Fractal

Ευλογημένος, τυχερός και ευγνώμων που έκανα αυτό που ήθελα

Γράφει η Μαρία Βρέντζου //

 

“Ό,τι καλύτερο μου έχει συμβεί” του Βαγγέλη Ραπτόπουλου, εκδόσεις Κέδρος, 2021, σελ. 168

 

Τον πολυγραφότατο συγγραφέα Βαγγέλη Ραπτόπουλο τον γνωρίζουμε για πάνω από σαράντα χρόνια. Αυτή τη φορά επέλεξε να παρουσιάσει το βιβλίο “Ό,τι καλύτερο μου έχει συμβεί”, ένα δημιούργημα που ακροβατεί κάπου μεταξύ αυτοβιογραφικού διηγήματος και αυτοβιογραφικού δοκιμίου και αποτελείται συνολικά από τριάντα έξι μικρής έκτασης κείμενα.

Η ζωή ενός καταξιωμένου συγγραφέα που κατάφερε να κερδίζει τα προς το ζην κυρίως μέσα από το γράψιμο σίγουρα είναι ενδιαφέρουσα. Έτσι ο αναγνώστης μπορεί να διαβάσει για τις Μικρασιατικές ρίζες του που καλλιεργήθηκαν από τον παππού και τη γιαγιά και τη σχέση του με τους γονείς του, με τους οποίους στα πρώτα χρόνια της καλλιτεχνικής του πορείας είχε έρθει σε απόλυτη ρήξη λόγω του φόβου τους ότι θα πεθάνει στην ψάθα. Όπως είναι φυσικό περιγράφει επιλεκτικά κάποιες πλευρές του βίου του με τη γυναίκα του Σταυρούλα αλλά αναφέρεται και στην κόρη του Κατερίνα, στην οποία ουσιαστικά είναι αφιερωμένος ο τίτλος. Σκιαγραφούνται ακόμη οι φιλίες του με εξέχουσες προσωπικότητες των γραμμάτων και των τεχνών όπως ο Μένης Κουμανταρέας, μέντοράς του από τα δεκαεννέα του χρόνια, ο Δημήτρης Νόλλας, νονός του παιδιού του, ο Νίκος Παναγιωτόπουλος που μετέφερε στο σινεμά το μυθιστόρημά του “Ο εργένης” αλλά και η ιδιοκτήτρια του Κέδρου, Κάτια Λεμπέση, που υπήρξε η εκδότριά του για χρόνια.

Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι είχε διαβάσει όλον τον Καζαντζάκη από την εφηβεία του και θέλησε από τότε να γίνει πεζογράφος, αντλώντας έμπνευση όχι μόνο από την λογοτεχνικότητα του μεγάλου Κρητικού αλλά και από την ανατρεπτικότητά του. Έτσι άλλα βιβλία του Βαγγέλη Ραπτόπουλου είναι αμιγώς πολιτικά και άλλα ερωτικά, αφού για τον ίδιο η πορνογραφία σε μια κοινωνία που καταπιέζει την επιθυμία αποτελεί επαναστατική πράξη.

Με πάθος αναφέρεται σε αγαπημένους του συγγραφείς όπως ο Καβάφης, ο Μπουκόφσκι, ο Κάρβερ, ο Ναμπόκοφ, οι Ρώσοι κλασικοί αλλά και ο Στίβεν Κινγκ, που σε αντίθεση με πολλούς διανοούμενους δεν έχει κανένα κόμπλεξ να τον θεωρήσει βασιλιά στο είδος του. Αποτελεί δε πεποίθησή του ότι ο λογοτέχνης πρέπει να απευθύνεται στους πολλούς.

 

Βαγγέλης Ραπτόπουλος

 

Ύστερα από τις λέξεις, μεγάλες του αγάπες αποτελούν οι ραδιοφωνικές εκπομπές που του δίνουν τη δυνατότητα να δραπετεύσει από την μοναξιά της γραφής και να επικοινωνήσει με ένα μεγάλο κοινό αλλά και η τηλεόραση και κυρίως ο κινηματογράφος, αφού έργα του έχουν διασκευαστεί για την μικρή και τη μεγάλη οθόνη, πολλές φορές σε δικό του σενάριο. Επιπλέον, διατηρεί μια αληθινή σχέση με τους αναγνώστες του και την κριτική δεν την φοβάται. Είναι μάλιστα δείγμα της συναισθηματικής νοημοσύνης και ευφυΐας του το γεγονός ότι παραθέτει μια πλούσια λίστα με τα ελαττώματά του, χαρακτηρίζοντας τον εαυτό του ως αγχώδη, ψυχαναγκαστικό, υποχόνδριο, μελαγχολικό, με μία ροπή προς την υπερανάλυση και την κριτική αντιμετώπιση των πάντων. Πάντως δίνει και πιο ανάλαφρες πτυχές της προσωπικότητάς του όπως το ότι κολυμπάει συστηματικά στην δημοτική πισίνα και λατρεύει τα ανέκδοτα και το κέντρο της Αθήνας, αν και για χρόνια ζει στο καταπράσινο Μαρούσι.

Δάσκαλος της δημιουργικής γραφής στο Ανοικτό Πανεπιστήμιο και σε διάφορα σεμινάρια, μαθήτευσε και ο ίδιος στο Πανεπιστήμιο της Αϊόβα, ως υπότροφος του International Writing Program, σε ηλικία είκοσι πέντε ετών, σε μια περίοδο που στη χώρα μας τέτοιου τύπου δραστηριότητες ήταν παντελώς άγνωστες. Γι’ αυτόν η διδασκαλία δεν είναι απαραίτητα η ανακάλυψη ενός μελλοντικού συγγραφέα, αφού κάποιοι μαθητές με τη βοήθεια του γραψίματος, απλώς εκφράζονται, σαν να συμμετέχουν σε ένα ιδιότυπο είδος ομαδικής ψυχοθεραπείας. Αποκαλύπτει μάλιστα ότι και αυτός έχει κάνει συνεδρίες γνωσιακής – συμπεριφορικής, αποτέλεσμα των οποίων είναι ενδεχομένως και αυτό το βιβλίο.

Τέλος ως γνήσιο πολιτικό ον και μέσα από μία μοναχική πορεία παραθέτει πλούσια σχόλια για την ελληνική καθημερινότητα, την ψυχοσύνθεση του Έλληνα και τον τρόπο λειτουργίας του ελληνικού κράτους ενώ δεν παραλείπει, εμφανίζοντας τη σχέση του με το χρήμα, τον υλισμό και τον καταναλωτισμό, να μας εκμυστηρευθεί σε ποιον Θεό πιστεύει.

Το πιο ελπιδοφόρο ως μήνυμα όμως, είναι το γεγονός ότι νιώθει ευλογημένος, τυχερός και ευγνώμων που έκανε αυτό που ήθελε.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top