Fractal

Ιστορίες πολέμου και αντίστασης

Γράφει ο Παναγιώτης Τσιαμούρας // *

 

Ζοζέφ Αντράς, “Έτσι τους κάνουμε πόλεμο”, μετάφραση: Γιώργος Καράμπελας, Αθήνα, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, 2021, σελ. 96.

 

«Όταν της παρέδιδε τον Μπρίτσες, η παιδίατρος ψιθύρισε στη Βαλ Τώρα βλέπω όλο τον βούρκο που κρυβόταν πίσω απ’ την επιστημονική μας αργκό» (σ. 62)

Ιστορίες πολέμου, αλλά και αντίστασης, θα διαβάσει ο αναγνώστης στο μικρό –αλλά εξαιρετικό– βιβλίο του Ζοζέφ Αντράς, Έτσι τους κάνουμε πόλεμο. Ιστορίες που εκτυλίσσονται κατά τον 20ό αιώνα, αλλά ενός πολέμου που διαρκεί εδώ και χιλιετίες. Από τη μια πλευρά, επιστήμονες διψασμένοι για τιμές και δόξα, επιχειρηματίες διψασμένοι και κέρδος και άνθρωποι πεινασμένοι για κρέας: όλοι τους έτοιμοι για όλα, προκειμένου να πετύχουν τον στόχο τους: «ο καπιταλισμός είναι ο κόσμος του διαρκούς πολέμου, ο νόμος του κέρδους είναι η τάξη του θανάτου, η καθημερινή τάξη του καθημερινού θανάτου» (σ. 29). Από την άλλη, τα ζώα, όλων των ειδών τα ζώα: ποντίκια, σκύλοι, γάτες, πίθηκοι, αγελάδες· τα θύματα: των πειραμάτων και των ανατομιών, της ιεραρχικής ταξινόμησης, της εντατικής κτηνοτροφίας, των στρατόπεδων συγκέντρωσης που ευφημιστικά ονομάζονται ζωολογικοί κήποι, τσίρκα κλπ. Πλάι στα τελευταία θα συναντήσουμε ορισμένα φωτισμένα μυαλά: τις Λίζι Λιντ-αφ-Χάγκεμπι και Λέισα Κ. Σαρτάου· τον Γκάντι· έναν δικηγόρο ονόματι Σάμιουελ Κόλριτζ, απόγονο ενός φημισμένου ποιητή· τη Λουίζα Γούντγουορντ· τις σουφραζέτες και τις φεμινίστριες· τον δήμαρχο του Μπάτερσι («καταφύγιο ριζοσπαστών – κόκκινων, δημοκρατών, Ιρλανδών αυτονομιστών, φεμινιστριών, αντίπαλων της αποικιοκρατίας και της σφαγής ζώων, όλων των αποβρασμάτων, με μια λέξη», σ. 27)· τους ακτιβιστές του Μετώπου για την Απελευθέρωση των Ζώων. Θα συναντήσουμε και αυτούς μέσα στις σελίδες του βιβλίου, αλληλέγγυους, να προσπαθούν να σώσουν τα ζώα και την τιμή των ανθρώπων· και η φωνή τους δεν είναι λιγότερο ισχυρή από των αντιπάλων τους. Ας σταθούμε λίγο σε αυτό που δηλώνει ο δήμαρχος του Μπάτερσι: «Ενεργεί εν ονόματι των συμφερόντων της ανθρωπότητας και του ζωικού κόσμου» (σ. 27). Να κάτι που πρέπει να θυμόμαστε: ότι τα συμφέροντα των ανθρώπων δεν μπορούν να είναι σε βάρος των άλλων πλασμάτων, ότι τα συμφέροντα των δύο «βασιλείων» δεν μπορούν παρά να συγκλίνουν, αν θέλουμε να μιλάμε για αληθινή δικαιοσύνη. Διαφορετικά για ποια ανθρώπινη ευαισθησία και για ποιο διαφωτισμό έχουμε την αξίωση να μιλάμε, όταν καθημερινά θανατώνουμε, κακοποιούμε, εκμεταλλευόμαστε, ταλαιπωρούμε πλάσματα με νοημοσύνη, συναισθήματα, επιθυμίες;

Ο Ζοζέφ Αντράς μάς φέρνει αντιμέτωπους με μια σειρά από φρικτά εγκλήματα που διαπράττουμε εν ονόματι κάποιας υποτιθέμενης και αυτάρεσκης υπεροχής… Υπεροχή και εξαιρετικότητα ως προς τι; Μήπως στην επινοητικότητα των τρόπων να θανατώνουμε ανθρώπινα και άλλα όντα; Δεν κάνει την παραμικρή προσπάθεια να το κρύψει, απεναντίας: το έργο του είναι «στρατευμένο» στην υπεράσπιση των αδυνάτων και των αδικημένων, αλλά και όλων εκείνων που αγωνίστηκαν για να τους υπερασπιστούν, εξού και «είναι αφιερωμένο στους ανυπότακτους, στους λιποτάκτες, στους σαμποτέρ και στους ειρηνιστές» (σ. 88), με μια λέξη: «στα αποβράσματα». Ο Αντράς μιλάει με τρυφερότητα για τα θύματα και με σαρκασμό για τους θύτες, περιγράφοντας τα γεγονότα με αμεσότητα και δίχως περιττά φτιασιδώματα· δεν επιχειρεί καν να είναι αντικειμενικός – θα πρέπει εξάλλου μπροστά σε τέτοιες αποτρόπαιες πράξεις να είναι αντικειμενικός; Και τι άραγε να σημαίνει αυτή η λέξη;

Ο Αντράς περιγράφει τρία αληθινά γεγονότα με τους ανάλογους πρωταγωνιστές. Τον χειμώνα του 1903, στο αμφιθέατρο ενός πανεπιστημίου του Λονδίνου ένας καθηγητής πειραματίζεται μπροστά στους φοιτητές του ξεκοιλιάζοντας κυριολεκτικά έναν αλυσοδεμένο και φιμωμένο σκύλο. Δυο γυναίκες αντιδρούν, ξεκινούν καμπάνια ενάντια στη ζωοτομία και μαζί με έναν ακτιβιστή δικηγόρο παραπέμπουν σε δίκη τους υπαίτιους για αυτήν τη βαρβαρότητα που αθωώνονται πανηγυρικά, γιατί «το κράτος κάνει ατέλειωτη πίστωση στους βασανιστές» (σ. 53). Παρ’ όλα αυτά οι κινητοποιήσεις φουντώνουν, στον λαϊκό δήμο του Μπάτερσι στήνουν το άγαλμα του μαύρου σκύλου για να ακολουθήσουν ομηρικές μάχες απέναντι σε εκείνους που επιδιώκουν να το διαλύσουν. Λόγω αντιδράσεων αφαιρείται κρυφά από τις αρχές και θα χρειαστεί να περάσουν 75 χρόνια μέχρι να αντικατασταθεί. Αλλά τα πειράματα στον σκύλο είναι μονάχα η αφορμή, γιατί ο Αντράς δεν ξεχνά τα άλλα ζώα, θύματα στον βωμό του οικονομικού κέρδους: «Κάθε μέρα, ωστόσο, ζώα σκοτώνονται και ο Τάμεσης κυλά. Σε τίνος το όνομα οι μέρες δεν είναι πια αυτό που ήταν; Κάθε μέρα, ναι, τα άλογα τσακίζονται στη δουλειά και οι κόκορες ρίχνονται στη μάχη σε αρένες, οι πάπιες κυνηγιούνται στα βάθη των δασών και οι φασιανοί γίνονται κόσκινο από τα σκάγια, το λαρδί καταναλώνεται οικογενειακώς και τα λαγωνικά που κουτσαίνονται στις κυνοδρομίες εξοντώνονται, τα μουλάρια δέρνονται στους δρόμους και ο κόσμος ψαρεύει με καλάμι τις Κυριακές. Ελάχιστοι έβρισκαν κάτι ν’ αντιτάξουν σε όλα αυτά. Άλλωστε, ποιοι είμαστε εμείς για ν’ αντιμιλήσουμε στον λόγο του Θεού; “Πληρώσατε τὴν γῆν καὶ κατακυριεύσατε αὐτῆς και ἄρχετε τῶν ἰχθύων τῆς θαλάσσης καὶ τῶν πετεινῶν τοῦ οὐρανοῦ καὶ πάντων τῶν κτηνῶν καὶ πάσης τῆς γῆς καὶ πάντων τῶν ἑρπετῶν τῶν ἑρπόντων ἐπὶ γῆς γῆς”[Γένεσις Α΄] – ο Θεός δεν αφήνει περιθώρια αμφιβολίας, ο γέγραφα γέγραφα. Έτσι, κατακυριεύουμε, άρχουμε, περνάμε στο τραπέζι και ανοίγουμε τους σκύλους στα δύο: το δίχως άλλο, το βασίλειο θέλει να φανεί υπάκουο» (σ. 34).

Το 1985 σε κάποιο εργαστήριο ενός άλλου πανεπιστημίου (Ρίβερσαϊντ), αυτήν τη φορά στην Καλιφόρνια, ένας μικρός πίθηκος μακάκος, ο Μπρίτσες, τυφλώνεται εν ψυχρώ, ενώ μια συσκευή σόναρ καρφώνεται στο κεφάλι του, ώστε να μελετηθεί η συμπεριφορική και νευρική ανάπτυξή του. Διαβάζουμε για την επιχείρηση διάσωσης αυτού και εκατοντάδων άλλων φυλακισμένων ζώων από το Μέτωπο για την Απελευθέρωση των Ζώων (Animal Liberation Front [ALF]), με τη Βαλ και τον Τζος επικεφαλής. Επιτυχημένη προσπάθεια, καθώς απελευθερώνονται 467 ψυχές, «γάτες, ποντίκια, οπόσουμ, περιστέρια, χοιρίδια, κουνέλια» (σ. 58), μαζί και ο Μπρίτσες. Οι ζημιές που προκαλούν αγγίζουν τις 700.000 δολάρια. Αυτόνομες ομάδες του ALF δρουν σε δεκάδες χώρες με αρκετή επιτυχία, έτσι που το Μέτωπο θα χαρακτηριστεί «μία απ’ τις σοβαρότερες τρομοκρατικές απειλές κατά του έθνους» (σ. 48). Το μωρό πίθηκος ανοίγει επιτέλους τα ραμμένα μάτια του και ζει, όπως τα περισσότερα των απελευθερωμένων ζώων, μια φυσιολογική ζωή. Αντίθετα, τα μέλη του Μετώπου θα βρεθούν στην παρανομία με πολλές συλλήψεις και πολύχρονες καταδίκες. Αλλά όσο οι άνθρωποι θα «κάνουν κακό για να γιατρέψουν το κακό», υποστηρίζοντας ότι η «ιδέα αυτή έχει αξία ηθικής» και θα δημιουργούν τα καζάνια της κόλασης κάνοντας ένα αλλόκοτο παιχνίδι με τις λέξεις («[οι άνθρωποι] με την κάλυψη του νόμου, σκότωναν εκεί τους σκύλους με δηλητήριο, τους προκαλούσαν βρογχικές αιμορραγίες, τους κολλούσαν πνευμονικές λοιμώξεις, πόνους παντού, στο στόμα, στον οισοφάγο, στο στομάχι. Και μετά κατηγορούσαν ως εγκληματίες εκείνους που ξεσκέπαζαν το έγκλημα του νόμου. Τρομοκράτης, λέξη δαιμόνια», σ. 49), όσο «οι άνθρωποι θα κάνουν στα ζώα ό,τι δεν τολμούν να κάνουν στους εχθρούς τους εν καιρώ πολέμου, το Μέτωπο δεν θα πάψει να υπάρχει» (σ. 64).

Τέλος, τον Μάρτιο του 2014, σε εθνική οδό της βόρειας Γαλλίας μια αγελάδα και το μοσχαράκι της –«δύο άτομα δηλαδή» (σ. 72)– πέφτουν απ’ την καρότσα του φορτηγού. Κι ενώ το μικρό πιάνεται, η μητέρα πέφτει πάνω σε περιπολικά, γλιτώνει, διασχίζει δρόμους και ποτάμια, σε μια ξέφρενη πορεία προς την ελευθερία και τη διατάραξη της τάξης γύρω της που ανακόπτεται από 70 σφαίρες της αστυνομίας, «για να μην καταρρεύσουν όλα, η τάξη, οι νόμοι και τα μεγάλα λόγια» (σ. 78). «Τον λόγο που έκανε την αγελάδα να πηδήσει στον περιφερειακό της Σαρλβίλ-Μεζιέρ με το μηχανοκίνητο όχημα σε κίνηση, δεν θα τον μάθει ποτέ κανείς στ’ αλήθεια: η συνείδηση των ζώων αντιστέκεται στις έρευνές μας – δεν υπάρχει γι’ αυτές» (σ. 73).

 

Joseph Andras

 

Το κόκκινο νήμα που συνδέει τις τρεις ιστορίες είναι η ανθρώπινη σκληρότητα απέναντι στα ζώα και –κατά συνέπεια– σε καθετί διαφορετικό που υπάρχει στον πλανήτη. Είναι ιστορίες πόνου, βασανιστηρίων και θανάτου, που δικαιολογείται με τις ακρότητες ενός δογματικού και αποικιοκρατικού ορθολογισμού, ο οποίος έχει πάρει οριστικό διαζύγιο από κάθε συναίσθημα. Και αυτό απέναντι σε πλάσματα που, αποδεδειγμένα πλέον, έχουν επιθυμίες, διαθέτουν έναν πλούσιο συναισθηματικό κόσμο και μπορούν να βιώνουν τον πόνο, τον αποχωρισμό, τη στέρηση, τον εγκλεισμό, τη χαρά, τον ενθουσιασμό, την αφοσίωση και την ελπίδα. Ο Αντράς επιχειρεί να μπει στη θέση ενός ζώου, όπως η αγελάδα της Σαρλβίλ-Μεζιέρ, και να εξηγήσει γιατί πασχίζει να ξεφύγει από τον πολιτισμένο άνθρωπο με τόση αγωνία: «Κανένα εμείς δεν υπάρχει όταν το στομάχι σημαίνει πείνα. Όταν η γυναίκα σημαίνει τη σάρκα που βεβηλώνουμε. Όταν ο δούλος σημαίνει την κάψα του μαστίγιου. Το εμείς είναι αντωνυμία των ευημερούντων. Λεξούλα που αγαπούν οι ανθρωπιστές. Είμαστε οικουμενιστές όταν δεν αμφιβάλλουμε για τα δώρα του σύμπαντος· είμαστε ο κόσμος ολόκληρος όταν έχουμε καλογεννηθεί. Το εμείς είναι για να μη λέμε τίποτα για την ουσία της υπόθεσης: πως δεν υπάρχει ανθρωπότητα αλλά μόνο αυτοί που λένε τις εντολές κι εκείνοι που τις ακούνε. Το εμείς είναι ένα ψέμα χοντρό όπως όλα. Όμως το ψέμα αυτό, το ζώο έχει δίκιο να το χλευάζει. Γιατί κάτω απ’ τη φωτιά, γιατί κάτω απ’ τα χτυπήματα, γιατί κάτω απ’ τη λάμα, δεν υπάρχουν στα μάτια του υπουργοί και ζητιάνοι, κοντέσες και υπηρέτριες, φυλές καλές και κακές – μόνο το ίδιο είδος που εξαπλώνεται παντού σαν ένα. Έτσι, το ζώο τρέχει» (σσ. 80-81).

Αλλά θα ήταν παραπλανητικό και περιοριστικό να πούμε ότι το βιβλίο μιλάει μόνο για τη βία εναντίον των ζώων. Είναι εντυπωσιακός ο τρόπος με τον οποίο ο Αντράς μιλάει σε τόσο λίγες σελίδες για μια σειρά από ζητήματα τα οποία υπογραμμίζονται άλλοτε περισσότερο άλλοτε λιγότερο, αλλά που συνδέονται μεταξύ τους. Όπως η καταδίκη της βίας, σε κάθε μορφή της· για παράδειγμα, σε βάρος των γυναικών: «[πολλές γυναίκες καταλαβαίνουν] ότι η αντρική βία που φονεύει το σώμα των γυναικών και των ζώων είναι η ίδια, ότι η βία αυτή λέει πως η γυναίκα είναι σκύλα και πως τα ζώα είναι υπάρχοντα, ότι η βία αυτή αποφασίζει ποιος αξίζει να ζει και κυρίως σε ποια θέση, ότι η βία αυτά κατακτά το κρέας με το τουφέκι της ή με το ευθυτενές της φύλο» (σ. 33)· «αυτό που διακυβεύεται εδώ σήμερα δεν είναι τίποτε άλλο απ’ τον αγώνα ανάμεσα στη χειραφέτηση των γυναικών και την κυριαρχία των αντρών. Και θα πει: η κοινωνική πρόοδος, η υπόθεση των γυναικών, η άρνηση της κρεατοφαγίας και η άρνηση του πολέμου μεταξύ των εθνών, όλα αυτά προχωρούν μαζί» (σ. 37). Η πλέον απόλυτη καταδίκη του σαρκοφαλλογοκεντρισμού…

Παρά την τραγική κατάληξή της θα επέλεγα να διαβάσω την τελευταία ιστορία υπό το πρίσμα της αντίστασης: αυτήν τη φορά όχι εκ μέρους ανθρώπων που βρίσκονται στο πλευρό των ζώων, όπως συμβαίνει στις δύο πρώτες αφηγήσεις, αλλά από την πλευρά των ίδιων των ζώων, όταν γίνονται αφεντικά της ζωής τους και καθίστανται υποκείμενα πολιτικού λόγου. Ως μια ιστορία ηρωικής απόδρασης από τις φυλακές των ανθρώπων. Μολονότι είμαστε συνηθισμένοι να διαβάζουμε την ιστορία υπό την «ανθρωποκεντρική προκατάληψη», υπάρχει και η άλλη ιστορία, εκείνη «από τα κάτω» και από την (προ)οπτική των ζώων, την οποία έχουν αρχίσει να γράφουν τις τελευταίες δεκαετίες ερευνητές και στοχαστές όπως οι Τζέισον Χρίμπαλ, Άιλον Κοέν, Σαράτ Κόλινγκ κ.ά. Αν από την πλευρά του ο Τίλικουμ, μια όρκα που πέθανε τον Ιανουάριο του 2017 και είχε εμπλακεί σε τρία ατυχήματα που στοίχισαν τη ζωή σε ισάριθμους ανθρώπους, θα μπορούσε να θεωρηθεί ο Νατ Τέρνερ των φυλακισμένων του Sea World, η αγελάδα της ιστορίας είναι ένας οποιοσδήποτε δραπέτης, εκείνος που αποφασίσει να τα βάλει με τον λευκό δουλέμπορο: «απόδραση, να ή σωστή λέξη…αν η ελευθερία έχει κάποιο νόημα, εδώ το αποκτά στην πληρότητά του» (σ. 73). Γιατί η αγελάδα θέλει μόνο να ξεφύγει από τον ανθρώπινο ζυγό, από τον ορθό λόγο, τη νεωτερικότητα και την πρόοδο: «η αγελάδα δεν θέλει να την ξαναπιάσουν, το χοντρό πορτοκαλοκόκκινο σώμα της το λέει, το κερασφόρο κεφάλι της που αχνίζει μες στον χειμώνα το λέει, το σκοτάδι, το στρίμωγμα και το άγνωστο της καρότσας, όχι δεν θέλει ένας άνθρωπος να της ξαναβάλει χέρι, όχι, δεν τη θέλει τη σοφία του, την ευφυΐα του, τα γέλια του, τη σιγουριά του πως δεν έχει παρά να κάνει την ελαιογραφία του καλού Θεούλη στήλη καύσιμου, τη σιγουριά του πως δεν εφηύρε εκείνη τις ίνες νάιλον ούτε τον γραμμωτό κώδικα ούτε αυτόν τον κόσμο με το γκρίζο έδαφος, τη σιγουριά του πως εκείνη δεν ξέρει ότι ένας τύπος ονόματι Καντ υποστήριξε πως τα ζώα σαν εκείνη δεν έχουν καμιά συνείδηση, πως εκείνη δεν ξέρει ότι ένας τύπος ονόματι Χέγκελ έγραψε πως η φωνή της είναι κενή νοήματος, πως εκείνη δεν ξέρει ότι ένας τύπος με απρόφερτο όνομα είπε πως εκείνη δεν ξέρει τίποτα, τη σιγουριά του, ναι, πως εκείνη αγνοεί όλες αυτές τις καλά δεμένες, τακτοποιημένες, ευθυγραμμισμένες σκέψεις σε χαρτί: το μόνο που ξέρει αυτή τη στιγμή, με τις οπλές της να σφυροκοπούν την άσφαλτο, είναι ότι το σκάει και ότι θέλουν να την εμποδίσουν» (σ. 76). Αν εμείς, οι άνθρωποι, δεν μπορούμε –δεν θέλουμε– να διαβάσουμε με αυτόν τον τρόπο την ιστορία των ζώων, είναι δικό μας πρόβλημα, όχι δικό τους… Δεν είναι τυχαίο ότι ο Αντράς συνδέει τη μοίρα των ζώων με τη μοίρα των ανθρώπων: «η ειρήνη την οποία ονειρεύεται ο Ζορές για τους ανθρώπους και τα έθνη θα μείνει όνειρο όσο θα τσαλαβουτά στο αίμα των ζώων» (σ. 29) και ακόμη περισσότερο τη συσχετίζει με το πρόταγμα του «σοσιαλισμού» (σσ. 35-37). Αντί να χαμογελάμε στα κρυφά, λέγοντας «μελοδραματισμοί αργόσχολων γυναικών! συμπόνια μουνούχων» (σ. 37), θα ήταν προτιμότερο να στοχαστούμε λίγο πάνω σε αυτόν τον συσχετισμό του σοσιαλισμού με την τραγική πραγματικότητα των ζώων, πριν πούμε πόσο εξαιρετικό είναι το βιβλίο, μόνο και μόνο για να βυθιστούμε στη συνέχεια –με ήσυχη και απενοχοποιημένη πλέον τη συνείδησή μας– στη «ζουμερή μπριζόλα» που έχουμε μπροστά μας…

 

 

[*] O Παναγιώτης Τσιαμούρας είναι διδάκτωρ Φιλοσοφίας Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Από τις εκδόσεις Κυαναυγή κυκλοφορεί το βιβλίο του Για μια φιλοσοφία της ζωότητας. Aπό το ανοιχτό στην απελευθέρωση των ζώων (2021).

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top