Fractal

Ελπίδες και αυταπάτες στην μεταπολεμική Αθήνα

Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη //

 

Γιάννης Μαρής, «Ο δολοφόνος φορούσε σμόκιν». Εκδόσεις Άγρα. Αθήνα 2022

 

Η υπόθεση του βιβλίου αυτού του Γιάννη Μαρή έχει κάπως έτσι. Ένα βροχερό βράδυ, μετά από την παρακολούθηση μιας αστυνομικής ταινίας σε κινηματογράφο του Πειραιά, ο νεαρός οπερατέρ του κινηματογράφου Αγγελίδης, καθώς επιστρέφει, κουρασμένος και νυσταγμένος από το τράνταγμα του τραίνου και τον μονότονο κρότο των τροχών πάνω στις σιδηροτροχιές, το τελευταίο τραίνο του υπογείου από τον Πειραιά προς το σπίτι του στην Αθήνα, σε ένα έρημο και σκοτεινό δρομάκι στο Θησείο έχει την εντύπωση πως βλέπει έναν κύριο που φορούσε σμόκιν να πετά έξω από το αυτοκίνητο του το σώμα μιας γυναίκας. Στην πραγματικότητα, παρακολουθούσε εντελώς μηχανικά από το θαμπό παράθυρο τα σπίτια που περνούσαν μπροστά στο οπτικό του πεδίο. Η βροχή που έπεφτε θόλωνε σε μεγάλο βαθμό τα τζάμια του βαγονιού, με τους λίγους ούτως ή άλλως επιβάτες, με αποτέλεσμα ο Αγγελίδης να μην είναι σίγουρος αν αυτό που είδε ήταν αληθινό ή απλώς το φαντάστηκε, αφού κανένας από τους άλλους συνεπιβάτες του δεν αντιλήφθηκε κάτι το ιδιαίτερο και ειδικά το συνταρακτικό εκείνο γεγονός.

Την άλλη μέρα όμως, θα διαβάσει στην εφημερίδα ότι, «Νέα, αγνώστου ταυτότητας, βρέθηκε τις μεταμεσονύκτιες ώρες νεκρή στην οδό Διόδωρου, σε μικρή απόσταση  από τις γραμμές του ηλεκτρικού», και τότε αρχίζει να συζητά με την Καίτη Καρέζη, φοιτήτρια της ιατρικής που έμενε στο ίδιο σπίτι με εκείνον, νοικιάζοντας ένα άλλο δωμάτιο φυσικά, ότι αφορούσε αυτή την περίεργη υπόθεση η οποία άρχιζε σοβαρά να τον βασανίζει. Το πτώμα της γυναίκας που βρέθηκε, ανήκε στην Ζιζή Μενδρινού, ένα μανεκέν, που είχε πεθάνει σύμφωνα με τις δηλώσεις των ιατροδικαστών από ισχυρή δόση δηλητηρίου. Σύμφωνα με την οικογένειά της, τον τελευταίο καιρό παρουσίαζε έμμονη ιδέα αυτοκτονίας λόγω συνεχόμενων πολυποίκιλων αποτυχιών στη ζωή της. Ο Αγγελίδης εργαζόταν ως οπερατέρ σε μια εταιρεία που γύριζε φτηνές κωμωδίες και δακρύβρεκτα μελό, και γρήγορα εκεί όλοι μαθαίνουν την ιστορία του, με ανάμικτες κάθε φορά αντιδράσεις. Όταν αρχίζει αναγκαστικά να εκπτύσσει το ερασιτεχνικό αστυνομικό του δαιμόνιο, λόγω της εντελώς τυχαίας και έμμεσης εμπλοκής του, τότε καταλαβαίνει πως με όσους έρχεται σε επαφή και συζητά το θέμα, κάποιος απ’ όλους ή κάποιοι δεν έλεγαν την αλήθεια. Ακόμα και η μητέρα της ίδιας της γυναίκας! Η ερασιτεχνική ενασχόληση του Αγγελίδη, στη συνέχεια δίνει τη θέση της στην επαφή του με τον αστυνόμο Μπέκα, γνωστό και από άλλα μυθιστορήματα του Γιάννη Μαρή και στον οποίο θα καταθέσει όσα είδε ή πιστεύει. Ταυτόχρονα προσπαθεί να μάθει ποιοι συγκεκριμένα εκείνο το μοιραίο για την Μενδρινού βράδυ, θα μπορούσαν να φοράνε σμόκιν από τις επίσημες εκδηλώσεις που είχαν λάβει χώρα στην κοσμική πρωτεύουσα.

 

Γιάννης Μαρής

 

Και ο αστυνόμος Μπέκας, ενώ στην αρχή, και στο ένα τρίτο περίπου του μυθιστορήματος, αδιαφορούσε και πίστευε στην εκδοχή της αυτοκτονίας, στη συνέχεια σταδιακά θα αναλάβει την  παράξενη υπόθεση, ανεπίσημα, ελαφρά και για διασκέδαση, κατά δήλωσή του, η οποία παραλίγο να του στοιχίσει τη θέση που κατείχε στην υπηρεσία του. Στο προσκήνιο έρχονται σε συνεχόμενη βάση, πολλές όμορφες και νέες γυναίκες, ντυμένες με ακριβά ρούχα και έτοιμες να διασκεδάσουν στο πλευρό ανθρώπων με πολλά λεφτά και αυτοκίνητο! «…Γόησσες…Μοιραίες γόησσες… Στο βάθος δεν ήταν κι εκείνες παρά φτωχά, δυστυχισμένα πλάσματα, μόνα σ’ έναν κόσμο, που ορεγόταν τη σάρκα τους.  Ίσως και οι κακίες, οι πονηριές και τα κόλπα τους δεν ήταν παρά αναγκαίες πράξεις άμυνας. Να, αυτή η Ζιζή Μενδρινού. Γόησσα κι εκείνη του είδους… Γέλασε, γλέντησε, κορόιδεψε. Έπαιξε με τον ανδρικό πόθο, τον εκμεταλλεύτηκε και στο τέλος πέθανε…», για να ανακεφαλαιώσουμε την ιστορία ετούτη που ανάγεται χρονικά κάπου εκεί στη δεκαετία του ’50, στην Αθήνα και την οποία ο Γιάννης Μαρής σκιαγραφεί έξυπνα μέσα στο κείμενο ετούτο. Μία από τις πολλές ενδιαφέρουσες ιστορίες του δικού μας συγγραφέα αστυνομικών ιστοριών και υποθέσεων που χάραξαν έντονα και άφησαν το αποτύπωμά τους σε μια κοινωνία που προσπαθούσε να ανεύρει τον ρυθμό της μετά την εμφύλια σύρραξη που την σημάδεψε επίσης πολλαπλώς. Τα αυτοκίνητα λιγοστά, οι πλούσιοι και κάτοχοι περιουσιών δυσεύρετοι και ποθητοί, το ροκ εντ ρολ έκανε ξέφρενα την εμφάνισή του μαζί με τα ανάλογα κλαμπ, ενώ οι γυναίκες  χρησιμοποιούσαν τα προσωπικά τους χαρίσματα προς ίδιον και πρόσκαιρο όφελος, αδιαφορώντας για τα μελλούμενα. Ο Γιάννης Μαρής έχοντας ως πρόσχημα μια αστυνομική ιστορία, ξεδιπλώνει και σκιαγραφεί μια ολόκληρη εποχή, με την ατμόσφαιρα, το ευρύτερο περιβάλλον και τους ανθρώπινους χαρακτήρες που δραστηριοποιούνται με οποιοδήποτε τρόπο μέσα σε αυτό.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top