Fractal

Διήγημα: “Φρέαρ συντετριμμένο”

Της Αθανασίας Μαυρομμάτη // *

 

 

 

 

Φρέαρ συντετριμμένο

 

Δεν σου μίλησε ξανά ο Μανώλης, Ουρανιώ;

To κορίτσι καθόταν μόνο του, στο χείλος του δρόμου, πάνω σε μια υποψία πεζοδρομίου που ’χε ξωκείλει μεταξύ ασφάλτου και τσιμέντου. Πιο κάτω, το «Μινιόν» πάμφωτο, η φάτνη όνειρο παραμυθιού.

Δεν σου μιλά πια; Το κορίτσι αρνιόταν να απαντήσει στη φωνή. Κυρίως αρνιόταν να δώσει έναν ειρμό στην σκέψη του. Εικόνες, ήχοι, μνήμες, αφή δύσκολη, αφή ευτυχισμένη χτυπούσαν πάνω της κι έφευγαν αποσβωλωμένα από την απουσία της. Τον πόνο μόνο εναγκαλιζόταν, μια πηχτή, σαρκική, πραγματικότητα που ’βγαζε λάμψεις- όχι δεν θα το φανταζόταν ποτέ πως ο πόνος γεννά πυροτεχνήματα…

«Ένα πηγάδι που με παράτησες». Η Ουρανιώ σηκώθηκε με κόπο, τίναξε το βρωμισμένο παντελόνι της, σκυφτή ανέβηκε το κράσπεδο και βάδισε προς την Αγίου Μελετίου.

Πες μου την ιστορία σου. Σε παρακαλώ αιώνια. Πες μου την ιστορία των ποδιών σου, των δαχτύλων σου, κάτι να ’χω παρηγοριά στο πηγάδι. Το πηγάδι είναι σκοτεινό. Τα χέρια μου πλέκονται σε προσευχή. Η ιστορία σου είναι λιτή, φοβισμένη, αντρική. Με την στυφότητα και την μελαγχολία του φύλου σου.

Μου την λες͘- και πάλι λες ψέματα.

Το πηγάδι γεννά έχιδνες. Η κάθε σου λέξη κροταλίζει εδώ μέσα.

«Μητέρα, πατέρας, το πρώτο ξημέρωμα. Το πρώτο παιχνίδι. Δεν μπορώ να παίξω μες στο πηγάδι. Δεν μου είχες πει, Μανώλη, πως έπαιζες με κούκλες. Δεν υπήρξα κούκλα ποτέ. Ένα τρένο γκρίζο και κόκκινο κι ένα μαστίγιο.  Από μια παλιά στολή σου Ζορό. Η μητέρα σου χτενίζει τις καστανόξανθες μπουκλωτές τούφες της, μία μία, με φουρκέτες ασημί τις στερεώνει στην κορυφή του κεφαλιού, περνά με λακ κάθε απειροελάχιστη τρίχα. Στέκεσαι ορθός, υπηρέτης, στρατιώτης πίσω της. Μυρίζεις τη λακ, ακούς τα κλάξον από το ανοιχτό παράθυρο. Θέλεις να χωθείς στη γωνιά σου μ’ ένα βαμβάκι ποτισμένο βενζίνη στη μύτη σου. Στο πηγάδι μυρίζει αναγούλα.

Το πρώτο σου κρεββάτι, λινά σεντόνια κεντημένα με γαλάζια μεταξένια κλωστή στο τελείωμα. Το πρώτο σου ερωτικό κρεββάτι, σ’ ένα σπίτι της οδού Φυλής. Θα μπορούσες να την αγαπήσεις, τόσο μικρή και χαμένη έδειχνε. Αλλά δεν έκανε. Τίναξες το κεφάλι πίσω και κούμπωσες το παντελόνι σου.

Μανώλη, δεν μ’ άρεσε τ’ όνομά σου. Δεν ξέρω γιατί. Δεν σου ταίριαζε. Θα ’θελες η κοπελίτσα της οδού Φυλής να το ’ξερε, να σ’ ονομάτιζε την ώρα της κορύφωσής σου. Μα δεν ήξερε πώς σε λένε. Ούτε εσύ της είπες, δεν σε ρώτησε καν. Τι νόημα είχε. Λες και θα μπορούσε να φέρει πίσω τη μεταξωτή κλωστή. Κι ας μην ήταν και γαλάζια. Ας είχε το πορφυρό χρώμα της εφηβείας σου.

Δέρνεις την πρώτη σου κοπέλα. Δεν κατάλαβες γιατί. Στιγμή κακή. Η μυρωδιά της βενζίνης βαρούσε δυνατά στα μηλίγγια σου. Το καράβι που «χτύπησες» στο μπράτσο σε καλεί να φύγεις, να γλύψεις την αρμύρα του. Μα δεν το τολμάς. Πόσο θα ’θελα ένα καράβι απ’ το κουτί σου το παιδικό να το ’βρισκα πεταμένο στον πάτο μου του πηγαδιού. Νομίζω θα μου χάριζε τον σπάγκο της ανέλκυσης.

Η μαύρη «καλλονή» με τη μυρωδιά της αιθάλης και του θαλάμου του Δρομοκαΐτειου. Σε χάραξε και τη χάραξες. Τα ουρλιαχτά της αλλόκοτα, σαν του εφιαλτικού πουλιού, καφετιά και κίτρινα, Να μην σε σηκώνει η γη, Μαύρη χολή να πιτσιλίσει φλέβες και κόκκαλά σου, ο πρώτος πελάτης την είχε σπρώξει απ’ το παράθυρο, έπεσε κι έσπασε χέρια και πόδια. Την έστειλες στη μάνα σου, Τι ’ναι τούτη Μανώλη, σκλήρισε η κυρα- Αργυρώ με τη λακ στραμμένη σαν ρεβόλβερ στα ρόλευ, Πάρτην πίσω, την έσπρωξες πάνω της κι έφυγες.

Κείνο το βράδυ το πέρασες σ’ ένα λούνα παρκ στο Φάληρο. Κάπνιζες και κοιτούσες τη μπαλαρίνα.

Σαν σε γνώρισα εγώ, ήσουνα γυρισμένος από ταξίδι, δεν μου ’πες πού. Είχες πένθος στο μπράτσο, η μάννα είχε φύγει μ’ όλη τη λακ στα μαλλιά και άφαντη κάθε φιάλη βενζίνης στο σπίτι. Θα σπούδαζα αρχιτεκτονική, από κούτσικο στο χωριό μού ’χε κολλήσει, τα γεφύρια του Βοϊδομάτη τα νεραιδένια τ’ άσειστα, μάθαινα σχέδιο στο κέντρο. Κοντά στην Αγίου Μελετίου.».

Στο πηγάδι μέσα παρατηρώ τους αρμούς του. Αν το γκρέμιζα θα το ’φτιαχνα αλλιώς, με πατήματα να βγαίνεις στην επιφάνεια και μια καταπακτή χθόνια να βυθίζεσαι, όπως με την βενζίνη. Θα μπορούσες να διαλέξεις.

«Ένα καναρίνι μου χάρισες, στο ’δωσαν μου είπες στη δουλειά κι εγώ τ’ αγάπησα σαν το φως. Έλειπες ώρες πολλές στη δουλειά, νύχτα μέρα, κοιμόμουνα μαζί σου και μου ’φτανε αυτό. Σαν είδα τον φίλο που μου ’φερες, κακό δεν έβαλα στο νου μου. Έστρωσα να φάμε κι έφτιαξα καφέ, συ τα σιγόλεγες μαζί του. Πίσω από τον καναπέ που καθόμασταν είχες κρεμάσει μια χιλιολαδωμένη ρεπλίκα. Μια γυναίκα γυμνή, σταυροποδιασμένη σ’ ένα βρώμικο χαλί να τσακίζει ελιές.

Ο φίλος σου σηκώθηκε και με πλησίασε. Έβαλε το χέρι του στα μαλλιά μου. Συ κάπνιζες και δεν κοιτούσες. Άντε, πηγαίνετε μέσα, είπες αργά. Κόντεψα να μην σ’ ακούσω γιατί το καναρίνι κελαηδούσε τόσο γλυκά. Ίσως το κελάηδημα να με γλύκανε και να μ’ ονείρεψε κι ακολούθησα τον ξένο στο μέσα δωμάτιο, στο δικό μας το δωμάτιο.»

Στο πηγάδι μου δεν έχει κρεββάτι. Κοιμάμαι καθιστή, με την πλάτη στηριγμένη στο τοίχωμα. Με πονούν οι αρμοί. Το κρεββάτι μας τρίζει, ο μουσαφίρης είναι βαρύς, κελαηδά το καναρίνι. Πάντα γλυκά. Δεν λέει να στριγγίσει.

Η Ουρανιώ κουράζεται να περπατά, κάθεται στην είσοδο μιας πολυκατοικίας.

«Με τα ράμματα στο πρόσωπο, Μανώλη, κόντεψα να μη σε γνωρίσω. Πέρασες από τη τζαμαρία μέσα γιατί η κυρία είχε ξεχάσει την ώρα που γύρναγε ο άντρας της. Όσο να ’ναι, μετρούσες ακόμα, και κυρίες είχε πολλές η περιοχή. Χωρίς τη λακ στα μαλλιά, με κοσμήματα και γλουτούς ζαρωμένους. Αυτή αγαπούσε τον Μπερλιόζ και την ώρα που περνούσες μέσα απ’ τα γυαλιά άκουγες την κορύφωση της άριας. Την είχες ρωτήσει τι ακούτε, έτσι, για να μην δείχνεις κατώτερος, και σου ’πε Μπερλιόζ.

Στο σίδερο κάηκα. Είχε βουίξει το σύμπαν με το κοριτσάκι τη Σπυριδούλα. Στο πηγάδι δεν έχει σπίρτα ν’ ανάψω. Μετρούσα μελανιές στα πλευρά, στα πόδια, στα μπράτσα κι ένα δυο ξυραφιές στην κοιλιά, σε κατάφερα τελευταία στιγμή. Ήταν κακή στιγμή, ξέρω. Μ’ αγαπάς, το ξέρω. Το κρεββάτι τρίζει πολύ, θα σπάσει, έχεις πολλούς φίλους, δυστυχισμένοι και αξύριστοι όλοι, ξέρω.»

Το πηγάδι μου κλείνει. Το τάπωσαν από πάνω. Τώρα δεν βλέπω φως.

Δεν σου μιλάει πια ο Μανώλης, Ουρανία; Με τα μπλε μάτια και τα σύννεφα στην ποδιά. Πλένεις, μαγειρεύεις σιδερώνεις, ούτε κουβέντα πια για Αρχιτεκτονική, οι Μανιάτικοι Πύργοι τόσα χρόνια άντεξαν. Και τα γεφύρια. Το παλικάρι σου, ο Μανώλης σου, θέλει βοήθεια. Να κόψει τις ενέσεις που τον τρελαίνουν. Και δε σου μιλάει. Έχεις δυο μήνες να τον δεις. Το νοίκι απλήρωτο ένα εξάμηνο. Χειμωνιάζει, το πηγάδι είναι κατασκότεινο και πουντιάζεις, πονούν τα κόκκαλά σου.

«Έλα Μανώλη, πού είσαι, θα γυρίσεις, δεν έχω πού να μείνω, η νοικοκυρά με τη λακ με πέταξε έξω.».

Το Ουρανιώ με το μπογαλάκι του στην Πατησίων. Το Πολυτεχνείο είναι ήδη απέναντι. Ανάμεσά τους ένα πηγάδι. Η μάννα στην Ήπειρο είναι σκληρή. Τα κρεββάτια τρίζουν, οι φίλοι είναι πολύ βαριοί, η μέση της την σφάζει. Ξανακάθεται στο κράσπεδο κι απιθώνει πάνω του το μπογαλάκι.

 

 

* Αθανασία Μαυρομμάτη (Αθήνα, 1967): Σπουδές Ιστορίας στην Αθήνα και Νεοελληνικής Λογοτεχνίας στο Παρίσι (DEA, PARIS IV-SORBONNE). Φιλόλογος στο Μουσικό Σχολείο Αλίμου. Έχει εκδώσει ένα βιβλίο με τίτλο «Άρχων Μιχαήλ» (εκδ. παραγωγή Σταμούλη) και διηγήματά της έχουν δημοσιευτεί σε συλλογικό τόμο και ηλεκτρονικά λογοτεχνικά περιοδικά.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top