Fractal

Διήγημα: “Γυμνά πόδια…”

Της Έλενας Χουσνή //

 

 

 

 

“Γυμνά πόδια…”

 

Τον έβλεπα στην καντίνα για περίπου δύο εβδομάδες. Θα πρέπει να ` ταν γύρω στα δεκαπέντε, άντε δεκάξι το πολύ. Σχετικά κοντός και πολύ αδύνατος, σου έδινε την εντύπωση ότι η ανάπτυξή του είχε σταματήσει απότομα, πριν ολοκληρωθεί. Σκούρο δέρμα, μαλλιά μαύρα και καλοχτενισμένα και ένα πρόσωπο που, όταν το πρόσεχες, σκεφτόσουν ότι μεγαλώνοντας και ωριμάζοντας θα αποκτούσε γωνίες και μια κάποια γοητεία. Τα χέρια του ήταν μακριά και μυώδη με μεγάλα λεπτά δάχτυλα. Τα ρούχα του ήταν καθαρά και πάσχιζε να είναι κι εκείνος καθαρός και περιποιημένος. Αν και ήταν τόσες ώρες στην καντίνα, δουλεύοντας, σερβίροντας και καθαρίζοντας, έμοιαζε να μην ιδρώνει ποτέ. Και να σκεφτείς ότι ήταν Αύγουστος και η ζέστη είχε γίνει αφόρητη, ακόμη και τα βράδια. Πασχίζαμε όλοι να την αντέξουμε, αναζητώντας λίγη δροσιά στο θαλασσινό αεράκι.

Ο Νάσος, ο «καντινιέρης» όπως τον φωνάζανε όλοι, ήταν από τους παλιούς στο χώρο. Ήξερε να μυρίζεται την ευκαιρία, πριν εκείνη παρουσιαστεί. Έτσι κατάλαβε, πριν προλάβουν να το σκεφτούν άλλοι, ότι οι πρόσφυγες ήταν η «χρυσή πελατεία» του καλοκαιριού. Ήταν πολλοί και ήταν πεινασμένοι. Οι εθελοντές έκαναν ό,τι μπορούσαν. Καθημερινά κουβαλούσαν καζάνια που ετοίμαζαν σε σκηνές που είχαν στήσει μέσα στα χωράφια. Το φαγητό όμως δεν ήταν ποτέ αρκετό. Άσε που συνεχώς έφταναν άνθρωποι στο λιμάνι, κουρασμένοι και πεινασμένοι. Κι έτσι ο Νάσος κατάλαβε αμέσως ότι αυτή ήταν η ευκαιρία του.

Έστησε την καντίνα του περίπου εκατό μέτρα από το λιμάνι. Ήθελε πιο κοντά αλλά δεν υπήρχε χώρος. Δεν πειράζει. Κι εκεί καλά ήταν. Ίσως και καλύτερα. Πρώτον γιατί όλοι από εκεί περνούσαν για να μπουν στο λιμάνι και δεύτερον γιατί έτσι δεν θα έχανε και την ντόπια πελατεία του. Έστησε όλο κι όλο πέντε τραπεζάκια για τους τακτικούς πελάτες, μην χάσουν την βολή τους. Εμάς μας έλεγε χαϊδευτικά χασομέρηδες γιατί ξεροσταλιάζαμε εκεί με τις ώρες. Πάντα του απαντούσα ότι εμείς ήμασταν …. χασοβράδυδες!». Εξάλλου η καντίνα ήταν ανοιχτή μόνο το βράδυ. Του άρεσε αυτό και άρχισε να το λέει κι εκείνος.

Τον μικρό τον εμφάνισε στις αρχές Αυγούστου. Δεν ήταν ο μόνος που έδινε μεροκάματο σε πρόσφυγες. Το κάνανε πολλοί κι ας ήταν παράνομο. Όλοι το ξέρανε, αλλά κανένας δεν μιλούσε. Άλλοι γιατί δεν ήθελαν να ανακατευτούν κι άλλοι από συμπόνια γιατί ήξεραν ότι οι περισσότεροι από τους πρόσφυγες είχαν δώσει ό,τι είχαν και δεν είχαν για να περάσουν με σαπιόβαρκες στο νησί. «Λαθρόβαρκες» τις λέγαμε ή «πλωτά φέρετρα» αφού ανοίγαν με το πρώτο κύμα κι είχαν στείλει στον πάτο τόσον κόσμο. Τρέμαμε κάθε πρωί που ξυπνούσαμε ότι θ` ακούσουμε πάλι για πτώματα που ξέβρασε η θάλασσα.

«Δεν θα μπω ξανά στη θάλασσα», έλεγε ο Νάσος. «Σκέψου να κολυμπάς και να βρεθείς δίπλα σε κανένα πτώμα».

Έτσι ήταν. Δεν ήτανε ο μόνος που το σκεφτόταν. Αυτό το καλοκαίρι όλοι νιώθαμε αλλιώς για τη θάλασσα.

«Χάσαμε την ξεγνοιασιά μας», του είπα μια βραδιά. «Δεν είναι η θάλασσα που ξέραμε, αυτή. Είναι άλλη θάλασσα. Σαν να σκούρυνε».

Κούνησε το κεφάλι του συμφωνώντας.

Ο μικρός από την πρώτη βραδιά έπιασε δουλειά σαν να ήταν από πάντα εκεί. Ίσως να του είχε δείξει ο Νάσος τα κατατόπια πριν έρθει ή μπορεί απλά να ήταν συνηθισμένος να κάνει τέτοιες δουλειές. Προσπάθησα να πιάσω κουβέντα μαζί του, μα δεν καταλάβαινε. Δεν μιλούσε αγγλικά και ό,τι καταφέρναμε να πούμε, ήταν με νοήματα κι αυτό λειψό.

«Μην προσπαθείς, δεν καταλαβαίνει» μου είπε ο Νάσος

«Κι εσύ πως συνεννοείσαι;» Τον ρώτησα

«Με νοήματα».

«Πώς τον λένε;»

«Δεν ξέρω»

«Καλά και πώς τον φωνάζεις;»

«Μωχάμεντ».

«Έτσι τον λένε;»

«Έτσι τον φωνάζω»

Και κάπως έτσι μάθαμε όλοι να τον φωνάζουμε Μωχάμεντ και να συνεννοούμαστε κουτσά – στραβά με νοήματα. Δεν χρειάζονταν και πολλά άλλωστε. Να φάμε και να πιούμε θέλαμε. Αυτά τα φωνάζαμε στον Νάσο, εκείνος τα ετοίμαζε και φώναζε τον μικρό να τα πάρει. Έπειτα του έδειχνε σε ποιο τραπέζι να τα πάει, δεν ήταν και πολλά, κι αυτό ήταν. Τους πελάτες, τους πρόσφυγες δηλαδή, τους εξυπηρετούσε εκείνος κατευθείαν από το παραθυράκι μπροστά στην καντίνα. Και δεν είχαν τελειωμό. Η ουρά καμία φορά ήταν τόσο μεγάλη που έβγαινε έξω στον δρόμο, λοξοδρομούσε για να μην κόβει την κίνηση και σταματούσε στο λιμάνι, εκεί που είχανε βάλει τα κοντέινερ για να μένουν. Εκεί έμενε και ο Μωχάμεντ. Τον έβλεπα να περπατάει προς τα εκεί όταν έκλεινε η καντίνα.

Ένα βράδυ τον ακολούθησα. Πέντε μήνες τώρα ήταν τα κοντέινερ στο λιμάνι, μια ανάσα από την καντίνα, κι εγώ δεν είχα πάει προς τα εκεί να δω τι γίνεται. Λες και απέφευγα να αποδεχτώ ότι λίγα μέτρα παραπέρα ήταν ένας άλλος κόσμος. Ένα μικρό χωριό είχε φτιαχτεί για να φιλοξενήσει τους χιλιάδες πρόσφυγες και όσο έπιανε το μάτι σου, κοντέινερ, σκηνές και πρόχειρα καταλύματα είχαν καταλάβει το χώρο. Ήταν τόση η ησυχία που δημιουργούσε μια απόκοσμη εικόνα. Λες κι οι ανάσες τους έφτιαχναν βουβή κραυγή. Βουβή ήταν άλλωστε και η απόγνωσή τους, αυτό το ξέραμε. Όπως ξέραμε κι ότι εμείς ήμασταν οι πρώτοι που έπρεπε να τους δώσουμε μιαν ελπίδα ότι δεν κάνανε το ταξίδι τους χωρίς λόγο. Ότι μπορούσαν να περιμένουν μια νέα αρχή.

Ο Μωχάμεντ ξαφνιάστηκε. Του έκανα ένα νεύμα, δεν ξέρω τι κατάλαβε, προσπαθώντας να του πω ότι απλά έκανα βόλτα. Περπατήσαμε σιωπηλοί, με μια απόσταση μεταξύ μας μέχρι το σημείο που ήταν τα κοντέινερ.. Κάποια στιγμή συνειδητοποίησα ότι εκείνος απομακρυνόταν. Μου έκανε ένα νεύμα σε χαιρετισμό και μπήκε σε μία από τις σκηνές που βρίσκονταν στο παρκινγκ του λιμανιού. Μια μικρή σκηνή την οποία μοιραζόταν με άλλον έναν. Πλησίασα και τον είδα να ξαπλώνει όπως – όπως μέσα, προσπαθώντας να μην ενοχλήσει τον άλλον που κοιμόταν και τα πόδια του έβγαιναν έξω. Μετά από λίγο ξεπρόβαλλαν και τα δικά του πόδια, γυμνά. Απόμεινα να τα κοιτάζω. Τα πόδια δύο μικρών αγοριών που μοιράζονταν μια μικρή σκηνή, σ` ένα λιμάνι γεμάτο από ανώνυμους ανθρώπους. Η εικόνα με έκανε να αναρωτηθώ για πρώτη φορά για την ζωή αυτού του αγοριού. Από πού ήταν; Πώς βρέθηκε στο νησί; Με ποιόν ήταν εδώ; Ποιος ο άλλος που μοιράζονταν την σκηνή μαζί του; Τι περίμενε να βρει εδώ που ήρθε κι εκεί που ήθελε να πάει; Ένα μικρό αγόρι, μόνο, σε μια ξένη χώρα, να προσπαθεί να ξεκουραστεί σε μια μικροσκοπική σκηνή. Κι αυτή ακόμη δεν ήταν δική του….

Από την επόμενη μέρα, ο Μωχάμεντ με χαιρετούσε κάθε φορά που με έβλεπε. Δεν μιλούσε, μόνο μου έγνεφε ντροπαλά, λες και ήθελε να μου πει ότι κάτι είχαμε μοιραστεί το προηγούμενο βράδυ. Ότι είχα μπει και εγώ λίγο στον κόσμο του, όπως έμπαινε κι αυτός στον δικό μου κάθε βράδυ, εκεί στην καντίνα.

Δυό μέρες αργότερα έφερα στον Μωχάμεντ ένα παντελόνι κι ένα μακό μπλουζάκι. Δεν ξέρω γιατί το έκανα. Μάλλον σκέφτηκα ότι εκεί που ήταν, στο λιμάνι, δεν είχε που να πλύνει τα ρούχα του και σίγουρα δεν είχε πολλά. Όλοι με ένα σακίδιο έρχονταν. Μια αλλαξιά ρούχα, τα χαρτιά τους, αν είχαν, και ένα κινητό τηλέφωνο. Αυτό το φυλούσαν με νύχια και με δόντια. Ήταν ο μόνος τρόπος που είχαν να επικοινωνήσουν με τις οικογένειές τους, όπου κι αν βρίσκονταν. Πίσω στην πατρίδα ή κάπου αλλού να τους περιμένουν.

Του τα έδωσα μια στιγμή που ο Νάσος δεν έβλεπε. Δεν ξέρω γιατί το έκανα αυτό. Δεν ήθελα να δει ότι βοηθούσα το παιδί. Ο Μωχάμεντ τα πήρε απορημένος. Του έκανα νόημα να μην μιλήσει κι αυτός έβαλε παραμάσχαλα την σακούλα και για λίγο χάθηκε πίσω από την καντίνα. Μπορεί κάπου να τα έκρυψε γιατί όταν επέστρεψε δεν τα κρατούσε.

Κάθε βράδυ τον συνόδευα στην σκηνή του όταν τελείωνε τη δουλειά. Στην αρχή τον ξάφνιασε αυτό αλλά μετά μάλλον το συνήθισε. Δεν ανταλλάσσαμε ούτε λέξη – σε ποια γλώσσα άλλωστε να συνεννοηθούμε –, απλά περπατούσαμε δίπλα – δίπλα μέχρι να φτάσουμε στη μικρή σκηνή του. Μετά μου έγνεφε ντροπαλά, εγώ του έλεγα καληνύχτα, και εκείνος έμπαινε μέσα. Την τέταρτη ή πέμπτη βραδιά, όταν φτάσαμε βρήκαμε τον συγκάτοικό του ξύπνιο. Καθόταν οκλαδόν στο τσιμέντο μπροστά στη σκηνή, κάπνιζε και κάτι έβλεπε στο κινητό του. Ο Μωχάμεντ τον είδε, σταμάτησε απότομα και γύρισε προς το μέρος μου. Με κοίταξε σαν να προσπαθούσε κάτι να μου πει. Συνέχισε να κοιτάει μια εμένα και μια τον νεαρό, όλο και πιο νευρικός, όλο και πιο ανήσυχος.. Ο άλλος κάρφωσε τα μάτια του πάνω μου και εγώ κατάλαβα γιατί ο Μωχάμεντ είχε ταραχτεί. Οι κινήσεις του ήταν νευρικές, το πρόσωπό του βλοσυρό και τα μάτια του κοιτούσαν αγριεμένα και επιθετικά. Μίλησε στον Μωχάμεντ θυμωμένα. Του μιλούσε γρήγορα, χειρονομώντας και δείχνοντας κατά το μέρος μου κι εκείνος τον άκουγε με το κεφάλι σκυμμένο χωρίς να απαντά. Έμεινα για λίγο να παρακολουθώ την σκηνή νιώθοντας ότι είχα εισβάλλει απρόσκλητος σε σπίτι όπου δεν ήμουν ευπρόσδεκτος. Μετά από λίγο έφυγα.

Από τότε ο Μωμάντ ήταν διαφορετικός. Δεν με χαιρετούσε όταν με έβλεπε, απέφευγε να έρθει κοντά στο τραπεζάκι που καθόμουν και κάποια στιγμή έφερε και ακούμπησε στην άδεια καρέκλα δίπλα μου, την σακούλα με τα ρούχα που του είχα αγοράσει. Αυτή τη φορά ο Νάσος τον είδε και ο μικρός δεν έκανε τίποτε για να το αποφύγει. Κι όταν η καντίνα έκλεισε, ο μικρός έφυγε σχεδόν τρέχοντας.

«Μην ασχολείσαι μαζί του» μου είπε ο Νάσος. «Αυτός σε λίγες μέρες θα έχει φύγει. Ξέρεις πόσοι σαν κι αυτόν θα έρθουν; Χιλιάδες. Άσ` τον στην ησυχία του καλύτερα»

Για πρώτη φορά δεν περπάτησα με τον Μωχάμεντ μέχρι το λιμάνι. Εκείνο το βράδυ τον ακολούθησα από απόσταση, φροντίζοντας να μην με καταλάβει. Τον είδα να παίρνει τον δρόμο προς την σκηνή του. Τον είδα να μπαίνει μέσα και σε λίγο τα γυμνά του πόδια να ξεπροβάλλουν. Ήταν μόνος του εκείνη την βραδιά. Έμεινα εκεί, κρυμμένος, να ακουμπώ σε ένα πεζούλι και να παρακολουθώ τα γυμνά του πόδια. Θα πρέπει να έμεινα έτσι, χαμένος στις σκέψεις μου, για πάνω από μία ώρα. Την στιγμή που ήμουν έτοιμος να φύγω, είδα τον άλλον να καταφθάνει. Με ένα τσιγάρο πάλι στο στόμα, και το κινητό στο αυτί του, πλησίασε τη σκηνή, έκλεισε το τηλέφωνο, πέταξε την γόπα κάτω, χωρίς να μπει στον κόπο να τη σβήσει, και μετά κλώτσησε με δύναμη τα πόδια του Μωχάμεντ.

Τινάχτηκα πάνω αλλά δεν έκανα βήμα. Απέμεινα ακίνητος να περιμένω. Το κεφάλι του μικρού πρόβαλε μετά από ένα λεπτό. Βγήκε έξω και φόρεσε όπως – όπως τα παπούτσια του. Ξεκίνησαν να περπατούν στο δρόμο κι εγώ έμεινα στη γωνιά μου να τους παρακολουθώ. Κατευθύνθηκαν προς στην καντίνα. Μετακινήθηκα με προσοχή και φρόντισα να μην τους χάσω από τα μάτια μου. Μετά από λίγο έφτασαν στο αποθηκάκι που υπήρχε πίσω από την καντίνα. Ήταν ένα παλιό κτίσμα που ο Νάσος νοίκιαζε για να φυλάει τα κρέατα και τα ποτά. Τώρα ήταν εκεί και φάνηκε ότι τους περίμενε. Μόλις έφτασαν κοντά του, εκείνος άνοιξε την πόρτα από την αποθήκη και έσπρωξε τον μικρό μέσα. Έπειτα κλείδωσε και κάτι είπε στον «συγκάτοικο» που έφυγε αμέσως.

Έμεινα ασάλευτος να παρακολουθώ την σκηνή. Μια παγωμάρα στο κορμί με έκανε να μην μπορώ να κουνηθώ. Πισωπάτησα και κρατήθηκα από μια κολώνα της ΔΕΗ. Η λάμπα ήταν χαλασμένη και δεν υπήρχε κανένα φως γύρω μου αλλά η βραδιά ήταν ξάστερη και μπορούσα να δω καθαρά. Ο Νάσος κάθισε σε μια καρέκλα και ακούμπησε το κεφάλι του στο πίσω μέρος της καντίνας. Στην αρχή μου φάνηκε ότι αποκοιμήθηκε. Έπειτα όμως τον είδα να σαλεύει. Κοιτούσε το ρολόι του κάθε λίγο και λιγάκι ενώ κάπνιζε το ένα τσιγάρο πίσω από το άλλο. Όταν πέρασε μισή ώρα, προχώρησε προς την αποθήκη, χτύπησε την πόρτα, περίμενε λίγο και μετά την άνοιξε. Πέρασαν δύο λεπτά και είδα τον Μωχάμεντ να ξεπροβάλλει. Ο Νάσος τον άφησε να περάσει από δίπλα του χωρίς να του πει τίποτε και μετά κινήθηκε προς την καντίνα. Από το αποθηκάκι βγήκε άλλος ένας. Δεν τον ήξερα. Έφυγε σχεδόν τρέχοντας. Ο Νάσος κλείδωσε το αποθηκάκι και άρχισε να περπατά προς το αυτοκίνητό του.

Μόνο τότε αναζήτησα τον Μωχάμεντ. Τον είδα να προχωρά προς την σκηνή του. Με τους ώμους καμπουριασμένους και το κεφάλι σκυφτό. Η σιγή που επικρατούσε στο λιμάνι και το σώμα του Μωχάμεντ μπλέχτηκαν στα μάτια μου σαν ένα αταίριαστο κουβάρι. Η εκκωφαντική σιωπή της νύχτας από τη μια και το σώμα του που βοούσε, που κραύγαζε απελπισμένο από την άλλη, χαστούκισαν το μυαλό μου. Αυτή τη φορά μπήκε στην σκηνή του με αργές κινήσεις αφού δεν ήταν κανείς εκεί να τον βιάζει. Και μετά, όπως κάθε φορά, είδα δυό πόδια να ξεπροβάλλουν. Γυμνά.

Έμεινα μέχρι το πρωί παρακολουθώντας τα πόδια του. Μόνο όταν ξημέρωσε για τα καλά και το λιμάνι άρχισε να ξυπνά, έφυγα. Για μια εβδομάδα έκανα το ίδιο και κάθε βράδυ έβλεπα την ίδια σκηνή να εκτυλίσσεται μπρος στα μάτια μου. Τον Μωχάμεντ, τον Νάσο, το αποθηκάκι, την καντίνα, την σκηνή, τα γυμνά πόδια, το ξημέρωμα. Μόνο που κάθε φορά, η παγωμάρα που είχε φυτρώσει μέσα μου εκείνο το πρώτο βράδυ, θέριευε και πιο πολύ. Και μαζί της θέριευε και η απόφαση να μην ακολουθήσω ξανά αυτή τη διαδρομή.

Τώρα πήγαινα στην καντίνα την στιγμή που άνοιγε και έφευγα λίγο πριν κλείσει. Τώρα δεν μιλούσα σχεδόν καθόλου στον Νάσο. Μόνο τον κοιτούσα. Τώρα παρακολουθούσα κάθε κίνησή του, κάθε λέξη του, κάθε ανάσα του. Και όσο τον παρατηρούσα, τόσο πιο συχνά έβλεπα στο πρόσωπό του να φυτρώνουν δύο γυμνά πόδια. Αλλά εκείνος παρέμενε εκεί, ίδιος κι απαράλλαχτος, να γεμίζει πίτες με σουβλάκια, να ανοίγει μπύρες, να πιάνει λεφτά, να δίνει ρέστα, και μετά πάλι από την αρχή. Και στο τέλος της μέρας, ν` ανοίγει την ταμειακή μηχανή που δεν την χρησιμοποιούσε ποτέ για αποδείξεις, να παίρνει τα λεφτά, να γυρίζει από την άλλη για να τα μετρήσει και μετά να τα βάζει στην τσέπη του. Συνειδητοποίησα ότι ήταν η μόνη στιγμή που δεν ήταν κατσούφης. Η μόνη στιγμή που κάτι στο πρόσωπό του γελούσε. Όταν μετρούσε τα λεφτά και τα έβαζε στην τσέπη του. Μόνο τότε…

Τα λεφτά. Η καντίνα. Ο Νάσος. Ο Μωχάμεντ. Το αποθηκάκι. Και πάλι τα λεφτά. Και το λιμάνι. Οι σκηνές και τα γυμνά πόδια. Δεκάδες γυμνά πόδια. Και ένα ζευγάρι παγωμένα. Από την ίδια παγωμάρα που ένιωθα κι εγώ μέσα μου και που με έκανε να μην βλέπω πια το πρόσωπο του Νάσου ή του άλλου, του κάθε άλλου, που έφευγε κάθε βράδυ τρέχοντας από το αποθηκάκι. Μόνο τον Νάσο έβλεπα να μετράει τα λεφτά και μετά το πρόσωπό του να φωτίζεται και μετά να μετατρέπεται σε μια μάσκα με δύο πόδια. Τα ίδια πάντα και πάντα παγωμένα…

Η τελευταία μου βραδιά στην καντίνα ήταν η πιο ζεστή του καλοκαιριού. Έφυγα νωρίτερα απ`ότι συνήθως, έκανα έναν μεγάλο κύκλο και κρύφτηκα πίσω από το αποθηκάκι φροντίζοντας να μην με δει κανείς. Περίμενα τον Μωχάμεντ να φανεί. Ήταν γύρω στις πέντε όταν τον είδα να έρχεται. Ο άλλος, ο «συγκάτοικος» ήταν μπροστά και πάλι.. Άκουσα την πόρτα να κλείνει αλλά αυτή τη φορά δεν περίμενα να περάσει η ώρα. Βγήκα από την κρυψώνα μου και είδα τον Νάσο, καθισμένο στην καρέκλα του, με το κεφάλι ακουμπισμένο στην καντίνα, να καπνίζει. Προχώρησα προς την πόρτα. Τα κλειδιά ήταν επάνω. Τα χέρια μου, μουδιασμένα θαρρείς, δεν μπορούσαν να την ανοίξουν. Τα αυτιά μου βούιζαν και οι ήχοι έφταναν παραμορφωμένοι, ανάκατοι, μπερδεμένοι. Την ώρα που έμπαινα μέσα, πρόλαβα να δω τον Νάσο να ανοιγοκλείνει το στόμα του, να σηκώνεται, να τρέχει και, λίγο πριν κλείσω την πόρτα, να βουτάει κατά πάνω μου. Κι έπειτα έναν ήχο έξω από τη πόρτα σαν κάτι βαρύ, τεράστιο να είχε πέσει πάνω της. Δεν πρόλαβα να σκεφτώ τίποτε άλλο. Μόνο γύρισα και αντίκρισα αυτό που ήξερα, αυτό που φοβόμουν. Αυτό με το οποίο απέφευγα να αναμετρηθώ. Είδα τον Μωχάντ να στρέφεται προς το μέρος μου. Με τα μάτια θολά και παραιτημένα. Να μην κοιτούν εμένα. Να μην κοιτούν ούτε κάν το κενό. Να μην κοιτούν τίποτε. Το σώμα του κουβαριασμένο πάνω στο κρεβάτι, άδειο θαρρείς από ζωή, μα άδειο και από θάνατο. Σαν ζόμπι, που ψάχνει να βρει σε ποιόν κόσμο ανήκει. Στον κόσμο των νεκρών ή των ζωντανών. Δεν κουνήθηκε.

Αλλά κουνήθηκε ο άλλος. Εκείνου τα μάτια καρφώθηκαν πάνω μου. Για λίγο αναμετρηθήκαμε με τα μάτια. Πολεμήσαμε χωρίς κανείς μας να νικήσει. Πρόλαβα όμως να δω αυτά που ήθελα. Το μίσος του, την αγωνία του και πριν από αυτά την «ευχαρίστησή» του. Είχε πάρει αυτό που ήθελε και ήταν ευχαριστημένος με τον εαυτό του. Μόνο τότε υποχώρησε η παγωμάρα μου και ένας θυμός, θορυβώδης, απροσμέτρητος, τυφλός μου επιτέθηκε μανιασμένα. Έφυγε το βουητό από τα αυτιά και μπήκε στην καρδιά τεμαχίζοντάς την… Σήκωσα το σφυρί χωρίς να καταλάβω τι είχα στα χέρια μου. Έτρεξα πάνω στο κτήνος και το χτύπησα μία, δύο , τρεις άπειρες φορές. Δεν πρόλαβε να αντιδράσει. Ή ίσως και να πρόλαβε, δεν θυμάμαι. Σταμάτησα μόνο όταν τα μάτια μου έγιναν κόκκινα. Γέμισαν από αίμα ζωντανό.. Τα σκούπισα και βγήκα έξω. Είδα τον Νάσο ξαπλωμένο κάτω. Έσκυψα από πάνω του. Ανέπνεε.

Μπήκα στο αποθηκάκι και άνοιξα τα ψυγεία. Πήρα ό,τι βρήκα μπροστά μου. Όλα ωμά και άψητα. Εκείνο το βράδυ τον ανάγκασα να φάει το φαγητό του. Μέχρι την τελευταία μπουκιά. Άψητο. Με τα αίματα. Μόνο όταν το κατάπιε όλο σταμάτησα. Και μόνο τότε, έψαξα στην τσέπη του, πήρα τα λεφτά και τα σκόρπισα πάνω του.

Δεν θυμάμαι τίποτε άλλο. Μόνο το βούισμα από τα αυτιά και την καρδιά να φεύγει και να εξαφανίζεται σαν να μην υπήρξε ποτέ.

Ο Νάσος δεν υπήρχε πια, η καντίνα δεν υπήρχε πια.. Ο Μωχάμεντ δεν ήθελε να υπάρχει πια….. Και στο λιμάνι δεκάδες γυμνά πόδια…. Κάποια συνέχιζαν να είναι παγωμένα…

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top