Fractal

Με την γεύση της έκπληξης

Από την Μαρίνα Λεούση // *

 

«Το λίγο που τελειώνει», της Ιφιγένειας Θεοδώρου, εκδ. Πατάκη

 

Το εξώφυλλο τραβάει αμέσως την προσοχή. Μια μαυροφορεμένη γυναίκα, τα μανίκια της καταλήγουν σε λεπτοδουλεμένη δαντέλα που σπάει την μαυρίλα του πένθους, το βλέμμα μου εστιάζεται στα χέρια της που κρατούν εφτά τριαντάφυλλα, συμβολικός αριθμός. Και μετά ο τίτλος. Παραπέμπει σε κάτι που τελειώνει, δεν γνωρίζω ακόμα σε τι, κι ανοίγοντας το βιβλίο κοιτάζω τα περιεχόμενα. Κεφάλαια, με εφευρετικούς ομολογώ τίτλους, που δίνουν αμέσως έναν ρυθμό. Το όνομα της Πέπης που επανέρχεται ως τίτλος κεφαλαίου σε τακτά διαστήματα μοιάζει με ήχο ρολογιού που μετράει – τικ τακ, τικ τακ- ή πάλι σαν σφυρί που σπρώχνει όλο και βαθύτερα το καρφί  μέσα στη πληγή προμηνύοντας αυτό που θα ακολουθήσει. Τον πόνο που φέρνει η απώλεια καθώς ο χρόνος τελειώνει. Ευρηματικό.

Αρχίζω να διαβάζω. Μικρά σε έκταση κεφάλαια που αναφέρονται στο παρελθόν, εναλλάσσονται με μεγαλύτερα που περιγράφουν το παρόν των τριών γυναικών, που κρατούν τον πρωταγωνιστικό ρόλο στο βιβλίο. Η κυκλική αφήγηση κλείνει κάθε φορά με ένα κεφάλαιο σε πρώτο πρόσωπο, έναν μονόλογο παραλήρημα  της Πέπης. Γιατί όμως η Πέπη; Ακολουθώ τον ρυθμό του βιβλίου, ψάχνοντας για ενδείξεις που θα λύσουν το αίνιγμα, στην αρχή χωρίς ιδιαίτερη ένταση, παρακολουθώ τις τρεις φίλες που έρχονται στο Πήλιο για να ξεκαθαρίσουν τα προσωπικά αντικείμενα και τα χαρτιά του Μάνου που πέθανε μετά από σοβαρή αρρώστια. Παρ’ όλη την βαριά αίσθηση του πένθους μέχρι τη μέση του βιβλίου το κείμενο είναι χαλαρό κι αναπάντεχα καθημερινό. Σιγά σιγά η ένταση αυξάνεται, η μορφή του γραψίματος θυμίζει ακορντεόν που πιέζεται και μετά χαλαρώνει, πιέζεται και χαλαρώνει οδηγεί βαθμιαία σε ένα κρεσέντο που κορυφώνεται συνέχεια αποκαλύπτοντας λίγο λίγο τους χαρακτήρες των πρωταγωνιστών, το παρελθόν τους, τις σχέσεις και τα συναισθήματά τους. Η αφήγηση πυκνώνει αριστοτεχνικά, χαλαρώνει σε μερικές στιγμές σαν να θέλει η συγγραφέας να δώσει στον αναγνώστη την ευκαιρία να πάρει μια ανάσα, να συμβιβαστεί με την κλεψύδρα του χρόνου που τελειώνει κι άλλες φορές η συγγραφέας σε ορισμένα σημεία δίνει κλειδιά για το μυστήριο, φράσεις με γράμματα που γέρνουν από το βάρος του περιεχομένου τους. Αυτές οι μεμονωμένες «γερμένες» φράσεις θα μπορούσαν να είναι, η κάθε μια, η αρχή μιας καινούργιας ιστορίας. Η συγγραφέας προκαλεί τον αναγνώστη να φανταστεί τη δική του εκδοχή, τίποτα δεν είναι προδιαγεγραμμένο, η ανάγνωση έχει τη γεύση της έκπληξης.

Αυτή η δομή του κειμένου δεν έγινε τυχαία. Πρόκειται για μια γερή ραχοκοκαλιά πάνω στην οποία βασίζεται η πλοκή κι έτσι ενισχύεται η δύναμη του περιεχομένου. Είμαι θεατής ενός θεατρικού έργου, ενός Huis-clos. Βρίσκομαι, μετά σαράντα χρόνια, με τις τρεις παιδικές φίλες στο εξοχικό του Πηλίου «κεκλεισμένων των θυρών». Παρακολουθώ ζωές παράλληλες, μα συγχρόνως στενά συνδεδεμένες, που ξετυλίγονται μπροστά μου αργά και μεθοδικά σαν μια αστυνομική υπόθεση που πρέπει να εξιχνιαστεί. Το πένθος και η απώλεια είναι το έναυσμα για αναδρομές στο χρόνο που αποκαλύπτουν παιδικά τραύματα και οικογενειακές σχέσεις, που επηρεάζουν καταλυτικά την υπόλοιπη ζωή του καθενός από εμάς. Ο αναγνώστης ταυτίζεται απόλυτα με κάποια από τις τρείς γυναίκες, μπορεί και με τις τρεις, γιατί η συγγραφέας σκιαγραφεί με ρεαλισμό τρεις χαρακτήρες  που κινούνται δίπλα μας, συνυπάρχουν μαζί μας και πολλές φορές είναι κομμάτια δικά μας. Γιατί όλοι έχουμε βιώσει απώλειες στη ζωή μας, έχουμε χάσει φίλους, γονείς, έρωτες, δουλειές, και όλες αυτές οι απώλειες δημιουργούν άλυτους κόμπους και μπερδεμένα κουβάρια, που τα κουβαλάμε μέσα μας για χρόνια, μας καθορίζουν, πλάθουν τον χαρακτήρα και σηματοδοτούν επιλογές και αποφάσεις μας.

 

Ιφιγένεια Θεοδώρου

 

Δεν είναι πρώτη φορά που η Θεοδώρου καταδύεται στον γυναικείο ψυχισμό. Με αντικειμενικότητα αντιμετωπίζει όλα τα γυναικεία πρόσωπα που παρελαύνουν στα βιβλία της, είτε είναι η χριστιανή Αγγελική που «ξεντύθηκε τα ρούχα της αστής της Πόλης» (Μελέκ θα πει άγγελος), είτε η Ελένη που κρατάει τα επίθετα των συζύγων της για να ξεχάσει την ντροπή του πρώτου γάμου της (Γλώσσα από μάρμαρο). Ο καθοριστικός ρόλος της μητέρας στις ανθρώπινες σχέσεις αποτελεί θεμέλιο λίθο για το ξεδίπλωμα των χαρακτήρων της Αμαλίας και της Τζένης (Η γεύση της ερήμου), η εγκατάλειψη από την μάνα του κάνει τον Νικόλα μισάνθρωπο, κλεισμένο στρείδι στο δικό του σύμπαν (Μελέκ θα πει άγγελος). Η συγγραφέας στέκεται με διακριτικότητα και σε ίσες αποστάσεις από τους χαρακτήρες των βιβλίων της, δικαιολογεί τις πράξεις και τις θέσεις τους, τους κατακεραυνώνει εξίσου χωρίς ελαφρυντικά, θωπεύει με τρυφερότητα τα αδύνατα σημεία τους. Γιατί πιστεύει ότι κάθε άνθρωπος κρύβει μέσα του το καλό και το κακό συγχρόνως, μια μεγάλη αλήθεια που αναδύεται και σε αυτό το βιβλίο, διατρέχει την πλοκή του και εκρήγνυται στο τέλος ως δυνατό πυροτέχνημα.

«Το λίγο που τελειώνει» είναι ένα μικρό σε έκταση μυθιστόρημα που αφηγείται με ποιητική αλλά συγχρόνως ρεαλιστική γλώσσα, μια εξαιρετική ιστορία για την απώλεια, για τους δεσμούς της φιλίας και για το αέναο κυνήγι του χρόνου. Γιατί όπως λέει η Πέπη « …Ο χρόνος που χάνουμε είναι ό,τι πολυτιμότερο έχουμε».

 

 

* Η Μαρίνα Λεούση είναι ψυχολόγος

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top