Fractal

Διήγημα Fractal: “Abuellita” *

Του Απόστολου Θηβαίου // **

 

 

Προτού ξεκινήσουμε, λίγα λόγια για τις οδηγίες που ονομάσαμε σκηνικές μα που δεν είναι άλλο απ’ τη σκηνοθεσία της ίδιας της ζωής του.

 

(Πάνω στη σκηνή ξεχωρίζουν απέραντες επιφάνειες από λείο πλαστικό. Ένα αγόρι, γυρισμένο πλάτη στο κοινό, γράφει υπερμεγέθεις στίχους. Το κοινό διαβάζει τους στίχους, κάθε τόσο αλλάζουν οι φωτισμοί. Και έτσι εκείνος ο ίδιος κόσμος υιοθετεί  παράξενες όψεις, θεμελιώνει ένα τρυφερό σκοτάδι που θ’ αγκαλιάζει για πάντα εκείνον τον νεαρό ζωγράφο. Θαμμένος ήδη στη σκόνη και τα στρας της ωραίας μας πολιτείας χάνει και κερδίζει τη φωνή του. Στους εξώστες ανάβουν ολογραφικά πορτραίτα. Joe Louis, Sugar Ray, o Charlie Parker, πέντε χιλιάδες δολάρια πετούν απ’ τις στέγες, όσο χαράζει συνθήματα πάνω στους ασβέστες, πάνω στους ασβέστες. Το πρόσωπο του Michael Stewart φέγγει πάνω απ’ τα νέον της πόλης που κατέκλυσαν τη σκηνή και τις ζωές μας. Θα μπορούσε να πει κανείς πως ετούτο το θέατρο παραμένει ορθάνοιχτο στον κόσμο, πως όλο και όλο αυτό που σώζεται είναι η προτεταμένη σκηνή του και μια σπασμένη φλέβα, μια προμετωπίδα για τ’ ασύλληπτο, ένα πολύτιμο, πανάκριβο φεγγάρι. Ο αφηγητής μέσα απ’ τα υποβολεία του καιρού συνοψίζει όλη και όλη την ανθρωπιά αυτού του θεάτρου.)

 

[…Τις νύχτες στην οδό Μίλερ γεννιέται ξανά και ξανά ο Jim Crow. Σ’ ένα μικρό θέατρο, σ’ έναν γυάλινο κόσμο στην οδό Μίλερ, απ’ το τίποτε γεννιέται αυτός ο υπέροχος καλλιτέχνης. Μ’ άσπρα γάντια, γιλέκο και ένα χαριτωμένο κοστούμι κάνει τον κόσμο να γελά απ’ την ψηλή του στέγη. Όλη τη μέρα κλεισμένος στο γυάλινο δωμάτιο εφευρίσκει χίλιους τρόπους να χαμογελάσει, χίλιους τρόπους για να πονέσει ως τα  βάθη της καρδιάς του. Ξέρετε, ο Jim Crow δεν είναι μονάχα μια υπόθεση νομική ή το γυάλινο θέατρό του που κινδυνεύει ανά πάσα στιγμή από μυστικά χρέη. Είναι το πνεύμα ενός κόσμου που αντέχει και ζει και πονά στα παραπήγματα της οδού Μίλερ. Σε μια παλιά παρέλαση πλάι στις τρώγλες που κοιμάται η ιστορία θυμάμαι περήφανα σπίτια, χείμαρροι οι μικρές υποθέσεις και τα αισθήματα. Ο θάνατος εκεί έχει τη φωνή ενός συγκλονιστικού τενόρου και στα μινόρε γέρνουν το κεφάλι, σπασμένοι χαρταετοί και βάλε, οι μάγκες της οδού Μίλερ. Κάνε τον σκλάβο που σιγοτραγουδά, την εύθυμη καμαριέρα, κάνε πώς μυρίζει η βρεγμένη γη και η ανάσα του λευκού στον  κόρφο σου μ’ αναμμένες δάδες. Προσποιήσου πως κρεμιέσαι απ’ τα γέρικα δέντρα με τ’ ακοίμητα μάτια και τις ρίζες. Πως κάνεις μια κίνηση μετέωρη, εκκρεμές πάνω από  παράξενα φυτά που τα μεγαλώνουν οι φωτιές. Υποκλίσου στους λευκούς λοχαγούς μιας μεραρχίας που τραβά ίσια προς το θάνατο, στους νεαρούς αξιωματικούς της Νέας Υόρκης σ’ εκδοχή ακριβής, μακιγιαρισμένης σελίδας. Σ’ όσους χρωματίζουν τους τοίχους του σιδηροδρομικού σταθμού, απαγγέλλοντας όλα τα ποτάμια των Ηνωμένων Πολιτειών. Ποτάμια που λουφάζουν καθώς περνούν ορδές οι κυνηγοί. Τραβούν αιώνες προς μια μεγάλη πολιτεία, μ’ όνομα κοριτσιού. Jimmy χαμογέλα με την ψυχή σου στους κυρίους που συρρέουν απ’ όλους τους δρόμους της πόλης. Είναι μέλη της καλύτερης τάξης μας. Τ’ αδέρφια μας που απόψε λείπουν κοιμούνται στο Άρλιγκτον κάτω από καθολικά κυπαρίσσια. Δείξε σεβασμό Jimmy, οι κύριοι με την απλοχεριά τους πληρώνουν το ηλεκτρικό και ένα σωρό άλλες υποχρεώσεις. Είναι ο νόμος και πρέπει να δείξεις σεβασμό Jimmy. Αλλιώς θυμάσαι; Θυμάσαι που έσκιζαν τον αέρα παράξενοι ήχοι και ήσουν παιδί. Μα έπρεπε Jimmy να καταλάβεις πως ήρθες σε τούτο τον κόσμο για να μας διασκεδάζεις. Ο τόπος μας είναι σκληρός, η ζωή μας δύσκολη. Που και που επιθυμούμε να εξαργυρώσουμε τα ένστικτά μας. Αρπάζουμε το σχοινί, χίλιοι τελώνες  με καλύπτρες και φωτιές περνούμε μέσα απ’ τις καρδιές των πονεμένων. Είμαστε εκδίκηση γι’ αυτό χόρεψε σ’ όλες τις μουσικές του κόσμου, γιατί Jimmy, ίσως δεν το ξέρεις, μα κάθε βράδυ το κορίτσι μας διατρέχει φλεγόμενο τις σάρκες της νύχτας Jimmy, σφίγγοντας δόντια.

Ξέρω, θα ‘θελες να νιώσεις την ποταμίσια νύχτα όπως έρχεται μ’ ατμούς και μυστήριο και ερωτικά αγγίγματα. Ξέρω πως όταν ακούς να μιλούν για τα ποτάμια ετούτου του τόπου, η καρδιά σου χτυπά, μέσα σου κυλούν αθεράπευτοι αριθμοί, ηλεκτρικό ρεύμα σαν να λέμε. Ξέρω πως τότε πιάνεις και ζωγραφίζεις. Σκληρά πορτραίτα που διαθέτει η ψυχή σου Jimmy, με κιμωλία γραμμένα ονόματα από κοίτες, κοίτες, κοίτες Jimmy. Μην τα παρατάς, συνέχισε χόρεψε. Κοίτα τι όμορφο που μοιάζει το γυάλινο θέατρό σου. Εκείνοι ρίχνουν μερικά νομίσματα και εσύ ζωντανεύεις, χειροκροτώντας κάτω απ’ τα φώτα, δίχως ήχο με τα ολόλευκά σου γάντια. Ανήκεις στους μάρτυρες ετούτου του κόσμου, σου αξίζει όλος ο σεβασμός, μα τώρα πρέπει να χορέψεις, να χορέψεις, να χορέψεις Jimmy. Οι κύριοι, το ηλεκτρικό Jimmy, οι χτυπημένοι αριθμοί στο κορμί σου, κόκκινα μάτια και jazz παντού γύρω σου. Στο κρεβάτι, πάνω απ’ το κεφάλι σου, πρωί στις εργατικές κατοικίες του Μπρονξ, της Ρώμης, της Αθήνας, εκεί που πλάθεται κάθε μέρα απ’ την αρχή του πρόσωπο του θεού, μπλουζ και ποιήματα. Η ζωή σου θα τελειώσει μες στις ελεγείες, θα λένε αυτός μοιάζει στον Jimmy, μα είναι κιόλας αργά. Έχουν υψώσει αιμάτινους φράχτες απ’ το Τελ Αβίβ ως την άκρη του κόσμου. Τα πιο διάσημα φεγγάρια ανάβουν πάνω απ’ την Βαλτική και στις σπηλιές ζωντανεύουν τ’ ακρυλικά. Αιώνες παλιού ανέμου περνούν απ’ τα δωμάτια, έτσι που πετούν τα κρεβάτια και οι ανθοστήλες και τα κομοδίνα. Τότε είναι που συχνάζεις στα εργαστήρια, ζωγραφίζοντας τετράγωνα πρόσωπα μ’ ολόκληρες πολυκατοικίες χτισμένες ανάμεσα στα δυο τους μάτια. Ζωές που θα χαθούν στα υψώματα, οράματα από νύχτες φανταχτερές της Υόρκης. Τ’ αφήνεις όλα να πετούν. Δεν αφήνεις άστρο γι’ άστρο και κάνεις όλες τις ευχές αυτού του κόσμου. Η Άλμπα που μεγαλώνει πλάι σου με ένα μπουκέτο καρκίνους, ζει μες στις κατάμαυρες βλεφαρίδες. Στις φλέβες της κολυμπούν λευκώματα και τον κοιτάζει με μια παράκληση, με μια απελπισία απερίγραπτη. Όλα τα στερητικά κόβουν το πρόσωπό της, έτσι όπως ξυπνούμε τα πρωινά μες στο θάνατο. Αγία Άλμπα, του βερολινέζικου απομεσήμερου όταν σε πονούν τα ηλιοτρόπια και όλο κάτι νοσταλγείς.

Λοιπόν Jimmy, πιστεύω πως σ’ έπεισα. Σκοπός σου, θυμήσου -δεν θέλεις να με απογοητεύσεις, έτσι δεν είναι;-, είναι μονάχα η συγκίνηση του κοινού. Μα πίστεψέ με, κανείς δεν θα σε λησμονήσει. Θα πουν, από μέσα του περνούσε μια ολόκληρη αύρα χωραφιού και η παιδική ψυχή της ομοσπονδίας μας. Και τι δεν θα πουν για να σε κερδίσουν, για να χάσεις το δρόμο σου Jimmy. Κάνε λοιπόν πως κάπου εκεί κοντά σου ανοίγεις την πόρτα με τον κίτρινο σταυρό και χάνεσαι στις αθανασίες. Έλα Jimmy, οι κύριοι κατέφτασαν από το Crown Hotel και αξίζουν τις καλύτερες πόζες, τις πιο πολύχρωμες ζωγραφιές, τα πιο βαθιά σου ακρυλικά, τα κολάζ απ’ τα ταξίδια στην Μοντένα που ποτέ δεν θα ξεχάσουμε…]

 

Μετά το τέλος εκείνων των θρυλικών μονολόγων που πετούσαν μες στην πλατεία, σαν τ’ άδεια ρούχα της ζωής μας, σαν σημαίες, ένα κορίτσι, μια Μόνα Λίζα από έβενο και αρχαίες ιακχές, ένα κορίτσι γεννημένο στη δύση του παλιού αιώνα, διάβασε μερικούς στίχους. Το κοινό έπαψε να χειροκροτά και τα είκοσι καλοκαίρια της έλαμψαν για πάντα στο στερέωμα.

 

Μωρό μου, να προσέχεις,

γιατί δεν φαντάζεσαι

τι σημαίνει αυτοματισμός,

όταν μετά τις νύχτες

ξεσπούν οι σκληρές ιδέες,

όταν ξεσπούν αυθεντικοί κατακλυσμοί

μια σπουδαία πλημμύρα,

μια τρομερή σύγκρουση.

Να ‘σαι φρόνιμη, θυμήσου,

εκείνο την αίσθηση θυμήσου,

όταν δίχως κραυγή,

τελευταίο καρέ

να σ’ αποχαιρετώ.

 

 

Διάβαζε τους στίχους ξανά και ξανά. Πάνω της, στ’ αδιόρατο κλίτος του αιώνα, έλαμψαν για τελευταία φορά οι προσωπογραφίες. Εκείνα τα πιάνα που συντάραζαν την πλατεία ήταν όργανα μιας μελλοντικής εποχής, αντεστραμμένα δολάρια, ξανά η Άλμπα που σπαράζει πάνω απ’ το καινούριο πρωί. Όλα θα λάμψουν θα δεις στο τέλος εκείνου του ποιήματος και μέσα απ’ τους προτζέκτορες θα ‘ρθουν ξανά οι μύστες, έτσι όπως γεννιούνται απ’ τις λάσπες αυτού εδώ του κόσμου.

 

Jean – Michel τι σημαίνουν οι ζωγραφιές σου;

Είναι μονάχα φωνές, χαρταετοί κρυμμένοι στα συρτάρια, ρούχα γιορτής.

 

Με πόση δύναμη χτυπούν πάνω στα παράθυρα αυτής της πολιτείας!

Μ’ αυτές τις ζωγραφιές σκοπεύω να συντρίψω όλους τους δρόμους της.

 

Είναι αλήθεια πως μιλάτε μια άλλη γλώσσα, κόντρα στον αιώνα;

Οι λέξεις μου φέγγουν σε τοίχους, σε παλιές συσκευές, είναι λειτουργικά των καταστροφών και τίποτε.

 

Πού μπορεί κανείς να δει έργα σας;

Ελάτε στην Mercer Street, στο βάθος πίσω απ’ τις υδατογραφίες, εκεί που σβήνει το φόντο της πόλης και ξεκινούν τα ποτάμια. Οι πιο αγαπημένοι φίλοι είναι κιόλας νεκροί. Μπαλόνια, κορίτσια, ηρωίνη και εκρήξεις μπροστά απ’ τους πίνακες, σωροί δολαρίων, Πήγασοι, συνθήματα σινιάλα από καθρέφτη σε καθρέφτη.

 

Σας ευχαριστώ από καρδιάς.

 

Τότε έρχεται μια ώρα που λάμπει επιτέλους ο θάνατος, με τ’ άδειο του σώμα, μια ώρα για να λάμψουν πάνω στα ξύλα αλλιώτικα τα λάδια.

 

Κύριες και κύριοι, για τις καρδιές σας μόνο, για το καλό της τέχνης που ήδη κοστολογείται εκατομμύρια δολάρια, το φοβερό παιδί. Χέρια από γραφίτη και φιγούρες μιας γκροτέσκας διάθεσης. Κύριες και κύριοι, ο Jean Michel Basquiat κάτω από τ’ απαστράπτοντα φεγγάρια, ανάμεσα στις Κάντιλακ που ταξιδεύουν σαν αίμα, απ’ άκρη σ’ άκρη στην Νέα Υόρκη.

 

Τέλος.

 

 

* Μικτή τεχνική σε χαρτί, συλλογή Andra, Jean – Michel Basquiat

 

 

** Ο Απόστολος Θηβαίος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1980. Απασχολείται στον τραπεζικό τομέα. Κείμενά του δημοσιεύονται σε ηλεκτρονικά και έντυπα περιοδικά. Γυρεύει εναγωνίως κάτι απ’ τη φωνή του.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top