Fractal

Η μνήμη της καταστροφής που έγινε μνήμη δημιουργίας

Γράφει η  Ελένη Γκίκα //

 

«Είμαι όσα έχω ξεχάσει», Ηλίας Μαγκλίνης ,εκδ. Μεταίχμιο, σελ. 250

 

«Η μνήμη της καταστροφής και η μνήμη της δημιουργίας, αυτή η αέναη εναλλαγή, η ανθρώπινη αντίφαση, με τον ίδιο τρόπο που ο νυχτερινός ουρανός είναι μια διαρκής έκπληξη και την ίδια στιγμή ένας διαρκής τρόμος».

Πόσο εφικτό είναι να γίνει η μνήμη καταστροφής, Μνήμη Δημιουργίας; Όσα χρόνια κι αν το προσπάθησε η λογοτεχνία, καλά για την Ιστορία δεν το συζητώ, δεν το κατόρθωσε να κάνει δημιουργική μνήμη τα τραύματα του εμφυλίου.

Μετά από εικοσαετή έρευνα και δεκαεξάχρονη ψυχανάλυση, τον άθλο κατόρθωσε ο Ηλίας Μαγκλίνης, αναζητώντας τα όσα δεν ήξερε και γι’ αυτό δεν θυμόταν, όσα αναγνώριζε όμως ήδη το σώμα βαθιά:

«Ο άρρωστος, πρόωρα γερασμένος γιος, κοιτούσε άναυδος τον νεαρό, ευθυτενή, μέσα στην αλκή της νιότης, πατέρα του, και τους δυο μαζί κοιτούσε αποσβολωμένος ο απορημένος γιος κι εγγονός. Το φως του άγνωστου παππού ερχόταν πράγματι από πολύ μακριά. Κι ας μην ήταν πια αυτός εκεί».

Κατορθώνοντας να κάνει ωσεί παρόντες τον άγνωστο παππού και τον απόντα πατέρα, κάνοντας Τόπο τον Χρόνο και τις πληγές του παρελθόντος Ιστορική Μνήμη κι αποδοχή, τώρα πια.

«Μου αρέσει να σκέφτομαι ότι το βιβλίο αυτό το έγραψα εν μέρει ως αρχαιολόγος και εν μέρει ως αστρονόμος. Και οι δύο ιδιότητες ερευνούν το παρελθόν – όσο κι αν στην περίπτωση των αστρονόμων, ο νους μας πάει στο μέλλον. Κάπου εκεί, παρελθόν, παρόν και μέλλον, μοιάζουν να συγχωνεύονται. Η γλώσσα το κάνει αυτό υπό ορισμένες συνθήκες. Θέλησα να ταξιδέψω πίσω στο χρόνο για να δω λίγο πιο καθαρά τι έχω εμπρός μου.»

Για να κατανοήσει τον μονίμως στα σύννεφα απόντα πατέρα, έπρεπε να θυμηθεί τον σχεδόν άγνωστο, αδικοσκοτωμένο παππού. Να ξαναζήσει την δολοφονία του από την ΟΠΛΑ, να αναστήσει την άγνωστη και σκορπισμένη πια οικογένεια, να επιστρέψει εκεί ακριβώς, στα ταραγμένα χρόνια και στη φωτιά.

Αναγνωρίζοντας ωστόσο ότι «Ούτε η δολοφονία του Νίκου ήταν κάτι σημαντικό. Ένας ασήμαντος φόνος ήταν, μια ανθυπολεπτομέρεια, μια κοινοτοπία, μια επανάληψη, μια παρανυχίδα ήταν η δολοφονία τού Νίκου Μαγκλίνη στο Αγρίνιο του 1944, στην Ελλάδα τού 1944, στην Ευρώπη τού 1944, στον κόσμο τού 1944. Μια δολοφονία ακόμα ανάμεσα στις τόσες, στις πολλές, στις άπειρες. Απλώς ήταν η δική μου δολοφονία – μάλλον ένας φόνος που έγινε δικός μου, που τον έκανε δικό μου άθελά του ο πατέρας μου, με τη σιωπή του, με την αφηρημάδα και τη λύπη του, με τον περίκλειστο εσωτερικό κόσμο που ήταν ο ψυχισμός του…»

 

Ηλίας Μαγκλίνης

 

Στις σελίδες της ιστορίας του ξαναζεί όλο το ιστορικό της οικογένειας, ο πατέρας που ήταν κι έφυγε από τον ΕΔΕΣ για να σκοτωθεί άνανδρα στη μέση του δρόμου από την ΟΠΛΑ, ο γιός που πήγε για ένα πενθήμερο στο ΕΛΑΣ κι ύστερα έφυγε όσο μπορούσε πιο ψηλά και πιο μακριά, κι ο συγγραφέας- εγγονός που αναπλάθει τον χαμένο τους χρόνο και μαζί και την χαμένη μας μνήμη, την σκοτεινή και ομιχλώδη εκείνη ιστορική περίοδο, ως αρχαιολόγος και εν μέρει ως αστρολόγος, έντιμα, δίκαια, με το βλέμμα στραμμένο στα αστέρια και στον χρόνο, επώδυνα υπαρξιακά.

«…ήταν θέμα χρόνου το σφαγείο να τεθεί σε λειτουργία. Ένα γνήσια ελληνικό σφαγείο που ξεκίνησε σιγά σιγά. Δεν είναι ασυνήθιστο αυτό. Δεν διασχίζεις τόσο εύκολα ή απλά το πέρασμα από τη λογική στο παράλογο. Στο Αγρίνιο εκείνης της σκοτεινής εποχής όλα αποτελούνται από βαριά, πηχτή ύλη: τα σώματα, τα πρόσωπα, οι σφαίρες, οι στολές, τα γένια, τα μαχαίρια, κυρίως το μίσος όμως, που μπορεί να μη φαίνεται, αλλά το μίσος αποτελείται από βαρύ, μασίφ υλικό – ο Έλληνας είναι τόσο σφιχταγκαλιασμένος με τον συμπατριώτη του, η κοινότητα έχει τόση άπειρη πυκνότητα που δεν γίνεται, το αποτέλεσμα είναι ο Έλληνας να μισεί τον άλλο Έλληνα, να μην τον αντέχει, δεν μπορεί να τον υποφέρει, ειδικά όταν τα πράγματα πάνε στραβά, όταν δεν υπάρχουν χρήματα, όταν πεινάει ο κόσμος, κατά το κοινώς λεγόμενο, οπότε η πυκνότητα μετατρέπεται τώρα σε κάτι σαν επιδημία..» Θα αναπλάσει την ιστορία, εξηγώντας την κοσμογονικά, φιλοσοφικά, ψύχραιμα, ψυχαναλυτικά. «Κάτω από τις ιδεολογίες, πίσω από τα κηρύγματα και τους όρκους πίστης σε αγώνες εθνικούς, ταξικούς, θρησκευτικούς, το ξέρουμε καλά αυτό πια, πέρα από τη σαγήνη των εμπνευσμένων ηγετών, των αγκιτατόρων, των προπαγανδιστών, των καθοδηγητών και των απανταχού γκουρού κάθε είδους και εποχής, σιγοβράζει ένας βόθρος από σκατά. Και τα σκατά έχουν ψυχή, έρχονται από κάπου βαθιά, από τα θλιβερά σωθικά μιας ψυχής που αγαπά να κρύβεται και να κρύβει τις δικές της ποταπές ανάγκες κι επιθυμίες, τη γυμνή λαγνεία, την ωμή απληστία, την ατόφια σκοπιμότητα, την καθαρή ανθρωπίλα. Τα σκατά δεν έχουν ποτέ σκοπό, μόνο σκοπιμότητες. Έτσι κι αλλιώς, εκείνα ήταν χρόνια στα οποία οι άνθρωποι δολοφονούνταν με τόση ευκολία. Που δολοφονούσαν με τόση ευκολία. Δεν είχε και καμιά ιδιαίτερη σημασία, μια σφαίρα πάνω μια σφαίρα κάτω, κανένας δεν κρατάει λογαριασμό…»

Θα μιλήσει σκληρά για τους φανατικούς και τα προσωπικά ξεκαθαρίσματα, κι ανεξαρτήτως ποιας πλευράς θα χυθεί το δικό του αίμα, θα χρησιμοποιήσει μέχρι και την θεωρία των Χορδών για να φτάσει όσο το δυνατόν πιο μακριά:

«Οι νόμοι της φυσικής φαίνεται να περικλείουν μέσα τους και να διαφυλάττουν την έννοια της μνήμης αλυσώνοντας τα γεγονότα σε λογικές αλληλουχίες, διατεταγμένα με τέτοιο τρόπο ώστε να καθίσταται εφικτό να ανασυνθέσει κάποιος το παρελθόν από τη γνώση του παρόντος».

Εξάλλου θα πρέπει να θυμηθούμε για να ξεχάσουμε, επειδή το σώμα θυμάται, ακόμα κι όσα αποδιώχνουμε οι ίδιοι μακριά.

Ένα βιβλίο που είναι η ιστορία της οικογένειάς του και η ιστορία μας, είναι η ανθρώπινη τραγωδία που εξακολουθεί να μας βαραίνει και να μας τυραννά. Αλλά πάνω απ’ όλα είναι ένας προσωπικός άθλος, διότι ο Ηλίας Μαγκλίνης κατόρθωσε να κάνει μυθιστορία όσα δεν έζησε, όσα δεν λύσαμε κι εξακολουθούν να είναι επώδυνα υπαρκτά. Η μνήμη της καταστροφής που έγινε, τελικά, μνήμη δημιουργίας.

 

 

 

 

Δημοσιεύθηκε στον Φιλελεύθερο

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top