Fractal

«σχεδόν ανεπαίσθητα»

Γράφει η Μαρία Σκλείδα //

 

 

 

Γεράσιμος Παγουλάτος «Γνώθι σεαυτόν: ο Gerry Palace ταξιδεύει και σκέπτεται», Εκδόσεις Κούρος, Αθήνα 2023.

Ο συγγραφέας μας, Γεράσιμος Παγουλάτος, με την τρίτη αυτή λογοτεχνική του απόπειρα, μας δημιουργεί συναισθήματα απίστευτης χαράς, συναισθηματικής πληρότητας και ικανοποίησης. Πρόκειται για κείμενα που ανάγονται στις απαρχές της συγγραφικής του πορείας, που σκιαγραφούν και σηματοδοτούν το αστείρευτο ταλέντο του και το λογοτεχνικό χάρισμα με το οποίο τον προίκισε ο Θεός.

Παρακολουθώντας κανείς αυτές τις λογοτεχνικές παραγωγές και τις πνευματικές δημιουργίες του, στον πρόλογό του εκφράζει την εσωτερική του ανάγκη να εκφραστεί δημόσια, να εκφράσει το λόγο του ανοικτά, να κοινωνήσει πρόσωπα, πράγματα και καταστάσεις της ζωής του. Να εξωτερικεύσει τον εσώτερο εαυτό του, τις σκέψεις και τους προβληματισμούς του για την ίδια τη ζωή, τον κόσμο που μας περιβάλλει, τους ανθρώπους, αλλά και τον ίδιο τον εαυτό του. Αναζητά συνεχώς και αγωνιά για το αληθινό νόημα της ζωής, της ίδιας της ύπαρξής μας.

Ο συγγραφέας μας συνειδητοποιεί την πρότερη συγγραφική του πορεία-ενασχόληση και προσπαθεί να την περιγράψει και να την ορίσει. Εκπλήσσεται θετικά και δημιουργικά στην προσπάθειά του αυτή, καθώς, όπως αναφέρει, “ούτε καν είχα ιδέα ότι μπορούσα να γράψω λογοτεχνία με κάποια αξία και δυναμική έκδοσης”. Τελικά, κατορθώνει να σκιαγραφήσει την πορεία του αυτή ως “ζωτική του ανάγκη”, που του υποβαλλόταν εσωτερικά, σχεδόν ανεπαίσθητα, με όπλο την πρόκληση εντυπώσεων από τον περιβάλλοντα κόσμο.

Στην συνέχεια, ωστόσο, συμπληρώνει την εικόνα αυτή για τον εαυτό του και τη δημιουργική αυτή λογοτεχνική πορεία του, εστιάζοντας στην αγωνιώδη προσπάθειά του για την κατάκτηση της γνώσης και της δικής του αλήθειας για τη ζωή την ίδια, μια αλήθεια που δεν την κρατάει για τον εαυτό του, αλλά επιθυμεί διακαώς να την κοινωνήσει στον συνάνθρωπο, το αληθινό νόημα της δικής του ζωής.

Έπειτα, αναφέρεται σε μια περίοδο που τη χαρακτηρίζει το “συγγραφικό κενό”, μια αναγκαστική περίοδο παύσης από τα συγγραφικά δρώμενα, η οποία, σύμφωνα με τον ίδιο, ήταν “εκ των ων ουκ άνευ”, καθώς ήταν μια περίοδος προσαρμογής του στην ελληνική πραγματικότητα, μετά την ολοκλήρωση των μεταπτυχιακών σπουδών του στις Η.Π.Α. Η λογοτεχνική του ωστόσο φλέβα βρήκε την τελική της διέξοδο μετά τις μεγάλες αλλαγές στην προσωπική του ζωή, που αποτέλεσαν και το εναρκτήριο λάκτισμα της επανασύνδεσης με το χώρο της συγγραφής και τη λογοτεχνία.

Προτροπή και ευσεβής πόθος του η κατάκτηση του αναγνώστη, μέσω της σύλληψης του πραγματικού νοήματος της ζωής, προκειμένου να τον ακολουθήσει στην ανεύρεση του δικού του εαυτού, στην προσωπική συνειδητοποίηση και αυτοσυνειδησία.

Ο συγγραφέας απόλυτα συναισθανόμενος την “φαυλότητα” της εποχής του εύχεται σε ένα φίλο του “Σου εύχομαι να είσαι αντρειωμένος στην άναδρη μάζα της φαυλότητας”. Στη συνειδητοποίηση ωστόσο των σκοτεινών πλευρών και διαδρομών της ζωής του στέκεται με αντρίκειο φρόνημα, “Μαρτυρώντας για μια ανδριωμένη ανάσα”.

Τον σαγηνεύουν τα χορευτικά τεχνάσματα των μπαλέτων Μπολσόι, η ελευθερία στην έκφραση και στην κίνηση, η εσωτερική δύναμη και ο παλμός σώματος και ψυχής, απείκασμα της δικής του εσώτερης ανάγκης για αποδέσμευση από κάθετι που τον κρατάει δέσμιο στη φθορά της γήινης ύπαρξης και στο ανικανοποίητο όνειρο που “έσβησε’ πριν να φωτίσει τη ζωή του.

Ο σκοπός της ζωής του ιερός και υψηλός: να πασχίζει για την κατάκτηση της κορυφής, πατώντας ωστόσο στη γη, χωρίς έπαρση και εγωισμό. Η κατάκτηση της επιτυχίας και η γεύση της αναγνώρισης είναι στόχος, αλλά ποτέ αυτοσκοπός. Για το λόγο αυτό, στόχο της ζωής του θέτει “Ν’ αντικρίζει τον ήλιο με το πέπλο στο πρόσωπο”, θέλοντας να εξαιρέσει και να προφυλάξει τον εαυτό του από την πρόσκαιρη χαρά της επίγειας δόξας και επιτυχίας ή αναγνωρισιμότητας.

Βαθιά φιλοσοφημένος, με θεολογική παιδεία και εμβρίθεια, σε μια παγερή περίοδο της ζωής του ανακαλεί στη μνήμη του το μαρτύριο των Σαράντα Μαρτύρων που μαρτύρησαν στα παγωμένα νερά μιας λίμνης. Οι Σαράντα μάρτυρες αποτελούν για αυτόν ύψιστο παράδειγμα θάρρους και πίστης, αφού παρέμειναν έως το τέλος της ζωής τους αμετακίνητοι και σταθεροί στις αρχές της πίστης τους, οι οποίοι ξεπερνώντας τις ανάγκες του υλικού βίου τους, απαρνήθηκαν τον γήινο κόσμο, ενώ με το μαρτύριό τους κέρδισαν τον αθάνατο, αιώνιο στέφανο της δόξας, “τον άχραντο στέφανο”.

Γνώστης των φιλοσοφικών θεωριών περί δημιουργίας του κόσμου ελπίζει η θεωρία του Ηράκλειτου για έναρξη του κόσμου από τη φωτιά, να μην επιβεβαιώσει και το τέλος του με τον ίδιο τρόπο. Γνήσιος Έλληνας δηλώνει απερίφραστα και εκδηλώνει ευθέως την αγάπη του προς τη μουσική και στην πίστη του στην αναγεννητική, θεραπευτική και αναμορφωτική δύναμή της (“στη μουσική γεννιέμαι, στη μουσική πεθαίνω για να ξαναγεννηθώ”).

Παράλληλα, λάτρης της αλήθειας, προσπαθεί να ορίσει την πλάνη από την πραγματικότητα, να συλλάβει το πραγματικό νόημα των πραγμάτων και την ουσία, και να αποφύγει να πέσει σε οποιαδήποτε πλάνη και διαστροφή του πραγματικού. Και αλλού, “Ο Έλληνας που είναι φως κινείται μεταξύ των δύο, του ορατού και του αοράτου”, διαφαίνεται και διατρανώνει τη θέση του, για τον διαφωτιστικό ρόλο που διαδραμάτισε το γένος των Ελλήνων στην πορεία της ανθρωπότητας, από την αρχαιότητα ακόμη, αλλά και την πίστη του στην ύπαρξη του αόρατου κόσμου που παραπέμπει στον ουράνιο χώρο της Βασιλείας του Θεού και των αγγελικών δυνάμεων.

Επιπλέον όμως, για τον συγγραφέα ο Έλληνας κινείται μεταξύ “του εφικτού και του ανέφικτου”, υποδηλώνοντας και υπονοώντας τη δυναμικότητα των Ελλήνων να ξεπερνούν τα παντός είδους εμπόδια, να πατάνε ξανά στα πόδια τους, να προοδεύουν, να γίνονται ακόμα πιο δυνατοί (“εκ της τέφρας αναγεννάται”), και να κατορθώνουν τα απίστευτα.

Βαθιά θρησκευόμενος και με πνευματικό βάθος γνωρίζει καλά, ότι, όπως η εικόνα δεν είναι ένα απλό διακοσμητικό στοιχείο ή μια απλή εικονογράφηση της Γραφής, αλλά ότι αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της λειτουργικής ζωής της εκκλησίας και μέσο προσέγγισης και ταύτισης με τον Θεό, κατά τον ίδιο τρόπο, για τον συγγραφέα μας πέρα από τον γήινο, ορατό και νοητό με τις αισθήσεις μας κόσμο υπάρχει και ο ουράνιος, ο αόρατος, ο πνευματικός κόσμος. Ότι όλη η κτίση χαρακτηρίζεται από τη φθορά και τη “θνητότητα”, η σκέψη των οποίων τον οδηγεί σε θλίψη. Για τον συγγραφέα μας η Ανάσταση του Κυρίου μας είναι αυτή που μας προσδίδει την αληθινή “χαρά”, τη “λύτρωση” και την “αιώνια ζωή”.

Σε άλλο σημείο συνεχίζει το παιχνίδι και τον προβληματισμό του σχετικά με το φως και το Ά-φωτο, τον κόσμο και το ά-κοσμο, την πεποίθηση για την ύπαρξη ενός άλλου υπερκόσμιου, αόρατου κόσμου, έναν κόσμο στον οποίο κυριαρχεί ο Λόγος, ο Ενανθρωπήσας Λόγος, που είναι γεμάτος φως, είναι υπερβατικός, υπερκόσμιος, σε αντίθεση με τον ορατό, ά-Λογο, ά-Φωτο και ά-κοσμο κόσμο, που τον χαρακτηρίζει η έλλειψη κοσμιότητας, η αταξία, ο παραλογισμός και σε αυτόν κυριαρχούν οι άνομες και εφάρματες ενέργειες και πράξεις των ανθρώπων.

Η επιστήμη, η φιλοσοφία, η ποίηση και η τέχνη, καθεμιά παραδέχεται ότι διαδραματίζουν ουσιαστικό ρόλο στη ζωή του ανθρώπου και όλης της ανθρωπότητας στην καθοδήγησή τους. Λάτρης του αρχαίου ελληνικού και βυζαντινού κάλλους προβληματίζεται με την οικονομική δυσπραγία της σύγχρονης εποχής, που εξαναγκάζει πολλούς ανθρώπους στην επαιτεία για να ζήσουν. Λάτρης του μοντέρνου τρόπου ζωής συνυφασμένου όμως με τον παραδοσιακό χαρακτήρα του, ατρόμητος μαχητής και υπερασπιστής των ιερών και οσίων της πατρίδας μας, των εθνικών συνόρων μας και εδαφών μας.

Ταυτόχρονα όμως, εκδηλώνει την αμέριστη εκτίμησή του στο ελληνικό έθνος, για τον αδιάκοπο ηρωικό αγώνα τους για επιβίωση κατά τη διάρκεια της μακραίωνης πορείας του, και διαμέσω των αιώνων, για την αποτίναξη του ζυγού από πάμπολλες εχθρικές επιβολές. Συγκλονίζει ο λόγος του, και οι περιγραφικές εικόνες που παραθέτει μας δημιουργούν συναισθήματα πικρίας και βαθιάς συγκίνησης για την Άλωση της Πόλης από τους Λατίνους, και από τους Τούρκους στη συνέχεια, για τον ξεριζωμό, τον κατατρεγμό και τις βιαιοπραγίες των Τούρκων εις βάρος του μικρασιατικού ελληνισμού: “Τα κομμένα χέρια στις κουπαστές της Αντάντ, τα γυναικεία στήθη που κρέμονται απ’ το Αγαρηνό λεπίδι…”, και πιο κάτω, “Ανάθεμα στην Τουρκιά, μα πιότερο στη Βενετσιάνικη γαλέρα που κουρσέψανε την Πόλη, την Αγιά Σοφιά, τ’ Άγια των Αγίων”.

Με αφορμή τον εορτασμό των διακοσίων ετών από την Ελληνική Επανάσταση, ο συγγραφέας μας δε σηκώνει, όπως ο Κολοκοτρώνης, “ούτε στέμματα, ούτε ρέματα”, ενώ δηλώνει απερίφραστα, ότι τα “σκουριασμένα όπλα”, το πνεύμα της ηττοπάθειας δεν ταιριάζει στο ανήσυχο πνεύμα της φυλής του, στην ιδιοσυγκρασία του αστείρευτου, απύθμενου και ατρόμητου Έλληνα. Αυτό που τον συγκινεί, τον σαγηνεύει και τον γοητεύει είναι “η χαρά μόνο της ένδοξης πάλης”, ο παλμός του αγώνα και ο χτύπος και ο ρυθμός του δίκαιου αγώνα. Τελικά, ταυτίζεται με τους αγωνιστές και δίκαιους της πατρίδας μας, όπως είναι ο Νικηταράς και ο Υψηλάντης, αλλά και με τους λεβέντες κατοίκους του Ναυπλίου, που του έδωσαν παράδειγμα ζωής, καλοσύνης, φιλόξενου πνεύματος. Τελικά, ο ίδιος αποδεικνύεται ένας γνήσιος, σύγχρονος και παραδοσιακός στις αρχές και στις αξίες του Έλληνας, μέσα από την έκφραση του θαυμασμού του για τους ντόπιους απογόνους των επαναστατών του 1821 που μας δώρισαν την ελευθερία μας.

Η πνευματική του πορεία και η θεολογική του κατάρτιση φτάνει στη σύλληψη της υπερβατικότητας του κοσμικού βίου, στη σύλληψη ότι ο ορατός γήινος κόσμος αποτελεί απείκασμα ενός άλλου κόσμου (“Το πέρα από τον κόσμο είναι ορατό εν μέρει στον κόσμο”), του αληθινού κόσμου (“Ο κόσμος είναι καθρέπτης ενός άλλου αληθινού”), με κέντρο πάντα τον Παντοκράτορα, ο οποίος σύμφωνα με το Σύμβολο της Ορθόδοξης Πίστης μας αποτελεί “Ποιητή ορατών τε πάντων και αοράτων”. Για τον συγγραφέα μας ο “Ηλιάτορας”-Παντοκράτορας, τον συνοδεύει συνεχώς στην πορεία της ζωής του, τον στηρίζει, τον συνδράμει, “Καμιά φορά νόμιζα ότι θα χάσω τον Ήλιο, και θα τον έχω πίσω μου. Μα αυτό δεν είναι αλήθεια. Ο Ήλιος δε με άφησε λεπτό. Πορεύτηκε στο πλάι μου”. Η συνειδητοποίηση αυτή ωστόσο, της αδιάλειπτης θεϊκής παρουσίας στη ζωή του, τον οδήγησε σε μια κατάσταση υπερβατική, ακατάληπτη για τον κοινό νου, αλλά με σωτηριολογικό νόημα για τον ίδιο, την ανάγκη της εσωτερικής κάθαρσης, της παραδοχής των λαθών, των πτώσεων και των αστοχιών του. Αναφέρει χαρακτηριστικά: “Στην άλλη άκρη ο Ηλιάτορας, κατάματα αδύνατον να τον αντικρύσω δίχως μετάνοια”.

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top