Fractal

Επίγραμμα, σύγχρονη επιτύμβια στήλη, επινίκιος παιάνας, ευχαριστηριακή υμνωδία

Γράφει ο Κωνσταντίνος Μούσσας //

 

Σκέψεις για το βιβλίο του Βασίλη Ζηλάκου: «Γράμμα στον Θάνατο», Εκδόσεις Οδός Πανός, 2020.

 

Now I want
Spirits to enforce, art to enchant;
And my ending is despair,
Unless I be relieved by prayer

William Shakespeare[1]

 

Όποιος έστω και μια φορά στάθηκε μπροστά  σε κείνη τη θάλασσα του πρωϊού[2] ή έστω και σαν υποψία κάποτε άκουσε το βάδισμα του Ομήρου στα ερείπια μιας κάποιας φλεγόμενης πόλης, ευλαβείται  των ιερουργών της Τέχνης και δεν τολμά παρά να μελετά τα έργα τους κι όχι να τα «αναλύει». Καμία «νοηματική εκτίμηση»  δεν ισχύει στα σοβαρά στην ποίηση και πάντως περισσότερο χειραγωγεί παρά απελευθερώνει τον αναγνώστη, ικανοποιώντας απλώς την αυταρέσκεια των εγωπαθών επαϊόντων, οι οποίοι υποτίθεται γνωρίζουν -και μάλιστα μετά βεβαιότητας-«τι θέλει να πει ο ποιητής». Και συντάσσουν μελέτες, διατριβές, πολυσέλιδα εισαγωγικά σημειώματα και ανιαρούς προλόγους γυρεύοντας μάταια να στριμώξουν τα ονόματά τους κοντά σε εκείνα των αληθινών δημιουργών, που πάντοτε υποφέρουν στην οδύνη της μοναξιάς. Αποφεύγω λοιπόν τις κριτικές αναλύσεις, όπως και τους συντάκτες τους. Όμως στην περίπτωση αυτή δεν μπόρεσα να παραμείνω σιωπηλός. Είναι αυτό το απροσδόκητο θέμα[3], το εκ βαθέων… στο βιβλίο ετούτο που με θέλγει, με ξαφνιάζει και με προειδοποιεί, για κάτι που έρχεται από το, πάντοτε, αρχαίο μέλλον. Αυτός ο «άπιαστος» μουσικός τόνος μιας αρμονίας που ξέρεις πως είναι εκεί, μιας απόχρωσης που δεν ορίζεται από κανένα χρώμα και που επαληθεύεται όχι γιατί εμπιστεύεσαι την όραση περισσότερο από την ακοή[4] αλλά διότι αυτόκλητα επιβεβαιώνεται  από μιαν άλλη λιγότερο παραπλανητική αλήθεια η οποία εκούσια αποσπάστηκε από τον κόσμο του αισθητού. Ένα τρίτο μάτι, μια ρητή βεβαιότητα που σε ειδοποιεί για τη σημαντικότητα του λόγου, όπως ακριβώς αυτή η χαρακτηριστική ανατριχίλα στη ράχη του αρχαιολόγου ο οποίος «ξέρει», πριν ακόμα έχει αρκετές αποδείξεις, ότι στα χέρια του δεν κρατά ένα απλό κι ασήμαντο κομμάτι πηλού, αλλά ένα πολύτιμο θραύσμα σπάνιου αγγείου.

Είχα την τιμή, την τύχη και την ευθύνη μαζί, ο ευγενής ποιητής να μου εμπιστευθεί το χειρόγραφο αυτό, αρκετό καιρό πριν δημοσιευθεί. Με συντρόφεψε πρώιμα λοιπόν, πολλές νύχτες η ιερή επινόηση αυτού του Αναστάσιμου Θανάτου[5]. Όχι  εκείνου που μας έμαθαν να αναγνωρίζουμε επίκτητα ως απειλή, όχι του σκοτεινού ψυχοπομπού των ανήμπορων αθώων, του οριστικού και του αμετάκλητου. Αλλά του θανάτου που υπήρξε πάντα ο ανατέλλων, ο πρώτος των αιώνων φιλάνθρωπος και ελευθερωτής. Αυτός που έρχεται από το βάθος του πηγαδιού, και μας συντροφεύει ως το χείλος της ημέρας [6]. Όπως η νύχτα και τα γραφόμενά της. Ο ποιητής ετούτος, δεν γράφει απλώς ένα «γράμμα στον Θάνατο», δεν συνομιλεί  με το έσχατο, δεν γοητεύεται από τη γαλήνη της σιωπής του. Γνήσιος ιεροφάντης και διάκονος σε αρχονταρίκι χτισμένο πάνω σε θαμμένο ιερό ναού του Απόλλωνα, μνημονεύει όρθιος περήφανα τον μέλλοντα καιρό και όχι σκυφτός κρατώντας τα γόνατα του πεπρωμένου, θλιβερός ικέτης. Τραγουδά τους πεσμένους προπάτορες/ είναι των άστρων ο σκύλος/ με τα μάτια κοιτάζει ψηλά/ με τα χέρια γιορτάζει τη λάσπη[7]. Όπως ο χαρωπός νεκρός, ελεύθερος γυρεύει να πέσει στα σκουλήκια αυτούς τους καλοζωιστές φιλόσοφους, σε λάκκο βαθύ που θα ‘χει σκάψει μόνος του[8].

Θα σας «αφηγηθώ», όπως μπορώ κι όσο μου επιτρέπεται, όσα είδα και γνώρισα σε αυτό το ταξίδι της επιστροφής, το χωρίς κανένα προορισμό και τέλος. Ο δικός μου πενιχρός λόγος σκοπό δεν έχει να επισημάνει, να φωτίσει, να διδάξει. Δεν θέλει να απαντήσει σε καμιά ερώτηση, ούτε γυρεύει να ρωτήσει για να του δοθεί κάποια απάντηση.

Γνωρίζει την άγνοιά του και απορεί για τη γνώση. Αντίθετα με ό,τι συνηθίζεται σε αυτές τις περιπτώσεις θα αποφύγω την παράθεση αποσπασμάτων (εκτός ενός πυρηνικού κατά τη γνώμη μου στίχου), καθώς και τη- σχεδόν πάντα- άστοχη ανάλυσή τους.  Και το κάνω αυτό για δύο λόγους: πρώτον διότι το έργο αυτό λειτουργεί συνθετικά  και αδιαίρετα ως φιλοσοφικός κώδικας ή (και) θεωρεία, (άρα ο κίνδυνος να αλλοιωθεί το πνεύμα και η ένταση του είναι υπαρκτός) και δεύτερον διότι η επιλογή μερικών αποσπασμάτων θα προσανατόλιζε προς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση τη ρότα αυτής πορείας στα νοήματα και τα φαινόμενα της πρώτης Αρχής: εκείνης του θανάτου, γιατί είναι μεγάλη η ενοχή του γεννημένου[9]

Αντίθετα θα προσπαθήσω να μεταφέρω τις σκέψεις μου είτε αυτούσια, είτε μέσα από τις λέξεις άλλων ομότεχνων με τους οποίους συνειδητά ή όχι, συνομιλεί ο συντάκτης αυτού του γράμματος στο θάνατο. Ίσως πάλι είναι οι εκείνοι που σαν σκιές τού ψιθυρίζουν όσα κατόπιν μας αποκαλύπτει μέσα από ένα βυθισμένο σπήλαιο, σαν απόηχος από τις προγονικές του πατρίδες κάπου στα υψίπεδα της Καππαδοκίας ή στις απόκρημνες πλαγιές του Ταϋγέτου.

Το βιβλίο χωρίζεται σε δυο αντίρροπες -φαινομενικά- ενότητες, όπως κι η ηρακλείτειος αλήθεια της ύπαρξης και της μη- ύπαρξης. Όπως κάθε εναντίον κι αντίθετο που έλκεται κι απωθείται για να ισορροπεί τελικά στην κόψη του άχρονου, του ατελεύτητου μυστηριακού γεγονότος του θανάτου. Από τη μια-στο πρώτο μέρος- τον αινεί και τον δοξολογεί ορίζοντάς τον, δέεται και ομολογεί την ισχύ του και από την άλλη -στο δεύτερο μέρος- δεν τον «καταργεί» απλώς, αλλά τον ορίζει εξ’ αρχής, φέρνοντας στην επιφάνεια αυτής της επίπονης ανασκαφής ένα μοναδικό εύρημα, μια αλήθεια πιο χρυσή κι απ’ την αλήθεια της σιωπής[10].  Στην πρώτη ενότητα περιπλανιέται ανα-ζητώντας, στη δεύτερη αναφωνεί: μὴ κλαίετε· οὐκ ἀπέθανεν ἀλλὰ καθεύδει[11].

Και βλέπει ως εκ γενετής τυφλός, τη φανερή αλήθεια. Ερημίτης της πόλης, αναχωρητής στις προσηλιακές περιοχές της δράσης, Οδυσσέας ποντοπόρος και ταξιδευτής με γιο κι όχι πατέρα Λαέρτη, (κάποτε σαλπάροντας κι από τον όρμο της Διδότου…), μας εξηγεί τώρα όσα δεν καταλαβαίνουμε για τη βέβαιη ζωή μέσα από μια χαρούμενη ελεγεία ενός αβέβαιου θανάτου, της ταυτόχρονης και διαρκούς φθοράς και μείξης (γέννησης) όπως τη συνέλαβε ο μέγας Ακραγαντινός. Γι’ αυτό και οι τέσσερις θεμελιώδεις κοσμικές υποστάσεις -γη, νερό, φωτιά, αέρας- που αναγνωρίζει στο πρόσωπο του θανάτου, αλλά και οι αντίρροπες δυνάμεις Φιλία (έλξις) και Νείκος (άπωσις)[12].

 

Βασίλης Ζηλάκος

 

Αληθεύει λοιπόν η αναχώρηση για κάπου ή  επιστροφή στο αφετηριακό σημείο; Ή μήπως είναι κι αυτός ένας άλλος τρόπος να λυτρωθούμε από την ιδέα του θανάτου έστω και σε μια άλλη διαφορετική κατάσταση; Επιστρέφουμε πράγματι κάπου; Ή αντίθετα κινούμε για κάπου αλλού; Μα ο ποιητής, όταν και εφόσον είναι ποιητής, προχωρά πέρα από το μοιραίο του γεγονότος. Δεν είναι το τραγικό που τον απασχολεί, διότι έχει ήδη διαχωρίσει τις ιδιότητες της ζωής και του θανάτου, από τη βεβαιότητα της ύπαρξης[13]. Και εδώ έχουμε να κάνουμε με έναν αληθινό ποιητή, που δεν εννοεί να παραδοθεί στο αυτονόητο, στο αναπόφευκτο, που απευθύνεται θαρρετά στον Προμηθέα[14], προέρχεται από τον Ησίοδο και μαθητεύει δίπλα στον Ιωάννη τον Δαμασκηνό[15], τον Ρωμανό τον Μελωδό και τον Μιχαήλ Ψελλό. Είναι θεόθεν φυγάς[16], οιωνοσκόπος και μύστης, που όταν συνέρχεται από την έκταση των λέξεων, από το τρέμουλο και τον ίλιγγο του εξυψωμένου πνεύματος, ζωγραφίζει γελαστός και μακάριος τους άγιους τόπους της πατρώας Λακωνίας.

Η μνημοσύνη, η συναισθηματική συνείδηση, η ακλόνητη παρουσία των αισθημάτων, τον ταλανίζουν αδιαμφισβήτητα ως αποχρώσεις και νοητικές συγχορδίες της ύπαρξης άλλοτε σκοτεινές, βίαιες, αιματηρές κι άλλοτε χαοτικά αρμονικές και γαλήνιες, όλες όμως γινόμενα ή υποδιαιρέσεις του θανάτου. Μια παρεξήγηση λοιπόν είναι ο θάνατος στον ορισμό της ζωής; Μια ασυνέχεια στην ενδεχόμενη ανυπαρξία της διάρκειας, στο άχρονο υπαρκτό, στη μη-αιωνιότητα; Μια επιβεβαίωση της φυσικής εντροπίας του κόσμου; Εκείνος όμως σταθερός αναζητά τον «Ρυθμό[17]». Αρκείται σε αυτό.  Δεν πενθεί πια τη χαμένη δύναμη της καθημερινής βασιλείας[18]. Ξέρει πως η ώρα του θρήνου, γρήγορα θα περάσει, όπως περνούν όλες οι ώρες[19]. Ασκητικός ναι, αλλά και Βακχικός του Διόνυσου ιεροφάντης βαστά σφιχτά τον θύρσο, στο ίδιο χέρι με τον καινό λόγο του Ευαγγελιστή και συνομολογεί: «ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου …»[20]. Για αυτό και δεν νοεί την ψυχή ισχνή, να κοιτά το σώμα με περιφρόνηση κι αποστροφή με την προσδοκία να γλιτώσει απ’ αυτό κι από τη γη[21]. Εδώ η ψυχή αποδίδεται κραταιά, δυνατή, μια «μεγαλόψυχη πνοή[22]» ενώ εκείνος μένει «ακέραιος» στήθος και καρδιά, θυμίζοντάς μας τις διδαχές των νηπτικών πατέρων της φιλοκαλίας. Η  ύπαρξή της παρηγορεί κι ελευθερώνει, κι ας την απορρίπτουν αγνωστικοί και υλιστές.

Το βιβλίο αυτό είναι ένα επίγραμμα, μια  σύγχρονη επιτύμβια στήλη, επινίκιος παιάνας και ευχαριστηριακή υμνωδία -και όχι ορατόριο, προσέξτε- με όλο το φως και το σκοτάδι αυτού του ήλιου της δικαιοσύνης του νοητού[23] που πάντα προορίζεται να ανατέλλει, ακόμα κι από τη Δύση όπως στην τραγική περίπτωση του Θυέστη[24]. Κι ο ποιητής καταλήγει λυγμικά. Δεν έχει πια τίποτα άλλο να πει, τίποτα να κάνει, παρά μόνο να προσφέρει ως σπονδή το σώμα του, στη Γη την αιθρία[25]. Με αυτή την εξόδιο φράση κατεβαίνει από τη σκηνή στην πρώτη ενότητα του βιβλίου. Χάνεται στην ίδια του τη σκιά[26] ανάμεσα στης ζωή και στον θάνατο, όπως πριν ξεκινήσει τούτο το γράμμα, ενδεδυμένος το φως, ωμοφόριο βυζαντινό της θυσίας. Τώρα είναι πλήρης και μαζί κενός. Παρόντας και διαλείπων. Αντιλέγει σίγουρος σε εκείνο το φαινομενικό αξίωμα που βεβαιώνει πως το θάνατο δεν τον ζει κανένας, (Den Tod erlebt man nicht)[27], πως δηλαδή δεν είναι κι αυτός ένα περιστατικό της ζωής ταυτίζοντας τον «δικό του» θάνατο, με τον θάνατο του κόσμου.

Η πρόταση, «ο κόσμος δεν αλλάζει με το θάνατο, αλλά σταματάει» αληθεύει, όπως όμως και η αντίθετή της, «ο κόσμος αλλάζει με το θάνατο, αλλά δε σταματάει». Για ποια ζωή αλήθεια θρηνούμε που χάνεται; Μα είναι αυτή η ίδια, που καλεί το θάνατο μόλις της είμαστε επικίνδυνοι[28], ακριβώς τη στιγμή που η υποψία της ουσίας της, ανατέλλει στον ορίζοντα του λογισμού μας.

Στη δεύτερη ενότητα που ονομάζει «Αναδημιουργία», ξεκινά και τελειώνει με την ίδια ουροβόρο φράση. Ας τη φανερώσω κι εγώ στο τέλος της αναφοράς μου. Εδώ πια δηλώνει, δεν απορεί. Τώρα δεν απευθύνεται επιστολικά στον θάνατο. Συνομιλεί με τη δίνη του κυκλικού χρόνου και δονείται από τη μοναδική λέξη της Σιωπής,[29] κατέχοντας και τις αλυσίδες και το κλειδί, και την ευωχία και τη λύπη. Ο προορισμός μοιάζει απελπισία και το όραμα καταστροφή. Κι αναρωτιέται «πού να πάει», όπως το ερώτημα που έρχεται και ξανάρχεται στη «Μαρίνα των Βράχων», με εκείνο το: «μα πού γύριζες[30];»  Πώς να εξηγήσει την έσχατη παραδοξότητα, τη συμφωνία της ασυμφωνίας χωρίς πριν να μετατραπεί από θραύσμα, σε όλον; Από το βλέμμα του απελπισμένου αυτόχειρα, περνά φευγαλέα το είδωλό του, νοσταλγεί τη δημιουργία και επιστρέφει τη ζωή στον υποτιθέμενο διώκτη της. Κι αυτός που γεννιέται πριν την απελπισία; Εκείνος που δεν την επιζητά και δεν την απαρνιέται; [31]

Δεν είναι «εύκολος» ο συγγραφέας αυτού του γράμματος στο θάνατο. Όμως αξίζει να διαβαστεί και να ξαναδιαβαστεί. Και ούτε μόνον αυτό. Διότι εκείνος που γράφει με το αίμα του (πνεύμα), δεν θέλει να τον διαβάζουν, θέλει να τον αποστηθίζουν[32]. Ίσως ακόμα θα έλεγα δεν είναι καν ποιητής «των ημερών» μας, όμως ποιος άραγε-αληθινός ποιητής- είναι ή ήταν; Έχει φτάσει νωρίς, πριν από το πλήρωμα του χρόνου[33]…Γράφει για αυτόν μονάχα, κι αυτό είναι τέχνη[34]. Τις σκέψεις του, μη δουν οι ασεβείς κι οι δειλοί φοβάται, κι όχι τον θάνατο ή του Έρωτα το κοφτερό δόντι, που τις αισθήσεις του εξαντλούν[35]. Δεν είναι μόνον ερμητικός, ούτε απλώς συμβολικός. Με τις λέξεις του θα παλέψεις, θα νικήσεις και θα ηττηθείς. Κι όπου θα σε ωφελούν, εκεί θα σε κλονίζουν. Ανάταση και βάραθρο μαζί, διάπυρο άστρο κι απέραντη στέπα παγωμένη. Αβυσσαλέος, ρέων και συνάμα ακίνητος. Ένα ξεχωριστό χαρακτηριστικό μόνο λείπει -που πλέρια το απήλαυσα στις προηγούμενες συλλογές του- αυτό της καλλιγραφίας του πολυτονικού, εκείνα τα αδυσώπητα πνεύματα και οι περισπωμένες που κατοχυρώνουν το νόημα και το καθιστούν απόρθητο και πιο στέρεο.

Στο βιβλίο αυτό ανθολογούνται όλοι οι ράθυμοι αυτόχειρες των αιώνων, που πάντοτε αναβάλουν[36], οι ετοιμοθάνατοι που σώθηκαν, οι πένητες και οι περιπλανώμενοι ανέστιοι, προφήτες, άρχοντες και πληβείοι κι αυτοτιμωρούμενοι[37]. Απολογητές και κυνικοί[38], μάρτυρες, δόκιμοι κι έφιπποι ήρωες σταυροφόροι, σωτήρες του Σωτήρος[39] , όλοι βρίσκουν το ίχνος τους φανερό κι όχι κρυμμένο, στις σελίδες μιας επιστολής που έχει τον ίδιο παραλήπτη κι αποστολέα.  Κι αυτός ο ποιητής, ο Βασίλης Ζηλάκος, ο διά θανάτου σαλός[40] και ζωής δόκιμος κι επικηρυγμένος, σαν υστερόγραφο αυτού του παράδοξου γράμματος ορίζει την «Αγάπη», ως το πρώτο πράγμα που έκανε ο Θεός, μαζί με το στερνό μακρινό ταξίδι…[41]

Αναγνωρίζει την Αγάπη κι αυτήν αποκαλεί ουσία του Εξυψωμένου Ανθρώπου, με νου αναγεννημένο και καρδιά φοίνικα γιατί μόνον έτσι: ο θάνατος, θάνατος δεν είναι[42].

Με αυτό τον τελευταίο στίχο, ολόκληρος πλέον και περατωμένος, μας αφήνει μετέωρους και τυλιγμένους στη σιωπή[43] της Ελευθερίας και στην αταραξία του μέσα μας κενού.

 

 

Επίμετρο

Η «αφήγηση» ετούτη, μια ταπεινή εις εαυτόν εξομολόγηση, ολοκληρώνεται εδώ αλλά κι από εδώ ξεκινά. Από το τέλος, όπως κι ο θάνατος. Μένουν ακόμα πολλά να ειπωθούν από τον μυστικό χώρο (das Mystische)[44] των σημαινομένων που όμως κι αυτά ανήκουν στη σιωπή. Για την αντίστροφη αυτή αρχή θέλησα να μεταφέρω ένα απόσπασμα, (αναφέρθηκα σχετικά και πιο πριν βλ.υπ.32), από το έργο του Φ. Νίτσε «Χαρούμενη Επιστήμη», όπου ο «τρελός» αναγγέλλει το θάνατο του θεού. Τον στοχασμό  (αρ.125), μετέφρασε ο Δ. Λιαντίνης και τον διάβασε σε ομιλία του στο Θέατρο του Ηρώδου του Αττικού, το 1995.

 

«Φτάνω νωρίς», τους είπε. Πριν από το πλήρωμα του χρόνου. Ετούτη η πελώρια πράξη ταξιδεύει. Δεν χτύπησε ακόμη τα αυτιά των ανθρώπων. Η αστραπή και η βροντή χρειάζονται χρόνο. Το φως των αστεριών χρειάζεται χρόνο. Οι πράξεις των ανθρώπων χρειάζονται χρόνο, από τη στιγμή που γίναν ως στη στιγμή που θα φτάσουν στ’ αυτιά και τα μάτια τους. Και η πράξη ετούτη είναι η πιο μακρινή, από τα πιο μακρινά αστέρια.

Κ.Μ

 

 

_____________________

[1] «Τώρα πια δεν έχω πνεύματα να βιάζω, τέχνη να γητεύω/ και τελειώνοντας με πιάνει απελπισία,/εκτός αν με ζωογονήσει η ικεσία»[…]. Η Τρικυμία, William Shakespeare, Επίλογος (Πρόσπερος), Μτφ. Β.Ρώτας, Εκδ. Επικαιρότητα 1983.

[2] «Θάλασσα του πρωϊού», Κ.Π.Καβάφης, 1915 (Αναγνωρισμένα, 1997-1933)

[3] «Το απροσδόκητο θέμα», Τ.Παπατζώνης, (Ανθολογία, Ρ.Η.Αποστολίδη, Β’ τόμος σελ.1007)

[4] […] «μήτε τιν’ ὄψιν ἔχων πίστει πλέον ἢ κατ’ ἀκουήν», Εμπεδοκλής, Sext. Emp., Adv. math. VII 125 (Diels-Kranz 31, B 3

[5] «Πάντα στο μέρος σου ήταν το δίκιο κι η ιερή σου επινόηση/ο θάνατος, έμπιστος». R.M.Rilke, Οι Ελεγείες του Ντουίνο, μτφ. Μ.Τοπάλη, Εκδ. Πατάκη Απρίλιος 2011.

[6] «Επινίκιο», Τ. Ζερβός, ( Άψινθος 1963-1965). Νύχτα μου, νύχτα μου, βάθος τοῦ πηγαδιοῦ/πόσο κοντὰ ἦρθες στὸ χεῖλος τῆς ἡμέρας.

[7] «Τραγουδώ τους πεσμένους προπάτορες/Είμαι των άστρων ο σκύλος/με τα μάτια κοιτάζω ψηλά
με τα χέρια γιορτάζω τη λάσπη», Έλαφο των άστρων, Ν.Καρούζος 1962.

[8] «Σκούληκες! Μαύρα συντρόφια δίχως μάτι και αφτί/ Δείτε πώς πλησιάζει ο νεκρός μ’ ελευθερία χαρωπή /Καλοζωιστές φιλόσοφοι, γεννήματα της σήψης[…], Ο χαρωπός νεκρός, σελ 107, Τα άνθη του κακού, Charles-Pierre Baudelaire. Μτφ. Μαριάννα Παπουτσοπούλου, εκδ. Κουκούτσι Μάιος 2019.

[9] «Αnif», G.Trakl. Ποιήματα,σελ 95. Εκδ. Περισπωμένη, 2014.

[10] «Οι πόνοι της Παναγιάς», Σκλάβοι Πολιορκημένοι (Μέρος πρώτο).  Κ.Βάρναλης

[11] Ευαγγελικό ανάγνωσμα. Λουκάς η΄41-56.

[12]  «Γράμμα στον Θάνατο»,  σελ. 22,17,18 Β.Ζηλάκος. Εκδ. Οδός Πανός, 2020. (Βλ. Ἐδόκει δ’ αὐτῷ τάδε• στοιχεῖα μὲν εἶναι τέτταρα, πῦρ,/ὕδωρ, γῆν, ἀέρα• Φιλίαν θ’ ᾗ συγκρίνεται καὶ Νεῖκος ᾧ δια-

κρίνεται. φησὶ δ’ οὕτω DK 31 B 6. 2 sq. Εμπεδοκλής.

[13] «Οι χαρούμενες ελεγείες του Θανάτου, Η αβεβαιότητα του θανάτου ως σημείο αναφοράς στη ποίηση του Νίκου Καρούζου». Εισαγωγή, Κ.Μούσσας

[14] «Γράμμα στον Θάνατο» σελ.19, Β.Ζηλάκος. Εκδ. Οδός Πανός, 2020.

[15] «Ποία τοῦ βίου τρυφὴ διαμένει λύπης ἀμέτοχος; Ποία δόξα ἔστηκεν ἐπὶ γῆς ἀμετάθετος; Πάντα σκιᾶς ἀσθενέστερα, πάντα ὀνείρων ἀπατηλότερα· μία ῥοπή, καὶ ταῦτα πάντα θάνατος διαδέχεται». Ιωάννου Μοναχού του Δαμασκηνού, (Εξόδιος ακολουθία, ήχος α’).

[16] «τῶν καὶ ἐγὼ νῦν εἰμι, φυγάς θεόθεν καὶ ἀλήτης[…] Εμπεδοκλής, Plut., De exil. 607 C Hippol., Haer. VII 29, 14-23 (Diels-Kranz 31, B 115.

[17] «κόσμον τόνδε, τὸν αὐτὸν ἁπάντων, οὔτε τις θεῶν οὔτε ἀνθρώπων ἐποίησεν, ἀλλ᾽ ἦν ἀεὶ καὶ ἔστιν καὶ ἔσται πῦρ ἀείζωον, ἁπτόμενον μέτρα καὶ ἀποσβεννύμενον μέτρα». Ηράκλειτος, Περί Φύσεως, Diels-Kranz 53.

[18] «Γιατί να πενθώ /τη χαμένη δύναμη τη καθημερινής βασιλείας; […]Αφήστε τη λευκότητα των οστών να εξιλεωθεί σε λησμονιά.[…]. Σβήνοντας, σβήνοντας. Δύναμη πέρα από ελπίδα και απόγνωση». Ηράκλειτος, 544-484 π.Χ. Fragmentum B 84b.

[19] «Πόσο αργά περνούν οι ώρες/Όπως περνάει μια κηδεία/θα θρηνήσεις την ώρα που θρηνείς/ Που θα περάσει πολύ γρήγορα/ Όπως περνούν όλες οι ώρες». Ποιήματα, σελ. 25, Guillaume Apollinaire. Εκδ. Καστανιώτη 1999.

[20] «Πάλιν οὖν αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς ἐλάλησε λέγων· ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν ἐμοὶ οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ, ἀλλ’ ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς».  (Ιω. θ’ 12-13)

[21] «Ένα καιρό κοίταζε η ψυχή με περιφρόνηση το σώμα, κι ήταν η περιφρόνηση αυτή το υψηλότερο όλων. Ήθελε η ψυχή το σώμα, ισχνό βδελυρό πεινασμένο. Έτσι φανταζόταν ότι θα γλίτωνε απ’ αυτό κι απ’ τη γη» Έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα /Τάδε έφη Ζαρατούστρα» Φ.Νίτσε. Μτφ. Άρης Δικταίος, εκδ. Δωδώνη 2013.

[22]«Γράμμα στον Θάνατο» σελ. 18, Β.Ζηλάκος. Εκδ. Οδός Πανός, 2020.

[23]                      -/-                                               -/-

[24] Ο Θυέστης με τη βοήθεια της Αερόπης, γυναίκας του Ατρέα κατακτά με δόλο την εξουσία. Κατόπιν υπόσχεται ότι θα τον αποκαταστήσει στον θρόνο του, όταν ο ήλιος ανατείλει από τη Δύση. Ο Δίας δικαιώνοντας τον Ατρέα αλλάζει τη φορά του ήλιου και τιμωρεί τον Θυέστη, ενώ η Αερόπη αυτοκτονεί.

[25]                      -/-                   σελ.22,               -/-

[26] […] «Ο ίσκιος σου είναι της ζωής ή του θανάτου;», Φοινικιά, Κ.Παλαμάς. Εκδ. Ιδεόγραμμα.

[27] «Ο θάνατος δεν είναι συμβάν της ζωής. Το θάνατο δεν τον ζούμε». (6.4311), Tractatus Logico-Philosophicus. Ludwig Wittgenstein, Μτφ. Θ.Κιτσόπουλος, Παρουσίαση Ζήσιμος Λορεντζάτος. Εκδ. Παπαζήση,  1978.

[28] «Μόλις σφυρηλατηθούμε,/μόλις ωριμάσουμε,/μόλις της είμαστε επικίνδυνοι,/καλεί το θάνατο!..», Ζωή, Κ.Μόντης,(σελ. 807). Ανθολογία, Ηρακλή & Ρένου, Ήρκου & Στάντη Αποστολίδη, 12η έκδοση.

[29] «Γράμμα στον Θάνατο» σελ.26, Β.Ζηλάκος. Εκδ. Οδός Πανός, 2020.

[30] «Η Μαρίνα των βράχων», Προσανατολισμοί. Οδυσσέας Ελύτης, εκδ Ίκαρος 2007.

[31] «Γράμμα στον Θάνατο» σελ. 29, Β.Ζηλάκος. Εκδ. Οδός Πανός, 2020.

[32] «Έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα /Τάδε έφη Ζαρατούστρα» Φ.Νίτσε. Μτφ. Άρης Δικταίος, εκδ. Δωδώνη 2013.

[33] «Φτάνω νωρίς τους είπε. Φτάνω πριν από το πλήρωμα του χρόνου…», Φ.Νίτσε, Χαρούμενη Επιστήμη, 1882. Μτφ. Δ.Λιαντίνης. Ομιλία στο Ωδείο Ηρώδου του Αττικού, 1995. (Αντί επιλόγου παραθέτω ως επίμετρο ολόκληρο το σχετικό απόσπασμα).

[34] «Μόνο όταν γράφεις/ για σένα/είναι τέχνη», Κομπαγιάσι Ίσσα. Διακόσια Εξήντα Επτά Χαϊκου. Μτφ. Γιάννης Λειβαδάς. Εκδ. Κουκούτσι, Μάρτιος 2017.

[35] […] «ο θάνατος δεν με φοβίζει/τόσο ή του Έρωτα το κοφτερό/ δόντι, που τις αισθήσεις μου εξαντλούν». Πέτρινες Ρίμες, Dante Alighieri. Μτφ. Γ. Κοροπούλης, εκδ. Άγρα 2014.

[36] «Οι Ράθυμοι», P.Verlaine. Κρόνεια Ποιήματα, Παρίσι 1866.

[37] « Όταν αποχαιρέτησα…» Μ. Αναγνωστάκης 1955.

[38] «Η απολογία του κυνικού», Ρ.Η. Αποστολίδης.

[39] «Αισιοδοξία», Κ.Γ. Καρυωτάκης. Τα Τελευταία Ποιήματα 1928. (Ποιήματα και πεζά, εκδ. Gutenberg 2017).

[40] «των διά Χριστόν σαλών», επιστολή Α’ προς Κορινθίους, «ἡμεῖς μωροὶ διὰ Χριστόν, ὑμεῖς δὲ φρόνιμοι ἐν Χριστῷ· ἡμεῖς ἀσθενεῖς, ὑμεῖς δὲ ἰσχυροί· ὑμεῖς ἔνδοξοι, ἡμεῖς δὲ ἄτιμοι.» Χ.Γιανναράς,  Η ελευθερία του ήθους, Ίκαρος, Αθήνα 2002 (Τρίτη αναθεωρημένη έκδοση).

[41]« Το πρώτο πράγμα που έκανε ο θεός είναι η αγάπη/ έπειτα έρχεται το αίμα/ κι η δίψα για το αίμα που την κεντρίζει/ το σπέρμα του κορμιού καθώς τ’ αλάτι.[…] Το πρώτο πράγμα που έκανε ο θεός είναι το μακρινό ταξίδι». Ο Στρατής Θαλασσινός ανάμεσα στους αγαπανθούς. Γ. Σεφέρης, Ποιήματα, φιλολ. επιμ. Γ.Π. Σαββίδης, Ίκαρος, Αθήνα 1998, σ. 196-197]

[42] «Γράμμα στον Θάνατο» σελ. 31, Β.Ζηλάκος. Εκδ. Οδός Πανός, 2020

[43] «Και με το λεκτικό της σκέψης/ Αθόρυβα…/Θλιμμένα,/τυλιγμένοι στη σιωπή/που είν’ ο πέπλος του θανάτου». F. G. Lorca, Ποιήματα, σελ. 35, μτφ. Κ.Πολίτης, εκδ. Κοροντζή 2007.

[44] «Χωρίς άλλο υπάρχει αυτό που δε λέγεται με λόγια. Αυτό δείχνεται, είναι το μυστικό στοιχείο». (6.522), Tractatus Logico-Philosophicus. Ludwig Wittgenstein, Μτφ. Θ.Κιτσόπουλος, Παρουσίαση Ζήσιμος Λορεντζάτος. Εκδ. Παπαζήση,  1978.

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top