Fractal

Η κόλαση του Φάις

Γράφει ο Δημήτρης Φιλιππίδης // *

 

Μισέλ Φάις: “Εξουθένωση. Ντοκιμαντέρ ονείρων”, Διηγήματα, Εκδόσεις Πατάκη, 2022, σελ.  286.

 

Στον Μεσαίωνα, δυτικό και ανατολικό, η κόλαση ήταν προδιαγραμμένη και απόλυτα αναγνωρίσιμη. Στη δική μας εκδοχή, της Ορθόδοξης Παράδοσης, εικονίζεται με εκπληκτική συνέπεια στις εκκλησίες, μεταβυζαντινές και λαϊκές: οι κολασμένοι ταχτοποιημένοι σε στρώσεις κατά αμάρτημα, ο διάβολος, οι δαίμονες και τα τέρατα μέσα στις φλόγες, και από πάνω, η ουράνια εποπτεία. Ο Δάντης, στη Δυτική εκδοχή, εξορθολόγησε ένα παρόμοιο σύστημα, χωρίζοντάς το σε κύκλους (cantos) και προσθέτοντας σε αυτό επώνυμα όλους τους αμαρτωλούς, από την προχριστιανική αρχαιότητα, από ιστορικές προσωπικότητες της εποχής του και από όσους είχε ο ίδιος ανοιχτούς λογαριασμούς. Πάντα επώνυμα.

Όπως και να έχουν τα πράγματα, εκείνες τις εποχές ο καθένας γνώριζε τι ακριβώς τον περιμένει. Ποινές και βασανιστήρια ήταν παντού τα ίδια, όπως και η ελπίδα σωτηρίας ή έστω, ανακούφισης που προσφερόταν από τη μεγαλοθυμία της θεϊκής συγγνώμης ή από τα συχωροχάρτια του Πάπα. Και δεν ταραζόταν υπέρμετρα.

Φτάνουμε τώρα στη δική μας εποχή. Θα αποφύγω, μια και δεν είναι το θέμα μας, την ανιαρή περιγραφή των συνεπειών που είχε η υποχώρηση της πίστης στα θεία πάνω στην αντίληψη της κόλασης. Ότι δηλαδή την κατέβασε στην πεζή καθημερινότητα, της αφαίρεσε το κύρος. Και θα πάω κατευθείαν στον Μισέλ Φάις, για να ισχυριστώ ότι το τελευταίο βιβλίο του, η Εξουθένωση. Ντοκιμαντέρ ονείρων, ανήκει σε αυτήν ακριβώς τη θεματολογία και είναι μια τέτοιου είδους περιγραφή (μιας ή της) σύγχρονης κόλασης. Όπου τα 71 παρατακτικά, χωρίς ιεράρχηση και χωρίς ορατή τελεολογία, «διηγήματά» του αντιστοιχούν κατ’ αναλογία στα 26 μέρη του Δάντη. Όπου σε αυτή την τελευταία, του Δάντη, οι 3 γενικές ενότητες χωρίζονται σε 9 κύκλους αμαρτιών, και όπου επιπλέον, οι 3 τελευταίοι κύκλοι της σειράς, χωρίζονται σε άλλες 17 επιμέρους υπο-περιπτώσεις. Άρα συνοψίζοντας, ποσοτικά: 71 προς 23 μονάδες αναφοράς, ή δομικά: μια χαοτική χωρίς διακριτό σχήμα συσσώρευση ετερόκλητων, πειραματικής γραφής, διαλόγων ή κειμένων (στον Φάις), προς ένα σύστημα που εγγράφεται σε ένα αναστραμμένο τρίγωνο, με την ακμή προς το κέντρο της γης, την κατοικία του Διαβόλου, όπου περιέχονται τα πάντα (στον Δάντη). Άρα, μεταξύ τους καμιά αντιστοιχία.

Για να ξεκαθαρίσουμε ακόμα περισσότερο τα πράγματα, στο βιβλίο του Φάις δεν υπάρχει η παραμικρή νύξη για όσα ισχυρίζομαι. Ούτε υπήρξε ποτέ στο παρελθόν ούτε τώρα η πιο αμυδρή αναλογία μεταξύ Δάντη και Φάις στο μυαλό του δεύτερου, καθώς, από όσα μας αφήνει να δούμε, άλλα προφανώς τον απασχολούν όσο γράφει το βιβλίο του. Η σχέση που προτείνω είναι ξεκάθαρα φαντασιακή και γι’ αυτό ανυπόκριτα πειστική. Ας το εξηγήσω αυτό: αν πράγματι υπήρχε κάπου διατυπωμένη μια έστω κρυμμένη τέτοια σχέση, αυτή αυτομάτως θα μεταφραζόταν σε ερμηνευτικό γρίφο προς επίλυση, με «κλειδιά», «κώδικες» ή ό,τι άλλο, που θα μας αποπροσανατόλιζαν. Ευτυχώς, τίποτε τέτοιο δεν συμβαίνει.

Το πεδίο είναι συνεπώς ελεύθερο για να συνεχίσουμε. Και θα ξεκινούσαμε από μια καίρια ίσως παρατήρηση: ενώ η κόλαση του Δάντη αφορά τους άλλους στον κόσμο μέσα σ’ ένα καθολικό, κεντρομόλο σύστημα, θεϊκής κατασκευής και κύρους, η κόλαση του Φάις είναι ιδιωτική, απορφανισμένη, μοναχική. Και γι’ αυτό, κεντρόφυγος. Είναι εκείνος που ομολογεί: «ντρέπομαι να ζω μοναχικά» (σ.29).  Ίσως τώρα αρχίζουμε να καταλαβαίνουμε γιατί τους τοποθετούμε μαζί: η συσχέτισή τους μπορεί να αποδειχτεί διδακτική.

Ας το επεκτείνουμε αυτό. Αν ο Δάντης είναι ένας παρατηρητής, πάσχων και συμπονετικός, συχνά τρομαγμένος, εξαρτημένος από τον Δάσκαλό και οδηγό του, τον Βιργίλιο, ο Φάις είναι προσωποποίηση της μοντέρνας κόλασης. Αν ζούσε στην εποχή του Δάντη, θα τον φανταζόμασταν σαν εξαθλιωμένο αμαρτωλό σε κάποια τρύπα της κόλασης, σαπισμένο μέσα στις λάσπες που τον τριγυρίζουν, να ελίσσεται σπασμωδικά, φτύνοντας κατάρες ενάντια στη μοίρα του, σαρκάζοντας και υποσκάπτοντας, κλαψουρίζοντας αλλά και βρίζοντας, προσβάλλοντας. Στη μοντέρνα του κόλαση, ο Φάις είναι ένας πάσχων που προβάλλει σε άλλους, πάντα ανώνυμους, τα πάθη του. Και έτσι παίζοντας, ταυτίζεται μαζί τους, ανακουφίζεται. Όσα δεινά στην περίπτωση του Δάντη έχουν φορτωθεί πάνω σε κολασμένους, εδώ αντίστροφα, έχουν συγκεντρωθεί πάνω στον ίδιο τον αφηγητή-Φάις, που εκπέμπει με παλμικές κινήσεις, κάτι σαν pulsar, αυτά τα 71 «ντοκιμαντέρ», ισότιμα με τηλεγραφικά SOS, για να ξεγλιστρήσει και να γλυτώσει από την ανυπόφορη, αυτοτιμωρούμενη ύπαρξή του. Μάταια, βέβαια.

Ο Φάις έτσι εξακτινώνεται σε έναν κόσμο με τον εαυτό του στο κέντρο, μέσα στον οποίο συνυπάρχουν σύγχρονες εκδοχές της μαζικής κουλτούρας, τώρα πια πολύ-πολιτισμικές, παγκοσμιοποιημένες. Δανείζεται τρόπους και ατμόσφαιρες, δημιουργώντας κολλάζ ύφους, συνεχώς να θυμίζουν άλλους και στήνοντας παγίδες. Δεν είναι τυχαίο, για παράδειγμα, το ότι το πρώτο του διήγημα (Η πριονοκορδέλα) μυρίζει τόσο έντονα Μπέκετ, κάτι που στο αμέσως μετά διήγημα (Ο ανεμιστήρας) αυτό-αναιρείται δαιμονικά, γλιστρώντας ανάμεσα σε νουάρ, καουμπόικο, και υπαρξιακό, προκαλώντας μας σύγχυση. Με αυτά τα δάνεια εκφραστικά μέσα, που για χρόνια καλλιεργεί ο Φάις και τον προσδιορίζουν σήμερα με απόλυτη ακρίβεια, επεξεργάζεται τα διηγήματά του. Όλα τα είδη επιστρατεύονται και μπαίνουν σε δοκιμασία: θέατρο, κινηματογράφος, φιλοσοφία, φωτογραφία για να διαπραγματευθεί τις σχέσεις ανάμεσα σε πρόσωπα και πράγματα.

 

Μισέλ Φάις (φωτο: Χάρης Παπαδημητρακόπουλος)

 

Για να μας αποσπάσει την προσοχή, προτάσσει τα ανδρείκελα που επικαλείται, δηλαδή όσα πρόσωπα στερημένα από όνομα κατοικούν στα διηγήματά του, με λεπτομερείς περιγραφές του τι φοράνε, τι τρώνε, τι ακούν, πού στέκονται, τι κινήσεις κάνουν, παρακολουθώντας μια «δράση» διαφορετικής κάθε φορά θερμοκρασίας, έτσι ώστε να ασχοληθούμε μαζί τους και να ξεχάσουμε πως εκείνος είναι που μετράει, γιατί εκείνος είναι που έχει στήσει όλη αυτή τη ζοφερή παράσταση, κι εκείνος που περιηγείται τελετουργικά από σκηνή σε σκηνή. Αυτή η συνεχής, ατέρμονη διαδοχή σκηνικών, ως ντοκιμαντέρ, είναι εκδοχές της κόλασής του με ψήγματα αυτοβιογραφικά, σαν μαγικές εικόνες, που επιλέγει να μας εκθέσει. Στο βιβλίο του μας επιτρέπει να παρακολουθήσουμε ένα γιγάντιο τρέιλερ, με συρραφή από επιλεγμένα στιγμιότυπα επιμέρους έργων. Αυτά είναι σπαράγματα, ουδέποτε κάτι ολοκληρωμένο, με αρχή, μέση, τέλος. Είναι όσο χρειάζεται για να δοθεί μια ατμόσφαιρα: ένα σκηνικό σκίτσο με voice over σχολιασμό. Για να παρασυρθούμε μακριά από τον ένοχο.

Σύμφωνα με την ορολογία του Φάις, αυτό το είδος των ντοκιμαντέρ έχει χαρακτηριστεί ως «όνειρα». Δηλαδή, ως καθ’ ύπνον δάνειες αντανακλάσεις του ζοφερού προσωπικού του κόσμου. Βέβαια όνειρα και ντοκιμαντέρ είναι δύο αντιφατικές έννοιες – δεν ήταν λοιπόν τυχαίος ο συνδυασμός τους. Όμως ο ίδιος μας έχει εξαρχής προειδοποιήσει: ψάχνει, διψάει για αντιφάσεις, τις έχει αποδεχτεί ως θεμελιακή αρχή του σύγχρονου τρόπου βίωσης, άρα και ως εργαλείο εξήγησης της δικής του κόλασης.

Ο Δάντης τελειώνει την Κόλαση με μια αναφορά στα «άστρα» (e quindi uscimmo a riveder le stelle), σταθερό και παρηγορητικό σύμβολο του ουράνιου Καλού σε αυτό τον κόσμο. Ο Φάις κλείνει αντίστοιχα το τελευταίο ντοκιμαντέρ της Εξουθένωσης με τη φράση «και τότε όλα γίνονται, ξεσπάνε, χύνονται, κόκκινο σκοτάδι». Αυτές ακριβώς τις ακροτελεύτιες λέξεις, «κόκκινο σκοτάδι», έχει χρησιμοποιήσει και ως τίτλο για αυτό το τελευταίο διήγημά του, όπου χρησιμοποιεί την τελετουργική επανάληψη φράσεων που αρχίζουν με τις λέξεις «αυτή τη στιγμή που μιλάμε…», τόσο μονότονα θλιβερή και αδιέξοδη. Ένα κάλεσμα στο αστρικό κενό, όπως στην ταινία Gravity του Cuarón (2012), χωρίς καμιά απολύτως ανταπόκριση από πουθενά.

 

 

* Το κείμενο του Δ. Φιλιππίδη (πανεπιστημιακού, αρχιτέκτονα και συγγραφέα) διαβάστηκε στην εκδήλωση παρουσίασης της συλλογής διηγημάτων “Εξουθένωση. Ντοκιμαντέρ ονείρων” που πραγματοποιήθηκε στο Βιβλιοπωλείο Πατάκη (19.12), όπου συμμετείχαν ο Βασίλης Κάλφας (καθηγητής φιλοσοφίας στο ΑΠΘ), η Κατερίνα Σχινά (κριτικός λογοτεχνίας και συγγραφέας), ενώ αποσπάσματα από το βιβλίο διάβασε ο ηθοποιός Αντώνης Μυριαγκός.”

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top