Fractal

«Η εξημέρωση του θανάτου: Μια Ελεγεία»

Γράφει η Μαργαρίτα Παπαγεωργίου // *

 

Για την ποιητική συλλογή της Κυριακής Λυμπέρη «Το Ωραίο το φτιάχνεις»,  Οι εκδόσεις των Φίλων 2019

 

Το αίνιγμα της ζωής. Το τραγικό της συνείδησης της θνητότητας. Τα ίδια πάντα υπαρξιακά ερωτήματα: Πώς να ζήσω, γνωρίζοντας πως θα πεθάνω. Υπάρχει κάποια σκοπιμότητα στην ανθρώπινη ύπαρξη, κάποια αποστολή, και ποια είναι αυτή; Με αυτά τα ερωτήματα, συνδιαλέγεται η ποιήτρια Κυριακή Λυμπέρη στην ποιητική της συλλογή Το Ωραίο το φτιάχνεις, Οι εκδόσεις των Φίλων 2019. Η ποιητική συλλογή της Κυριακής Λυμπέρη φαίνεται να προτείνει πως  το να μάθουμε να ζούμε, σημαίνει να μάθουμε πώς να πεθαίνουμε: σε αυτή την μαθητεία συμπυκνώνεται όλη η ύπαρξή μας. Ποιήματα που υμνούν τη ζωή καταφάσκοντας στο μυστήριο του θανάτου:  Ποιήματα – Ελεγείες.

 

Το πένθος του θανάτου αισθητοποιείται στην ποίηση που είναι γνωστή ως ελεγεία από την ελληνική αρχαιότητα.   Στόχος της υπήρξε  η παρηγορία των πενθούντων, συχνά με μεταφυσικά, θρησκευτικά μηνύματα. Η μοντέρνα ελεγειακή ποίηση φαίνεται να αρνείται τον παραδοσιακό παραμυθιακό της ρόλο με τη λεγόμενη αντι-ελεγεία ή μετα-ελεγεία. Στη σύγχρονη εποχή η ποιητική του θανάτου στρέφεται γύρω από ένα διαρκές αδιέξοδο πένθος όπως για παράδειγμα στην ποιητική της Κικής Δημουλά. Η Κυριακή Λυμπέρη αντίθετα,  με αυτή την ποιητική της συλλογή επιστρέφει στην παραδοσιακή έννοια της Ελεγείας. Τυπικές ελεγειακές θεματικές κι εδώ, ο θρήνος, ο στοχαστικός ρεμβασμός, η μελαγχολία και η αναπόληση, ο πόθος και η ακύρωσή του, η επιθυμία και η διάψευσή του. Χωρίς όμως τον αδιέξοδο θρήνο για τον θάνατο. Τα ποιήματα αυτής της συλλογής είναι Ελεγείες όπως οι Ελεγείες του Ντουίνο του γερμανού ποιητή Ρίλκε ή τα Ελεγεία της Οξώπετρας του Ελύτη, ποιητές με τους οποίους η ποιήτρια συχνά συνομιλεί για το φως και το σκοτάδι αλλά πιο ιδιαίτερα,  για τη μεταξύ τους σύνδεση.  «Στις Ελεγείες η επικύρωση της ζωής κι η επικύρωση του θανάτου αποκαλύπτονται σαν Ένα», έγραφε ο Ρίλκε.  Τα δυο αντίθετα στοιχεία συνιστούν ένα όλον. Έτσι και αυτή η ποιητική συλλογή της Κυριακής Λυμπέρη επαναφέρει το ζήτημα της δυϊκότητας της ζωής: το φως και το σκοτάδι, η γέννηση και ο θάνατος, η παιδική ηλικία και τα γηρατειά, ο έρωτας και το μηδέν. Δεν γίνεται το ένα δίχως το άλλο, ή όπως το χαρακτήριζε ο Ελύτης το άλλο «μισό τού κόσμου», και όπως η Κυριακή Λυμπέρη στο ποίημά της «Το άλλο μισό»  γράφει:  «Όταν ο δαίμονάς του λείπει/  ταράζεται ο άγγελος/ υποφέρει /  Την αρετή του/  δεν ξέρει πώς να εξασκήσει./ Λουφάζει σε μιαν άκρη τ’ ουρανού/  και κλαίει.»

 

Με την ένωση των αντιθέτων, η αρχή και το τέλος ενοποιούνται και ο Χρόνος χάνει την τραγική γραμμικότητά του.  «Πιο νέος γίνεσαι καθώς γερνάς» γράφει στο ποίημά της «Οι ηλικίες του κυνηγού» η Κυριακή Λυμπέρη.  Διανύοντας το διάστημα που σου δίνεται να ζήσεις, με το βέλος του χρόνου να δείχνει πάντα προς το τέλος, θα κάνεις την υπέρβαση, το άλμα από την φθορά προς το ατελές και αιώνιο, αν εξακολουθείς να κυνηγάς «της ομορφιάς το είδωλο». Κάπως έτσι, ξεδιπλώνεται όλη η ποιητική συλλογή, αναπτύσσοντας την ποιητική του Όμορφου, μια ποιητική μαρτυρία της ανατρεπτικής και μετασχηματικής δύναμης του Ωραίου.

 

Δεν είναι ότι η ποιήτρια μπροστά στο θάνατο δε νιώθει αισθήματα τραγικά: «σταμάτα  λοιπόν μοδίστρα ευσυνείδητη/ τον ήχο πια αυτόν δεν υποφέρω»  λέει στο ποίημά της «Madame Lamort»  στην ακούραστη μοδίστρα που γαζώνει με τη ραπτομηχανή της «πτυχώσεις λύπης/μα κι όλα τα μεταξωτά/ και σάρκες ροδαλές»˙ η μοδίστρα  με το όνομα Κυρία Θάνατος, από στίχο της πέμπτης από τις Ελεγείες του Ντουίνο του Ρίλκε. Το ποιητικό υποκείμενο πονά όταν «ο πρίγκιπας», όπως τον λέει, «του θανάτου» παίρνει ψυχές καίγοντας στις φλόγες του δάση και ανθρώπους, στο ποίημα «Κι ο θάνατος γελούσε»,  αφιερωμένο στους νεκρούς στο Μάτι. Όμως, έρχεται σε ένα άλλο ποίημα ανάλογο, με τίτλο «Μια συνταγή για πυρκαγιά στην Αίγινα», και θέτει το ποιητικό ερώτημα-απάντηση στο νόημα του τέλους: «Μέσα στην στάχτη ύστερα/ της πεινασμένης μέλισσας ο βόμβος ακούγεται/ ή η μουσική των αστέρων;». Η μεγαλύτερη μαθητεία στο μυστήριο της ζωής λοιπόν, είναι ο θάνατος. Αυτός και ο Έρωτας.  Κι ο έρωτας όμως, εντάσσεται στην τοπιογραφία της φθοράς και της απώλειας, αφού όπως γράφει τη ποιήτρια, το υλικό που είναι πλασμένος ο άνθρωπος, το εφήμερο της λάσπης του, δε  τον αφήνει να αντέξει «τη στερεότητα της αγάπης».  («Διαδρομές»)

 

Η εικονοποίηση του θανάτου και της φθοράς σε συνδυασμό με την ιδέα της αθανασίας παρουσιάζεται και στο διάλογο της Λυμπέρη με τον αρχαιοελληνικό μύθο και τη θέση του στο σήμερα. Σχετικά τα ποιήματα της συλλογής: «Παρ-εξηγήσεις» με τον μύθο της ομορφιάς της Ελένης, «’Ενδεια ή οι ηθοποιοί ήταν άντρες» με το μύθο της Μήδειας, και στο ποίημα «Επτά επί Θήβας», όπου  οι αρχαίοι νεκροί ζουν μαζί μας. Η τέχνη του Θεάτρου τούς ζωντανεύει για μας. Για να συνομιλήσουμε μαζί τους στο παρόν μας. Αυτό είναι το Όμορφο που φτιάχνει ο άνθρωπος. Το πέρα από το θάνατο:  «Στη σκηνή του θέατρου όμως/ τολμάει πιο γενναιόδωρα η ζωή˙/ μπορείς να πεθαίνεις/ ενώ στέκεσαι ακόμα όρθιος/ και τα φώτα των προβολέων σε ραντίζουν/ καθώς χρυσή βροχή, αστρική». («Επτά επί Θήβας»)

Ποιήματα με υπερρεαλιστικές εικόνες, άλλοτε  ως παιχνίδι λέξεων και ιδεών, φαντασίας, σάτιρας και αυτοσαρκασμού, με στιγμές αισιοδοξίας αλλά και θλίψης. Ελεύθερος στίχος με εσωτερικό ρυθμό, είτε με λυρικές ακμές είτε κάποτε και με πεζολογική γλώσσα, η ποιητική της Κυριακής Λυμπέρη  παρουσιάζει μια σύνθεση μεταμοντέρνας γραφής και παραδοσιακών μορφικών, ακόμα και νεορομαντικών τάσεων.  Η ποιήτρια υπηρετεί την  ποιητική τέχνη ως δοκιμασία ή ως Έρωτας, είτε τελικά, ως πρόβα θανάτου, όπως ακριβώς είναι ο τίτλος ενός ποιήματός της όπου χαρακτηριστικά γράφει:  «Πώς ονομάζεται η δοκιμασία μου/ Τέχνη ή Έρωτας;/ ή μήπως κι απ’ τα δυό αρρώστησα μαζί;» («Πρόβα Θανάτου»).  Μια δοκιμασία όμως τραγικά μοναχική, με την γεύση της πτώσης σαν μετά από έρωτα βαθύ στο ποίημα «Εκατό χρόνια σοβαρότητας»: «Έχει όνομα λοιπόν η ηδονή/ μοναξιά τη λένε και κοιμάται/ με ιμάντες προστασίας από πτώση.»  Η τελική πάντα πτώση. Που ανατρέπεται όμως, φτιάχνοντας το Ωραίο, μάς λέει η ποιήτρια και στο ομότιτλο της συλλογής ποίημα: «Το ωραίο το φτιάχνεις/ δεν υπάρχει από μόνο του˙/ μού έλεγε η εσωτερική αδελφή μου./ Ό,τι έχασες μπορείς να ξανακερδίσεις˙/ ό,τι σου πήραν, σπείρε να φυτρώσει καινούργιο./ Λοιπόν τον κήπο τώρα να καλλιεργήσω/ να φύγουν τα αγριόχορτα/ και να κοπούνε όλα τα ξερά, ανάμεσα/ σε σάπιους σπόρους άνοιξη να μελετάω».     «Την Άνοιξη αν δεν τη βρεις, τη φτιάχνεις» μάς έρχεται συνειρμικά ο στίχος του Ελύτη ο οποίος  ερμήνευε την Ομορφιά ως τη μόνη ίσως οδό «προς το άγνωστο μέρος του εαυτού μας, προς αυτό που μας υπερβαίνει.»

 

Κυριακή Λυμπέρη

 

Η οδός για την αναζήτηση της ομορφιάς ως ηθική πράξη, ως μεταμορφωτική πράξη, ως δημιουργική πράξη, είναι η ενσάρκωση της ανθρώπινης ελευθερίας – ο Σίλερ έγραφε χαρακτηριστικά πως «Μέσω της ομορφιάς οδηγούμαστε στην ελευθερία» και ότι η ανθρώπινη ενσάρκωση της ομορφιάς είναι η Τέχνη.  Και η Κυριακή Λυμπέρη αυτή την οδό την ονομάζει  «αυστηρή πατρίδα» ή «χώρα των λησμονημένων» στο ποίημά της «’Ησυχα κοιμάται το σκοτάδι»:

Ακούω, περπατούν κόκαλα στο βάθος

ρίζες που τανύζονται, σκουλήκια˙

έχει η γη μια ζωή που δε φαίνεται και με καλεί.

Άξια πλησιάζω τις ομιλίες των αιώνων

αυστηρή πατρίδα πώς βυθίζομαι μέσα σου!

Θέλοντας  να γιατρέψω τις πληγές μου

εκεί όπου άλλοι φοβούνται μόνο να  κοιτάξουν

χτίζω στέρνες με δάκρυα

σπίτια με ξύλα που σαπίζουν.

Εδώ είναι η χώρα των λησμονημένων.

Στοργικά  κρατάω τα κρανία στις παλάμες μου

νανουρίζω τις άδειες κόγχες από μάτια που έλιωσαν

και δε φοβάμαι, δε φοβάμαι, δε φοβάμαι.

Στα πόδια μου σαν σκύλος

ήσυχα  κοιμάται το σκοτάδι.

 

Εικόνα μακάβρια; Ακριβώς το αντίθετο. Ας ανατρέξουμε λίγο στην ποιητική του θανάτου για να το καταλάβουμε. Το μακάβριο ως έννοια είναι ένα αίσθημα αποστροφής για την αποσύνθεση του ανθρώπινου σώματος που βρίσκουμε σε  παλαιότερα λογοτεχνικά κείμενα και εικαστικές αναπαραστάσεις της Τέχνης.  Τα έργα τής ars moriendi, δηλαδή της τέχνης που πρόσφερε  οδηγίες  για «καλό θάνατο»,  άλλοτε λειτουργούσαν ως memento mori, δηλαδή  «θυμήσου ότι είσαι θνητός» άρα να φροντίσεις να ζήσεις καλύτερα αυτή τη ζωή στο σχετικό  «carpe diem», (άδραξε τη μέρα),  είτε δρούσαν ως προειδοποίηση για ηθική ζωή σχετική με τη μετά –θάνατον τελική κρίση, το Vanitas, «ματαιότης ματαιοτήτων τα πάντα ματαιότης» του Εκκλησιαστή. Αλλά μια μερίδα καλλιτεχνημάτων υπογράμμιζαν ότι το μόνο που θα έδινε παράταση στη ζωή είναι η ίδια η Τέχνη.  Ο Βιργίλιος στην Αινειάδα έγραφε πως  «Ο μοναδικός τρόπος να ξεφύγεις από τον θάνατο είναι η τέχνη, η υψηλή τέχνη».  Δηλαδή, το Ωραίο. Κι ο Λατίνος ποιητής Οράτιος,  έγραφε «Non omnis moriar» εννοώντας ότι  ακόμα κι αν πεθάνει το σώμα,  η Τέχνη παραμένει ζωντανή. Η ύπαρξη έτσι διασώζεται ως Ωραιότητα.  Εδώ εντάσσεται η ποιητική συλλογή Το Ωραίο το φτιάχνεις της Κυριακής Λυμπέρη, και με αυτή την παράδοση συνδιαλέγεται.   Φέρνοντάς τα όλα αυτά στο καθημερινό μας παρόν-  «Στην καθημερινή πράξη το Ιδεώδες» τιτλοφορεί η Λυμπέρη ένα ποίημα της συλλογής-  ο θεωρητικός της λογοτεχνίας Τσβετάν Τοντορόφ σημειώνει: «Αλλά μπορούμε ήδη να πούμε ότι, για να αγγίξουμε αυτή την ομορφιά ή αυτή τη σοφία, δεν είναι υποχρεωτικό να γράφουμε ή να διαβάζουμε βιβλία, να ζωγραφίζουμε ή να παρατηρούμε πίνακες, ούτε είναι επίσης υποχρεωτικό να προσευχόμαστε στο Θεό ή να προσκυνούμε μπροστά στα είδωλα, να χτίσουμε την ιδανική Πολιτεία ή να πολεμούμε τους εχθρούς της. Μπορούμε να το κάνουμε ατενίζοντας τον έναστρο ουρανό πάνω μας ή τον ηθικό νόμο μέσα μας, ξεδιπλώνοντας τις διανοητικές μας δυνάμεις ή αφοσιωνόμενοι στον πλησίον μας, σκάβοντας τον κήπο μας ή χτίζοντας έναν ολόισιο τοίχο, προετοιμάζοντας το βραδινό γεύμα ή παίζοντας μ’ ένα παιδί».  Ένα άλλο αγνό παιδί κάποτε, δια στόματος του Ντοστογιέφσκι, έλεγε πως  « Η ομορφιά θα σώσει τον κόσμο».  Έτσι γινόμαστε κι εμείς εκείνο το παιδί, στο ποίημα της Κυριακής Λυμπέρη «Κοριτσάκι μου»:

Λέει κοριτσάκι μου.

Εννοεί ότι

δεν πειράζει που βάφεις τα μαλλιά σου

που άρχισαν να φαίνονται οι ρυτίδες γύρω από τα μάτια

το σώμα που δεν αποκρίνεται σε ερωτήσεις.

Λέει μωρό μου.

Εννοεί ότι

οι άνθρωποι μπερδεύουν την κούνια με τον τάφο

ότι θα σε κρατάει απ’ το χέρι ώσπου να μικρύνεις

να αλαφρώσεις κι άλλο, κι άλλο

ώσπου το τελευταίο του φιλί στο μέτωπό σου

να φέξει σαν ανατολή.

 

Διαβάζοντας την ποιητική συλλογή της Κυριακής Λυμπέρη Το Ωραίο το φτιάχνεις ως Ελεγεία, ο αναγνώστης προσλαμβάνει μια παρηγορία, αλαφρώνει και ο ίδιος από το τρομακτικό βάρος του αναπότρεπτου τέλους της ζωής. Το συνεχές και αιώνιο εκφράζεται από το Ωραίο, την Τέχνη, την ποίηση, την ίδια τη Ζωή. «Τέχνη μου» ρωτά στην προμετωπίδα της συλλογής η ποιήτρια, «ο θάνατος εξημερώνεται;». Και η ίδια φαίνεται πως καταφάσκει στο τέλος με στοργή. Τρυφερά, όμορφα, σαν στο μέτωπο φιλί.

 

 

 

* Η Μαργαρίτα Παπαγεωργίου εργάζεται ως φιλόλογος. Εργογραφία: Αλίπλοος Ουρανός,  Γαβριηλίδης 2015, Μεταπλάσματα,  Σαιξπηρικόν 2017. Η ποιητική της συλλογή  Φιλιά στο κενό είναι υπό έκδοση από Μελάνι. Μεταφράζει αγγλόφωνη και ισπανόφωνη ποίηση και διαχειρίζεται τον ιστότοπο στροφές/strophess). Ποιήματά της έχουν μεταφραστεί σε Αγγλικά, Γερμανικά, Δανέζικα και Σουηδικά.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top