Fractal

Διήγημα: “Κρυφτό”

Της Εύης Γιαννακοπούλου  // *

 

 

Αίγινα

 

 

“Κρυφτό”

 

Μια ακόμη αδιάφορη μέρα έφτανε στο τέλος της. Τέλος για το δικό της πρόγραμμα φυσικά, μιας και για άλλους τώρα ξεκινούσε η βραδιά. Η Φωτεινή όμως, το τελευταίο διάστημα συνήθιζε να κοιμάται από τις εννιά. Μαζί με τις κότες. Δεν είχε δυσκολευτεί ιδιαίτερα να ακυρώσει την βραδινή έξοδο που κανόνιζαν το πρωί με τους συναδέλφους της στο γραφείο. Θα πήγαιναν για ψάρι. Αλλά αυτή, για ακόμα μια φορά, με κάποια χαζή δικαιολογία ακύρωσε τελευταία στιγμή τη συνάντησή τους. Μια χαρά την έβγαζε τόσες ώρες καθισμένη στον καναπέ, μπροστά από την τηλεόραση μ’ ένα πακέτο γαριδάκια παραμάσχαλα κι ένα μπουκάλι λευκό κρασί. Σε τίποτα δεν της χρειαζόταν το ψάρι. Άσε που την εκνεύριζε ότι έπρεπε να βγάλει τα κόκαλα. Και το άλλο; Ποτέ δεν χόρταινε με ψάρι. Στο τέλος θα κατέληγε στα πιτόγυρα. Τι το ήθελε; Καλύτερα θα περνούσε στο σπίτι. Μασουλούσε λαίμαργα και έβλεπε την οθόνη της τηλεόρασης, κοιτώντας στο κενό. Μια ταινία έπαιζε για ώρες, χωρίς να έχει δώσει την παραμικρή σημασία. Την τυραννούσαν σκέψεις. Την άλλη μέρα ξημέρωναν τα γενέθλιά της. Τριάντα τριών και ακόμα παρέμενε ένα άβουλο πιόνι που περίμενε την συγκατάθεση των άλλων για οτιδήποτε αφορούσε τη ζωή της. Είχε το σπίτι που της είχαν παραχωρήσει οι γονείς της – προίκα για όταν παντρευτεί,  το αμάξι που της είχε διαλέξει ο πατέρας της  κι έκανε τη δουλειά που άρεσε στον ίδιο. Λογίστρια η Φωτεινούλα. Ποιος να το περίμενε, ε; Αυτή που σε κάθε μήνα της περίσσευαν μέρες, παρά χρήματα.. Αυτή που δεν είχε ιδέα πώς να διαχειριστεί τα δικά της οικονομικά, ασχολούνταν με τα οικονομικά του κοσμάκη. Την έβγαζε έξι μέρες την εβδομάδα πίσω από ένα ψυχρό γραφείο, με άλλους εφτά βαρετούς συναδέλφους, όπου οι γυναίκες ασχολούνταν όλη την ώρα με τα κραγιόν που θα παραγγείλουν από το ίντερνετ και οι άντρες με το ποδόσφαιρο και τις γυναίκες. Από σχέση; Τον τελευταίο χρόνο ήταν με τον Αρίστο. Προξενιό της μητέρας της κι αυτό, από την γειτονιά. Εκεί να δεις επιτυχία. Μα τι να κάνει που άρεσε στη μαμά της. Είχε όλο το πακέτο, έλεγε. Ο Αρίστος ήταν δικηγόρος και δούλευε στο γραφείο του πατέρα του. Καλό παιδί, από καλή οικογένεια, με τρόπους, μα κυρίως με πολλά λεφτά. Του έλειπαν βέβαια τα βασικά. Αυτά που θα ήθελε αυτή, αλλά μεταξύ μας, ποιος νοιάζεται.. Λίγη περιπέτεια βρε αδερφέ, λίγη τρέλα, λίγη ανεμελιά. Μα το κυριότερο; Ο έρωτας. Δε βαριέσαι, λεπτομέρειες. Αυτό που την εκνεύριζε όμως περισσότερο ήταν ότι ο Αρίστος ήταν φοβερός μαμάκιας. Ζούσε με τους γονείς του, τριάντα εφτά χρονών γαϊδούρι,  και ό,τι αφορούσε τη ζωή του, ήταν αποτέλεσμα σύσκεψης των γονιών του.  Αυτοί αποφάσιζαν για όλα. Θα μου πεις αυτοί τα έσκαγαν κιόλας. Αλλά τι να κάνεις.. Τι τα σκεφτόταν τώρα πάλι αυτά; Λες και θα άλλαζε κάτι. Ναι, αλλά αυτή είχε άλλα όνειρα για τον εαυτό της όταν ήταν μικρή. Ήθελε να σπουδάσει φιλοσοφία, να διδάσκει σε πανεπιστήμιο, να γράφει ποίηση. Ήθελε να είναι ερωτευμένη με τη ζωή, να είναι ανεξάρτητη, ελεύθερη, ατρόμητη. Κάτι όμως είχε πάει πολύ στραβά.

Από το ανοιχτό της παράθυρο έμπαιναν φωνές αγνώστων, καθώς  και το επίμονο φως του φεγγαριού. Σηκώθηκε από τον καναπέ και πλησίασε. Κοίταξε τη ζωή έξω από το παράθυρό της. Ο κόσμος το γλεντούσε. Τα μαγαζιά έσφυζαν από ζωή. Άνθρωποι έτρωγαν σε ταβέρνες, ζευγάρια  περπατούσαν πιασμένα χέρι χέρι, κάποιοι γελούσαν και άλλοι μιλούσαν δυνατά. Χάζευε για κάμποση ώρα τη ζωή εκεί έξω. Γρήγορα η  αύρα τους την παρέσυρε. Πήγε στο δωμάτιό της. Άνοιξε την ντουλάπα. Έβγαλε από πάνω της τις πιτζάμες που φορούσε από την ώρα που γύρισε από τη δουλειά και φόρεσε ένα κόκκινο φόρεμα. Έβαλε τα ακουστικά στ’ αυτιά, πήρε την τσάντα της κι έκλεισε πίσω της την πόρτα. Άρχισε να κατηφορίζει το λιθόστρωτο δρομάκι που ξεκινούσε από το σπίτι της και έφτανε ως το λιμάνι. Έκοψε δρόμο, πηγαίνοντας μέσα από τα στενά του νησιού. Ήθελε να αποφύγει τυχαίες συναντήσεις. Χωρίς να το καταλάβει, έφτασε κοντά στην εκκλησία του Άη Νικόλα, του Θαλασσινού. Εκεί που άραζαν τα βράδια τα καράβια. Εκεί που τα παιδιά έπαιζαν χωρίς κίνδυνο. Δυο κυρίες στο διπλανό παγκάκι κουβέντιαζαν τρώγοντας σπόρια. Λίγο παρακάτω, τρεις ηλικιωμένοι άντρες είχαν στήσει στη σειρά τις καρέκλες τους τη μία δίπλα στην άλλη και ψάρευαν σιωπηλοί, ακούγοντας ρεμπέτικα από ένα φορητό ραδιοφωνάκι. Μια παρέα από πιτσιρικάδες δοκίμαζαν κόλπα στα παπάκια τους. Μάρσαραν και κοιτούσαν τις κοπελιές που κάθονταν απέναντί τους να δουν αν τους κοιτάνε. Ίδια βλέμματα, ίδιες ματιές διασταυρώνονταν. Χαμόγελα γεμάτα συστολή. Η νύχτα μύριζε καλοκαίρι και έρωτες που ξεκινάνε σε μια βραδιά και τελειώνουν με το πρώτο πέσιμο των φύλλων.

Χάζευε τους περαστικούς, όταν ξαφνικά της ήρθε με φόρα  μια μπάλα  ποδοσφαίρου στα πόδια της και διέκοψε τις σκέψεις της. Ένα παιδί με αναψοκοκκινισμένα μάγουλα, έξι- εφτά χρονών θα ήταν, της φώναξε από μακριά: «Κυρία, μας πετάτε την μπάλα;». Αφού βεβαιώθηκε ότι απευθύνεται σ’ αυτήν, σηκώθηκε από το παγκάκι που καθόταν, έριξε μια δυνατή πάσα και η μπάλα έφτασε εκεί που έπρεπε. «Ωωω, καλό σουτ κυρία. Μπράβο!», αναφώνησε το αγόρι και έτρεξε να γυρίσει γρήγορα στην παρέα του. Ήταν τόσα παιδιά μαζεμένα γύρω από το εκκλησάκι. Άλλα έπαιζαν μπάλα, άλλα κρυφτό κι άλλα με τα ποδήλατά τους. Είχαν όλα μια αίσθηση ελευθερίας και ξεγνοιασιάς στα μάτια τους. Όλα τα προβλήματα του κόσμου δεν είχαν καμία αξία γι’ αυτά, μπροστά στην χαρά του παιχνιδιού τους. «Πού πήγε η  λάμψη των δικών σου ματιών, Φωτεινούλα;» αναρωτήθηκε, καθώς της έφυγε αβίαστα ένας αναστεναγμός. Χάθηκε κάπου στις επιθυμίες των άλλων. Πώς είχε αφήσει να της ξεγλιστρήσει η παιδικότητά της μέσα από τα χέρια της; Πώς είχε αφήσει τη ζωή της στην τύχη και στα θέλω των άλλων;

Σκέφτηκε τα δικά της παιδικά χρόνια που ήταν γεμάτα ανεμελιά και αγάπη. Τα απογεύματα του καλοκαιριού στις αλάνες. Τις ατέλειωτες ώρες παιχνιδιού, τα γέλια, τους τσακωμούς και άντε ξανά απ’ την αρχή. Τα σπίτια που έχτιζαν πάνω στα δέντρα μαζί με τους φίλους της. Τα λερωμένα ρούχα. Τα σκισμένα γόνατα, γεμάτα χώμα και αίμα. Που κάθε φορά που την έβλεπε ο πατέρας της, της έλεγε καθησυχαστικά: «Μην ανησυχείς, μέχρι να παντρευτείς θα έχει γιάνει» και σκάγανε στα γέλια. Και ο παππούς της, κάθε φορά που έτρωγε τα μούτρα της και είχε παντού σημάδια στο σώμα της, αναρωτιόταν περιπαικτικά: «Κι άλλο οικόπεδο αγόρασες ρε κορίτσι μου;», κι ύστερα πήγαινε και της έκοβε από το δέντρο τους τα αγαπημένα της μούρα για να την γλυκάνει και αυτή τα έτρωγε κατευθείαν όπως ήταν, σκουπίζοντάς τα μόνο λίγο από την μπλούζα της. Την κούνια που της είχε φτιάξει και κρεμόταν από το δέντρο έξω στην αυλή. Εκεί πάνω ένιωθε ελεύθερη, έτοιμη να ανοίξει τα φτερά της για να πετάξει. Την αιώρα που πήγαινε και ξάπλωνε τα μεσημέρια μετά το μπάνιο στη θάλασσα και το σώμα της μύριζε από πάνω ως κάτω αλμύρα. Τη γιαγιά της που της έφτιαχνε αυγόφετες με ζάχαρη και μαζί μ’ αυτήν κερνούσε και τα υπόλοιπα παιδιά. Τι ωραία χρόνια. Ανέμελα. Σαν κάτι να άλλαξε ξαφνικά τη διάθεσή της. Σαν να φώτισε το μέσα της. Αυτή η παρέα παιδιών της θύμισε τα δικά της παιδικά χρόνια. Δεν το σκέφτηκε πολύ. Τους πλησίασε. «Μπορώ…. Να παίξω κι εγώ; Θα τα φυλάω..», τους είπε. «Ναιιιιιιιιι», φώναξαν τα παιδιά, τρέχοντας δεξιά και αριστερά για να κρυφτούν, όσο αυτή μετρούσε: «Πέντε, δέκα, δεκαπέντε, είκοσι, είκοσι πέντε…Φτου και βγαίνω». Έτρεχε, έψαχνε, «έφτυνε», το διασκέδαζε με την ψυχή της. Το κόκκινο της φουστάνι ανέμιζε από το καλοκαιρινό αεράκι αλλά και από το τρέξιμο που έκανε για να μην την βρουν. Έμοιαζε σαν μικρό παιδί. Ξαφνικά, άρχισε να χτυπάει το κινητό της. Ήταν μέσα στην τσάντα που ήταν ακουμπισμένη στο παγκάκι. Έτρεξε να το προλάβει. Είδε στη οθόνη του κινητού της το όνομα του Αρίστου. Της είχε στείλει και δυο σέλφι με τη μαμά του. Δεν το σκέφτηκε πολύ. Μ’ όλη της τη δύναμη το πέταξε στη θάλασσα κι ύστερα αυτό σταμάτησε να χτυπάει. Μ’ ένα δαιμόνιο χαμόγελο που φώτιζε όλο της το πρόσωπο, παρατηρούσε τις μπουρμπουλήθρες που δημιουργούνταν καθώς το κινητό βυθιζόταν. «Κυρία Φωτεινή, τρέξτε να κρυφτείτε, φυλάει ο Αλέξανδρος», της φώναξε ένα παιδί. Άφησε τις σκέψεις της εκεί, στον βυθό της θάλασσας κι άρχισε πάλι να τρέχει σαν μικρό παιδί.

 

 

 

* Η Εύη Γιαννακοπούλου κατάγεται από την Λάρισα, είναι 33 χρονών και εργάζεται ως δασκάλα σε δημοτικά σχολεία. Ασχολείται ερασιτεχνικά με το θέατρο και είναι απόφοιτος του μεταπτυχιακού της Δημιουργικής Γραφής. Της αρέσει να φωτογραφίζει τη φύση, να παρατηρεί τους ανθρώπους και να γράφει ιστορίες.

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top