Fractal

Διήγημα fractal: “Αγέλαστες μέρες”

Του Γιώργου Πάσχου //*

 

 

 

 

 

Την είχε κατεβάσει από ένα κινέζικο πειρατικό στη ζούλα. Έψαχνε απεγνωσμένα υπότιτλους και οικτιρούσε τη μοίρα του, που στο μάθημα των Γαλλικών το μόνο που έκανε είναι να χαζεύει την Αναστασία. Καθόταν παράλληλα του στο διπλανό θρανίο και η οσμή του κυριεύονταν από το μεθυστικό άρωμα, που μόνο αυτή είχε καταφέρει να φορέσει με τόση μεγαλοπρέπεια. Ώρες ατέλειωτες η Γαλλίδα από το Μαρούσι έκλεινε ρήματα, διάβαζε κείμενα και έκανε συζητήσεις, πάντοτε μόνη της, ενώ εκείνος πιστός στην καθημερινή ιεροτελεστία της θρησκείας του χάζευε την Αναστασία και μεθούσε, πίνοντας πρωινά σφηνάκια το άρωμα της. Δεν επέτρεπε στον εαυτό του να αρρωστήσει. Όχι δεν θα της το έκανε αυτό. Δεν θα χαλούσε την καθημερινότητα που νοηματοδοτούσε τη ζωή του. Δεν θα έπεφτε ποτέ στη παγίδα. Ντυνόταν καλά, έτρωγε καλά και υπάκουε στην πάγια μητρική εντολή( να φοράς ζακέτα). Όλα για την Αναστασία, για τον λαιμό της, τα μάτια της, τα πόδια της και φυσικά το άρωμα της.

Την είχε κατεβάσει από ένα κινεζικό πειρατικό, παλιό και ξεχασμένο. Αν το ήξερε ο Godard θα γελούσε και θα ειρωνευόταν τον ίδιο του τον εαυτό. Παράγω τέχνη, θα έλεγε, για να την καταναλώνουν αστοί, που την κατεβάζουν παράνομα. Πως διάολο έγιναν έτσι οι αστοί. Κάποτε είχαν τουλάχιστον την ευγένεια να διατυμπανίζουν σε όλη την επικράτεια την ευρωστία τους, δίνοντας παχυλά τσεκ σε καλλιτέχνες παραβατικούς και μη, αλκοολικούς και μη, ντανταϊστές και μη, άσχημους και μη, μαλάκες και μη. Κάποτε συναθροίζονταν σε ταπεινά πλούσιες γκαλερί για να αγοράσουν Filonov και να διαιωνίσουν χαιρέκακα το πολιτιστικό τους κεφάλαιο. Κανείς δεν έπρεπε να ξεχνά, βεβαίως, την συμβολή του Bourdieu στην προσπάθεια ανάλυσης της παραπάνω διαπίστωσης. Όπως έλεγε, για την ανέλιξη στο κοινωνικό πεδίο απαιτούνται να σχεδιαστούν εκείνες οι στρατηγικές αναπαραγωγής, οι οποίες πρέπει να βρίσκονται σε πλήρη αντιστοιχία με τα διαθέσιμα κεφαλαία. Ε λοιποί αστοί και μεγαλοαστοί δεν είχαν μόνο οικονομικό κεφάλαιο αλλά και πολιτιστικό, το συμβολικό δε, κρατήστε το θα το πιάσουμε αργότερα όταν μιλήσουμε για βία. Τώρα θα συνέχιζε ο Godard, οι αστοί ούτε αυτό δεν μπορούν να κάνουν. Μάλλον μπορούν αλλά στα αρχίδια τους η τέχνη. Βυθισμένοι εντός του ύστερου διεθνοποιημένου καπιταλισμού (τσιτάτο μεγάλο. Θυμάμαι πως το έβαζα σε κάθε εργασία μου στο Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστήμιου Αθηνών- και αυτό τσιτάτο είναι, θυμάμαι πως το είχα μάθει απέξω όταν με ρωτούσαν τι διάολο σπουδάζω και πως κατέληξα εδώ) ενδιαφέρονται μόνο για την διαιώνιση του κυρίαρχου συστήματος και την αποκλειστική χρήση της συμβολικής και νόμιμης βίας. Ενδιαφέρονται μόνο για το κέρδος, την υπεραξία, την κεφαλαιοποίηση, θάβοντας στα αποκαΐδια του σοσιαλισμού την ανάγκη καθολικοποίησης των όρων πρόσβασης στο καθολικό. Λαμόγια λευκού κολάρου, γελοίοι χαρτογιακάδες με χάρτινα χαμόγελα και λευκά δόντια, μόνο το κέρδος τους νοιάζει. Αρκετά ρε μαλάκες με την κονόμα ούρλιαζε ο Θάνος Lost και μαζί του όλοι μας, 30 άτομα ένα βροχερό βράδυ στο Academy. Από ότι θυμάμαι, ο Δρόμος της Αριστεράς διοργάνωνε το live. Σε αυτόν τον τεράστιο χώρο 39 άτομα (τα είχα μετρήσει, τώρα το θυμάμαι) να ουρλιάζουν και μαζί και εγώ, τα μάτια μου, το πρόσωπο μου, η ψυχή μου, η καρδιά. Αρκετά ρε μαλάκες με την κονόμα, μας γαμήσατε. Ατάκα που θα μπορούσε να είχε βγει από τον λαιμό του Godard, αν το στόμα του δεν ήταν γεμάτο από μια κατασκευασμένη αστική ευγένεια. Πάλι καλά την έφτυσε μετά τον Μάη, όταν η Γαλλία έγινε κόσμος και ο κόσμος Γαλλία.

Είχε ήδη κατέβει. Η Χριστίνα, νωχελικά χαμένη βούλιαζε στον μπλε καναπέ, περιμένοντας γεμάτη βαρεμάρα και πλήξη μια ακόμη βραδιά επιμόρφωσης. Έτσι τις είχε ονομάζει η ίδια. Λες και πήγαινε μοντερνισμό κάθε Τρίτη στις 9 στην Ίριδα και περίμενε τα σχόλια και τις βρισιές του Μάνου. « Όποιος ξανανοίξει κινητό ή μπύρα θα τον γαμήσω, θα την σταματήσω την προβολή. Δεν είμαστε village εδώ ρε μαλάκες». Θυμάμαι κάποτε, ένας τύπος είχε τολμήσει να του απαντήσει. Δεν μας γαμάς και εσύ βραδιάτικα, μια ταινία ήρθαμε να δούμε, είχε φωνάξει. Ακόμα θυμάμαι το ειρωνικό γέλιο του Μάνου, όταν ο τύπος βρέθηκε στο πεζοδρόμιο της Ακαδημίας να κοιτάει το έδαφος, με την τσίγκινη μπύρα λουσμένη στα λιγδιασμένα μαλλιά του. Την Άννα, τότε την είχε γνωρίσει. Καθόταν δίπλα της και έλυνε ένα σταυρόλεξο. Της είχε πει καλά να πάθει ο ηλίθιος, το είχε κάνει εδώ μέσα Odeon Cosmopolis, ξεχνώντας ότι εκεί είχε περάσει τις μισές Παρασκευές της παιδικής του ηλικίας, βλέποντας ότι άθλια ταινία υπήρχε. Η δήλωση του αυτή είχε συνοδευτεί απο μια πομπώδη έκφραση, λες και ήταν ο Νικολαΐδης, που έβλεπε ταινίες με τις ώρες στη βίλλα του στην Κηφισιά, ή ο Bergman, εκεί στο ιδιόκτητο νησάκι του, κάθε Κυριακή μεσημέρι στις 2 να ξεκινάει την προβολή με ένα ποτήρι κρασί στο χέρι. Εκείνη είχε γελάσει ευγενικά και είχε διαφωνήσει μαζί του, αναφέροντας ότι η εμπορευματοποίηση της κουλτούρας δεν θα έπρεπε να μας αποτρέπει από το να την καταναλώνουμε καθώς ακόμα παραμένει κουλτούρα. Κάπου το είχε διαβάσει εκείνο το πρωί, ίσως σε καμία Lifo. Τι νεοφιλελεύθερες μαλακίες, σκέφτηκε φωναχτά και της πρότεινε να αναιρέσει τον ισχυρισμό της μετά την προβολή. Μπύρα στο χέρι από πλατεία 80 λεπτά

– άσε πληρώνω εγώ, εσύ τη επόμενη (τις μαγκιές τις έκανε όταν τον βόλευε και εκεί που τον έπαιρνε). 80 λεπτά είχε η μπύρα.

-Που ξέρεις ότι θα υπάρξει επόμενη, είπε η Άννα.

-Θα υπάρξει, ελπίζω τουλάχιστον.

Την πέτυχε την επόμενη μέρα σε ένα ξεχασμένο τόσο από τον θεό όσο και από τους ανθρώπους καφέ, κάπου κοντά στην Τρικούπη. Το μέρος κάτω από άπλετη πρασινάδα και όμορφα δέντρα, έπιανε μια γωνία και κάτι μέτρα. Τρία τραπέζια μόνο κατειλημμένα από δύο περίεργους γέρους που κάπνιζαν και διάβαζαν. Ο ένας ασπρομάλλης και ασπρογένης με κιτρινισμένα από τα τσιγάρα δάχτυλα και πενταβρώμικα γυαλιά είχε χωθεί με την μούρη- μάλλον λόγω καταρράκτη- σε ένα τεράστιο τόμο. Heggel πρέπει να ήταν αλλά δεν βάζω και το χέρι μου στη φωτιά. Ο δεύτερος, καθώς ρουφούσε με μανία το τσίπουρο του και έφτυνε με μια παράλληλη κίνηση κάτω το κουκούτσι από την ελιά, ξεφύλλιζε τον Ριζοσπάστη. Πόσα χρόνια αυτή η διαβολεμένη εφημερίδα. Πόσες γενιές έχει μεγαλώσει με την χλιαρή κριτικής και τα άνοστά της νέα. Τρίτο τραπέζι δεξιά η Άννα, με τα καστανά μαλλιά της, πιασμένα μια μεγαλόπρεπη κοτσίδα.

-Τι κάνεις εσύ εδώ, την ρώτησε λες και του άνηκε το μέρος.

-Πίνω τον καφέ μου και μένω μακριά από μαλάκες απάντησε ακαριαία καθώς έκλεισε με τον σελιδοδείκτη της Πολιτείας το βιβλίο της και βγάζοντας με μια μοιραία κίνηση τα γυαλιά ηλίου. Το φως καθρεπτιζόταν πάνω στα μαλλιά της σαν τα πράσινα φύλα στο γαλήνιο νερό της λίμνης (ρομαντική παρομοίωση, το γνωρίζω, όμως εκείνη τη στιγμή αλήθευε. Τουλάχιστον στο μυαλό του ήρωα μας)

-Τέλεια, ένας μαλάκας είπε να σου χαλάσει τη μέρα. Τι διαβάζεις;

-Ροζάνη, απάντησε με σιγουριά η Άννα.

-Εξαιρετική επιλογή, έχω διαβάσει την ουτοπία και τις εικόνες της. Το είχα χρησιμοποιήσει μάλιστα και στην πτυχιακή μου. Τον Ροζανη δε, τον είχα γνωρίσει σε κάτι ομιλίες στο Νοσότρος.

-Δεν με ενδιαφέρει ιδιαίτερα, αποκρίθηκε εκείνη, ρίχνοντας μια φευγαλέα μάτια στο κινητό της.

-Κοίτα δεν είμαι τόσο μαλάκας, όσο νομίζεις. Άσε με να σου το αποδείξω. Ένας καφες είναι, μισή ώρα και μετά θα εξαφανιστώ αν θες.

-Κάτσε τότε, ο χρόνος σου ξεκινάει από τώρα.

-Θενξ.

Κάπως έτσι είχε αρχίσει το ειδύλλιο, που κράτησε κάτι μήνες, λίγες ώρες και μερικά δευτερόλεπτα.

-Που χάθηκες αγάπη μου άντε βάλε την ταινία, είπε η Χριστίνα σκουντώντας τον με τον αγκώνα της.

– Ναι συγγνώμη, κάτι σκεφτόμουν.

Το τι πραγματικά σκεφτόταν ήταν άλλη κουβέντα Τι στο διάολο έκανε με την Χριστίνα τόσο καιρό. Δεν είχαν ούτε ένα κοινό, αν εξαιρέσουμε την ανίκητη ανία και των δύο για οποιαδήποτε σεξουαλική επαφή. Τα περισσότερα απογεύματα τα περνούσαν στο σπίτι, εκείνος διαβάζοντας και γράφοντας, εκείνη ζωγραφίζοντας. Θυμάμαι το σπίτι τους, ήταν αρκετά μικρό. Ένα υπνοδωμάτιο και ένας δεύτερο χώρος, που χρησίμευε ως καθιστικό και κουζίνα. Το δε πάτωμα, στρωμένο με ένα σχεδόν κατεστραμμένο ξύλινο παρκέ, έτριζε βασανιστικά κάθε φορά που κάποιος πατούσε πάνω του. Κουρτίνες το σπίτι δεν είχε. Της άρεσε της Χριστίνας ο ήλιος. Και εκείνος όμως δεν είχε θέμα, αρκεί τον χειμώνα να παρέμενε κλειστή η μεγάλη συρόμενη μπαλκονόπορτα. Καθόταν στον καναπέ με τις ώρες, τα κυριακάτικα πρωινά, κάπνιζε, διάβαζε και κοιτούσε τις αχτίνες του ήλιου να εισέρχονται στον καπνό, που στεκόταν μπροστά στα μάτια του. Αν του άρεσε αυτό που διάβαζε, το απήγγελνε στη Χριστίνα, η οποία πάντα όρθια στη γωνιά της, ζωγράφιζε οτιδήποτε σκεφτόταν σε έναν μικρό λευκό καμβά. Σπάνια τον άκουγε και ακόμα πιο σπάνια του απαντούσε. Πάντα φορούσε ένα λευκό πουκάμισο, πιτσιλισμένο με χρώματα και κιτρινισμένο από τον ιδρώτα. Πάντα φορούσε μια μαύρη κορδέλα στα καστανά μαλλιά της. Πάντα ήταν ξυπόλητη. Δεν είχε πιάσει ποτέ πινέλο στη ζωή του. Δεν είχε ακούσει ποτέ Καταχνιά στη ζωή της. Βαριόταν να πάω σε διάφορες εκθέσεις avant garde. Βαριόταν να δει Roy Anderson στη μίζερη ζωή της. Δεν είχε δει ποτέ πίνακα του Odd Nordrum από κοντά στην άθλια ζωή του. Πως ανέχονταν ο ένας τον άλλο απορώ

-Άντε βάλτην, ξύπνα μωρέ. Μια ώρα που χάνεσαι;

-Μιλά μου καλύτερα σε παρακαλώ

-Σόρρυ

-Δεν πειράζει και εγώ έτσι μιλάω άλλωστε

-Τι θα δούμε;

-Godard, την Ελεγεία του Έρωτα. Είχα διαβάσει για αυτό μια ανάλυση και είπα να την κατεβάσω.

-Κάτσε αυτός δεν είχε κάνει την Κινέζα;

-Ναι ναι.

-Τον σιχαίνομαι.

-Με μια ταινία δεν μπορείς να έχεις πλήρη άποψη ρε Χριστίνα. Είναι σαν να σου λέω ότι σιχαίνομαι την Σίμωσι, έχοντας δει ένα μόνο γλυπτό της.

-Καλά, μην αρχίζεις πάλι δεν έχω όρεξη.

-Ποτέ δεν έχεις όρεξη.

-Απλά βάλτο.

Ανάβει τσιγάρο, πίνει μια γουλιά μπύρα από το κουτάκι και πατάει το play. Μετά το τέλος της ταινίας είχε ήδη πακετάρει τα λιγοστά πράγματα του και είχε φύγει από το σπίτι Αν αναρωτιέστε γιατί θυμηθείτε τον βίο του Godard. Σκότωσε τον Jean- Luc για να κρατήσει τον Godard. Σκότωσε την Nouvelle Vague για να σώσει την επανάσταση. Σκότωσε την επανάσταση για να δημιουργήσει τέχνη.

Υστερόγραφο.

Προς τον Μπελλαρμίνο.

Αγαπητέ μου Μπελλαρμίνο μην με ρωτάς πως περνάω. Μόλις προχθές παράτησα την Διότιμα. Εφαλτήριο υπήρξε μια ταινία, η οποία με συνεπήρε τόσο πολύ, που αποφάσισα να αλλάξω την προσωπική μου τροχιά. Είχα ορκιστεί να μην επιτρέψω σε κανένα σενάριο να με γαλουχήσει σαν έναν νέο, που ετοιμάζεται να πέσει στη μάχη, περιμένοντας τον θάνατο. Δυστυχής αυτός που ολισαθαίνει στο αμάρτημα ξανά, δίχως να κατανοεί την απουσία. Αγαπημένε μου φίλε, η Διότιμα με άφησε. Όχι, δεν με εγκατέλειψε. Δεν στάθηκε τόσο γενναία, ώστε να ανοίξει την πόρτα και να μην κοιτάξει πίσω. Διέπραξε, όμως , ίσως ένα από τα πιο βαριά ποινικά αδικήματα, εκείνα που κάνουν ακόμα και τους δολοφόνους να ανατριχιάζουν. Σκότωσε το πνεύμα μου. Με άφησε Μπελλαρμίνο μου, καθώς το σπίτι είχε γίνει στενό. Ποθούσα τον κόσμο και εκείνη με τραβούσε ολοένα και πιο μακριά του. Μακάριοι εκείνοι που συνειδητοποιούν την πτώση, την ακριβή ώρα που ξεκινά. Μακάριοι όσοι μετατρέπουν το κερί σε αληθινά φτερά και πετούν μακριά λίγο πριν την συντριβή. Είχα συντριβεί εδώ και καιρό και οι μέρες τις νιότης μου θολές και σκοτεινιασμένες αδυνατούσαν να με οδηγήσουν μακριά από τον άθλιο εαυτό μου. Θραύσματα μπροστά στο νωχελικό μου βλέμμα οι μέρες και ασύγχρονη η σκέψη μου με το παρόν. Βαριά καταδίκη, όχι απλώς φυλάκιση με άμεση αναστολή. Ήθελα τότε να πεθάνω και θεωρούσα ότι επιτελώ ιερό έργο. Όμως τα έργα είναι για τους ημίθεους. Εγώ είμαι δειλός πνευματικέ μου σύντροφε. Όπως τα φύλα, κατά τη διάρκεια του δροσερού αέρα, τρέμω την αλλαγή και αγκαλιάζω την νεκρική ακαμψία. Δολοφόνησε το πνεύμα μου λοιπόν, καθώς την αγαπούσα ολοένα και περισσότερο. Άλλωστε πως θα δικαιολογούσε το όνομα της αν δεν την ερωτευόμουν παράφορα, όπως ο Φρίντριχ την Σουζέττε. Είχα διστάσει, σάστισα μπρος στον Αχέροντα της μεταμόρφωσης της ζωής μου. Όμως στο τέλος πήρα την απόφαση. Τόλμησα. Άνοιξα την πόρτα και έφυγα. Ελεγεία του αντι-έρωτα και της μοναξιάς. Αγαπημένε μου Μπελλαρμίνο δεν φοβάμαι πλέον να μείνω μοναχός μου. Η μοναξιά δημιουργεί διόδους μέσα στην νάρκη της καθημερινότητας. Έχω το χρόνο πλέον. Τον χρόνο για να φτιάξω ένα μνήμα και να ξεκουράσω την καρδιά μου. Την επόμενη φορά φίλε μου, η στάχτη δεν θα είναι αρκετή για να θάψει την αναγεννημένη μου πνοή. Σκότωσα την Διότιμα για να την αναδημιουργήσω. Θα υπερβώ το υπάρχον για να το αναπλάσω. Σου το υπόσχομαι.

Με αγάπη,

Ο φίλος σου

 

 

 

 

* Ο Γιώργος Πάσχος γεννήθηκε το 1996 στην Αθήνα, όπου και μεγάλωσε. Είναι τελειόφοιτος του τμήματος Επικοινωνίας και ΜΜΕ, του ΕΚΠΑ. Αγάπησε την μουσική, ερωτεύθηκε τον κινηματογράφο και επιθυμεί να συζήσει με την επιστήμη

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top