Fractal

Η αθέατη ζωή του ποιητή Γιώργου Μαρκόπουλου

Γράφει η Ελένη Χωρεάνθη //

 

Θεοδόσης Πυλαρινός: “Ο Γιώργος Μαρκόπουλος σε χρόνο ανύποπτο”, εκδ. Εκάτη, σελ. 76

 

«…Όσο γι’ αυτά που έκανα τα πλήρωσα όλα,

Πιστέψτε με, ακριβά, μια ζωή μένοντας μόνος». 

Γ. Μ.

 

Ό, τι περισσεύει από την πολύμορφη καθημερινότητα ενός πνευματικού ανθρώπου ,

ο οποίος τυχαίνει να είναι εργαζόμενος, ένας καθημερινός άνθρωπος, αν καταγράφεται κάπου, είναι σημαντικό. Γιατί, όσα συμβαίνουν «σε χρόνο –και χώρο– ανύποπτο», ερήμην δηλαδή της φανερής δραστηριότητάς του, συχνά, όχι μόνο φωτίζουν, αλλά συμπληρώνουν και αναπληρώνουν παραλείψεις, καλύπτουν κενά, στήνουν γέφυρες επικοινωνίας, αλληλεξάρτησης και συνάφειας μεταξύ των μερών, στελεχώνουν και υποβαστάζουν το αμιγώς καλλιτεχνικό του έργο.

Με τη σύντομη, άκρως ενδιαφέρουσα κατατοπιστική εισαγωγή του, ο Θεοδόσης Πυλαρινός που επιμελείται την έκδοση των «παραλειπόμενων» και συνδέει με έναν δικό του τρόπο τα διάφορα αποσπάσματα από τα πέραν του αμιγώς ποιητικού έργου πεπραγμένα της συμβατικής καθημερινότητας του ποιητή Γιώργου Μαρκόπουλου με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Ο Γιώργος Μαρκόπουλος σε χρόνο ανύποπτο», εισάγει τους αναγνώστες του σε μια άλλη περιοχή όπου ο ποιητής αναπτύσσει ενδιαφέρουσες σχέσεις ζωής, βιώνει μια άλλη πραγματικότητα σε διάφορες περιοχές και στιγμές με πνευματικούς ανθρώπους, ποιητές συνήθως, σε διαφορετικές παραμέτρους και λέει όσα, εξίσου σημαντικά, δεν μπόρεσε ή δεν πρόφτασε να εκφράσει με ποιητικό λόγο.

Ο Θεοδόσης Πυλαρινός παρουσιάζει τα αποσπάσματα αυτούσια, χωρίς δικές του παρεμβάσεις ή επεμβάσεις, ώστε να «ακούγεται» ευανάγνωστη η φωνή του ποιητή με τη γνησιότητα και την καθαρότητα της χαρακτηριστικής αυθεντικής χροιάς της. Έτσι, φέρνει στην επιφάνεια το στέρεο υπόβαθρο πάνω στο οποίο θεμελιώθηκε σταθερά το κατορθωμένο σημαντικό ποιητικό έργο του Γιώργου Μαρκόπουλου. Παρουσιάζεται απλωμένη σαν σε κινηματογραφική ταινία η ζωή του σε όλη τη διαδρομή του από τη γέννηση και τα παιδικά του χρόνια στο χωριό του, ίσαμε τώρα που βιώνει μια άλλη, μπορεί πολύ σκληρή πραγματικότητα. Πρόκειται για μια «άτυπη» πιο αυθεντική θα έλεγα ετερο-αυτό-βιογραφία, η οποία βάσιμα προσφέρεται για μυθιστορηματική βιογραφία.

Μικρό παιδί στο χωριό του, ως «βοηθός» του κουρέα πατέρα του στο κουρείο, του δόθηκε η ευκαιρία να αποκτήσει πολύτιμη πείρα ακούγοντας διηγήσεις από τη ζωή των ανθρώπων της γενέτειράς του που αποτέλεσαν σπάνιο υλικό έμπνευσης και δημιουργίας. Από την απλοϊκή, γεμάτη αγάπη μητέρα του διδάχτηκε την αγαθότητα και την καλοσύνη. Αγαπημένος με τον αδερφό του και με όλους τους συνανθρώπους της περιοχής του, βιώνανε την απλή καθημερινότητά τους με τα φτωχικά μέσα που διέθεταν, ίσαμε την ημέρα που ήρθαν οικογενειακώς στην Αθήνα προσβλέποντας σε μια καλύτερη ζωή. Γεγονός, ωστόσο, που δημιούργησε κενό, αθεράπευτη πληγή στην ψυχή του ποιητή. Νοσταλγικά ξαναγυρίζει εκεί όπου άκουσε τα πρώτα παραμύθια, που βίωσε τα πικρά γλέντια που συνόδευαν ζωντανούς αποχωρισμούς χωρίς γυρισμό τη δεκαετία του ’60  κυρίως, τότε που έφευγαν «οι κοπέλες» στην Αυστραλία (για νύφες, συμπληρώνω) και στη Γερμανία για εργάτριες. Επιστρέφει νοσταλγός στον τόπο του και στον καιρό που έπαιζε με τους φίλους του στις απλωσιές του χωριού του, εκεί όπου ένιωσε τα πρώτα κινήματα της καρδιάς του, στην πανέμορφη εξοχή που γέμισε την ψυχή του με τα αρώματα και τις ομορφιές της ελληνικής φύσης και βίωσε την ποίηση των απλών πραγμάτων στα πρώτα φανερώματά της, φορτίο ευάγκαλο, ίαμα ψυχής που υπήρξε φωτοδότης και συλλειτουργός της ποίησής του:

«Πιστεύω ότι τα ποιήματά μου είναι μία διαρκής επιστροφή. Και η πατρίδα έτσι λειτουργεί (…). Γι’ αυτό και η σχέση είναι μια σχέση ταραχής (…). Στην αρχή έκλαιγα και χάιδευα τους τοίχους του σπιτιού πριν φύγουμε από την πατρίδα». Ωστόσο, όταν ήρθε στο «πάλαι ποτέ ‘ιοστεφές άστυ’», άλλαξε γνώμη. Και γράφει: «Δεν ξέρω τι με ώθησε μυστικά από την πρώτη βδομάδα να ανακαλύψω τι γινόταν σ’ αυτήν την πόλη. Η Αθήνα είναι η δεύτερη πατρίδα μου»

       Συγκαταβατικός και ανεκτικός, θεωρεί τους ανθρώπους αδύναμους στη μοναξιά τους: «Οι άνθρωποι είμαστε μοναχικές ψυχούλες (…). Η ζωή είναι ένα πολύ μεγάλο θαύμα και ταυτοχρόνως ένα πολύ μικρό θαύμα (…). Η γυναίκα είναι ένα πλάσμα πολύ πιο εύθραυστο (…). Εγώ αγαπώ βαθύτατα τις γυναίκες, τη γυναίκα.(…). Ο έρωτας νομίζω πως είναι η μόνη υπόθεσή μας που δεν έχει αλλάξει καθόλου…»

Διατηρώντας μέσα του το παιδί με τον πλούτο της ελληνικής επαρχίας που δεν αποποιήθηκε ποτέ, αγάπησε την Αθήνα και  πήρε μέρος σε κάθε προοδευτικό κίνημα. Υπήρξε αγωνιστής, δοτικός, όπως ορθά επισημαίνει ο βιογράφος του, διανοούμενος «επαρχιώτης» ποιητής που είχε και έχει την τόλμη να λέει τα πράγματα με το όνομά τους, αδιαφορώντας αν θα παρεξηγηθεί ή αν θα αρέσει. Ιδού μερικές ακόμα από τις θέσεις και απόψεις του για σημαντικά πράγματα, γεγονότα και καταστάσεις όπως καταγράφονται στα αυθεντικά  λήμματα και από τις πολύτιμες συμπληρωματικές πληροφορίες του επιμελητή, που διευρύνουν το αυτοβιογραφικό τοπίο του ποιητή:
«Ο Μαρκόπουλος δεν είναι αμφισβητίας, είναι αρνητής των συμβιβασμών, των τυποποιήσεων, των κομματικών εγκλωβισμών, της κολακείας και του προκλητικού ατομικού συμφέροντος (…). Είναι ο ανιδιοτελής, ο ρομαντικός όταν υπερασπίζεται την εξέγερση των φοιτητών όπου και ο ίδιος συμμετείχε». Ορθά εκτιμά ο Πυλαρινός ότι η πολιτική και η τέχνη έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη ζωή και την ποίησή του. Για τον ποιητή: «Επανάσταση και Λογοτεχνία… αυτά τα δύο συμπίπτουν (…), η Τέχνη και η Επανάσταση είναι στο βάθος η Υπέρβαση εκείνη την οποία δεν μπορούν να ‘πιάσουν’ όλα τα ραντάρ του κόσμου…»

 

Θεοδόσης Πυλαρινός

 

       Μιλώντας για την ποίησή του, θεωρεί σημαντική στιγμή την πολύ αγαπημένη του ποιητική συλλογή «Οι πυροτεχνουργοί», μιλώντας κατά καιρούς σε συνεντεύξεις και αποτιμώντας ο ίδιος το ποιητικό του έργο. Την ποίηση τη συναντάει, παντού, σε κάθε στιγμή της ζωής και της καθημερινής περιπέτειας του βίου των ανθρώπων. Όσο για τον «κρυφό κυνηγό», ο όρος είναι ποδοσφαιρικός, δεν είναι άλλος από τον θάνατο, από τον οποίο δεν μας σώζει η ποίηση, μήτε ο εξορκισμός του αλλά η χαρά που μας δίνει η ζωή και επισημαίνει επιγραμματικά:

«Έχω διδαχθεί από τους αρχαίους Έλληνες κι από τους αρχαίους εν γένει λαούς, οι οποίοι ό, τι έκαναν, όλα αυτά τα μεγαλειώδη πράγματα, τα οφείλουν στην αξεπέραστη δίψα για ζωή που τους διέκρινε (…). Η ποίηση όπως και όλες οι αληθινές τέχνες, είναι κάτι το πολύ ιδιαίτερο (…). Ο πραγματικός χρόνος της ποίησης είναι εκείνος που ταιριάζει στην ιδιοσυγκρασία του κάθε ποιητή (…), εμένα μου ταιριάζει ο παρατατικός…». Και εξηγεί τους λόγους που τον οδηγούν στη συγκεκριμένη παραδοχή.

Η ποίηση του Γιώργου Μαρκόπουλου εκφράζει πραγματικότητες. Παρουσιάζει τοπία φυσικά και ανθρώπινα συγκεκριμένα, είναι ποιητικά εκφρασμένες αλήθειες, γιατί πιστεύει πως «τέχνη, η ποίηση και γενικά όλη μας η συμπεριφορά, είτε το θέλουμε είτε όχι, αποτελεί από μόνη της κοινωνική πράξη…». Οι απόψεις του είναι στέρεες και καταφατικές. Όσον αφορά τον ίδιο, η ποίηση, λέει: «είναι ένας τρόπος που με βοηθάει μέσα από την οδύνη της να περνάω όσο γίνεται πιο ανώδυνα αυτή την περιπέτεια που ονομάζουμε ζωή (…). Και βάλσαμο και βάσανο είναι η ποίηση (…). Η ποίηση γράφεται με πολύ απλά υλικά…». Και η δική του ποίηση είναι βιωματική, στιλπνή και δυνατή, ακάματη, καταυγασμένη  από το καθαρό φως μιας νεανικής αισθησιακής αθωότητας που αγγίζει το μέτρο του αρχαίου ελληνικού ποιητικού λόγου, όπως διαμορφώθηκε από τους τραγικούς ποιητές, τους γίγαντες της Αρχαιότητας.

Ο Γιώργος Μαρκόπουλος είναι μια ξεχωριστή μορφή και περίπτωση στην ποίηση των εξαιρετικά δύσβατων και δύσκολων καιρών μας. Προέρχεται από επαρχία, αλλά μεγάλωσε, σπούδασε, εργάστηκε και ζει στην Αθήνα των πέντε εκατομμυρίων ψυχών. Όταν ήρθε στην Αθήνα, έφηβος πια, έφερε μαζί του τον ανεκτίμητο θησαυρό της απλής ελληνικής οικουμένης. Ήρθε γεμάτος φως και ομορφιά, ελληνική φύση και  αγροτική ζωή, στοιχεία αιώνια και αναλλοίωτα τα οποία εντάσσει και ενσωματώνει αριστοτεχνικά στο έργο που οικοδομεί με τα νέα στοιχεία που προσπορίζεται από το αστικό περιβάλλον και από έναν διαφορετικό κόσμο όπως διαμορφώνεται και σχηματοποιείται με την πολυμορφία της ολοένα αναπτυσσόμενης και διογκούμενης πρωτεύουσας και τη νέα του ζωή.

 

 

Έτσι, η ποίησή του, ποίηση γενναία από τη φύση της και εύκοσμη, επιβλητικά αυστηρή, εμπλουτίζεται και βαθαίνει με καινούρια, κυρίως, δραματικά στοιχεία που κοσμούν, οριοθετούν κατά κάποιον τρόπο, υποστυλώνουν και δίνουν ενδιαφέρουσες, τραγικά, διαστάσεις στο εύρωστο, στέρεο και πηγαίο, κατορθωμένο ποιητικό του έργο.

Δεν γνώρισα και δεν έζησα από κοντά τον ποιητή. Η πραγματική, και νομίζω η ουσιαστική, γνωριμία μας έγινε μέσω της ποίησής του. Ελάχιστες στιγμές έχομε συναντηθεί και μιλήσει. Ωστόσο, έχει αναπτυχθεί μεταξύ μας μια αμοιβαία σχέση φιλίας και αλληλοεκτίμησης σταθερή, πιθανώς εξαιτίας του ότι και οι δύο ήρθαμε στην πνευματική Πρωτεύουσα του Νέου Ελληνισμού κουβαλώντας και συντηρώντας, με ευλάβεια και σεβασμό, στον σάκο των φτωχών αποσκευών μας τον πλούτο της ελληνικής υπαίθρου.

Δεν ευτύχησα να είμαι παρούσα σε καμιά από τις συναντήσεις του με ποιητές που με τόση νοσταλγία αναφέρεται και αναφέρει ο Μαρκόπουλος, αλλά ευτύχησα να τον συναντήσω μοναχικά, σε ώρες αφοπλιστικής γαλήνης και ηρεμίας μέσα στα ποιήματά του σε απόλυτη μοναξιά χωρίς την πανοπλία της όποιας επιτήδευσης. Και τώρα, όπως με οδηγεί ο Θεοδόσης Πυλαρινός με τις μεθοδικές διακειμενικές διασυνδέσεις των αποσπασμάτων από τα κείμενα των συνομιλιών, συνεντεύξεων και ημερολογιακών σημειώσεων του ποιητή, τον έχω εδώ μπροστά μου και συνομιλώ μαζί του μέσα από έναν ηλεκτρονικό δίαυλο πνευματικής επικοινωνίας. Και κλείνω με μια αποστροφή δική του που αποτελεί ό, τι σηματοδοτεί τον ίδιο και το έργο του.

Σηκώνοντας τον δικό του και τον ξένο πόνο, ο ποιητής ζητάει τη συμπόνια των άλλων: «Λυπηθείτε αυτό τον άνθρωπο / που τα μάτια του είναι παλαιά πολυβολεία / και η καρδιά του ταριχευτήριο πουλιών». Είναι από τις στιγμές που αισθάνεται πως η φύση όλη συμμερίζεται τον πόνο των πλασμάτων. Και το δικό του πόνο. Αλλά ο Γιώργος Μαρκόπουλος που γνώρισα σε καιρούς αναμάρτητους, έξω και πέρα από κάθε συμβατικότητα, είναι ένα γενναίο παιδί κι ένας εξέχων διαχρονικός ποιητής.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top