Επειδή «η Κάμερον δηλώνει πως ‘Το Βυζάντιο ανήκει σε όλους μας και ανήκει στην ιστορία’»
Από τον Άγγελο Πετρουλάκη //
Έιβεριλ Κάμερον: “Η αξία του Βυζαντίου” Μετάφραση: Πέτρος Γεωργίου, Εκδόσεις Πατάκη
«Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το βιβλίο της Έιβεριλ Κάμερον
ο Έλληνας αναγνώστης θα το διαβάσει με διαφορετικό τρόπο,
αντιδράσεις και συναισθήματα απ’ ό,τι ο Δυτικοευρωπαίος.
Για τον Έλληνα το Βυζάντιο δεν είναι μόνο
ο μεσαίος κρίκος της αδιάσπαστης ελληνικής συνέχειας,
είναι επιπλέον στενά συνδεδεμένο και με την πρόσφατη εθνική ιστορία
και τους πόθους της (Μεγάλη Ιδέα)»
Σταύρος Ζουμπουλάκης
Η πρώτη μου επαφή με το Βυζάντιο, πέρα από τη μαθητική τών γυμνασιακών μαθημάτων, υπήρξε κάπως ανορθόδοξη. Με έναν εντελώς απρόσμενο τρόπο έφτασαν στα χέρια μου τέσσερις πολύτιμοι τόμοι (με ιδιαίτερη συλλεκτική αξία, σήμερα) του Γάλλου ελληνιστή Γκουστάβ Σλουμπερζέ με γενικό τίτλο «Η βυζαντινή εποποιία» (εκδόσεις Σακελλαρίου), μία έκδοση του 1904 (!). Παρά την κάπως στριφνή, για την ηλικία μου, γλώσσα τους, ρούφηξα μέσα στο καλοκαίρι (1967) τα μοναδικά κείμενα του Σλουμπερζέ, τα οποία με τη σειρά τους με οδήγησαν, τα επόμενα χρόνια, στον Βασίλιεφ, τον Ράνσιμαν, τον Ντάλριμπλ, την Αρβερέλ και άλλους Έλληνες, και ξένους.
Το έργο τής Έιβεριλ Κάμερον ( η οποία, πλέον, είναι ομότιμη Καθηγήτρια της ύστερης αρχαιότητας και βυζαντινής ιστορίας τού πανεπιστημίου τής Οξφόρδης) το προσέγγισα για πρώτη φορά το 2009 μέσα από το εξαιρετικό βιβλίο της «Οι Βυζαντινοί» (εκδόσεις ΨΥΧΟΓΙΟΣ).
Το πρόσφατό της, «Η αξία του Βυζαντίου», πλαισιώνεται από ένα σημαντικό κείμενο – πρόλογο τού Σταύρου Ζουμπουλάκη, ο οποίος διαθέτει εκείνη την ιδιαίτερη ματιά να επισκοπεί ζητήματα διανόησης εντελώς ριζοσπαστικά. Άλλωστε το τελευταίο του βιβλίο «Άσπονδοι αδελφοί – Εβραίοι, Χριστιανοί, Μουσουλμάνοι» (εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ), ανοίγει ένα εντελώς νέο παράθυρο στον προβληματισμό για την πορεία των τριών αυτών μεγάλων μονοθεϊστικών θρησκειών.
Ο Σταύρος Ζουμπουλάκης επισημαίνοντας πως το Βυζάντιο απουσιάζει από τη Δύση, δηλώνει, για την ιδιαίτερη αξία του Βυζαντίου, πως: «Η Κάμερον πιστεύει ότι είναι καιρός πια η κατάσταση αυτή να αλλάξει και να αναδειχτεί ο πλούτος και η συνθετότητα του βυζαντινού κόσμου. Χρέος των ιστορικών είναι: ‘‘να προσπαθούν να καταδείξουν την πραγματική πολυπλοκότητα του παρελθόντος και να επανεγγράψουν στο ιστορικό πεδίο τα μέρη εκείνα της ιστορίας που για οποιοδήποτε λόγο έχουν συχνά εξοβελιστεί’’»
Η Κάμερον ισχυρίζεται και αποδεικνύει πως η Δύση ελάχιστα γνωρίζει για το Βυζάντιο και τούτο γιατί πολλοί μελετητές δεν είχαν μελετήσει σε βάθος την οντότητά του, ή, άλλοι δεν είχαν λάβει σοβαρά υπ’ όψιν τους τον ρόλο τής Ορθοδοξίας στην ανάπτυξη και την εξέλιξή του.
«Νομίζουμε πως ξέρουμε τι ήταν το Βυζάντιο», λέει, επισημαίνοντας πως το Βυζάντιο «δεν περιλαμβάνεται στην καθιερωμένη δυτική αφήγηση για τη διαμόρφωση της Ευρώπης». Αυτό γιατί «Το Βυζάντιο έχει ερμηνευθεί στο παρελθόν και εξακολουθεί να ερμηνεύεται σε μεγάλο βαθμό υπό το πρίσμα μεταγενέστερων πολιτισμικών και εθνικών σκοπιμοτήτων». Ακόμα, επισημαίνει, πως και ως γνωστικό αντικείμενο προκαλεί αμηχανία, έστω με την προβολή απλών ζητημάτων, όπως για παράδειγμα: «Πότε ξεκινά η ιστορία του; Όταν ιδρύθηκε η Κωνσταντινούπολη από τον Κωνσταντίνο Α΄ το 330, ή τον έκτο ή έβδομο αιώνα, όπως προτιμούν σήμερα κάποιοι Βυζαντινολόγοι;»
Μεγάλη ευθύνη για τον παραγκωνισμό τής αξίας τού Βυζαντίου, η Κάμερον αποδίδει στον ιστορικό Έντουαρντ Γκίμπον, ο οποίος διατύπωσε την άποψη ότι «τη βασιλεία του Ιουστινιανού ακολούθησαν οκτώ αιώνες παρακμής». Επίσης στο ότι πολλοί μελετητές έχουν ταυτίσει το Βυζάντιο με τις έννοιες του αυταρχισμού, της γραφειοκρατίας, της πανουργίας και της αποχαυνωτικής έλλειψης πρωτοτυπίας.
Ως βαθύτερη αιτία του παραγκωνισμού από τη Δυτική κουλτούρα τού Βυζαντίου, η Κάμερον βλέπει την αντιπαλότητα του Ρωμαιοκαθολικισμού με την Ορθοδοξία, η οποία γίνεται εμφανής ακόμα και σε σχεδόν σύγχρονους μελετητές, όπως ο Άρνολντ Τόυμπι και ο Σάμιουελ Χάντινγκτον.
Επίσης, ακόμα μια από τις σοβαρότερες αιτίες είναι ότι δεν υπάρχουν σαφή όρια ανάμεσα στον αρχαίο και μεσαιωνικό κόσμο, όπως άλλωστε έχει αποδείξει και ο εξαιρετικός μελετητής τής ύστερης αρχαιότητας Πίτερ Μπράουν («Η δημιουργία τής Ύστερης Αρχαιότητας», ΕΣΤΙΑ, 2001 και «Ο κόσμος της Ύστερης Αρχαιότητας 150 – 750 μ. Χ», ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ, 1998).
Η Κάμερον αμφισβητεί την ορθότητα των θεωριών τού Γεωργίου Οστρογκόρσκι, καταλογίζοντάς του έναν σλαβισμό, ενώ δίνει εξαιρετική σημασία στις οικονομικές δομές που βοήθησαν στην εξέλιξή του. Εξετάζει όλες τις θεωρίες των βυζαντινολόγων, δίνοντας μεγάλο βάρος στον «ελληνισμό» που διατρέχει το έργο τους, είτε θετικά, είτε αρνητικά. Αναφερόμενη δε, στο έργο τής Αρβελέρ, γράφει:
«…η Αρβελέρ πραγματεύθηκε το δυσεπίλυτο ζήτημα του ελληνισμού και της ελληνικής συνέχειας, με πλήρη επίγνωση των δυσκολιών που ενέχει η βυζαντινή περίοδος, προτείνοντας προσεκτικά τη θεωρία ότι ο ‘‘ελληνοκεντρικός χριστιανισμός, δηλαδή η ορθοδοξία’’ αποτέλεσε πράγματι τη συνέχιση του αρχαιοελληνικού ουμανισμού και τονίζοντας το γεγονός ότι η κλασική Ελλάδα εκτεινόταν πέρα από την εδαφική βάση της ίδιας της Ελλάδας».
Εξετάζοντας την Τέχνη και τον ρόλο της Ορθοδοξίας στη διαμόρφωση της έννοιας του Βυζαντίου, η Κάμερον υποστηρίζει πως «Το Βυζάντιο χρειάζεται ασφαλώς μια φρέσκια ματιά σε σχέση τόσο με τη Δύση όσο και με το ισλάμ». Αυτό, γιατί κατά την Κάμερον, «η αλήθεια είναι ότι στα υψηλότερα επίπεδά του το Βυζάντιο υπήρξε ένας πολιτισμός της μόρφωσης και της πνευματικής καλλιέργειας, η φύση του οποίου προς το παρόν ούτε κατανοείται ούτε εκτιμάται πλήρως. Επρόκειτο επίσης για μια πολύ ανταγωνιστική και, με προνεωτερικούς όρους, ανοιχτή κοινωνία, στην οποία τις περισσότερες περιόδους η μόρφωση και ειδικά η ρητορική δεξιοτεχνία συνιστούσαν διαβατήρια κοινωνικής προόδου».
Συνοψίζοντας τις απόψεις της, η Κάμερον δηλώνει πως «Το Βυζάντιο ανήκει σε όλους μας και ανήκει στην ιστορία». Αρκεί η Δύση να κατορθώσει ν’ απαλλαγεί από κάποιες μεσαιωνικές εμμονές, συμπληρώνω…
Λάρισα, 2/10/2019