.

Στις 15 Απριλίου 2019 πήγε σ’ ένα ίντερνετ καφέ μετά τη δουλειά. Άνοιξε ένα άρθρο που αφορούσε στη συμπλήρωση των έξι χρόνων από την τρομοκρατική επίθεση στον Μαραθώνιο της Βοστόνης. Καθώς παρατηρεί μια φωτογραφία βλέπει τρεις άντρες να κουβαλούν ένα φορείο με μια γυναίκα με κομμένο πόδι. Ο ένας άντρας νομίζει, πως του μοιάζει. Δείχνει την φωτογραφία και στην Αρμέλα κι εκείνη του λέει το ίδιο. Πιστεύει πως είναι ο χαμένος του αδελφός και αποφασίζει να ψάξει να τον βρει, οπότε πηγαίνει στη Βοστόνη. Η πρώτη του σκέψη είναι να επισκεφτεί τα νοσοκομεία. Κανείς όμως δεν μπορεί να τον βοηθήσει. Μόνο ένας νοσηλευτής σε κάποιο νοσοκομείο του δίνει μια πληροφορία, ότι η μπλούζα, που φορά αυτός ο άντρας γράφει την λέξει «Stanley», που είναι ένα μαγαζί με εργαλεία στη Νέα Υόρκη.  Αποφασίζει λοιπόν να πάει με το τρένο στην Νέα Υόρκη. Πηγαίνοντας εκεί βρήκε το μαγαζί, αλλά έπεσε σε πλεκτάνη. Ο υπάλληλος τον έστειλε σε κάποιον άλλον κύριο στο Γουέικφιλντ, ο οποίος έκανε πως ήταν φίλος του αδελφού του και ότι παλαιότερα έμενε μαζί του, αλλά τώρα μένει στο Σόγκατακ και θα πήγαιναν μαζί και προσπαθούσε παράλληλα να τον πείσει να ζήσει εκεί, γιατί βλέπει πως η Αμερική του ταιριάζει και ότι αφού κι αυτός είναι μόνος θα μπορούσαν να ζήσουν μαζί μέχρι να ορθοποδήσει, αφού άλλωστε θα του έβρισκε και δουλειά  με πολλά λεφτά. Ο Αλέξανδρος κατάλαβε ότι τον κοροϊδεύει και μάλιστα, όταν βρήκε μία φωτογραφία στην οποία ήταν αυτός με μία γυναίκα, παραδέχτηκε αυτός, πως είναι η γυναίκα του και πως ποτέ δεν είχε γνωρίσει αυτόν, που ο Αλέξανδρος λέει πως είναι αδελφός του. Έτσι ο Αλέξανδρος αποφασίζει να γυρίσει αμέσως πίσω στην Ελλάδα και περνώντας δίπλα από μία λίμνη βγάζει και πετά αυτό το μαύρο τετράδιο μέσα στη λίμνη, για να το εξαφανίσει από αυτόν τον κόσμο.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top