Fractal

Η κοινωνία και η ψυχαγωγία στο βενετσιάνικο Χάνδακα

Γράφει ο Αγησίλαος Κ. Αλιγιζάκης // *

 

Χάρτης των τειχών του βενετσιάνικου Χάνδακα

 

Α’ Μέρος 

 

Η εγκατάσταση των Βενετών κατακτητών στην Κρήτη το 1211 δημιούργησε μια νέα διοικητική οργάνωση στο νησί. Πιο συγκεκριμένα, ορίστηκαν τέσσερις διοικητικές περιφέρειες (teritori) σε Χανιά, Ρέθυμνο, Χάνδακα και Σητεία με τις αντίστοιχες πρωτεύουσες, ενώ ως πρωτεύουσα του νησιού ορίστηκε ο Χάνδακας. Σύμφωνα με την απογραφή του Καστροφύλακα το 1583 η Κρήτη αριθμούσε περίπου 200.000 κατοίκους (ο πληθυσμός ήταν σταθερός τους δυο τελευταίους αιώνες της Βενετοκρατίας), ο Χάνδακας περίπου 18000 (από τους οποίους οι 2000 ήταν μόνιμος στρατός) και η περιφέρεια του Χάνδακα 90.000 κατοίκους.[1]

Αυτή η χρονική περίοδος (1211-1669) τα τελευταία χρόνια (ειδικά μετά το 1951 με την ίδρυση του Ελληνικού Ινστιτούτου Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών Βενετίας) έχει προσελκύσει το ερευνητικό ενδιαφέρον Ελλήνων και ξένων ερευνητών, με αποτέλεσμα την απόκτηση νέας γνώσης. Εδώ παρουσιάζεται εν συντομία η δομή, η διοικητική οργάνωση και η λειτουργία της κοινωνίας στη Βενετοκρατούμενη Κρήτη. Στη συνέχεια, μελετάται διεξοδικότερα η ψυχαγωγία των κατοίκων του Χάνδακα, η κοσμική μουσική (ευρωπαϊκή και κρητική), οι ευρωπαϊκοί και οι κρητικοί χοροί, η καντάδα, καθώς και η εκκλησιαστική μουσική, καθολική και ορθόδοξη.

 

Η κοινωνία

Η πολιτική εξουσία ασκούταν από τον ανώτατο άρχοντα, δηλαδή τον Μεγάλο Δούκα της Κάντια, ο οποίος διοικούσε το νησί με δύο Συμβούλους και τον Γενικό Προβλεπτή, δηλαδή τον στρατιωτικό διοικητή του νησιού. Μαζί με αυτούς υπήρχε το Συμβούλιο των Φεουδαρχών, το Μεγάλο Συμβούλιο και το Συμβούλιο των Κλητών, το τελευταίο με συμβουλευτικό χαρακτήρα. Ο Άγιος Τίτος έγινε η έδρα του καθολικού αρχιεπισκόπου  Κρήτης (η ανώτατη θρησκευτική εξουσία στο νησί), ενώ ο Άγιος Μάρκος καθιερώθηκε ως ο δουκικός ναός για τις επίσημες τελετές και την στέψη του εκάστοτε Δούκα της Κάντια. Αυτός ο διαχωρισμός μεταξύ θρησκευτικής και πολιτικής εξουσίας, με την πρώτη να υποτάσσεται στην δεύτερη υπενθυμίζει το βενετικό δόγμα «Prima Veneziani poi christiani», δηλαδή πρώτα Βενετοί μετά χριστιανοί.[2]

Η κοινωνία τους τρεις ήμισυ πρώτους αιώνες της Βενετικής κυριαρχίας, δηλαδή από το 1211 έως τα μέσα του 16ου αιώνα, χαρακτηριζόταν από μια φεουδαρχική δομή, η οποία στηριζόταν στη γαιοκτησία. Γαιοκτήμονες ήταν κυρίως οι Βενετοί άποικοι, οι οποίοι χώρισαν τη γη σε Cavallerie, τις οποίες μοίρασαν μεταξύ τους οι ιππότες (milites) και serventerie, τις οποίες απόκτησαν οι πεζικάριοι (pedites, δηλαδή πεζικάριοι). Οι ευγενείς Κρήτες, οι οποίοι αποκτούσαν τον τίτλο ευγενείας είτε λόγω καταγωγής (π.χ. τα 12 αρχοντόπουλα το Βυζαντίου) είτε λόγω στρατιωτικών, πολιτικών ή άλλων υπηρεσιών ευνοϊκών προς τη Βενετική εξουσία, γίνονταν επίσης γαιοκτήμονες. Αυτή η διανομή γαιών οδήγησε στην δημιουργία τεσσάρων κοινωνικών τάξεων, όπου στην κορυφή βρισκόταν οι Nobili veneti, feudati, δηλαδή οι Βενετοί άποικοι και οι απόγονοί τους, ακολουθούσαν οι Κρήτες ευγενείς (Nobilitas cretensis), έπονταν οι τσιταντίνι (cittadini, πολίτες) Βενετοί ή Κρητικοί, δηλαδή οι δικηγόροι, οι ιατροί, οι συμβολαιογράφοι, οι πλούσιοι έμποροι, κ.ά. και στη βάση της κοινωνικής πυραμίδας βρισκόταν οι χωρικοί (contadini), δηλαδή οι κάτοικοι της υπαίθρου, οι οποίοι ήταν μόνο Κρητικοί. Οι χωρικοί χωρίζονταν πάλι σε τρεις κατηγορίες: άγραφοι (agrafi), απελεύθεροι (franchi) και βιλάνοι (villani). Οι άγραφοι και οι απελεύθεροι νοίκιαζαν τις γαίες για καλλιέργεια από τους γαιοκτήμονες, ενώ οι βιλάνοι ήταν δουλοπάροικοι είτε της εκκλησίας, είτε του κράτους είτε των γαιοκτημόνων. Οι χωρικοί εκτός από τους φόρους έδιναν τα κανίσκια (υποχρεωτικά δώρα στο γαιοκτήμονα τα Χριστούγεννα και το Πάσχα), ενώ ήταν υποχρεωμένοι να υπηρετούν στις βενετσιάνικες γαλέρες, υπηρεσία που ισοδυναμούσε με θάνατο. Οι τσιταντίνοι πλήρωναν τους φόρους και υπηρετούσαν τη στρατιωτική θητεία είτε ως ιππείς αν ήταν αρκετά εύποροι για να συντηρήσουν έναν ίππο είτε ως πεζικάριοι.[3] Είναι γνωστό ότι κατά την περίοδο της Βενετοκρατίας, περίπου το 2% του πληθυσμού της Κρήτης ήταν Βενετοί και Ιταλοί.

Στα μέσα του 16ου αιώνα η Κρήτη έπαψε να είναι αποικία και έγινε τμήμα του Βενετικού κράτους. Αυτή η αλλαγή οφειλόταν στην δημιουργία μιας νέας αστικής τάξης και την κατάργηση της μεσαιωνικής φεουδαρχίας. Οι αιτίες αυτής της κοινωνικής και πολιτικής αλλαγής ήταν: οι μικτοί γάμοι, η γαιοκτησία πέρασε σε χέρια μη ευγενών, η τουρκική απειλή και η οικονομική ευμάρεια από το δουλεμπόριο, την εξαγωγή αγροτικών προϊόντων και το εμπόριο γενικότερα.[4] Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την κορύφωση του βενετοκρητικού πολιτισμικού συγκρητισμού, ο οποίος είχε ξεκινήσει από τα μέσα του 14ου αιώνα (βλ. Στέφανος Σαχλίκης, Λεονάρδος Δελαπόρτας, κ.ά.) και ονομάστηκε Κρητική Αναγέννηση.

 

Η ψυχαγωγία

Η καθημερινή ψυχαγωγία στο Βενετοκρατούμενο  Χάνδακα περιλάμβανε την ξιφασκία (σκριμίδα=scrimida από το scherma=ξιφασκία), η οποία διδασκόταν από επαγγελματίες έναντι αμοιβής, το «πέταγμα του γερακιού», η γκιόστρα, οι βόλτες των ευγενών κυριών με τη λεντίκα και ο πετροπόλεμος μεταξύ των παιδιών. Το «πέταγμα του γερακιού» (lancio del falco) ήταν ένα μεσαιωνικό άθλημα όπου ο ιδιοκτήτης εκπαιδευμένου γερακιού φορούσε ένα δερμάτινο γάντι πάνω στο οποίο ήταν δεμένο το αρπακτικό πτηνό με μια αλυσίδα ποδιού. Στη συνέχεια το άφηνε ελεύθερο να χτυπήσει έναν προκαθορισμένο στόχο ή θήραμα και να γυρίσει στον ιδιοκτήτη του.

 

«Πέταγμα του γερακιού»

 

Η γκιόστρα (giostra) γινόταν τις Απόκριες στην κουϊντάνα (Quintana, λατινική λέξη από τη ρωμαϊκή λεγεώνα, η οποία όταν στρατοπέδευε άφηνε ένα διάδρομο μεταξύ πέμπτης και έκτης διμοιρίας). Στο Χάνδακα η κουϊντάνα βρισκόταν στην περιοχή της εκκλησίας του Αγίου Ιωάννη Βαπτιστή (γωνία οδών 1821-Καρτερού στα Ψαράδικα).[5] Συμμετείχαν ευγενείς, αξιωματικοί του στρατού και τσιταντίνοι που είχαν άλογο και προσπαθούσαν να χτυπήσουν με ένα μακρύ κοντάρι ένα μηχανικό ανδρείκελο, το οποίο κρατούσε ένα ρόπαλο στο ένα άκρο και μια ασπίδα στο άλλο, χωρίς όμως αυτό να περιστραφεί, να χτυπήσει τον αναβάτη και να τον ρίξει κάτω.

 

Μεσαιωνική γκιόστρα

 

Στο τέλος ακολουθούσε μουσική και χορός. Στις Απόκριες γινόταν και ο πορτοκαλοπόλεμος μεταξύ ευγενών και τσιταντίνων, με στόχο την αποκάλυψη του προσώπου από τη μάσκα. Οι Βενετικές αρχές είχαν απαγορέψει τη χρήση λεμονιών και νερατζιών λόγω των τραυματισμών που προκαλούσαν.[6]

Η ψυχαγωγία των γυναικών των Βενετών ευγενών ήταν η βόλτα στην πόλη με τη λεντίκα (φορείο που υποβάσταζαν δυο υπηρέτες), ενώ τα παιδιά έπαιζαν πετροπόλεμο με τα χέρια ή με σφεντόνες, με αποτέλεσμα το 1369 να υπάρξει ένα νεκρός και ποινές μαστιγώματος στους υπαίτιους.

Μια άλλη μορφή ψυχαγωγίας, η οποία ήταν ευρύτατα διαδεδομένη ήταν η χαρτοπαιξία και γενικά τα τυχερά παιχνίδια που απασχολούσαν τόσο τους κατοίκους όσο και τις αρχές, οι οποίες προσπαθούσαν να τα φορολογήσουν. Οι κάτοικοι του Χάνδακα έπαιζαν χαρτιά, σκάκι, τάβλι, ενώ πολλά σπίτια είχαν μετατραπεί σε χαρτοπαικτικές λέσχες.

 

Η ευρωπαϊκή μουσική και ο χορός

Οι Βενετοί άποικοι έφεραν στο Χάνδακα τον ευρωπαϊκό μουσικοχορευτικό πολιτισμό τους, ο οποίος συνυπήρξε αρμονικά με τον αντίστοιχο κρητικό. Πιο συγκεκριμένα, κατά την περίοδο της Βενετοκρατίας στην Ευρώπη η μουσική πέρασε τέσσερεις διαδοχικές φάσεις εξέλιξης: η Παλαιά Τέχνη (ARS ANTIQUA) δηλ. η γοτθική μουσική (1175-1320) αντικαταστάθηκε από την Νέα Τέχνη (ARS NOVA) τον 14o αι., με κύριους εκπροσώπους τους Φιλίπ ντε Βιτρί, Γκιγιόμ ντε Μασό, ενώ αυτή με τη σειρά της εξελίχθηκε στην αναγεννησιακή μουσική όπου ξεχώρισε η  Σχολή της Φλωρεντίας που έδωσε προτεραιότητα στη μελωδία. Η αναγεννησιακή μουσική χαρακτηρίζεται από τα μαντριγκάλι (madrigal), τις μπαλάτες, τις κάτσε και τις ναπολιτάνες και κορυφαίο μουσικοσυνθέτη τον Κλάουντιο Μοντεβέρντι (1567-1643). Η τέταρτη περίοδος ήταν η μουσική μπαρόκ, η οποία περιλάμβανε την όπερα, το ορατόριο, τη φούγκα, σουίτα, κοντσέρτο γκρόσο και το τρίο σονάτα (4 ερμηνευτές, 2 βιολιά,1 μπάσο, 1 τσέμπαλο).[7] Αξιοσημείωτο είναι ότι στην Κρήτη δεν παρουσιάστηκε ποτέ όπερα, καθώς σύμφωνα με τη βιβλιογραφία η όπερα πρωτοεμφανίστηκε στην Κέρκυρα το 1733.[8]

Οι μουσικοί του Χάνδακα ήταν είτε ερασιτέχνες μουσικοί, συνήθως κουρείς, οι επονομαζόμενοι piffari (φλαουτίστες) είτε επαγγελματίες μουσικοί (sonatori), οι οποίοι δίδασκαν τους φλαουτίστες και υπήρχαν στο Χάνδακα από το 1381. Μαζί με αυτούς υπήρχαν οι μουσικοί με ταμπούρλα, οι οποίοι μαζί με τους φλαουτίστες έπαιζαν στη Λότζια για τις επίσημες εκδηλώσεις του Δούκα, όπως γινόταν και για τον Δόγη της Βενετίας, ενώ συχνά έδιναν και συναυλίες πάνω σε εξέδρα μπροστά από την εκκλησία του Αγίου Μάρκου και ο κόσμος χόρευε. Αυτή την περίοδο ξεχώρισε η διάσημη Κρητικιά τραγουδίστρια και οργανοπαίκτρια Petrinella de Armer (1535-1550), η οποία τραγούδησε στη Ρώμη, τη Βενετία και την Πάδοβα. Στον Χάνδακα ερχόταν και διάσημοι Ιταλοί μουσικοί, όπως ο Antonio Molino (Burchiella), κωμωδιογράφος, μουσικός και ηθοποιός, ο οποίος οργάνωσε θεατρικές παραστάσεις, ο Lodovico Zacconi (προϊστάμενος μονής Σωτήρος στο Χάνδακα), ο Giulio Zenaro (συνθέτης στην αρχιεπισκοπή) και ο Giandominico La Martoretta από την Καλαβρία που τελικά εγκαταστάθηκε στην Κύπρο.[9]

Όσον αφορά τους ευρωπαϊκούς κοσμικούς χορούς την περίοδο της Αναγέννησης χορεύονταν το σαλταρέλο (πηδηχτός λαϊκός χορός), η παβάνα (αυλικός χορός), ενώ ανακαλύπτονται και χοροί από παρελθοντικούς πολιτισμούς (Άραβες, Φοίνικες και από την Αρχαία Ελλάδα). Την περίοδο του Μπαρόκ χορεύονταν το γκαβότ και το μινουέτ.[10]        

 

Σαλταρέλο

 

Όλοι αυτοί οι χοροί διδάσκονταν στα χοροδιδασκαλεία του Χάνδακα και χορεύονταν στις γιορτές και τις επίσημες δεξιώσεις στις οποίες συμμετείχαν Βενετοί και Κρητικοί.

 

Μινουέτ

 

Β’ Μέρος 

 

«Η εγκατάσταση των Βενετών κατακτητών στο νησί της Κρήτης και ο βενετοκρητικός πολιτισμικός συγκρητισμός, ο οποίος αναπτύχθηκε εκδηλώθηκε, εκτός των άλλων, και στον τρόπο ψυχαγωγίας».

 

Η κρητική μουσική και ο χορός

Τα κρητικά μουσικά όργανα, τα οποία εμφανίζονται στις ενετικές πηγές ήταν το θιαμπόλι, η ασκομαντούρα και το ταμπούρλο, ενώ εικάζεται χωρίς όμως να έχει αποδειχθεί η παρουσία του βιολιού και του λαγούτου λόγω της χρήσης του σε καντάδες και στην ευρωπαϊκή μουσική. Ο Σαχλίκης αναφέρει και τη λύρα, η οποία όμως είναι αναγεννησιακή και όχι κρητική, καθώς είναι γνωστό ότι σύμφωνα με τον Φοίβο Ανωγειανάκη η  κρητική λύρα προέρχεται από την ανατολή και έρχεται στην Κρήτη με την τουρκική κατάκτηση.[11]

Ευρωπαίοι περιηγητές, όπως ο Γερμανός Wolfang Stockmann, ο οποίος ήρθε στην Κρήτη στις  αρχές 17ου αι. αναφέρει την αγάπη των Κρητικών για το τραγούδι και τα μελωδικά τραγούδια. Επίσης, ο Άγγλος περιηγητής George Sandys (1610) αναφέρει ότι οι Κρητικοί είναι εξαιρετικοί χορευτές και κάνει ιδιαίτερη μνεία στα πανηγύρια στα οποία οι Βενετικές αρχές έχουν απαγορεύσει την οπλοφορία. Όσον αφορά τον κρητικό χορό, δεν σώζονται πληροφορίες για τα είδη του χορού και τον τρόπο ερμηνείας. Σύμφωνα με τον Ν. Παναγιωτάκη, Έλληνες και Ιταλοί χόρευαν μαζί παραδοσιακούς κρητικούς χορούς και ευρωπαϊκούς στις δεξιώσεις. Σ’ αυτές συμμετείχαν και ιερωμένοι παρά τις τρεις αρχιεπισκοπικές απαγορεύσεις (1439, 1443, 1559).[12]

 

Η καντάδα

Οι νυχτερινές σερενάτες στο Χάνδακα αποτελούσαν μια κορυφαία κοινή πολιτισμική έκφανση Κρητικών και Βενετών. Ενετοί και κρητικοί ευγενείς με πουκάμισα και απλά ρούχα έκαναν καντάδες κρατώντας φανάρια το βράδυ στα καντούνια του Χάνδακα, ακολουθώντας τους μουσικούς, οι οποίοι ήταν κυρίως ερασιτέχνες μουσικοί (οι κουρείς) και κρατούσαν βιολιά, λαγούτα, τσίντερες (Chittare=Κιθάρες), φλάουτα και μπάσα. Την πομπή έκλειναν πολλά παιδιά από τις γειτονιές που περνούσαν οι κανταδόροι. Συχνά συνέβαιναν καυγάδες και μαχαιρώματα μεταξύ των αντίπαλων ευγενών, οι οποίοι κυκλοφορούσαν με οπλισμένους σωματοφύλακες. Είναι γνωστή η ιστορία του θανάτου του Βενετού ευγενή Zuanantonio Muazzo σε μια τέτοια νυχτερινή εξόρμηση από τον υπηρέτη αντίπαλου ευγενή, γεγονός το οποίο πανηγυρίστηκε από πολλούς θιγμένους ευγενείς του Χάνδακα, καθώς o Zuanantonio ήταν κακός χαρακτήρας με πολλές αντιπάθειες.[13]

Οι καντάδες στο Χάνδακα περιγράφονται με γλαφυρό τρόπο στην κρητική λογοτεχνία της αναγέννησης. Πιο συγκεκριμένα, στον «Απόκοπο» του Μπεργαδή: «Παιδιά και να μαζώνονται νέοι το καλοκαίριν και να περνούν τις γειτονίες κρατώντ’ από το χέριν, και μετά πόθου την αυγήν να παρατραγουδούσι και σιγανά να περπατούν, με τάξιν να περνούσι». Ο Τζάνε Μπουνιαλής αναφέρει: «Κι οι δούλοι οι εμπιστικοί τάχατες που ‘ναι εκείνοι, να πιάσουν όμορφο χορό, με τέχνες να πηδούνε, κι άλλοι να ρίχνουν τουφεκιές, άλλοι να τραγουδούνε; Βιολιά να παίζουν, τσίτερες, λαγούτα να λαλούσι, οληνυχτίς να χαίρονται και να μην κοιμηθούσι». Στον «Φαλλίδο» διαβάζουμε: «Μέρα νύχτα σοναδόρους στα καντούνια και τους φόρους, τζίτερες, βιολιά, λαγούτα, άρπες, μπάσα και φιαούτα, κλαδοτζούμπανα, τρουμπέτες». Τέλος, στον «Ερωτόκριτο»: «ήπαιρνε το λαγούτον του και σιγανοπερπατάει κι εκτύπαν το γλυκιά γλυκιά κι ανάδια στο παλάτι. Ήτον η χέρα ζάχαρη, φωνή ’χε σαν τ’ αηδόνι, κάθε καρδιά να του γρικά κλαίγει και αναδακρυώνει. Ήλεγε κι ανεθίβανε της ερωτιάς τα πάθη…».[14]

 

Η βενετσιάνικη Λότζια

 

Η εκκλησιαστική μουσική

Κατά την περίοδο της Βενετοκρατίας η εκκλησιαστική μουσική, καθολική και ορθόδοξη,  γνώρισε μεγάλη άνθηση. Πιο συγκεκριμένα, η καθολική μουσική τους πρώτους δυο αιώνες (1211-1400 περίπου) ακολούθησε το Γρηγοριανό μέλος, δηλαδή ήταν μονοφωνική (cantus firmus). Η πολυφωνική φάση πιθανόν εμφανίστηκε στα μέσα του 14ου αιώνα, σύμφωνα με την αναφορά στο ρήμα μπισκαντάρω (δυο φωνές) στην ποίηση του Στέφανου Σαχλίκη.  Το 1471 ιδρύθηκε σχολή καθολικής εκκλησιαστικής μουσικής στον Άγιο Τίτο, ενώ το όργανο, το οποίο συνόδευε τους πολυφωνικούς ψαλμούς υπήρχε σε καθολικούς και ορθόδοξους ναούς. Με άλλα λόγια, υπήρχε πολυφωνική ψαλμωδία και στους ορθόδοξους ναούς. Αυτή η πολυφωνία μεταφέρθηκε από Κρήτες ψάλτες στα Επτάνησα, όπως αναφέρεται στη βιβλιογραφία «ως ψάλλονται παρά των Κρηταίων».[15]

Ο πιο σημαντικός μουσικός στο Βενετοκρατούμενο Χάνδακα ήταν ο Φραγκίσκος Λεονταρίτης, Il Greco (1518-1572 περίπου), καθολικός κληρικός, οργανίστας και μουσικοδιδάσκαλος στον Άγιο Τίτο. Το 1549 έγινε cantore στον Άγιο Μάρκο της Βενετίας, όπου συνεργάστηκε με την θρησκευτική χορωδία του ναού, ενώ το 1560 εγκαταστάθηκε στο Μόναχο της Βαυαρίας ως Διαμαρτυρόμενος, όπου συνεργάστηκε με την χορωδία της Kapelle συνθέτοντας εκκλησιαστική και κοσμική μουσική. Το 1567 επίστρεψε στη θέση του στον Άγιο Τίτο στο Χάνδακα ως καθολικός, έχοντας εκδώσει δυο μουσικά βιβλία (1564, 1566) με 38 μοτέτα, 6 μαδριγάλια και 2 ναπολιτάνες.[16]

Την ίδια περίοδο με τον Φραγκίσκο Λεονταρίτη άκμασε κι ένας άλλος Κρητικός μουσικός βιρτουόζος του κορνέτου ο Φραγκίσκος de Laudis, ο οποίος ζούσε στη Βενετία. Κατά την περίοδο 1572-1577 εργάστηκε ως τρομπονίστας στο HopfKapele του Μονάχου, ενώ το 1591 ονομάστηκε Piffaro (φλαουτίστας) del Doge στη Βενετία.[17]

Η βυζαντινή εκκλησιαστική μουσική συνυπήρχε με την καθολική και δανείστηκε, όπως προαναφέρθηκε, δυο βασικά στοιχεία από αυτήν, το όργανο και την πολυφωνία. Τον 15ο αιώνα υπήρχαν ιδιωτικές σχολές βυζαντινής μουσικής στο Χάνδακα και τον 16ο αιώνα ιδρύθηκαν και δημόσιες σχολές. Η άνθιση της βυζαντινής μουσικής οφείλεται στην μετοίκηση στην Κρήτη πολλών άξιων ιεροψαλτών από την Κωνσταντινούπολη μετά την άλωση της πόλης το 1453. Έτσι, μαζί με τους: Ιωάννη Πλουσηδιανό, Ακάκιο Χαλκιόπουλο, Ιωάννη Ζαχαρία, Ιωάννης Βατατζής, Δημήτριο Τάμια ή Ντάμια (από το 1610 πρωτοψάλτης στο Χάνδακα), ήλθαν και εγκαταστάθηκαν στο Χάνδακα οι κορυφαίοι Κωνσταντινοπολίτες ιεροψάλτες Ιωάννης Λάσκαρης και Μανουήλ Δούκας Χρυσάφης.[18]

 

Σύνοψη

Εν κατακλείδι θα λέγαμε ότι κατά την περίοδο της Βενετοκρατίας στα μεγάλα αστικά κέντρα της Κρήτης και ιδιαίτερα στο Χάνδακα αναπτύχθηκε ένας αστικός πολιτισμός ως αποτέλεσμα της βενετοκρητικής πολιτισμικής, κοινωνικής και οικονομικής ώσμωσης που οδήγησε στην κρητική αναγέννηση στη λογοτεχνία, τις τέχνες και τον πολιτισμό γενικότερα. Ο βενετοκρητικός πολιτισμικός συγκρητισμός κορυφώθηκε με την μεταβολή της μεσαιωνικής φεουδαρχικής ταξικής κοινωνίας σε αστική στα μέσα του 16ου αιώνα, οπότε η Κρήτη έγινε τμήμα του Βενετικού κράτους παύοντας να είναι αποικία. Η καθημερινή επαφή και συμβίωση των δυο εθνοτήτων δημιούργησε κοινούς τρόπους ψυχαγωγίας, όπως την ξιφασκία, τη γκιόστρα, το πέταγμα του γερακιού, κ.ά.

Οι καντάδες στο Χάνδακα ήταν μια κορυφαία κοινή πολιτισμική δημιουργία των δυο εθνοτήτων, ενώ οι αλληλεπιδράσεις βυζαντινής και καθολικής εκκλησιαστικής μουσικής φανερώνονται στην χρήση του εκκλησιαστικού οργάνου και την υιοθέτηση της πολυφωνίας και από τα δυο χριστιανικά δόγματα. Η οθωμανική κατάκτηση έβαλε τέλος σ’ αυτόν τον αστικό πολιτισμό, ενώ ο πολιτισμός της υπαίθρου κατάφερε να επιβιώσει.

 

 

* Ο Αγησίλαος Κ. Αλιγιζάκης είναι ιατρός ορθοπεδικός και πολιτισμολόγος. Κατάγεται από τα Χανιά και εργάζεται στο ιατρείο του στο Ηράκλειο Κρήτης. Είναι συγγραφέας πέντε ερευνητικών βιβλίων για την μουσικοχορευτική παράδοση της Κρήτης και χορευτής ελληνικών παραδοσιακών χορών για 36 χρόνια.

 

 

Βιβλιογραφία

  1. Μαλτέζου Χ., «Το ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο» στο Alexiou M., Bakker W., Bancroft M., Λογοτεχνία και κοινωνία στην Κρήτη της Αναγέννησης, επιμ. David Holton, Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2002.
  2. Μάμαλης Ν., Η ιστορία των τεχνών στην Ευρώπη. Η μουσική στην Ευρώπη, τόμος Γ, ΕΑΠ, Πάτρα 2008.
  3. Μπαμίχας Π., Δυτική μουσική στη βενετοκρατούμενη Ελλάδα. Α. Κρήτη (CANDIA), εκδ. Παπαγρηγορίου – Νάκας, Αθήνα 2015.
  4. Παναγιωτάκης Ν., Η παιδεία και η μουσική κατά την Ενετοκρατία, εκδ. Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη, Κρήτη 1990.
  5. Παπαδόπουλος Τζ., Στον καιρό της σχόλης, επιμ. Alfrend Vincent, μτφρ Ναρταλία Δεληγιαννάκη, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2013.
  6. Πούχνερ Β., Νεοελληνικό θέατρο (1600-1940)- κινηματογράφος. Τόμος Α, ΕΑΠ, Πάτρα.
  7. Σταρίδα Λ., Υπήρχε μια πόλη… Τα Θρησκευτικά Μνημεία του Μεγάλου Κάστρου, εκδ. Ίτανος, Ηράκλειο 2016.

 

 

____________________________________

[1]Χ.  Μαλτέζου. «Το ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο» στο Alexiou M., Bakker W., Bancroft M., Λογοτεχνία και κοινωνία στην Κρήτη της Αναγέννησης, επιμ. David Holton, Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2002, σ. 21-57.

[2]Ό.π., σ. 21-57.

[3]Ό.π., σ. 21-57.

[4] Ό.π., σ. 21-57.

[5]Λ. Σταρίδα, Υπήρχε μια πόλη… Τα Θρησκευτικά Μνημεία του Μεγάλου Κάστρου, εκδ. Ίτανος, Ηράκλειο 2016, σ. 128-130.

[6]Τζ. Παπαδόπουλος, Στον καιρό της σχόλης, επιμ. Alfrend Vincent, μτφρ Ναταλία Δεληγιαννάκη, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2013, σ. 59-77.

[7]Ν. Μάμαλης, Η ιστορία των τεχνών στην Ευρώπη. Η μουσική στην Ευρώπη, τόμος Γ, ΕΑΠ, Πάτρα 2008, σ. 36-99.

[8]Β. Πούχνερ, Νεοελληνικό θέατρο (1600-1940)- κινηματογράφος . Τόμος Α, ΕΑΠ, Πάτρα, σ. 205.

[9]Ν. Παναγιωτάκης, Η παιδεία και η μουσική κατά την Ενετοκρατία, εκδ. Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη, Ηράκλειο 1990, σ. 90-92.

[10]Ν. Μάμαλης, Η ιστορία…,ό.π., σ. 36-99.

[11]Ν. Παναγιωτάκης, Η παιδεία…, ό.π., σ. 92-93.

[12]Ό.π., σ. 92-92.

[13]Τζ. Παπαδόπουλος, Στον καιρό…, ό.π., σ. 62-64.

[14]Ν. Παναγιωτάκης, Η παιδεία…,ό.π., σ. 96-97.

[15]Ό.π., σ. 68-76.

[16]Ό.π., σ. 82-89.

[17]Π. Μπαμίχας, Δυτική μουσική στη βενετοκρατούμενη Ελλάδα. Α. Κρήτη (CANDIA), εκδ. Παπαγρηγορίου – Νάκας, Αθήνα 2015, σ. 13-17.

[18]Ν. Παναγιωτάκης, Η παιδεία…,ό.π., σ. 76-82.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top