Fractal

Κατάγματα ψυχής

Γράφει η Ελένη Παπανδρέου // *

 

Δάφνης Τσέλιου «Άδυτα», εκδόσεις Ιωλκός

 

«Τα λόγια χωρίς θάρρος ψυχορραγούν αβοήθητα» λέει η ποιήτρια και, υπακούοντας σε αυτή την εσωτερική προσταγή, πλάθει, με υλικά σκληρά και τρυφερά συνάμα, το δικό της ερωτικό σύμπαν. Τα ποιήματα –όπως υπονοεί και ο τίτλος– απευθύνονται στους μυημένους, δηλαδή σε αυτούς που έχουν πρόσβαση στα άδυτα. Προϋπόθεση είναι η συνδιαλλαγή με το βαθύ συναίσθημα που πηγάζει από την εσωτερική αλήθεια.

Κοινός άξονας όλων των ποιημάτων είναι η στιγμή της αφόρητης συνειδητοποίησης ότι η ζωή μπορεί και πρέπει να είναι διαφορετική. Ο ηθοποιός είναι γυμνός, η αυλαία τρέμει και τα λόγια γίνονται καταρράκτης, καθώς ο έρωτας, αν και πλασμένος για δύο, ζει στην αβάσταχτη σκιά του ενός. Όλα είναι εδώ. Μίσος, βία, αγάπη, αμφισβήτηση, εκδίκηση, συγχώρεση, έλλειψη, μετάνοια. Αυτά είναι τα χρώματα των ποιημάτων κι έρχονται όλα από τα μέρη της καρδιάς που δεν θέλει και δεν μπορεί άλλο να υπομένει μισή την αλήθεια της.

Ο έρωτας είναι πάντα εκεί. Παρών και απών ταυτόχρονα. Παρών μέσα από το σώμα που γεμίζει με «σταρένιες βελόνες απ’ την κορφή μέχρι τα νύχια» και απών μέσα από την ουσία του, που αποδεικνύεται ελλειμματική και αδιέξοδη. Όλα σωματοποιούνται, καθώς το ίδιο το σώμα γίνεται ένας πίνακας, πάνω στον οποίον υφαίνεται ‒με κόκκινο πάντα χρώμα‒ το δράμα. Η γλώσσα, σκληρή και απόλυτη, γίνεται φορέας του ψυχικού άλγους. «Κατάγματα ψυχής» γεμίζουν τις σελίδες που κυλάνε με εναλλαγές κραυγών απόγνωσης και λυρικών φωνών. Ακόμα και οι πράξεις αποκτούν μια υλική διάσταση. Γίνονται σαρκοφάγες και κατασπαράζουν τα λόγια. Η ίδια η σάρκα του έρωτα, όσο αψεγάδιαστη κι αν φαίνεται, είναι πάντα πεινασμένη για την ηδονή που επιστρέφει μέσα από μνήμες και συνειρμούς.

Ο/η ήρωας/ηρωίδα καλείται να πάρει μια θέση για τα όνειρα, τις ματαιώσεις και τις ελπίδες του/της. Παρόν, παρελθόν και μέλλον μπλέκονται στο αδράχτι ενός έρωτα που τους καλεί να ενηλικιωθούν μέσα από τη δύναμη του τώρα. Τώρα πρέπει να παρθούν οι αποφάσεις. Τώρα, μέσα από τα σπασμένα κομμάτια, πρέπει να αναγεννηθεί ολόκληρο το καινούργιο.

Κάθε ποίημα είναι ένας εσωτερικός μονόλογος που απευθύνεται σε έναν ατελέσφορο, μισό έρωτα, έναν αντίπαλο έρωτα. Ταυτόχρονα, κάθε ποίημα ξετυλίγει μια ιστορία και όλες οι ιστορίες μαζί γεννούν έναν λαβύρινθο από πρόσωπα και καταστάσεις. Προσωπικά βιώματα και μυθοπλασία συμπλέουν, καθώς η ανάγνωση προχωρά και δεν μπορεί κάποιος παρά να αναρωτηθεί αν τελικά κάθε ποίημα είναι μια αυτοτελής ιστορία ή πρόκειται για την ίδια ιστορία που ξεδιπλώνει τις ανάκατες εικόνες της μέσα από τα μεμονωμένα ποιήματα. Η διαδοχή των ποιημάτων είναι απρόσμενη. Ο ήρωάς μας πρώτα υποφέρει, μετά αναπολεί, στη συνέχεια χωρίζει και προς το τέλος ερωτεύεται. Μοιάζει όλη η ποιητική συλλογή με τα φύλλα μιας τράπουλας ταρώ. Η μοίρα είναι κοινή. Το ταξίδι είναι για δύο. Ο ένας θυμάται, ο άλλος ξεχνάει. Ο ένας αγαπάει, ο άλλος φεύγει. Το σώμα είναι λάθος. Ο χρόνος είναι λάθος. Έρωτας από την αρχή. Μια αβάσταχτη υπόθεση που δεν έχει ηλικία. Οι εραστές είναι εύπλαστοι, αλλάζουν επιδέξια πρόσωπο σε κάθε ποίημα, αλλά τελικά πάντοτε συνδιαλέγονται με τους προαιώνιους ρόλους του θύματος και του θύτη. Η σκληρότητα του έρωτα δεν έχει φύλο, δεν έχει πρόσωπο, αλλά είναι εκεί, σε κάθε σελίδα.

Οι ρόλοι μπερδεύονται. Οι δύο αντίπαλοι χάνουν και βρίσκουν πάλι την υπόστασή τους. Σωστό και λάθος. Παράδεισος και Κόλαση. Ωφέλεια και φθορά. Ανατολή και Δύση. Από το ένα ποίημα στο άλλο θολώνουν τα όρια, παλεύουν να προσδιοριστούν μέσα από την εναγώνια πάλη ενός πολέμου που μοιάζει εξ ορισμού χαμένος. Όλα μοιάζουν «σαν κεράσια και σταφύλια μες στον χειμώνα». Ο κατηγορούμενος ποτέ δεν θα υπερασπιστεί τον εαυτό του. Δεν υπάρχουν δύο αλήθειες. Υπάρχει μόνο μία. Κι αυτή έχει γεύση επιταφίου, γιατί ο έρωτας πρέπει να πεθάνει για να γεννηθεί πάλι μέσα από έναν ατέρμονο συμπαντικό χορό.

 

Δάφνη Τσέλιου

 

Το σκηνικό του δράματος υπακούει στις εσωτερικές προσταγές. Η φύση πάλλεται. Γίνεται ένας τεράστιος καθρέφτης που αναγεννά το συναίσθημα μέσα από εικόνες πρωτογενούς λυρισμού και επιτηδευμένης ωμότητας. Η βροχή απειλεί, ο άνεμος ουρλιάζει, η νύχτα φοράει μαύρο πέπλο και το φεγγάρι είναι παρήγορο. Ξεχωρίζουν δύο στοιχεία που επιστρέφουν ξανά και ξανά μέσα στα ποιήματα. Το πρώτο είναι η Ανατολή που σηματοδοτεί το νέο φως, την αλλαγή, την ελπίδα. Εκεί θα γίνει η νέα σπορά. Το δεύτερο είναι η θάλασσα ως σώμα καθαρό και αδιαίρετο, που αντικατοπτρίζει το βαθύ συναίσθημα. Είναι εκεί όπου «ένα κοχύλι κρατάει την ανάσα της αστραπής» και ο λυρισμός της ποιήτριας ξεδιπλώνει τη μαγεία του.

Ο κόσμος που ζωγραφίζει η Δ. Τσέλου είναι τρομακτικός στην ουσία του. Νιώθει αποκαμωμένη από την αναρχία, τον κυνισμό, την οχλαγωγία, την ανοησία, την αλαζονεία, τη διαπλοκή, την υπεροψία, τη φαυλότητα. Οι γιορτές κουβαλούν μια δυσφορία. Η χαρά είναι άλλοτε ψεύτικη και άλλοτε προσωρινή. Τα πρόσωπα γίνονται προσωπεία. Όλα είναι φτιαγμένα από σκληρά υλικά και ο ίδιος ο εραστής πλασμένος από άθραυστο ξύλο και ατσάλινο, απροσπέλαστο πλέγμα.

Συχνά στα ποιήματα συναντάμε ένα στερητικό άλφα που εμποδίζει την εγγύτητα, την ολοκλήρωση, την επάρκεια, το μέτρο. Το «εγώ» είναι απροστάτευτο, η κραυγή ακουμπά το απλησίαστο, η φωτεινή επιγραφή λέει «ανεκπλήρωτο». Η ποιήτρια, μέσα από λυρικές σιωπές και σπαραχτικές κραυγές, ομολογεί πως δεν πρέπει να καρτερείς το ανώφελο και να υμνείς το άδοξο. Πρέπει να ξορκίζεις το αχαλίνωτο και να ειρωνεύεσαι το απαράμιλλο. Ο έρωτας ‒πάντα ανεπαρκής‒ βάζει άλλοτε τελεία και άλλοτε κόμμα στο δράμα της ανθρώπινης ύπαρξης.

Τελικά, είμαστε οι μικρές μας ιστορίες ή οι ιστορίες μας είμαστε εμείς; Όλα, και πολύ περισσότερο το τέλος, παίρνουν τη θέση που τους αρμόζει μέσα από τη μεταφυσική οπτική της ποιήτριας. Οι ιστορίες είναι πολλές, οι ήρωες είναι πολλοί, αλλά η ψυχή είναι μία. Το στεφάνι είναι αγκάθινο, το θέατρο των αναμνήσεων κατάμεστο, αλλά η ψυχή ταξιδεύει κοιτώντας στα μάτια την αγάπη με προορισμό την αιωνιότητα. Δεν είμαστε οι ζωές που ζούμε, είμαστε η αγάπη  που μοιραζόμαστε. Εντελώς απρόσμενα, η Δ. Τσέλιου μας συστήνει ένα όραμα όχι για το ανέφικτο του έρωτα αλλά για το ταξίδι της ψυχής δίπλα στους ακριβούς αγαπημένους. Γιατί, άλλη ευτυχία δεν υπάρχει από το ν’ αγαπάς και να σ’ αγαπούν.

 

 

* Η Ελένη Παπανδρέου είναι ποιήτρια.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top