Fractal

Κοινωνική και πολιτική κριτική με όχημα την αστυνομική λογοτεχνία

Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη //

 

Manuel Vazquez Montalban, “Τατουάζ”. Μετάφραση: Αγγελική Βασιλάκου. Εκδόσεις Μεταίχμιο. Αθήνα, 2019

 

Όταν στην πλάτη του πνιγμένου από ημερών νεαρού, με τα ψάρια να του έχουν ήδη φάει τα μάτια και τα μάγουλα μετατρέποντας την αναγνώριση σε μια εξαιρετικά δύσκολη διαδικασία, αναγράφεται το τατουάζ ‘Γεννήθηκα για να βάλω φωτιά στην κόλαση’, τότε κάποιοι σφόδρα ενδιαφερόμενοι κινητοποιούνται αφού τους προσφέρεται κάτι ανέλπιστο, μια σημαντική πληροφορία, σχεδόν εξ’ αρχής. Το τατουάζ εκείνο, δρα πλέον ως το ειδικό ερέθισμα για περαιτέρω έρευνα και η υπόθεση αρχίζει να ξεδιπλώνεται και να παίρνει το δρόμο της με το δικό της χαρακτηριστικό και αργό τρόπο. Μερικοί, όπως ο Ραμόν, θέλουν να μάθουν μόνο την ταυτότητα του νεκρού, και μάλιστα έναντι αδρής αμοιβής. Ο Πέπε Καρβάλιο, ο νωχελικός ντετέκτιβ, δημιούργημα του Καταλανού Μανουέλ Βάθκεθ Μονταλμπάν δεν θα μπορούσε να μείνει αμέτοχος όταν απευθύνονταν σε αυτόν αναζητώντας πληροφορίες πέρα και πίσω  από τα πεδία της δημοσιότητας. Ο αποταμιευτικός του λογαριασμός ήθελε ακόμα πολλά ώστε να μην λιμοκτονήσει στα γεράματά του.  Έτσι άφησε για την ώρα το κορμί της πόρνης και ερωμένης του, Τσάρο, και προσέφυγε στη βοήθεια του λούστρου που άκουγε στο όνομα Μπρομούρο για άντληση οποιασδήποτε πληροφορίας σχετικά με τον νεκρό άντρα. Ο Μπρομούρο, ένας από τους λιγοστούς συνεργάτες του Καρβάλιο, είχε μακρύ βιογραφικό στην πλάτη του, αλλά τώρα πλέον ‘έβγαζε τα προς το ζην ως πληροφοριοδότης, πουλώντας πορνογραφικές τράπουλες ή παίζοντάς το χαριτωμένος καθώς εξηγούσε τη χρήση και την κατάχρηση της κρυμμένης δύναμης του βρομίου’. Ήταν η εποχή, βεβαίως, που τατουάζ έκαναν μόνο οι ναυτικοί και οι άνθρωποι της πιάτσας. Στον υπόκοσμο ήταν σπάνια για να αποφύγουν την όποια ταυτοποίηση ήθελε επισυμβεί στις πολυποίκιλες και παράνομες, ως επί το πλείστον,  δραστηριότητές τους.

Ο Μανουέλ Βάθκεθ Μονταλμπάν (1939-2003) ήταν ένας από τους τελευταίους συγγραφείς και αριστερούς διανοούμενους στο χώρο της μεσογειακής Ευρώπης, που προήλθαν απευθείας από τα σπλάχνα των  μεγάλων κομμουνιστικών κομμάτων  της δεκαετίας του 1960 και του 1970. Ο πρόσφατα αποβιώσας και πολύ γνωστός  Σικελός μυθιστοριογράφος αστυνομικών βιβλίων Αντρέα Καμιλλέρι (1925 – 17 Ιουλίου 2019), μάλιστα, έδωσε το όνομα του Καταλανού Μανουέλ Βάθκεθ Μονταλμπάν στον δικό του ήρωα επιθεωρητή, τον  Μονταλμπάνο, ως ελάχιστη ένδειξη αναγνώρισης και φόρο τιμής για τον Ισπανό συνάδελφό του. Γόνιμος δημοσιογράφος, δοκιμιογράφος και μυθιστοριογράφος, υπήρξε εξαιρετικός και ταλαντούχος διερμηνέας της Ισπανίας στην όλη διαδικασία του μετασχηματισμού της από τη ζοφερή και φοβισμένη χώρα της δικτατορίας του Φράνκο, στην περιορισμένη αλλά ζωντανή αστική δημοκρατία της επόμενης μέρας. Γεννήθηκε το έτος που σημάδεψε το τέλος του Ισπανικού εμφυλίου πολέμου με τη γνωστή νίκη του Φράνκο, και μεγάλωσε μέσα στις φτωχογειτονιές της Βαρκελώνης, και όλα αυτά κατά τη διάρκεια των χειρότερων χρόνων της δικτατορίας. Ήταν η εποχή κατά την οποία πολλοί άντρες από την πόλη του ‘απουσίαζαν’ απ’ τα σπίτια τους, γιατί είτε ήταν ήδη νεκροί, είτε εξορισμένοι και φυλακισμένοι ως αντίθετοι με το δικτατορικό καθεστώς. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο πατέρας του, με τον οποίο συναντήθηκε για πρώτη φορά όταν βρισκόταν στο πέμπτο έτος της ηλικίας του, και τον οποίο, όπως θυμάται, τον πέρασε για κάποιον περίεργο άνθρωπο που μια στιγμή τριγυρνούσε στις σκάλες έξω απ’ το σπίτι του. Λίγα σοκάκια πιο κάτω από το σπίτι του Μονταλμπάν, στην οδό Μποτέλλα, μέσα στην παλιά πόλη της Βαρκελώνης που ακούει στο όνομα Ελ Ραβάλ, λειτουργούσε τότε ένα από τα  μεγαλύτερα πορνεία στην Ευρώπη. Άλλωστε δεν είναι κρυφό πως σε εκείνα τα μεταπολεμικά χρόνια, οι περισσότερες γυναίκες της εργατικής τάξης, συχνά έπρεπε να επιλέξουν μεταξύ της παράνομης πορνείας και της πείνας των μικρών παιδιών τους. Η μαζική πορνεία, την οποία οι αναρχικοί επεδίωξαν να καταργήσουν κατά την Ισπανική Επανάσταση του 1936,  με την προτροπή να κλείσουν τα πορνεία και να στρατευθούν άπαντες απέναντι και ενάντια στον επελαύνοντα φασισμό, ευημερούσε κάτω από την κυριαρχία του Φρανθίσκο Φράνκο και της παντοδύναμης εκκλησίας. Με το ξημέρωμα της δεκαετίας του 1940, ο νικητής Φράνκο αντιμετώπιζε τη Βαρκελώνη ωσάν μια εχθρική και κατεχόμενη από αλλότριους πόλη. Συμπαραστάτες και μόνιμοι συνεργάτες του, εν προκειμένω, ήταν και η αναδυόμενη αστική τάξη της Καταλωνίας με εμφανείς εκδικητικές τάσεις σε οποιαδήποτε προσπάθεια ήθελε αναταράξει την υπάρχουσα καθεστηκυία τάξη. Για την ιστορία, να αναφέρουμε, ότι οι περισσότεροι κάτοικοι της πρωτεύουσας της Καταλωνίας εμφορούνταν από αριστερές πολιτικές ιδέες, πολλοί ήταν άθεοι, ενώ όλοι τους σχεδόν ήταν οπαδοί της απόσχισης της περιοχής τους, της Καταλωνίας, από τον εθνικό κορμό της Ισπανίας. Έτσι λοιπόν δεν είναι περίεργο που ο δικτάτορας Φράνκο με το πέρας του εμφυλίου πολέμου έθεσε ως στόχο να θέσει στο περιθώριο και αν ήταν δυνατόν να εξαλείψει οριστικά όλες εκείνες τις παραμέτρους που χαρακτήριζαν την κουλτούρα των Καταλανών και της εργατικής, βεβαίως, τάξης της συγκεκριμένης περιοχής.

Ο Μανουέλ Βάθκεθ Μονταλμπάν (1939 – 2003) γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Ραβάλ, ένα τμήμα της Παλιάς Πόλης της Βαρκελώνης, ακριβώς δυτικά των πολυσύχναστων και πολύβουων Ράμπλας, το οποίο σημειωτέον τιμωρήθηκε ιδιαίτερα και από τους βομβαρδισμούς της ιταλικής αεροπορίας, οι οποίες κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου είχαν ως βάση εξόρμησης το νησί της  Μαγιόρκας, ένα παραδοσιακό οχυρό του αναρχισμού, αφού σχεδόν όλοι οι κάτοικοί του ιδεολογικά βρίσκονταν απέναντι από τον δικτάτορα Φράνκο. ‘Οι μεγάλες απολαύσεις είναι πάντα οι απολαύσεις της μνήμης’ είπε κάποια στιγμή μόνος και αφηρημένος ο ντετέκτιβ Πέπε Καρβάλιο τρώγοντας σε ένα εστιατόριο, αλλά τα όσα θυμόταν πολύ συχνά αργότερα ο συγγραφέας Μονταλμπάν, για την παιδική του ηλικία και διηγούταν στις συνεντεύξεις του, δεν ήταν καθόλου ευχάριστα.  Η δική του μητέρα δεν είχε άλλο εισόδημα εκτός από αυτά που κέρδιζε με το ράψιμο και ο Μονταλμπάν, θυμόταν ότι αρκετές γυναίκες με παιδιά ικέτευαν τους περαστικούς στην πόρτα τους, για οτιδήποτε  μπορούσαν να τους προσφέρουν. Παράλληλα βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη ο εκφοβισμός των κατοίκων από τους Φρανκιστές, όχι μόνο για τα πολιτικά τους πιστεύω, αλλά  και σε όσους, ειδικά, τολμούσαν να μιλήσουν και να εκφραστούν με την Καταλανική διάλεκτο. Πολλές απ’ αυτές τις σκέψεις και τις επώδυνες μνήμες του Μονταλμπάν βρίσκονται στα χείλη των πρωταγωνιστών του μέσα στα  μυθιστορήματά του, στα οποία σχεδόν όλοι που έχασαν στον εμφύλιο πόλεμο, στην κυριολεξία σέρνουν τον καταβεβλημένο και καταθλιπτικό εαυτό τους, στην μεταπολεμική περίοδο. Η στοιχειώδης  αλληλεγγύη ανάμεσά τους, ήταν ο μόνος τρόπος για να μπορέσουν να επιβιώσουν σε εκείνη τη ζοφερή από κάθε πλευρά εποχή, και αυτό το φόντο με όλες τις ιδιαιτερότητές του διαπερνά σχεδόν όλο το συγγραφικό  έργο του Μονταλμπάν. ‘… Δεν μας φτάνουν όσα περνάμε; Πρέπει να βοηθήσουμε ο ένας τον άλλον, αλληλεγγύη λέγεται. Πέπε  αλληλεγγύη. Σου ζητώ λίγη αλληλεγγύη’ λέει στον ντετέκτιβ Καρβάλιο μια ανδαλουσιανή γυναίκα στο ‘Τατουάζ’, όταν εκείνη και κάποιες άλλες βρέθηκαν στο στόχαστρο της αστυνομίας  της Βαρκελώνης.

 

Manuel Vazquez Montalban

 

Ο Μονταλμπάν υπήρξε κάπως τυχερός αφού ήταν ένας από τους λίγους που διέφυγαν από τη φρίκη της κακόφημης συνοικίας, ακόμη και σήμερα,  Ραβάλ, και πήγε στο πανεπιστήμιο, έναν τελείως διαφορετικό ομολογουμένως  κόσμο που απείχε μόνο λίγη ώρα με τα πόδια από το σπίτι του. Στο πανεπιστήμιο, φυσικά, ενεπλάκη στις περιρρέουσες πολιτικές διεργασίες της εποχής προσχωρώντας στην αντιπολίτευση, με αποτέλεσμα, όπως ήταν ευνόητο, να συλληφθεί το 1961, και αφού ξυλοκοπηθεί ανηλεώς από τον περιβόητο βασανιστή  Vicente Creix, να κλειστεί  στη φυλακή της πόλης Λέριδας για διάστημα δεκαοκτώ μηνών, για πολιτικά αδικήματα. Ενόσω ο Βάθκεθ Μονταλμπάν βρισκόταν έγκλειστος στη φυλακή, εντάχθηκε στον αριστερό πολιτικό σχηματισμό Partit Socialista Unificat de Catalunya (PSUC) στον οποίο παρέμεινε πιστός μέχρις ότου υποστεί τη θανατηφόρα καρδιακή προσβολή στο αεροδρόμιο της μακρυνής Μπανγκόκ, στις 18 Οκτωβρίου 2003, κάνοντας τη δική του κριτική, με τον δικό του φυσικά προσωπικό τρόπο και λόγο. Όταν, για παράδειγμα, προσφέρεται στον κύριο χαρακτήρα του εν λόγω μυθιστορήματος μια σοβαρή εργασία καλά αμειβόμενη, αλλά με πολιτικές και κοινωνικές προεκτάσεις, εκείνος απαντά γρήγορα και χωρίς πολλή-πολλή σκέψη: ‘… Όχι δεν ενδιαφέρομαι. Προτιμώ τη δουλειά μου… Αυτό μπορεί να το κάνει κάποιος με περιέργεια για τα καινούργια κόλπα ή με γνήσια ιδεολογική τοποθέτηση. Δεν διαθέτω πλέον ούτε το ένα ούτε το άλλο. Δουλεύω όσο χρειάζεται για να ζήσω. Δεν μ’ ενδιαφέρει η εξέλιξη στις τεχνικές του επαγγέλματος. Δεν διαβάζω καν βιβλία επί του θέματος. Έχω αλλάξει πολύ. Και όσον αφορά το δεύτερο, δεν δίνω δεκάρα μήτε για τον τροτσκισμό, τον αναρχισμό ή τον κομμουνισμό, μήτε για την ανεκτική κοινωνία. Δεν είμαι καν ουδέτερος. Είμαι αποστειρωμένος’!  ‘… Στην πραγματικότητα, ο Πέπε Καρβάλιο είναι αποστασιοποιημένος όχι μόνο από τον πατριωτισμό…’, γράφει στο επίμετρο η μεταφράστρια του βιβλίου στα ελληνικά, Ελένη Παπαγεωργίου, αναφερόμενη στο alter ego του Μονταλμπάν,  ‘… αλλά και από την πολιτική… αλλά βρήκε στην αστυνομική λογοτεχνία τον ιδανικό τρόπο για να πραγματευτεί όσα κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα τον ενδιαφέρουν’.

Η παραμονή του στη φυλακή, όπως εξομολογήθηκε, υπήρξε το δεύτερο πανεπιστήμιό του. Βγήκε απ’ αυτή το 1963, με την ευκαιρία της αμνηστίας που δόθηκε λόγω του θανάτου του Πάπα Ιωάννη ΚΓ΄, και ακολούθως ξεκίνησε δειλά-δειλά μια καριέρα δημοσιογράφου. Μπορεί να βίωσε αρχικά κάποια αναγνώριση με αυτή,  αλλά τη μεγάλη του φήμη απέκτησε με τα μυθιστορήματα που έγραψε και τα οποία συγκαταλέγονται ανάμεσα στα καλύτερα της σύγχρονης ισπανικής λογοτεχνίας, κυρίως εκείνα τα αστυνομικά κείμενα στα οποία πρωταγωνιστεί ο ιδιόρρυθμος ντετέκτιβ που δημιούργησε, δηλαδή ο Πέπε Καρβάλιο. Στα μυθιστορήματα του Μανουέλ Βάθκεθ Μονταλμπάν, οι απατεώνες τελικά αποκαλύπτονται πως είναι οι πλούσιοι που υπερασπίζονται με κάθε μέσο και τρόπο όλα τα προνόμια που απέκτησαν  με δολοπλοκίες και δολοφονίες, κάτι το οποίο  υποστήριζε επίσης προηγουμένως και ο, καταγόμενος από το Σικάγο του Ιλλινόις, Ρέιμοντ Τσάντλερ (1888-1959), από την αντίπερα όχθη του Ατλαντικού, όταν αναφερόταν, στη δεκαετία του 1950, σε έναν κόσμο όπου οι γκάνγκστερ μπορούσαν να κυβερνούν τα έθνη και τις πόλεις, όπου τα ξενοδοχεία, οι πολυκατοικίες και τα περίφημα εστιατόρια ανήκαν σε άντρες που απέκτησαν τα χρήματά τους από τους οίκους ανοχής που εκμεταλλεύονταν και όπου οι δήμαρχοι των πόλεων θα μπορούσαν  να χρησιμοποιήσουν ακόμα και τη δολοφονία ως μέσο απόκτησης  χρημάτων. Αυτό ίσως που έχει περισσότερη σημασία εδώ να τονισθεί, είναι το γεγονός ότι ο Αμερικανός Ρέιμοντ Τσάντλερ δεν ήταν άνθρωπος αριστερών πολιτικών πεποιθήσεων, αλλά αναμφίβολα μισούσε τους δυνατούς γκάνγκστερς, που δεν ωχριούσαν μπροστά σε τίποτα, για την καταστροφή της ζωής πολλών ανθρώπων της μεσαίας κυρίως κοινωνικής τάξης. Όπως και ο Τσάντλερ στο Λος Άντζελες, έτσι και ο Βάθκεθ Μονταλμπάν ξεσκεπάζει τα υπόγεια δρώμενα και τους απατεώνες στην  πόλη του, τη Βαρκελώνη, αλλά στην περίπτωσή του, εδώ, το πλαίσιο είναι σαφώς  διαφορετικό, γιατί πολλά μυθιστορήματα του Μονταλμπάν γράφτηκαν τη στιγμή της μετάβασης της Ισπανίας από τη δικτατορία στην αστική δημοκρατία και του αγώνα ενάντια στη δικτατορία του Φράνκο στην αρχή και στα πολλαπλά και διαπλεκόμενα απομεινάρια της στη συνέχεια. Στα μυθιστορήματά του της δεκαετίας του ’70 και του ’80, ο Μονταλμπάν  εξηγεί πώς η αλλαγή στη δεκαετία του 1970 δεν ήταν ρήξη με τη δικτατορία του Φράνκο, αλλά μια ελεγχόμενη, στην ουσία, μετάβαση στην κοινοβουλευτική δημοκρατία. Μας υπενθυμίζει πως τα ίδια σκυλιά βρίσκονται πάντα στο πολιτικό και κοινωνικό προσκήνιο, αλλά με διαφορετικά περιλαίμια και συνεχίζουν στην πραγματικότητα ανενόχλητα να ασκούν τη δύναμή τους  στη νέα Ισπανία που ανέτειλε, και ενώ οι πολιτικές δομές άλλαξαν, η οικονομική δύναμη στην πραγματικότητα παρέμεινε στα χέρια όχι μόνο της ίδιας τάξης, αλλά και των ίδιων, στην πλειονότητα των περιπτώσεων, ατόμων. Η πολύχρονη πείρα του Μονταλμπάν ως στρατευμένου δημοσιογράφου τον είχε διδάξει όλα εκείνα τα χρόνια ότι, με τα όλο και πιο εξελιγμένα μέσα μαζικής ενημέρωσης που αφομοιώνουν και εξαφανίζουν κυριολεκτικά και αποτελεσματικά με το δικό τους υποχθόνιο τρόπο την αντιπολίτευση, δεν θα αρκούσε για έναν αριστερό δημοσιογράφο να καταγγείλει απλώς την περιρρέουσα οφθαλμοφανή κοινωνική αδικία. Ήταν αρκούντως φιλόδοξος και επιθυμούσε σφόδρα να φτάσει το μήνυμά του σε ένα ακροατήριο ακόμη ευρύτερο από το μεγάλο αναγνωστικό κοινό των άρθρων του στα έντυπα που αρθρογραφούσε, όπως, για παράδειγμα, στο Triunfo, ένα ισπανικό εβδομαδιαίο πολιτιστικό και πολιτικό περιοδικό που κυκλοφορούσε από το 1946 έως το 1982, στη Μαδρίτη της Ισπανίας. Με τα αστυνομικά του μυθιστορήματα, ο Μονταλμπάν ανεύρε, ανέσυρε και λάνσαρε ένα δημοφιλές είδος γραφής στο οποίο θα μπορούσε να συμπεριλάβει τα τραγούδια που άκουσε, τις μνήμες του παρελθόντος, τις μυρωδιές του περίγυρου και τα προσωπικά του γούστα, τα οποία άλλωστε ήταν  κοινά και για πολλά εκατομμύρια άλλων συμπατριωτών του. ‘… Και στην πικρή φωνή του υπήρχε θλίψη, ο πόνος και η κούραση του ακορντεόν’, λέει σε μια στιγμή ο συνεργάτης του Καρβάλιο, ο λούστρος Μπρομούρο, υπενθυμίζοντας τους στίχους του τραγουδιού ‘Τατουάζ’ που τραγουδούσε κάποτε η Ισπανίδα τραγουδίστρια και ηθοποιός Κόντσα   Πικέρ (Concha Piquer, 1908-1990), στην οποία τόσο άρεσε να ερμηνεύει αρκετά παραδοσιακά ισπανικά τραγούδια.

Τα μυθιστορήματα με τον Καρβάλιο, συγκεκριμένα, απετέλεσαν ένα διαρκές χρονικό της σύγχρονης ισπανικής και κυρίως της καταλανικής κοινωνίας, μέσα στα οποία ο συγγραφέας εξηγούσε έξυπνα τα τεκταινόμενα  στους αναγνώστες του, και κυρίως την επιβαλλόμενη συγκάλυψη όλων των ‘απρόβλεπτων συνεπειών’ από την ισχυρή άρχουσα τάξη. Το γραφείο του ντετέκτιβ Πέπε Καρβάλιο, βρίσκεται σ’ ένα άθλιο άκρο των κεντρικών Ράμπλας και συχνά εκείνος περιπλανάται στη Ραβάλ, όπου οι δρόμοι, τα μπαρ, τα καταστήματα και οι άνθρωποι που συναντά τού αναστατώνουν στην κυριολεξία τις μνήμες. Σε αυτή την συνεχή απογραφή του παρελθόντος, ο Βάθκεθ Μονταλμπάν γνωστοποιεί, αποκαλύπτει και γράφει μια εναλλακτική ιστορία της καταλανικής εργατικής τάξης, την ιστορία τουτέστιν όλων εκείνων που έμειναν έξω  από τις σελίδες της επίσημης ιστορίας της χώρας, ή καλύτερα και πιο σωστά στο άχαρο και αφιλόξενο περιθώριο των κοινωνικών εξελίξεων. Η οικογένεια του ντετέκτιβ του Μονταλμπάν, είναι μικρή και  σταθερή. Η φίλη και ερωμένη του, Τσάρο, ο γραμματέας του και πρώην κλέφτης αυτοκινήτων, Μπισκουτέρ και ο πρώην λούστρος, Μπρομούρο. Και οι τρεις έχουν τη δική τους προσεκτικά τεκμηριωμένη ιστορία. Ο Μπρομούρο, για παράδειγμα, ήταν εθελοντής με την Ισπανική Κυανή Μεραρχία, επίσημα γνωστή ως Μεραρχία Ισπανών Εθελοντών (División Española de Voluntarios) που αγωνίστηκε στο πλευρό του Χίτλερ, το 1941, κατά της Σοβιετικής Ένωσης. Ζώντας τώρα φτωχικά και στο κατώτατο σημείο της κοινωνίας, ο Μπρομούρο αποτελεί όχι μόνο τον ανάλαφρο υπαινιγμό αλλά και την ουσιώδη υπενθύμιση ότι ο Φράνκο δεν πρόσεχε σε πολλές περιπτώσεις τους ‘δικούς’ του ανθρώπους μετά τη νίκη του. Ο ντετέκτιβ, σαφώς δεν  ταυτίζεται με τον συγγραφέα, αλλά παρ’ όλα αυτά μοιράζεται μεγάλο μέρος του δραματικού παρελθόντος και των νεότερων απόψεών του στην πλοκή των μυθιστορημάτων του. Ο Καρβάλιο αγαπάει το καλό φαγητό, το κρασί, το σεξ και τις μακρυές και ασυνάρτητες συζητήσεις. Αν προσέξουμε για λίγο τα λεγόμενα του επαναστάτη μαρξιστή Έρνεστ Μάντελ (Ernest Mandel, 1923-1995), σε μια σχετική κριτική στην κοινωνική ιστορία του αστυνομικού μυθιστορήματος, θα διαβάσουμε ότι τα βιβλία του Βάθκεθ Μονταλμπάν, σε γενικές γραμμές, είναι εμποτισμένα σε μια ατμόσφαιρα θυμού, καχυποψίας και σκεπτικισμού, χαρακτηριστική κατάσταση και ιδιότητα μιας μεγάλης ομάδας πνευματικών ανθρώπων και διανοούμενων ευρωκομουνιστών, οι οποίοι βρίσκονταν απέναντι από τον σταλινικό δογματισμό και την υποκρισία, αλλά παράλληλα χωρίς να καταφέρουν να κάνουν, έστω, ένα μικρό βήμα προς μια μεγαλύτερη διαύγεια και σαφήνεια στο αιώνιο ερώτημα τί ακριβώς είναι επιτέλους αυτή η κοινωνία και ετούτος ο κόσμος μέσα στον οποίο ζούμε. Υπάρχει σίγουρα κάποια αλήθεια στο σχόλιο του Μάντελ, γιατί ο τόνος του Βάθκεθ Μονταλμπάν είναι συχνά ένας πικρός σαρκασμός που συμβαδίζει αρκετά με τα παραπάνω αναγραφόμενα. Αυτό οφείλεται στην εκτίμησή του για την ήττα της πολυάνθρωπης εργατικής τάξης που υπέστη ειδικά κατά το μεταβατικό στάδιο αποκατάστασης της δημοκρατίας, καθώς και για τη μεταγενέστερη απογοήτευσή της από τη νέα, ‘δημοκρατική’ Ισπανία. Αλλά, για να είμαστε ειλικρινείς, ο Έρνεστ Μάντελ, δεν καταφέρνει να αντιληφθεί τις υποδόριες αντιφάσεις στα κείμενα του Βάθκεθ Μονταλμπάν. Ως μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος, ο Μονταλμπάν υποστήριζε όλες σχετικά τις ενέργειες του κόμματος ενάντια στην άρχουσα τάξη η οποία σημειωτέον  προσπαθούσε απεγνωσμένα  να ελέγξει την πάλη της εργατικής τάξης, αλλά ως μυθιστοριογράφος που αφήνει την φαντασία του ανεξέλεγκτη, την ίδια στιγμή δείχνει μια διαφορετική πραγματικότητα η οποία μάλλον δεν δικαιώνει την ηγεσία της ισπανικής εργατικής τάξης. Ομοίως, στη μυθιστοριογραφία της δεκαετίας του 1990, υπήρξε αυστηρός κριτής των Ολυμπιακών Αγώνων της Βαρκελώνης (1992) με την άκρατη κερδοσκοπία, τη διαφθορά και την καταστροφή της ιστορικής μνήμης που επέφεραν στο κοινωνικό σύνολο, αν και το κόμμα στο οποίο ανήκε, τους υποστήριζε. Ο Μονταλμπάν, αποκαλύπτει τα ψέματα των ισχυρών, δίνει φωνή στην πολυάνθρωπη εργατική τάξη, εκφράζει την αλληλεγγύη του στους εξαθλιωμένους και τους φτωχούς, εξηγεί παραστατικά την ιστορία των ανθρώπων και των τόπων που περιγράφει, παρουσιάζει την άρχουσα τάξη ως κυνικές φιγούρες οι οποίες σκοπίμως αποφεύγουν να παραδώσουν τους εγκληματίες στην αστυνομία, ενώ ταυτόχρονα αναγνωρίζει ρητά ότι ένας ντετέκτιβ, ένα μεμονωμένο άτομο δηλαδή, δεν μπορεί να αλλάξει τον κόσμο, όσο κι αν το επιθυμεί! Ωστόσο, η πολιτική ανάλυση δεν είναι η λειτουργία, ούτε ο απώτερος σκοπός της μυθοπλασίας. Στα προαναφερθέντα μυθιστορήματα ο Μονταλμπάν δημιουργεί φανταστικούς κόσμους και υποθέσεις  με ιστορικό βάθος, αλλά την ίδια στιγμή επιμένει ότι δεν είναι δυνατή καμία σοβαρή αλλαγή χωρίς να κατανοήσουμε πρώτα απ’ όλα και σε βάθος την ιστορία μας. Άλλωστε όπως μας υπενθυμίζει στο ‘Τατουάζ’ για ακόμη μια φορά, ‘… Κάποιοι γεννήθηκαν για να γράψουν ιστορία κι’ άλλοι για να την υποστούν. Οι πρώτοι για να παίρνουν και οι άλλοι μόνο να δίνουν’!

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top