Fractal

«Τα βιβλία έπρεπε να καούν»

Γράφει η Γιόλα Πετρίτση //

 

Ρέυ Μπράντμπερυ «Φαρενάιτ 451», Μετάφραση: Βασίλης Δουβίτσας, εκδ. Άγρα, 2012, σελ. 271

 

Ο συγγραφέας, το υπέροχο αυτό μυθιστόρημα, το είχε γράψει πριν από εξήντα χρόνια, όπου καλά καλά δεν είχε αναπτυχθεί και εξελιχθεί η τεχνολογία. Λόγω όμως της διορατικότητάς του, είχε καταλάβει πόσο επιζήμια θα ήταν η  ταχεία ανάπτυξη της τεχνολογίας στις μάζες των ανθρώπων, αν οι άνθρωποι δεν είχαν καλά εκπαιδευτεί για την  καλή και σωστή χρήση αυτής.

Οι άνθρωποι θέλουν να είναι ευχαριστημένοι και ευτυχισμένοι. Παίρνουν εύκολη και εύπεπτη τροφή από την τηλεόραση. Τα μυθιστορήματα έχουν μεταφερθεί κι αυτά στην τηλεόραση. Έχει εφευρεθεί η φωτογραφική μηχανή οπότε έχουμε βιβλία με πολλές εικόνες και τρισδιάστατα ερωτικά περιοδικά και κόμιξ, οπότε χωρίς ποιότητα το μυαλό χωνεύει λιγότερα.

Δεν είναι καθόλου παράξενο που σταμάτησε ο κόσμος να αγοράζει βιβλία. Έχει ραδιόφωνο και τζουκμπόξ για να διασκεδάζει, κινηματογράφο για να βλέπει τα πάντα σε κίνηση. Υπάρχει λοιπόν μια τεχνολογική ανάπτυξη απότομη, που δεν πρόλαβε ο άνθρωπος να καλοχωνέψει. Είναι όλα εύχρηστα δεν κουράζεται πολύ, πατά κουμπιά και έχει μπροστά του ό,τι επιθυμεί. Ό,τι υπήρχε στα βιβλία μεταφέρθηκε στην τηλεόραση και στον κινηματογράφο,  σε συμπυκνωμένη μορφή, επομένως, γιατί να διαβάζουν οι άνθρωποι και να κουράζονται. Οι εφημερίδες επίσης έχουν στήλες με διάφορες ιστορίες και παραμύθια. Άρα ο κόσμος δεν ενδιαφέρεται να μάθει παραπάνω απ’ όσα βλέπει ή ακούει. Έτσι μειώνεται και ο χρόνος φοίτησης  στο σχολείο, η πειθαρχία χαλαρώνει, η φιλοσοφία, η ιστορία, οι ξένες γλώσσες  βγαίνουν από το πρόγραμμα και αυτό που προστίθεται  είναι ο αθλητισμός. Σπορ για όλους, ομαδικό πνεύμα, διασκέδαση κι έτσι δεν χρειάζεται να σκέφτεσαι.

Αφού οι ίδιοι οι πολίτες δεν θέλουν να διαβάζουν και να σκέφτονται, γιατί να θέλει το κράτος; Επομένως αν υπάρχει κάτι που δεν θέλει ο άνθρωπος, γιατί τον στεναχωρεί, πρέπει να καίγεται. Όπως στις κηδείες οι νεκροί στεναχωρούν, άρα πρέπει να καίγονται. Τα βιβλία στεναχωρούν, γιατί ζορίζουν κάποιον να τα διαβάζει, ας καούν. Επομένως κάψτε τα πάντα, γιατί φωτιά σημαίνει ελπίδα και καθαριότητα.

Ας υποθέσουμε ότι υπάρχει ένα βιβλίο στο διπλανό σπίτι, αυτό είναι ένα γεμάτο και οπλισμένο περίστροφο, που είναι παράνομο, άρα πρέπει να αφοπλιστεί  και να καεί.  Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο οι διοικούντες το κράτος δημιούργησαν τους πυρονόμους, που αναλαμβάνουν τα καθήκοντα της υπεράσπισης της πνευματικής ειρήνης των ανθρώπων. Έτσι οι κρατικοί υπάλληλοι αφήνουν ήσυχους τους ανθρώπους να απολαμβάνουν, τους κρύβουν τα πάντα, για να μην τους στεναχωρούν, τους αφήνουν να κερδίζουν σε διαγωνισμούς απαντώντας σε κάποιες ερωτήσεις. Το σλόγκαν τους είναι: «Φορτώστε τον κόσμο με ανώδυνα δεδομένα και γεγονότα, οπότε θα νοιώσουν χορτασμένοι και θα νομίζουν ότι σκέφτονται. Ας αρκεστούν λοιπόν οι άνθρωποι στα κλαμπ, στα πάρτη, στα ριψοκίνδυνα σπορ, στο σεξ και  στην ηρωίνη».

Ο ήρωας λοιπόν του μυθιστορήματός μας είναι ο Γκάυ Μόνταγκ ο πυρονόμος, που δουλεύει δέκα χρόνια σ’ αυτήν την δουλειά, καίγοντας βιβλία. Είναι παντρεμένος με την Μίλντρεντ. Δεν ξέρει αν είναι ευτυχισμένος, γιατί δεν είχε νοιώσει ποτέ την ανάγκη να σκεφτεί. Κάποιο βράδυ την βρήκε σχεδόν πεθαμένη στο κρεβάτι, γιατί είχε πάρει πολλά υπνωτικά. Οι άνθρωποι που ήρθαν από το νοσοκομείο να τη συνεφέρουν, μ’ ένα μηχάνημα τελευταίας τεχνολογίας, είπαν στον Γκάυ ότι τελευταία πάρα πολύς κόσμος έχει βρεθεί στην κατάσταση της Μίλντρεντ και δεν προλαβαίνουν να τους σώσουν όλους. Βλέποντας την σ’ αυτήν την κατάσταση αναρωτήθηκε αν θα έκλαιγε σε περίπτωση που θα πέθαινε. Η απάντηση που του ήρθε αμέσως στο μυαλό ήταν  όχι, γιατί δεν ένιωθε τίποτα γι’ αυτήν. Ήταν γι’ αυτόν μία ξένη.

Η ζωή του Μόνταγκ άλλαξε από τη στιγμή που συνάντησε ένα κορίτσι δεκαεπτά ετών, την Κλαρίς, το οποίο με τις ερωτήσεις που του έκανε τον έβαλε στη διαδικασία να αρχίζει να σκέφτεται. Από τότε άρχισε να σκέφτεται, γιατί καίγονται τα βιβλία και τι μπορεί να έχουν μέσα τα βιβλία. Ο πυραγός του ο Μπήτυ προσπαθούσε να του εξηγήσει, ότι εκείνος είχε διαβάσει βιβλία παλαιότερα και τον διαβεβαίωνε πως δεν είχαν τίποτε να του δώσουν. Επειδή δεν τον πίστεψε ήθελε να βεβαιωθεί και ο ίδιος γι’ αυτό μια μέρα πήρε ένα βιβλίο από ένα σπίτι την ώρα που το καίγανε, καίγοντας τα βιβλία.

 

Ρέυ Μπράντμπερυ (Ray Bradbury)

 

Στο σπίτι του έφερε και άλλα βιβλία κι  άρχισε να διαβάζει όμως δεν μπορούσε να καταλάβει τι έλεγαν τα βιβλία και παρακάλεσε τον καθηγητή Φάμπερ να τον βοηθήσει. Ωστόσο επειδή είχε μαζέψει πολλά βιβλία στο σπίτι του πράγμα που απαγορευόταν, η γυναίκα του τον κατήγγειλε στην υπηρεσία του και κατέφθασε ο Μπήτυ μαζί με τους πυρονόμους κι ένα Λαγωνικό μεταλλικό, που είχε η υπηρεσία, για να  κάψουν τα βιβλία μαζί με το σπίτι και να  συλλάβουν τον Μόνταγκ. Αφού κάψανε τα βιβλία και  το σπίτι, την ώρα που κρατούσε στα χέρια του το φλογοβόλο ο Μόνταγκ έκαψε τον πυραγό Μπήτυ, κατέστρεψε το Λαγωνικό και το έσκασε. Αμέσως μετά επισκέφτηκε τον καθηγητή Φάμπερ, ο οποίος του είπε να κατευθυνθεί προς το ποτάμι και όταν βρεθεί στις σιδηροδρομικές γραμμές να τις ακολουθήσει για να βρει εκεί πιο κάτω κάποιους γηραιούς καθηγητές, οι οποίοι είχαν αυτοεξοριστεί εκεί. Μόνο να κάνει γρήγορα γιατί τον καταζητούσαν.

Πράγματι έτσι έγινε. Τους βρήκε να κάθονται γύρω από μια φωτιά και να ζεσταίνονται και παραξενεύτηκε, γιατί δεν είχε σκεφτεί ποτέ ότι η φωτιά δεν μπορεί μόνο να παίρνει, αλλά μπορεί και να δίνει και μάλιστα μέχρι και η μυρωδιά της ήταν διαφορετική.

Είδε πέντε ηλικιωμένους άντρες, οι οποίοι τον ήξεραν, γιατί είχαν φορητή τηλεόραση και είχαν παρακολουθήσει όλη την καταδίωξη. Τον ρώτησαν αν θα ενωνόταν με την παρέα τους, τι είχε να προσφέρει και τους απάντησε πως είχε απομνημονεύσει ένα μέρος του Εκκλησιαστή κι ένα μέρος από την Αποκάλυψη. Του εξήγησαν ότι όλοι είχαν γνώσεις μέσα στα κεφάλια τους αφού απαγορεύονταν τα βιβλία, είχαν διαβάσει Αρχαίους Έλληνες φιλοσόφους, Κινέζους, Άγγλους, ακόμα και Ευαγγελιστές.

Εκείνη την στιγμή άκουσαν από την τηλεόραση ότι ο πόλεμος είχε ξεσπάσει και όλοι ευχήθηκαν να τελειώσει γρήγορα μήπως και αλλάξουν τα πράγματα και φανούν χρήσιμοι. Γιατί αν δεν φανούν άμεσα χρήσιμοι, είπαν, θα μεταδώσουν τη γνώση στα παιδιά τους κι αυτά αργότερα στα δικά τους και αν αλλάξουν τα πράγματα τότε θα μπορούν να μεταδώσουν τη γνώση και σε άλλους ανθρώπους. Όμως πρέπει να περιμένουν, γιατί δεν μπορούν να υποχρεώσουν τους ανθρώπους ν’ ακούσουν. Πρέπει να πάνε μόνοι τους, όταν νιώσουν έτοιμοι και αναρωτηθούν, τι συνέβη και διαλύθηκε ο κόσμος κάτω από τα πόδια τους.

Εξήγησαν επίσης στον Μόνταγκ ότι κυκλοφορούν πάρα πολλοί άνθρωποι σαν αυτούς, μόνο που είναι ρακένδυτοι και τους περνούν για αλήτες, αλλά μέσα τους είναι εγκυκλοπαίδειες και αυτό, γιατί αφ’ ενός κανείς από αυτούς δεν πρέπει να αισθάνεται ανώτερος από τους άλλους ανθρώπους, αλλά επιπλέον προσπαθούν να δημιουργήσουν ένα δίκτυο με άλλα παρόμοια άτομα, χωρίς κανείς να τους πάρει χαμπάρι, οπότε περιμένουν να τελειώσει ο πόλεμος, για να ξαναστοιχειοθετήσουν τα βιβλία.

Τελικά ο πόλεμος τελείωσε και οι άντρες προχωρούσαν για να συναντήσουν κάποιους που θα τους χρειάζονταν. Στο δρόμο συζητούσαν αυτό που θα πρέπει να λένε σε όλους, ότι οι άνθρωποι δεν πρέπει να ξεχνούν, αλλά πρέπει να θυμούνται, διότι με τη θύμηση θα κερδίσουν στο βάθος του χρόνου, και με τη θύμηση θα φτιαχτεί το μεγαλύτερο φτυάρι στην ιστορία του κόσμου και θα σκαφτεί ο μεγαλύτερος τάφος όλων των εποχών, για να θαφτεί εκεί μέσα ο πόλεμος και να σκεπαστεί.

Ωστόσο ο Μόνταγκ προσπαθούσε να θυμηθεί απ’ αυτά που είχε διαβάσει για να μπορέσει να πει κάτι όταν θα χρειαζόταν. Το μόνο που θυμήθηκε ήταν κάτι από την Αποκάλυψη και σκέφτηκε ότι αυτό πράγματι ήταν το καλύτερο και αυτό έπρεπε να πει: «Κι από την μία και από την άλλη πλευρά του ποταμού υπήρχε το δέντρο της ζωής, που καρποφορούσε δώδεκα φορές παράγοντας τον καρπό του κάθε μήνα. Και τα φύλλα του δέντρου αποτελούσαν το φάρμακο των Εθνών».

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top