Fractal

Στα αλήθεια φορά ψηλό καπέλο η Περσεφόνη;

Γράφει ο Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης // *

 

 

 

Μαρία Λεβαντή, «Η Περσεφόνη φορά ψηλό καπέλο», εκδ. ΑΩ, 2024

 

Δύο τα μέρη της ποιητικής συλλογής, το της κοσμογονίας το ένα («Νύχτα-πρώτος άνθρωπος-Εύα-διαδρομή- γυναίκες όλες»), το της καλλιτεχνικής συνομιλίας το άλλο («Μολύβι-γραφίδα-πινέλο-σμίλη-εικόνα»). «Της μητέρας και του πατέρα» η αφιέρωση, σκέφτομαι ότι είναι διατυπωμένη, κατ’ αντιστοιχία των μερών – αυτονοήτως, προηγείται η δημιουργία και έπεται η συνομιλία.

 

ΕΥΑ

 

Είμαι ο σπόρος της μηλιάς

Σε άγονη χώρα με φύτεψε ο Θεός.

Με τον καιρό ωριμάζω,

γίνομαι ζουμερός καρπός.

Στα πόδια μου κοιμάται ο Όφις.

σμίγω μαζί του κάθε βράδυ.

Έτσι γεννάω τον Αδάμ.

Τον τρέφω απ’ το πλευρό μου.

Όταν ενηλικιώνεται

κρύβει στο παντελόνι του το φίδι

κι εγκαταλείπει για πάντα την Εδέμ.

 

Η ποιητική κοσμογονία της Λεβαντή, με μια κίνηση από το γένος στο είδος, είναι μια άλλη, ασεβής κοσμογονία – κατά μίμηση και παρέκκλιση της ησιόδειας και της βιβλικής. Όπου η ποιητική του τσαλαπατημένου θήλεος, η ανάσυρσή του στο φως και η επανασύστασή του ως προσώπου, τουτέστιν η μη ενοχική ομολογία του έρωτα ή ακριβέστερα η διεκδίκηση του έρωτα ως καταστατικής αρχής της ζωής και της χαράς έχουν τον πρώτο και κύριο λόγο.

Από κοντά η ίδια η ποίηση ως θηλυκή προέκταση της πραγματικότητας, το άνοιγμά της στη φαντασία, η πανταχού παρουσία του ονείρου, το παραπέρα κοίταγμα έξω και κείθε της λογοκρατικής και της εργαλειοποιημένης νόησης. Σεντόνια, νύχτες, κουκούτσια μήλου, στενάχωρα υποδήματα γίνονται αντικείμενα μιας ποιητικής μεταπρατικής που δίχως καμία αριστοκρατία των λέξεων και δίχως κανέναν εκβιασμό των νοημάτων υπογραμμίζει το αυτονόητο, ότι όλα, ακόμη και τα πιο τερπνά και καθημερινά, όπως άλλωστε η ποίηση, η έλλειψη και η παρουσία της, είναι πρωτίστως ζήτημα ματιάς και αντίληψης.

Έχει μια στοχαστική, πικρή τρυφερότητα η ματιά και η αντίληψη της Λεβαντή. Καμία σχέση με τους μεταμοντέρνους κυνισμούς, την αλαζονεία ενός κατ’ επίφαση συντετριμμένου εγώ και τα ασυνάρτητα μουρμουρητά στον καθρέφτη καθρεφτάκι μου της μετανεωτερικής ποίησης. Απομυθοποιώντας τις ανδροκρατικές κοσμογονίες με τους βολικούς ρόλους που επιφυλάχτηκαν για αιώνες στην Εύα, στην Πηνελόπη και στην Περσεφόνη, η Λεβαντή επιχειρεί μια εκ νέου μάγευση, πιο ανθρώπινη, πιο ειλικρινή, πιο υποψιασμένη, πιο έμφυλη της ανθρώπινης κατάστασης.

Κάπως έτσι και το καπέλο του τίτλου. Η συνηθισμένη να ορίζεται από τις αντρικές ορέξεις και τους μητρικούς σχεδιασμούς Περσεφόνη, η άμοιρη της ζωής και των εποχών Περσεφόνη, η Περσεφόνη που άγεται και φέρεται στον κάτω και στον άνω κόσμο, παρουσιάζεται πλέον στιβαρή, αυτοδύναμη και αυτοδιάθετη. Το ύψος του καπέλου που φορά είναι αντίστοιχο με τα όρια της ελευθερίας που διεκδικεί και στο εξής δικαιούται.

Λόγω και έργω εδώ η υπεράσπιση, ωσάν πολιτική και κοινωνική πράξη, που υπερβαίνει τη γραφή δικαιώνοντας το αληθινό νόημά της: μια ποίηση που ομιλεί για ό,τι αισθητικά τεχνουργεί και μια αισθητική τεχνουργία για την ποίηση που ενεργεί. Που σημαίνει κάτι παραπάνω από απλή συνέπεια μορφής και περιεχομένου, νοημάτων και γλώσσας. θαρρώ ότι η ποίηση της Λεβαντή είναι κυρίως συνέπεια απαγγελίας και στάσης, εκφοράς και χειρονομίας. Ή με άλλα λόγια, ποίηση του εγώ, που εκκινώντας από τα ιδιωτικά σκοτάδια, γίνεται ποίηση της απεύθυνσης, των δημόσιων και των ανοιχτών χώρων, του ανοιξιάτικου τελικά φωτός.

Και μόνο έτσι μπορεί να γίνει αντιληπτή, ως δηλαδή κάτι παραπάνω από απλή αισθητική επιλογή, η απέριττη, η αφτιασίδωτη απλότητα της γραφής. Δεν υπάρχει τίποτα το εντυπωσιοθηρικό, κανένα στραμπούληγμα της έκφρασης, καμία ζίου ζίτσου λαβή της σύνταξης στην εδώ ποιητική γραφή – μια γραφή μεστή λιτότητας, δηλωτική φτασμένης ωριμότητας και προηγούμενης προεργασίας, που εκφέρεται με τους τρόπους της φυσικής ομιλίας, έτσι που τα ποιήματα να ηχούν σαν εκμυστηρεύσεις φίλων, σαν χειρόγραφα σε πακέτα τσιγάρων και σαν μηνύματα σε μπουκάλια του ωκεανού.

 

ΓΡΑΜΜΑ ΣΤΟΝ ΠΟΙΗΤΗ

ΣΑΓΙΑΤ ΝΟΒΑ

Αγαπημένε ποιητή,

Ως τώρα οι λέξεις μου έμεναν κλειδωμένες. Θα σου μιλήσω όμως πλέον δίχως δισταγμό. Στη στέγη του οίκου σου μια σιγανή βροχή δροσίζει τις γραφές σου. Ξαπλώνω ανάμεσα στα βιβλία σου, τα αφουγκράζομαι, με τ’ ακροδάχτυλα τις λέξεις σου αγγίζω. Γράμμα το γράμμα διασχίζουνε τις αρτηρίες και καταλήγουν στην καρδιά μου. Οι κήρυκές σου νουθετούν να μην εγκαταλείψω. Έτσι βαδίζω αργά και σταθερά, έως ότου φτάσω στη μυστική πηγή σου. Εκεί ορκίζομαι με γρανιτένιο όρκο να δεθώ. Στο θρόισμα της ιερής στιγμής να ξεδιψάσω απ’ το νερό σου.

Ο ταπεινός σου μαθητής,

Σεργκέι Παρατζάνοφ

 

Πρόκειται για το καταληκτικό ποίημα από το δεύτερο μέρος της ποιητικής συνομιλίας με τις λοιπές τέχνες. Δεν ξέρω αν επιλέχτηκε τυχαία η θέση του, πάντως εδώ και υπό το πρόσχημα της επιστολής του ταπεινού μαθητή προς τον αγαπημένο ποιητή του, η Λεβαντή δηλοί δημοσίως απευθυνόμενη στην ποίηση, τη δέσμευσή της να μην εγκαταλείψει την ποίηση «έως ότου φτάσει στη μυστική πηγή».

Ευτυχώς, δηλαδή. Γιατί τούτη η πρωτόλεια συλλογή υπόσχεται πολλές μυστικές πηγές. Επισημαίνοντας μόνο την ανάγκη στενότερης θεματικής συνάφειας των ποιημάτων σκέφτομαι τον μόχθο που απαιτεί η περαιτέρω εξερεύνησή τους. Και αν δικαιούμαι, αξιοποιώντας τη δική μου εμπειρία, να εκφέρω κρίση, θα πω ότι αξίζει, ναι αξίζει τον κόπο κάθε τέτοιος μόχθος, όσος κι αν είναι.

Κλείνοντας, αρέσκομαι πολύ να πληροφορούμαι για την κρίση της ποίησης, με τη διαρκή διερώτηση πότε δεν υπήρχε κρίση της ποίησης, ενίοτε δε μαθαίνω ότι η θεραπεία της κείται στις δοκιμασμένες συνταγές, το μέτρο, την ομοιοκαταληξία και τα λοιπά χαρίεντα του παρελθόντος. Διαβάζοντας όμως κάποιες συλλογές παλιότερων, νεότερων και πρωτοεμφανιζόμενων ποιητών, επιμένω ότι το ποτάμι δε γυρίζει πίσω και ότι υπάρχουν βάθρες με κρυστάλλινα νερά.

 

 

*Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης, πεζογράφος

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top