Fractal

✔ Σταύρος Χριστοδούλου: «Εκεί, στην μεγάλη γκρίζα περιοχή, κυκλοφορούν πολλοί ενδιαφέροντες άνθρωποι»

Συνέντευξη στη Γιούλη Τσακάλου //

 

 

Με αφορμή την ανακοίνωση των κυπριακών κρατικών βραβείων 2018 ο συγγραφέας/δημοσιογράφος κ. Σταύρος Χριστοδούλου θα μας μιλήσει για όλα: για τη ζωή και τη δουλειά τους, για το λογοτεχνικό τοπίο και για τους νέους συγγραφείς, για τη μνήμη και για το χρέος, για την έμπνευση και για τις συνθήκες γραφής.

 

-Κύριε Χριστοδούλου, το τελευταίο  σας βιβλίο «Τη μέρα που πάγωσε ο ποταμός» μόλις βραβεύτηκε. Μιλήστε μου λίγο για το πώς ξεκίνησε η ιστορία αυτή… Τι είχατε στο μυαλό σας;

Ίσως σας φανεί περίεργο, αλλά και τα δυο βιβλία μου ξεκίνησαν από το τέλος. Με την έννοια ότι είχα ξεκάθαρη στο μυαλό μου την εικόνα του κεντρικού ήρωα κι αυτό που σηματοδοτούσε ο επίλογος της ιστορίας προτού βάλω την οριστική τελεία. Μέσα μου λοιπόν ήταν καθαρό το τι ήθελα να πω. Απ’ εκεί και πέρα, η ιστορία ξεδιπλώθηκε πολύ αργότερα, όταν άρχισα πλέον να ερευνώ και να διαμορφώνω τους χαρακτήρες.

 

-Όταν ένας συγγραφέας γράψει ένα βιβλίο και έρθει η καταξίωση από όλους, πόσο «βάρος» προσθέτει η διάκριση αυτή στην μετέπειτα συγγραφική του πορεία; Ποια ευθύνη γεννά μια τέτοια καταξίωση απέναντι στο κοινό των αναγνωστών, που περιμένουν τη συνέχεια του έργου του;

Η μεγαλύτερη ευθύνη ενός συγγραφέα απορρέει από το πόσο σοβαρά αντιμετωπίζει τη συγγραφή. Τα βραβεία, πέρα από την αυτονόητη τιμή, αποτελούν βεβαίως και σημαντική ενθάρρυνση. Εάν θέλουμε δε να είμαστε ειλικρινείς, θα παραδεχτούμε ότι χαϊδεύουν και την όποια ματαιοδοξία μπορεί να αναλογεί στον καθένα μας. Αυτοί όμως δεν είναι λόγοι για να γράφουμε. Πρόκειται άλλωστε για εξαιρετικά επίπονη διαδικασία που απορρέει μονάχα από μια εσωτερική ανάγκη έκφρασης.

 

-Πώς αλιεύσατε το θέμα σας; Περιμένατε αυτή τη βράβευση;

Ούτε που είχα σκεφτεί την βράβευση… Το κυπριακό κρατικό βραβείο μυθιστορήματος ήταν ένα αναπάντεχο δώρο που μας δίνει την ευκαιρία να «ξανασυστήσουμε» το βιβλίο στο αναγνωστικό κοινό. Όταν ξεκίνησα κι όσο καιρό διήρκησε η συγγραφή ένα πράγμα είχα μόνο στο μυαλό μου: ν’ αφηγηθώ μια ιστορία με αρχή, μέση και τέλος, η οποία όμως θα είχε και ένα δεύτερο επίπεδο ανάγνωσης. Έτυχε αυτή η ιστορία να είναι νουάρ και να ξετυλίγει ένα κουβάρι όπου στο τέλος αποκαλύπτεται η κρυμμένη αλήθεια. Στο μεταξύ όμως, αυτό που συναντάμε είναι μια ανθρωπογεωγραφία με πρωταγωνιστές τους εν δυνάμει ενόχους.

 

-Πώς βλέπετε και βιώνετε τη σύγχρονη λογοτεχνική πραγματικότητα; Σας αρέσουν πράγματα, σας ενοχλούν κάποια άλλα;

Η σύγχρονη λογοτεχνική πραγματικότητα είναι καθρέφτης της σύγχρονης κοινωνικής πραγματικότητας. Το καλό βιβλίο δίνει μάχη επιβίωσης και είναι παρήγορο ότι τα καταφέρνει παρά τις αντίξοες συνθήκες. Υπάρχουν φυσικά και φτηνά προϊόντα, κάποια μάλιστα φιγουράρουν και στις λίστες με τα ευπώλητα. Αλλά αυτό δεν συνέβαινε πάντα; Εγώ, πείτε με ρομαντικό, συνεχίζω να πιστεύω πάντως στην εκδίκηση του καλού.

 

-Έχω την αίσθηση ότι το άρωμα της καταγωγής κάθε συγγραφέα τον  επηρεάζει και τον οδηγεί σε συγκεκριμένα θέματα για έμπνευση. Ισχύει;

Εν μέρει ισχύει. Δεν πιστεύω ότι η καταγωγή είναι ο πιο καθοριστικός παράγοντας στη διαμόρφωση της λογοτεχνικής ταυτότητας. Εγώ τουλάχιστο δεν είμαι «κυπροκεντρικός» παρόλο που η Κύπρος με έχει ανεξίτηλα σταμπάρει. Φροντίζω να αντλώ από όλα όσα βίωσα… Την Αθήνα π.χ. όπου έζησα αρκετά χρόνια ή τη Βουδαπέστη της νεότητάς μου απ’ όπου εμπνεύστηκα τη «μέρα που πάγωσε ο ποταμός».

 

 

Κ. Χριστοδούλου, η αστυνομική λογοτεχνία σας κέρδισε τελικά περισσότερο από τα άλλα ήδη λόγου; Ή κάνω λάθος; Ρωτώ γιατί υπάρχει μεγάλη άνοδος τελευταία σ αυτό το είδος των βιβλίων συμφωνείτε;  (Το πρώτο σας βιβλίο «Ηοtel National» βέβαια απ ότι θυμάμαι κινείται σε ιστορικό πλαίσιο).

Από την αρχή δήλωσα «επισκέπτης» στο Νουάρ, αλλά με απόλυτο σεβασμό στο είδος. Μπήκα πολύ αθώα σε αυτή την ιστορία, χωρίς να έχω εμβαθύνει στις τεχνικές και στα διαφορετικά είδη του αστυνομικού μυθιστορήματος. Άφησα το ένστικτό μου να με οδηγήσει και εντέλει μου βγήκε σε καλό. Το πρώτο μου μυθιστόρημα, εγώ τουλάχιστο δεν το χαρακτηρίζω «ιστορικό» με τη στενή έννοια. Διαθέτει όμως ένα πολύ στιβαρό ιστορικό υπόβαθρο. Αυτό συμβαίνει και με το βιβλίο που δουλεύω τώρα, το οποίο αγγίζει το παλιό τραύμα του 1974 με πρόθεση όμως να μιλήσει για πράγματα σημερινά.

 

-Σκεφτήκατε ποτέ ότι γενικά οι συγγραφείς αστυνομικών μυθιστορημάτων θεωρούνται συγγραφείς μιας πιο εύπεπτης λογοτεχνίας;

Υπήρχε αυτή η προκατάληψη αν και θέλω να ελπίζω ότι τώρα πια είναι ξεπερασμένη. Το βρίσκω αχρείαστο να κάνω τον συνήγορο της καλής αστυνομικής λογοτεχνίας καθώς η σχετική διεθνής βιβλιογραφία περιλαμβάνει σπουδαίες υπογραφές. Εάν υπάρχουν εύπεπτα αστυνομικά; Φυσικά και υπάρχουν, κατά τον ίδιο τρόπο που κυκλοφορούν κακά βιβλία τα οποία μαϊμουδίζουν λογοτεχνικά είδη υπεράνω πάσης υποψίας.

 

-Είναι εύκολο για έναν συγγραφέα να σκοτώνει χαρακτήρες; Ταυτίζεστε μαζί τους όπως ένας αναγνώστης και σας είναι δύσκολο; ή το βλέπετε ως κάτι απλό και δε σας επηρεάζει ιδιαίτερα; Ζείτε μέσα στο έργο σας ή το βλέπετε καθαρά ως δουλειά; 

Δεν το βλέπω ως δουλειά αλλά ούτε και ταυτίζομαι με τους ήρωες. Προσπαθώ να είμαι συνεπής απέναντί τους, να τους κατανοήσω και να μην τους προδώσω αποδίδοντάς τους μη συμβατές στον χαρακτήρα τους συμπεριφορές. Ζω μαζί τους όσο διαρκεί η συγγραφή κι έπειτα ο καθένας μας τραβάει το δρόμο του. Εκείνοι οδεύουν προς αναζήτηση αναγνωστών που θα τους διαβάσουν με καθαρά μάτια και εγώ προς την επόμενη ιστορία μου.

 

-Ο κεντρικός ήρωας του βιβλίου σας «Τη μέρα που πάγωσε ο ποταμός»  είναι ένας μοναχικός λύκος, που έχει νιώσει την απόρριψη στο πετσί του. Μεγαλώνοντας θα μάθει ότι ο πόνος μπορεί να είναι η αφορμή για την δύναμη να διεκδικήσει το δίκιο του. Πιστεύετε ότι πολλοί μπορούν να το καταφέρουν αυτό;

Ο Γιάνος ο Ούγγρος όπως τον γνωρίζουν στις ύποπτες πιάτσες της πόλης, είναι ένας νεαρός άντρας που ψήθηκε νωρίς στο καμίνι της ζωής. Εγκατέλειψε τη Βουδαπέστη για να βρει τη λύτρωση και βρέθηκε μέσα στη δίνη μιας τρομακτικής περιπέτειας ως βασικός κατηγορούμενος για τον φόνο του ζωγράφου Αδριανού. Τον σκλήρυνε η ανάγκη, ο πόνος όπως λέτε εσείς, γι’ αυτό και δεν παραιτείται. Δεν είμαι βέβαιος αν όλοι μπορούν να το κάνουν αυτό. Είναι και θέμα φτιαξιάς μάλλον… Ο Γιάνος πάντως μας δίνει την ευκαιρία να ρίξουμε μια λοξή ματιά στον κόσμο του περιθωρίου της σύγχρονης Αθήνας, αυτό είναι το μόνο βέβαιο.

 

 

-Μέσα από τις σελίδες του βιβλίου σας κατεβαίνετε στην κόλαση του περιθωρίου και ψάχνετε να ανακαλύψετε καταστάσεις ανεξερεύνητες. Δεν είναι δύσκολο για εμάς που ζούμε μια κανονική ζωή να ζήσουμε στον κόσμο των απόκληρων;

Δύσκολο, αλλά όχι ακατόρθωτο. Ο Μίλτος Αδριανός είναι ένας τέτοιος άνθρωπος. Ανέκαθεν φλέρταρε με αυτό τον κόσμο καθώς κάτι σαν μαγνήτης τον τράβαγε στην απέναντι όχθη. Ένας τέτοιος ήρωας δεν αποτελεί λογοτεχνική επινόηση, πιστέψτε με. Η ζωή εξάλλου δεν είναι μοιρασμένη σε μαύρες και άσπρες ζώνες. Εκεί, στην μεγάλη γκρίζα περιοχή, κυκλοφορούν πολλοί ενδιαφέροντες άνθρωποι.

 

-Παρά το ζοφερό θέμα του βιβλίου, στην αφήγησή σας υπάρχει συχνά ένας ανάλαφρος τόνος. Πρόκειται για μια επιλογή τεχνικής φύσης ή για έναν ψυχολογικό μηχανισμό άμυνας του αφηγητή απέναντι σε όσα θλιβερά αφηγείται;

Δεν έχω απάντηση σε αυτό. Ο τρόπος γραφής πάντως δεν ήταν επιτηδευμένος, ούτε προσπάθησα να αλαφρύνω το βαρύ κλίμα. Οφείλω να σας ομολογήσω πως έχω μια δυσκολία όταν πρόκειται να μιλήσω για τεχνικής φύσεως θέματα. Αυτού του είδους τις αναγνώσεις, τις αφήνω στους ειδικούς.

 

-Υπάρχει χώρος για νέους συγγραφείς που έχουν κάτι να πουν σε μια εποχή που οι εκδόσεις βιβλίων είναι καταιγιστικές;

Αυτό θέλω να ελπίζω. Όταν δυο άνθρωποι περιγράφουν κάτι που αντικρίζουν από το ίδιο σημείο, οι αφηγήσεις τους ποτέ δεν είναι ταυτόσημες. Η θέαση του καθενός είναι διαφορετική και ευτυχώς που συμβαίνει αυτό αλλιώς η ζωή θα ήταν πολύ βαρετή. Υπ’ αυτό το πρίσμα λοιπόν υπάρχει χώρος για όλους. Παλιούς και νέους.

 

-Ο Σταύρος Χριστοδούλου νιώθει περισσότερο συγγραφέας ή δημοσιογράφος;

Ασκώ τη δημοσιογραφία σχεδόν 30 χρόνια. Την αγάπησα πολύ και πάντοτε έλεγα πόσο χαίρομαι που μπορώ να βιοπορίζομαι από το κέφι μου. Είμαι λοιπόν ένας δημοσιογράφος – συγγραφέας. Αν με ρωτάτε όμως που κτυπά πιο δυνατά η καρδιά μου, θα σας έλεγα στη λογοτεχνία τώρα πια.

 

-Τι μπορεί να κάνει ένας συγγραφέας για να «ακουστεί»: να πάει με τα νερά της κοινότοπης «τηλεοπτικής» γλώσσας ή να επιλέξει να είναι απόλυτα πιστός στα καλλιτεχνικά του ένστικτα, παρά τον κίνδυνο της περιθωριοποίησης;

Πιστός σε αυτό που του υπαγορεύει το θέλω του. Οποιαδήποτε άλλη επιλογή  θα ήταν κάλπικη.

 

-Και τέλος, τι σημαίνει για εσάς «Λαός, έθνος χωρίς μνήμη»; Και τι μπορεί να φταίει, ώστε ένας ολόκληρος λαός να «χάσει» την ταυτότητά του; Ποια είναι η ευθύνη ενός πνευματικού ανθρώπου του σήμερα;

Η μνήμη είναι το θέμα που πραγματεύομαι στο βιβλίο που γράφω τώρα. Δεν υπάρχει τίποτε πιο επικίνδυνο και πιο αποκαρδιωτικό από ένα λοβοτομημένο λαό. Ο αδηφάγος χρόνος καταπίνει τα πάντα οπότε εναπόκειται στον καθένα μας να διατηρήσει ενεργά τα αντανακλαστικά του. Οι πνευματικοί άνθρωποι ειδικά πρέπει να έχουν και θέση και δημόσιο λόγο κατά την άποψή μου. Ενσυνείδητα, αναλαμβάνοντας και το όποιο κόστος.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top