Fractal

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500 ΛΕΞΕΙΣ: Η «ενδιάμεσος ύλη» και ο προσωπικός μηχανισμός θαυμάτων

Γράφει η Διώνη Δημητριάδου //

 

Ούρσουλα Φωσκόλου: “Η Παναγία των εντόμων”, εκδόσεις Κίχλη

 

Η ουσία της νέας πεζογραφικής κατάθεσης της Ούρσουλας Φωσκόλου (πιθανόν και η αφορμή για την αρχική ιδέα) πιστεύω πως βρίσκεται στο απόσπασμα του Αριστοτέλη από το έργο του Περί τα ζώα ιστορίαι: «Τα έντομα είναι ζώα τα οποία, όπως και το όνομά τους δηλοί, έχουν τομάς εις τον χώρον της κοιλίας ή της ράχεως ή εις αμφορτέρους και τα οποία δεν αποτελούνται από οστά και σάρκα κεχωρισμένως αλλά από μίαν ενδιάμεσον ύλην». Ο ανώνυμος ήρωας του βιβλίου, επισκέπτης στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας, καθώς παρατηρεί την επιγραφή με το παραπάνω απόσπασμα στην αίθουσα των εντόμων, φαντάζεται τον εαυτό του με χωρισμένα τα κομμάτια του εκλαμβάνοντας την ανθρώπινη μορφή ως παραπλήσια ή εξομοιούμενη με τα έντομα. Η «ενδιάμεσος ύλη» που προσιδιάζει στα έντομα ίσως να αφορά και τον ίδιο; Με διαταραγμένη ψυχοσύνθεση, δεσμευμένος παιδιόθεν σε έναν ανεκπλήρωτο έρωτα προς την πραγματική (ή ιδεατή;) Αλίκη, δεν αρκείται στο ανθρώπινο περίβλημα, δεν μπορεί να συμφιλιωθεί με τα ταπεινά, θνητά του όρια· έτσι, κατακρεουργεί τον εαυτό του σε μια απόπειρα να δώσει μόνος του (ελλείψει θεού) την επιθυμητή μορφή αποποιούμενος την ανθρώπινη ερευνώντας την ομοιότητα με τα έντομα.

Από αίθουσα σε αίθουσα ο ανώνυμος άνδρας παρατηρεί και θυμάται, συνδέοντας εικόνες των εκθεμάτων με παραστάσεις που αντλούνται από την παιδική του ηλικία· η Αλίκη παρούσα μέσα στην απουσία της. Συχνά συνδέουμε ανάλογες αναδρομικές αφηγήσεις με μια πηγαία αθωότητα – η λογοτεχνία είναι γεμάτη από τέτοιες ήπιες, ανώδυνες αποχρώσεις παιδικότητας. Η Φωσκόλου, όμως, είχε δείξει και στο πρώτο της βιβλίο, το Κήτος, ότι η γραφή της ισορροπώντας επικίνδυνα ανάμεσα στην αλήθεια και στο ψεύδος, ανάμεσα σε ό,τι καταγράφουν οι αισθήσεις και σε ό,τι πέρα από αυτές επιμένει να υπάρχει, δεν επιστρέφει σε παλαιότερες μνήμες νοσταλγικά αλλά επώδυνα, ψυχαναλυτικά. Εδώ ο ήρωάς της βιώνει κατάσαρκα οδυνηρές μνήμες, τις σωματοποιεί ως την άκρη του προσωπικού γκρεμού, ως την αυτοκαταστροφή του. Ταυτόχρονα ένα παράλληλο σύμπαν διαγράφεται δίπλα σ’ αυτό που η ρεαλιστική αντιμετώπιση της ζωής επιτρέπει να αντιλαμβανόμαστε. Στην Παναγία των εντόμων αναδύεται από παντού ο έρωτας ως αρχέγονη ουσία του κόσμου αλλά και ως αρχετυπικός φόβος απέναντι σ’ αυτό που ορίζεται ως ιδεατός ποθούμενος στόχος και σ’ αυτό που η ζωή επιλέγει να υλοποιήσει.

 

Ούρσουλα Φωσκόλου

 

Δύο φωνές αφηγούνται, σε μια εύστοχη αντίστιξη: ο ανώνυμος επισκέπτης του Μουσείου ορατός αλλά εκτός του κόσμου τούτου, και η Σοφία, αόρατη, που παρατηρεί και σχολιάζει μέσα από τις κάμερες που καταγράφουν τα πάντα. Ο υπερρεαλιστικός κόσμος του άντρα και ο ρεαλιστικός της Σοφίας. Ο άνδρας ερωτευμένος αδιέξοδα με την ιδεατή του Αλίκη, η Σοφία επίσης αδιέξοδα ερωτευμένη με την Αρετή. Ανάμεσά τους η θεότητα, όπως την εκλαμβάνει ο καθένας ως μορφή και όπως την ενστερνίζεται ως ιδέα. Και η κατάληξη είναι ο θάνατος, ιδεατός ή πραγματικός, όπως άλλωστε σε δύο χώρους/κόσμους, τον υπαρκτό και τον μυστηριακό, κινείται όλη η ιστορία του βιβλίου. Η γραφή της Ούρσουλας Φωσκόλου  σε κάνει να αναρωτηθείς: Ποιος από τους δύο άραγε να έχει αληθινή υπόσταση; Το έργο του εξωφύλλου (κυανοτυπία του Hippolyte Bayard Arrangements of Specimens, 1842) εισάγει, με το διάστικτο από φυλλώματα σώμα, στην ατμόσφαιρα του βιβλίου με τον καλύτερο τρόπο.

 

 

 

Αποσπάσματα:

Το πρόσωπό της είναι φωτεινό, το δέρμα στα μάγουλά της μοιάζει λείο, σχεδόν εξωπραγματικό καθώς ξεπροβάλλει μέσα απ’ τα υφάσματα. Είναι η Παναγία με το σώμα της Αλίκης, ντυμένη με τον χιτώνα της χριστουγεννιάτικης γιορτής. Της πέφτει μικρός, το στήθος της ξεχειλίζει, τα σταρένια μπράτσα της τρυπούν το μετάξι με βία, η κοιλιά της διαγράφεται γαλάζια και απαστράπτουσα, δυο μπούκλες Από τα μαλλιά της δραπετεύουν, πέφτουν, χύνονται στο πάτωμα και φτάνουν ως εμένα.

«Αλίκη!» της φωνάζω με όλη μου τη δύναμη. Η φωνή μου αντηχεί στην αίθουσα των εντόμων  ψευδή και βραχνή. Εκρήγνυται κι έπειτα σε εκατομμύρια κομμάτια. (σ. 80)

 

Οι κλειδώσεις μου κάνουν αλλεπάλληλα «κρακ», καθώς γονατίζω με το πρόσωπο στον τοίχο και τα χέρια σταυρωμένα μπροστά μου, πάνω στο ξύλινο ραφάκι. Το ανάγλυφο κεφάλι της Παρθένου, κρεμασμένο ακριβώς απέναντι, με κοιτά. Το πρόσωπό της, ολόλευκο και λίγο ρόδινο στις παρειές, πλαισιώνεται από ένα χρυσό στεφάνι πού ’χει ξεθωριάσει κατά τόπους. Μοιάζει να ξεπροβάλλει διστακτικά από τον τοίχο, καθώς ο γύψος της έχει αποκτήσει με τα χρόνια έν ακαφετί χρώμα, ίδιο με τα ντουβάρια του σπιτιού μου. (σ. 101)

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top