Fractal

Για την χαμένη ιερότητα

Γράφει ο Γιάννης Δημογιάννης // *

 

Γιάννης Στρατούλιας «Φιλόξενο σώμα», εκδ. Κέδρος

 

Η τελευταία ποιητική συλλογή του Γιάννη Στρατούλια, με τίτλο «Φιλόξενο σώμα» συνιστά  μία ενδιαφέρουσα ώσμωση υπαρξιακών προσανατολισμών, αισθητικών αποχρώσεων, αλλά και συμβολισμών που συνθέτουν ένα συγγραφικό μικροκλίμα, μεστό από πραγματικά φαινόμενα και αρχετυπικούς συμβολισμούς. Κοντολογίς, εμπεριέχει ενορχηστρωμένα θραύσματα λόγου, που δύνανται να ενσαρκώσουν μία ποιητική μυθολογία, δίνοντας ένα ευκρινές στίγμα ζωής. Έστω και σπερματικά.

Προσεγγίζοντας σε πρώτο χρόνο, το νοηματικό άξονα των ποιημάτων, ο Στρατούλιας έρχεται αντιμέτωπος με μία φιλοσοφική θεώρηση του βίου. Αναπόδραστα, ο ποιητικός λόγος λειτουργεί – για να επικαλεστώ την ιατρική ιδιότητα του ποιητή – σαν μία μορφή παρηγορητικής, ανακουφιστικής αγωγής, στην οποία ακόμη και ο ίδιος προστρέχει, όταν βιώνει τον πόνο που εκλύεται στην ανθρώπινη ενδοχώρα. Ένα ταξίδι, έτσι κι αλλιώς, ατελεύτητο, χαοτικό και ανερμήνευτο, εφόσον αυτή η περιπλάνηση καταλήγει εν τέλει στο θάνατο, αναμοχλεύοντας τη «σκόνη του χρόνου» – για να επικαλεστώ τη σκέψη του Θόδωρου Αγγελόπουλου.

Απέναντι σε αυτή την πραγματικότητα, ο ποιητής αναζητά την αναγκαία, υπαρξιακή – ποιητική διαφυγή, ώστε να μπορέσει να εναρμονίσει όλα εκείνα τα αντιθετικά, αμφίσημα και ετερόκλητα στοιχεία της ανθρώπινης ύπαρξης. Να ιχνηλατήσει, δηλαδή, με ποιητικό ρεαλισμό την αλήθεια και τα κατά συνθήκη ψεύδη. Τη γνώση απέναντι στην αχλή της άγνοιας. Την προσωπική ελευθερία και τη μαζοποίηση. Την προσδοκία, σε αντιδιαστολή με τη διάψευση και τη συντριβή. Την ευθύνη του πνευματικού ανθρώπου και αντιστρόφως, τον αφασιακό του Ναρκισσισμό. Με άλλα λόγια, ο Στρατούλιας αναμετριέται με κάποια δεσπόζοντα υπαρξιακά μεγέθη, φιλτράροντας τον ανθρώπινο μικρόκοσμο, σε μία φιλοσοφική προοπτική.

Μέσα σε αυτό το πρίσμα, οριοθετούνται ευκρινώς οι εννοιολογικοί πυρήνες, οι οποίοι προσανατολίζουν σε επίπεδο γλωσσικής πραγμάτωσης, τη θεματική πυξίδα της νεότευκτης συλλογής. Πιο συγκεκριμένα, ο ποιητής επικεντρώνεται στους ακόλουθους αφηγηματικούς άξονες, εφόσον έλκεται από τις ακόλουθες διοπτεύσεις:

 

  • 1) Το φιλοσοφικό πρόταγμα της Αλήθειας, ως εξιδανικευμένη μορφή αυτοπραγμάτωσης, σε αντιδιαστολή με την αλλοτρίωση και την καταδυναστευτική άγνοια.

« – δεν είναι πάντα άδικος

ο πόνος για τον άνθρωπο

 

Στην επικράτεια του γκρι

δίκαια κατανέμεται

μόνο η κατά κεφαλή

νόθα ευτυχία…» [βλ«Στην επικράτεια του γκρι» ]

 

  • 2) Η ατελέσφορη, ανολοκλήρωτη μαθητεία του ανθρώπου και συνακόλουθα, η αίσθηση του μετεωρισμού και του ανεκπλήρωτου, σε όλα τα πεδία του βίου – προσωπικού και συλλογικού.

 

Επανάληψη

Σαν των κυμάτων

Τον αέναο παφλασμό

Επαναλαμβανόμενες οι σκέψεις […]

Τεχνουργοί του ίδιου

που περιστρέφονται στο γύρο του θανάτου

χωρίς θάνατο […]

 

  • 3) η αίσθηση της διάψευσης, η οποία, από την ίδια της τη φύση ανακυκλώνει και ανατροφοδοτεί το δαιδαλώδες πλέγμα, αλλά, κυρίως, το βασανιστικό βίωμα της ματαίωσης.

[…] Την πατρίδα έκαναν

Παρτίδα παιγνίου τύχης…

Για την παρακμή μην επικαλείσαι

Φίλους και εχθρούς

Ούτε της δικαιοσύνης ήλιους νοητούς

Τους βουλιμικούς ηγεμόνες της

Αγνόησε

[βλ. «Η παρακμή του μπλε»]

 

  • 4) η προσμονή, έστω και η ελπίδα, ν’ αναζητήσουμε τελικά διαφυγές, σε όλες τις ζωογόνες δυνάμεις (την πίστη, τη μάθηση, την αυτογνωσία, τη συντροφικότητα κ.ο.κ). Γιατί για τον Στρατούλια, τα δημιουργικά αντισώματα εκλαμβάνονται ως εκείνες οι έλλογες αντιστάσεις, που μπορούν να διασφαλίσουν νομοτελειακά τη δυνατότητα ενός ολοκληρωμένου φιλτραρίσματος των φαινομένων – μίας ενδελεχούς, δηλαδή, διήθησης των πραγματικών είτε και φαντασιακών καταστάσεων. Γι’ αυτό και στο «Φιλόξενο σώμα» προτάσσεται η δυναμική του Ορθού λόγου και πιο συγκεκριμένα, η αναγκαιότητα της γνώσης. Ακόμη κι αν αυτή συνυφαίνεται με τη διφορούμενη/ αντιφατική φύση του πολιτισμού.

«… Όταν οι δίκοχες σκέψεις

Σε αφήνουν ασκεπή

Το cogito ergo sum

Σε εγκαταλείπει ανέστιο [βλ. «Ήταν τυφλός ο Όμηρος;»]

 

Γιάννης Στρατούλιας

 

  • 5) Παράλληλα, βέβαια, με την ευεργετική επενέργεια του Ορθολογισμού, προκύπτει και η, σχεδόν, αξιωματική δυναμική ενός ποιητικού και εν γένει βιωματικού λόγου. Κατά συνέπεια, η εναρμόνιση νοητικής και ψυχικής βιοενέργειας προβάλλεται ως η μόνη, αξιόπιστη, υπαρξιακή διαφυγή.

Παρομοίωση

Το αξιόλογο ποίημα

Σαν την όμορφη γυναίκα

 

Αφού από μακριά την πρωτοδείς

από κοντά επιθυμείς

καλύτερα

να την ξαναδείς […]

Και τέλος,

 

  • 6) Ο έρωτας, ο οποίος προβάλλει μέσα από το δικό του φιλόξενο σώμα, ως η ισχυρότερη κατάφαση ευδαιμονίας, σαν η πιο εκλεπτυσμένη ποιητική έκφραση της ψυχής. Ενώ αντιστρόφως, η ποίηση εγγράφεται στο «Φιλόξενο σώμα» σαν η πλέον ερωτική έκφραση της ψυχής.

Υλισμός

Λάτρεψα και

Την ιερή σου ύλη

  • Το σώμα

και κατέληξα

χυδαίος υλιστής

Κατά συνέπεια, ο Στρατούλιας, πρώτα ως ψυχίατρος, και συνακόλουθα ως ποιητικό υποκείμενο έχει αποκρυσταλλώσει στη συνείδησή του ότι, σ’ έναν κόσμο δίχως ποίηση και ευαισθησία, καταλήγουμε πιθανότατα σ’ ένα αναπόφευκτο τέλμα, όπως εύγλωττα μαρτυρούσε ο Γιώργος Σεφέρης στο κλασικό του δοκίμιο, “Πάντα πλήρη θεών”: “να περιμένουμε, ώσπου να ξυλιάσουμε στη διαπλανητική παγωνιά”.

Γιατί, μπορεί, μεν, ο Στρατούλιας ως ποιητής να εκφράζει – και δικαίως, πιθανότατα – το σκεπτικισμό του, απέναντι στην «αθεΐα των λέξεων», – τουλάχιστον, σε ένα πρώτο επίπεδο ανάγνωσης. Μπορεί επίσης ακόμη και να αυτοαναιρείται, όταν αναμετριέται με την ιερόσυλη φύση του λόγου και νομοτελειακά με τη Βαβέλ της ανθρώπινης επικοινωνίας, εντούτοις όμως, στην ποίησή του ισχύει και το εκ διαμέτρου αντίθετο. Πως ο άνθρωπος, δηλαδή, αν και εξακολουθεί στο διηνεκές να παραμένει αλλοτριωμένος, μετέωρος και εν τέλει, εξόριστος από τον κήπο της αυτοπραγμάτωσης, μολαταύτα παρουσιάζεται να καταφεύγει σχεδόν ενστικτωδώς στα ιερά, στα ένθεα κελύφη των λέξεων. Ακόμη κι αν τα κελύφη αυτά αποδεικνύονται στον καθημερινό μας βίο, βραχύβια ως προς την έκταση και στιγμιαία ως προς τη ναυαγοσωστική τους αξία.

Συνοψίζοντας, λοιπόν, το στίγμα/ ή και τις συντεταγμένες από τη συλλογή «Φιλόξενο σώμα»,  έχω την αίσθηση πως θα μπορούσε να ταιριάζει απόλυτα ο τίτλος από το ντοκιμαντέρ: “Αγέλαστος πέτρα”.

Και τούτο, διότι σε τελική ανάλυση, όλα φαίνονται να καταλήγουν στην έννοια της χαμένης ιερότητας στο «Φιλόξενο σώμα». Η χαμένη αλήθεια, η ανθρωπιά, το αβέβαιο ταξίδι, τα ναυάγια, ο ανεκπλήρωτος Νόστος. Απ’ ό,τι φαίνεται, εξάλλου, και από την ιστορική συνέχεια, ίσως αυτή να είναι και η σκληρή, η αγέλαστη μοίρα, που στοιχειώνει το μικρό Πέτρινο ακρωτήρι της Μεσογείου. Έναν τόπο που προσιδιάζει σε μία ηλικιωμένη γυναίκα δίπλα στα άνθη της πέτρας – μία αισθαντική φύση που θρηνεί τους θησαυρούς των ναυαγισμένων πλοίων της ζωής της. Για να επικαλεστώ το δραματικό μονόλογο της πρωταγωνίστριας στη Σονάτα του Σεληνόφωτος του Ρίτσου.

Σαν επιμύθιο, επιλέγω το ποίημα «Αιγαίο»                                                                                                                                                                                     

Η αλήθεια βρισκόταν στο στόμα ενός ψαριού

  • μεγάλη αλλά χωρούσε

Πνίγηκε το ψάρι

στου Αιγαίου τα γαλανά νερά

 

Ποτέ δε θα τη μάθουμε

 

Χωρίς τιμή αληθείας τώρα

με μόνο εφόδιο την αθεΐα των λέξεων

ας συνεχίσουμε το παιχνίδι

ψάχνοντας τους γεννήτορες

της λυπημένης πέτρας

 

* [Επτάχρονος μετανάστης, εγκαταστάθηκε ακουσίως στην Πάτρα, διέπρεψε ως μαθητής Κλασσικού Λυκείου, και αποφοιτήσας, σπούδασε νεοελληνική Λογοτεχνία στα Ιωάννινα. Η ζωή του σχοινοβατεί ακατάπαυστα πάνω στο στίχο του Μίλτου Σαχτούρη: «Εγώ κληρονόμος πουλιών πρέπει έστω και με σπασμένα φτερά να πετάω». Ο Γιάννης Δημογιάννης είναι φιλόλογος] 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top