Fractal

Πληκτικοί και άβουλοι χαρακτήρες βαθιά ριζωμένοι και εγκλωβισμένοι στην κακοτυχία και ανίκανοι για απόδραση

Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη //

 

Ρέϊμοντ Κάρβερ, “Λοιπόν, θα πάψεις, σε παρακαλώ;” Μετάφραση: Γιάννης Τζώρτζης. Εκδόσεις Μεταίχμιο, 2018

 

Τουλάχιστον στα πρώτα χρόνια του ως συγγραφέας, ο Αμερικανός Ρέϊμοντ Κάρβερ (Raymond Carver, 1938-1988) ήταν απασχολημένος και αναγκασμένος να κάνει πολλά πράγματα, ταυτόχρονα, τα οποία περιελάμβαναν όχι μόνο τη συγγραφή των κειμένων των μικρών ιστοριών του που μας άφησε πίσω του φεύγοντας τόσο γρήγορα από ετούτο τον επίγειο  κόσμο, αλλά και την εργασία, τη μελέτη, την ανατροφή των παιδιών του και ακόμη και το αλκοόλ, στη  κατανάλωση του  οποίου επιδόθηκε κατά κόρον και ξέφρενα, κάποιες περιόδους, στη ζωή του. Επομένως, δεν είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς πως ήταν η ζωή του στις πρώτες μέρες, αν και οι πολυπληθείς, όπως φαίνεται,  αναγνώστες του είναι αρκετά εξοικειωμένοι με αυτή, λόγω των προηγούμενων και πολλαπλών κειμένων που δημοσιεύτηκαν σε εφημερίδες και περιοδικά και αφορούσαν τη ζωή και παράλληλα το έργο του. Ωστόσο, παρά όλες τις πολυποίκιλες ευθύνες που είχε ο Κάρβερ, τι διαφορετικό άραγε από τους άλλους ανθρώπους, ποτέ δεν αγνόησε, ούτε εγκατέλειψε την διαδικασία της  γραφής. Όλες οι ιστορίες του, από την πρώτη έως την τελευταία, γνώρισαν επιτυχία  και αγαπήθηκαν και αναγνωρίστηκαν από χιλιάδες αναγνώστες και κριτικούς, και φυσικά γράφτηκαν πριν, κατά τη διάρκεια και μετά από τις λεγόμενες όχι τόσο ευτυχισμένες  μέρες της ζωής του. Με το τελείωμα του διαβάσματος του βιβλίου ετούτου, φυσικά, είναι αναγκαίο να εμβαθύνουμε στην ανάλυση των ιστοριών του, ξεκινώντας από τις πρώτες του προσπάθειες που δημοσιεύθηκαν στο ‘Λοιπόν, θα πάψεις, σε παρακαλώ’; (Will You Please Be Quiet, Please?, 1976). Μια άλλη συλλογή από ιστορίες που γράφτηκαν κατά τα πρώτα του  χρόνια ως συγγραφέας ήταν η επονομαζόμενη ‘Για τι πράγμα μιλάμε όταν μιλάμε για αγάπη’ (What We Talk about when We Talk about Love, 1981). Αυτά ήταν τα βιβλία που δημοσιεύθηκαν από τον Ρέϊμοντ Κάρτερ  κατά τη διάρκεια των δύσκολων ημερών του, αλλά το γεγονός ότι οι ιστορίες του ήταν τόσο προσεγμένες σε σύλληψη και τα θέματα που ασχολήθηκε αποτέλεσαν αντικείμενο τόσο πολλών συζητήσεων, είχε ως αποτέλεσμα οι αναγνώστες, κριτικοί και εκδότες να αρχίζουν να τον προσεγγίζουν ερευνητικά μετά την εμφάνισή τους στον Τύπο. Μια άλλη συλλογή που έλαβε το όνομα ‘Furious Season΄, δημοσιεύθηκε το 1977, ένα χρόνο μετά τη δημοσίευση της ‘Λοιπόν, θα πάψεις, σε παρακαλώ’;

Αυτή η συλλογή που συζητάμε, εδώ, δημοσιεύθηκε όπως είπαμε το 1976, και ο Κάρβερ αποφάσισε να της δώσει το όνομα της τελευταίας ιστορίας του βιβλίου. Μέχρι τη στιγμή που ο συγγραφέας αποφάσισε να δημιουργήσει και δημοσιεύσει συγκεντρωτικά αυτή τη συλλογή, είχε γράψει ήδη πάνω από τριάντα ιστορίες πολλές από τις οποίες είχαν δημοσιευτεί σε περιοδικά και εφημερίδες. Κάποιες ιστορίες, βέβαια, γράφτηκαν αποκλειστικά για αυτή τη συλλογή, ορισμένες μάλιστα θεωρήθηκαν πραγματικά αριστουργήματα και κέρδισαν μεγάλη αναγνώριση,  εκπληκτικό αν σκεφτεί κάποιος και λάβει υπόψιν ότι αυτές ήταν τα πρώτα βήματα του Κάρβερ που επιχείρησε ως συγγραφέας μυθοπλασίας. Φυσικά, αργότερα στα επόμενα χρόνια, γράφτηκαν αρκετές τέτοιες. Οι ιστορίες που περιλήφθηκαν σε αυτή τη φημισμένη συλλογή γράφτηκαν κατά τη διάρκεια εκείνης της εποχής που ο Κάρβερ ονόμασε ως την ‘πρώτη ζωή’ του. Η τελευταία, σημειωτέον,  χαρακτηριζόταν από τη φροντίδα των δύο παιδιών του, την παράλληλη εργασία του σε διάφορες θέσεις και από την παρακολούθηση  εξειδικευμένων μαθημάτων  γραφής. Εξαιτίας αυτού του γεγονότος, ο Κάρβερ εργάστηκε πολύ καιρό στο να καταφέρει να γράψει και να τελειώσει τις ιστορίες που θα αποτελούσαν το υλικό  του  εν λόγω  βιβλίου. Χρειάστηκε περισσότερο από μια δεκαετία για να ολοκληρωθούν όλες οι ιστορίες της συλλογής, επειδή όπως προαναφέραμε ήταν απασχολημένος και υποχρεωμένος να φέρει εις πέρας όλες τις υποχρεώσεις  του, ως πατέρας και συγγραφέας.

Η πρώτη ιστορία της συλλογής που γράφτηκε ήταν ‘Ο πατέρας’ (The Father) η οποία άρχισε να γράφεται το 1960 και τελείωσε το 1961. Το θέμα της ταυτότητας ήταν παρόν και σε αυτή την ιστορία όταν μια οικογένεια με κορίτσια, που άκουγαν στα ονόματα Αλίκη, Κάρολ και Φίλις, στέκονταν, κοίταζαν και σχολίαζαν διάφορα σενάρια γύρω από το νεογέννητο μωρό της οικογένειάς τους στο μπλε καλάθι του. Αναφέρονταν, συγκεκριμένα,  στα μάτια και τα χείλη του μωρού, προσπαθώντας να βρουν σε ποιον περισσότερο μοιάζει  αυτό. Ομοίως, η τελευταία ιστορία της συλλογής, χρονικά, που έγραψε ήταν εκείνη που ακούει στο όνομα ‘Συλλέκτες’ (Collectors), το 1974. Ο κ. Σλάτερ, άνεργος όπως ήταν, περίμενε εναγωνίως να τον ειδοποιήσουν με το  ταχυδρομείο για κάποια  προσφορά εργασίας όταν κάποιος χτύπησε στην πόρτα του. Ήξερε πως δεν ήταν ο ταχυδρόμος γιατί γνώριζε πια καλά  τα βήματά του. Ήταν απρόθυμος να ανοίξει την πόρτα και ανησυχούσε σοβαρά μήπως τυχόν ήταν ο εισπράκτορας  χρεών και του ζητούσε επιτακτικά ένα μέρος από αυτά. Το πρόβλημα της ανεργίας, της δημιουργίας χρεών που παραμένουν για μεγάλο χρονικό διάστημα ανεξόφλητα, η διάσταση των συζύγων, και η μετακίνηση οικογενειών και ατόμων λόγω αλλαγής   των θέσεων εργασίας, τονίζονται  με ήπιο και πεσιμιστικό ταυτόχρονα τρόπο.

Έτσι μπορούμε να ισχυριστούμε ότι διήρκεσε κάπου δεκατέσσερα  χρόνια η ολοκλήρωση του πρώτου του βιβλίου. Το βιβλίο τελικά εμφανίστηκε το 1976, δύο χρόνια μετά το γράψιμο της τελευταίας ιστορίας. Εκ πρώτης όψεως, φαίνεται πως του πήρε πολύ χρόνο, αλλά ίσως πρέπει να αναφερθεί, εδώ, ότι οι περισσότερες των ιστοριών του, δημοσιεύθηκαν για πρώτη φορά σε περιοδικά και εφημερίδες, σε διάφορα χρονικά διαστήματα, κερδίζοντας με τον τρόπο αυτό κάποια χρήματα τα οποία είχε απόλυτη ανάγκη για να βοηθήσει την οικογένειά του. Επιπλέον, οι ‘Γείτονες’, μια άλλη μεγάλη και ωραία ιστορία, έγινε δεκτή από το Esquire Magazine για δημοσίευση στα  1971. Υπεύθυνος, εκεί, ήταν  ο Gordon Lish, ο οποίος θα γινόταν και   στενός φίλος και εκδότης του για τις επερχόμενες ιστορίες. Οι ‘Γείτονες΄, είναι μια ιστορία είναι για τον Μπιλ και την  Αρλίν Μίλερ, ένα ευτυχισμένο ζευγάρι που ζούσε μερικά βήματα μακρυά από τους Στόουν, τον Τζιμ και την Χάριετ. Ο Μπιλ και η Αρλίν Μίλερ,  όμως, ζήλευαν καταφανώς τον τρόπο ζωής και την κοινωνική θέση των Στόουν. Μια μέρα, οι Στόουν  ζήτησαν από τους Μίλερ να φροντίσουν το διαμέρισμά τους γιατί θα έφυγαν  μακρυά για τις επιχειρήσεις τους και  οι Μίλερ,  συμφώνησαν. Εκείνη την ημέρα, μάλιστα, η Χάριετ, τους έδωσε κάποιες ιδέες και προτάσεις  σχετικά με τη φροντίδα του διαμερίσματος και της γάτας τους. Τη νύχτα, μετά την αναχώρηση των Στόουν, οι Μπιλ και η  Αρλίν μπήκαν στο ξένο σπίτι για να κάνουν ότι τους είχαν αναθέσει οι γείτονες. Ο Μπιλ πήγε στο μπάνιο όπου βρήκε ένα κουτί χάπια της Χάριετ, ύστερα ήπιε ένα ακριβό σκωτσέζικο ουίσκυ  που βρήκε σε ένα έπιπλο, τάϊσε τη γάτα και έκανε όσα υποσχέθηκε στο σπίτι. Το επόμενο πρωί πήγε στην εργασία νωρίς, αλλά σηκώθηκε με ανεξήγητη ενέργεια, επιθυμώντας  ερωτικές περιπτύξεις  με την Αρλίν. Γυρίζοντας στο σπίτι του, πήγε αμέσως στο διαμέρισμα των Στόουν. Πήρε μερικά τσιγάρα, έφαγε λίγο φαγητό και χώθηκε στην τουαλέτα. Η γυναίκα αποφάσισε στη συνέχεια να παρακολουθεί τι έκανε ο άντρας της στο διαμέρισμα των Στόουν. Κάποια στιγμή τον ακολούθησε και τον βρήκε να παίζει με τη γάτα. Ζώντας τη ζωή των Στόουν, τελικά, κατάφεραν να αυξήσουν τη σεξουαλική τους επιθυμία. Ήταν σαν ο εαυτός τους να ήταν κάποιος άλλος. Όλα αυτά έως ότου ένα μικρό ανεπαίσθητο γεγονός ταράξει την φαινομενική ισορροπία, και τότε το ζευγάρι κατάλαβε καλά ότι η φαντασίωσή τους έφτασε οριστικά πια στο τέλος.

Αυτό ήταν ένα μεγάλο βήμα προόδου για τον Ρέϊμοντ Κάρβερ, καθώς το περιοδικό αυτό διαβαζόταν σε ολόκληρη τη χώρα και, ως εκ τούτου, η καριέρα του ως συγγραφέας, σταδιακά άρχισε να λαμβάνει σάρκα και οστά. Μετά από αυτό, βρήκε και ασχολήθηκε σε διάφορες θέσεις εργασίας, για τα επόμενα τέσσερα χρόνια. Ήταν μια από τις αιτίες που έκαναν τον Κάρβερ να απομακρυνθεί για λίγο από το γράψιμο, χωρίς αυτό να υπαινίσσεται ότι δεν υπήρχαν και  άλλοι παράγοντες για την καθυστέρηση που παρατηρήθηκε. Οι ημερομηνίες στις οποίες γράφηκαν οι ιστορίες αντιπροσώπευαν αναμφίβολα δύσκολες στιγμές για τον Κάρβερ. Κάποιες ιστορίες όπως οι ‘Τι λες γι’ αυτό’, ‘Σινιάλα’ και ‘Ο Τζέρι, η Μόλι και ο Σαμ’, γράφτηκαν το 1967, τη χρονιά δηλαδή που  πέθανε ο πατέρας του. Ο θάνατος αυτός σίγουρα υπήρξε  ένα γεγονός που επηρέασε πραγματικά τα συναισθήματά του, και δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η αγάπη αυτή αντανακλάται με διάφορους τρόπους μέσα στο συγγραφικό  του έργο.  Στα επόμενα τρία χρόνια, δεν έγραψε καμία σύντομη ιστορία, αλλά μόνο ποιήματα και δοκίμια που είχαν κάποια άμεση ή έμμεση αναφορά  επίσης στον πατέρα του. Ο χρόνος όμως αυτός σημαδεύτηκε και από ένα άλλο λυπηρό γεγονός, την οικονομική δηλαδή καταστροφή των Κάρβερ, ενώ υπήρχε ακόμα σε εξέλιξη και το πρόβλημα του αλκοολισμού. Μεταξύ των ημερομηνιών που γράφτηκαν οι ιστορίες της συλλογής, το 1973 ήταν η χρονιά που ο Κάρβερ παρακολούθησε το Εργαστήριο Συγγραφέων της Αϊόβα, χρονιά καθόλου  παραγωγική συγγραφικά. Ήταν τότε που ο Κάρβερ και ο Τσίβερ περνούσαν την  ώρα τους στην Αϊόβα μη κάνοντας απολύτως  τίποτα, με μόνη έγνοια τους να πίνουν. Έχοντας όλα αυτά υπόψιν, μπορούμε να σχηματίσουμε μια ιδέα για το πως ήταν εκείνα τα χρόνια και για το πώς η προσωπική του ζωή επηρέασε βαθιά την συγγραφική  καριέρα του.

Υπάρχει ένα περίεργο χαρακτηριστικό των ιστοριών της συλλογής που προσελκύει την προσοχή μας. Οι τίτλοι ορισμένων ιστοριών είναι υπό μορφή ερωτήσεων, όπως ας πούμε, ‘Τι κάνετε στο Σαν Φρανσίσκο’; (What Do You Do in San Francisco?), ‘Τι λες γι’ αυτό’; (How About This?), ‘Γιατί αγόρι μου;’ (Why, Honey?), ‘Τι γίνεται στην Αλάσκα;’ (What’s in Alaska?), και κάποια άλλα.  Είναι σαν να προσπάθησε ο συγγραφέας να προσελκύσει την προσοχή των αναγνωστών του δημιουργώντας ένα κενό που θα μπορούσαν εκείνοι  να το συμπληρώσουν, αφού πρώτα διαβάσουν ολοκληρωμένα την ιστορία. Όπως εξομολογήθηκε ο ίδιος, οι αναγνώστες συχνά προέβλεπαν  ποια θα είναι  η εξέλιξη της ιστορίας με την ανάγνωση και μόνο του τίτλου, και έτσι το ερώτημα ήταν ο τρόπος του να εμποδίσει τον αναγνώστη να το κάνει αυτό, και ότι μόνο με την πλήρη ανάγνωση της ιστορίας, θα είχε τη δυνατότητα να γνωρίζει τη φύση της ερώτησης και φυσικά και το σπουδαιότερο την απάντησή της. Αυτό ήταν κάτι που χρησιμοποίησε ο Κάρβερ κατά κόρον, ειδικά με τις ιστορίες αυτής της  συλλογής.

Σχετικά με το στυλ με το οποίο γράφτηκαν οι ιστορίες, πολλοί σύγχρονοι συγγραφείς θεωρούν τη συλλογή ως ένα κείμενο μινιμαλιστικής μυθοπλασίας, ίσως επειδή η πλοκή είναι σύντομη και, εκ πρώτης όψεως, φαίνεται απλή και ημιτελής. Έτσι είναι ξεκάθαρο πως ο Κάρβερ χρησιμοποίησε λίγα λόγια, αλλά θα απαιτούσε από μεριάς του αναγνώστη περισσότερη φαντασία, και αυτό είναι τελικά που τον ενδιέφερε κυρίως. Αυτές οι σύντομες ιστορίες, συνεπάγονται πολυπλοκότητα δράσης και κινήτρου και είναι ιδιαίτερα πλημμυρισμένες από την αίσθηση του καταπιεσμένου βίου των χαρακτήρων. Αυτό που ήθελε, κατά πάσα πιθανότητα, ο Κάρβερ ήταν να καινοτομήσει και ανανεώσει το διήγημα, τη μικρή φόρμα,  δημιουργώντας ένα πρωτότυπο ύφος για να γράψει την σύντομη ιστορία   και μυθοπλασία του, αλλά τόσο παρεξηγημένο σχήμα ώστε πολλοί άνθρωποι να τον ονομάσουν μινιμαλιστή συγγραφέα.

Στις περισσότερες από αυτές τις είκοσι δύο σύντομες φαντασιώσεις όπου απουσιάζουν προκλητικά τα διακοσμητικά στοιχεία, τα αντικείμενα του Ρέϊμοντ Κάρβερ,  είναι  άνδρες και οι γυναίκες κατά κανόνα άνεργοι ή ανάμεσα από δύο θέσεις εργασίες, σε σχετική γενική σύγχυση και συχνά τρομοκρατημένοι και αβέβαιοι για την παραπέρα ζωή και πορεία τους. Αν είναι παιδιά, συχνά χωρίς ιδιαίτερο λόγο απουσιάζουν από το σχολείο, ενώ οι σύζυγοι που βρίσκονται δίπλα στο κρεβάτι, αγγίζονται προσεκτικά, ανακαλούν, υποχωρούν, υπονοούν τον ύπνο και τα ψέματα, καθένας τους βρίσκεται  μπερδεμένος από αυτό που μόλις συνέβη και από αυτό που μπορεί να συμβεί στη συνέχεια. Ίσως τελικά όλα να εξηγούνται και να φανούν ιδιαίτερα χρήσιμα, αν διαβάσει κάποιος την βιογραφία του συγγραφέα. Αν και είναι αλήθεια ότι η ζωή του δεν εκπροσωπείται με ακρίβεια μέσα στο έργο του, εν τούτοις είναι σίγουρο ότι μπορεί να βοηθήσει αρκετά στην κατανόηση των συναισθημάτων και των ανησυχιών του όσον αφορά, φυσικά,  τις περιθωριοποιημένες κατηγορίες των ανθρώπων. Μίλησε και αναφέρθηκε σχεδόν κατ’ αποκλειστικότητα γι’ αυτούς, επειδή ήταν εντελώς συνειδητοποιημένος με  την κατάσταση αυτών των ψυχών, καθώς ήταν ένας από αυτούς, δεδομένου ότι γεννήθηκε σε ένα περιβάλλον  χωρίς την σχετική άνεση και με άφθονη δυστυχία. Κατά τη διάρκεια της ζωής του, ο Κάρβερ και η πρώτη του οικογένεια έζησαν δύο πτωχεύσεις, και οι δύο μάλιστα συνέβησαν σε αυτή την περίοδο, πριν από τη δημοσίευση της πρώτης συλλογής του. Η πρώτη έγινε  το 1967 και η άλλη  το 1974, επειδή αμφότεροι οι σύζυγοι, ο Κάρβερ και η Maryann  Burk, υπήρξαν συνεπείς στην κατάχρηση του αλκοόλ, χρήσιμη πληροφορία και παράμετρος για να κατανοήσουμε κάποιες αιτίες που επηρέασαν έντονα το περιεχόμενο της γραφής του. Ένα άλλο επιβαρυντικό σημείο στην ‘πρώτη’ του ζωή ήταν το γεγονός ότι μετακόμισε σε πολλά μέρη με την οικογένειά του, οπότε ήταν αναγκασμένος να γράφει όπου ήταν εφικτό και πρόσφορο, όπως για παράδειγμα στο τραπέζι της κουζίνας ή στον κήπο, πράγμα που σημαίνει καθαρά πως οι αρχικές ιστορίες του επηρεάστηκαν άμεσα από την ταλαιπωρημένη του ζωή, αν και είναι πασίγνωστο ότι οι συγγραφείς μυθοπλασίας στην πλειονότητα των περιπτώσεων δημιουργούν φανταστικές ιστορίες που συνδέονται φυσικά στενά με τον πραγματικό κόσμο. Λόγω ακριβώς των θεμάτων που χρησιμοποίησε για να εκφράσει την σκληρή πραγματικότητα, συμπεριλήφθηκε σε ένα κίνημα που ονομάστηκε ‘βρώμικος ρεαλισμός’ (Dirty Realism).

Στο πρώτο διήγημα της συλλογής, που ακούει στο όνομα ‘Χοντρός’, η σερβιτόρα περιγράφει σε μια φίλη της την εμπειρία που βίωσε ενώ   παρακολουθούσε τους πελάτες της. Συνειδητοποίησε ότι ένας αρκετά χοντρός  άντρας καθόταν στο τραπέζι. Ήταν ο πιο παχύς άνθρωπος που είδε ποτέ και εξεπλάγη από τον περίεργο τρόπο που έπρεπε να μιλήσει. Αναφερόταν στον εαυτό του χρησιμοποιώντας το τρίτο πρόσωπο στον πληθυντικό: ‘…Θα έλεγα να αρχίσουμε με σαλάτα του Καίσαρα…’, για παράδειγμα. Ένα άλλο περίεργο πράγμα με αυτόν τον πελάτη, ήταν το γεγονός ότι παράγγελνε ότι βρισκόταν στο μενού, και από τη στιγμή που η σερβιτόρα του έφερνε εκείνο, αυτός είχε ήδη τελειώσει με το προηγούμενο πιάτο που του είχε φέρει πριν, ενώ ακόμα παρά τον όγκο του φαγητού που έφαγε εκείνο το βράδυ, έλεγε πως δεν έτρωγε πάντα έτσι! Μετά το συγκεκριμένο επεισόδιο, η σερβιτόρα και ο σύζυγός της πήγαν στο σπίτι. Ο τελευταίος φαινόταν επίσης σοκαρισμένος, γιατί συνέχιζε να μιλάει για τον χοντρό άνθρωπο. Όταν αργότερα πήραν στο κρεβάτι, εκείνη ένιωσε πραγματικά χοντρή, αρχόμενο ίσως σύμπτωμα κατάθλιψης και αποφάσισε να χάσει βάρος.

Στην ‘Ιδέα’, μετά το δείπνο, ένα ζευγάρι συνειδητοποίησε ότι ο γείτονάς τους στεκόταν έξω από το σπίτι για να κατασκοπεύσει τη σύζυγό του, όπως αυτή ξεντυνόταν μέσα στην κρεβατοκάμαρα. Το ζευγάρι φάνηκε συγκεχυμένο με το περιστατικό που συνέβαινε σε τακτά χρονικά διαστήματα, τους τελευταίους τρεις μήνες. Η γυναίκα ήταν ενάντια στη συμπεριφορά του γείτονα, αλλά ο σύζυγός της δεν συμφώνησε με την ιδέα επειδή του άρεσε να βλέπει τον γείτονά του να κατασκοπεύει τη σύζυγό του. Η γυναίκα ένα βράδυ έφτιαξε φαγητό, και καθώς πετούσε τα σκουπίδια, παρατήρησε την παρουσία μυρμηγκιών που ανέβαιναν από κάτω από το νεροχύτη, τα οποία και προσπάθησε να σκοτώσει με το ειδικό σπρέι. Όταν πήγε στο κρεβάτι, ο άνδρας είχε ήδη κοιμηθεί, και αυτή φαντάστηκε πάλι τα μυρμήγκια. Σηκώθηκε, άναψε όλα τα φώτα, άρχισε να ψεκάζει παντού το σπίτι, και κοίταξε έξω από το παράθυρο, τρομοκρατημένη, λέγοντας ‘… πράγματα που δεν μπορώ να επαναλάβω’. Είναι πασιφανές ότι τα  μυρμήγκια που εισέβαλαν στο σπίτι του ζευγαριού, χρησιμοποιήθηκαν από τον Κάρβερ ως μερική αλληγορία της εμπλοκής κάποιων στη ζωή άλλων, και εν προκειμένω  των γειτόνων τους.

 

Raymond Carver

 

Στην ιστορία ‘Δεν είναι αυτοί ο άντρας σου’, ο Ερλ αποφάσισε να επισκεφτεί τη σύζυγό του, Ντορίν, που εργαζόταν ως σερβιτόρα.  Ενώ καθόταν στο πάγκο, άκουσε τη συζήτηση μεταξύ δύο αντρών, δίπλα του, που σχολίαζαν την εμφάνιση της Ντορίν, θεωρώντας την μάλλον χοντρή. Ο Ερλ, μπορεί να  ήθελε να υπερασπιστεί τη σύζυγό του από τα πειράγματα των ανδρών, αλλά στο τέλος αποφάσισε να μην το κάνει, και πήγε σπίτι. Το επόμενο πρωί, λίγο μπερδεμένος για τα σχόλια των δύο αντρών,  πρότεινε στην Ντορίν να πάει στο γυμναστήριο και να κάνει δίαιτα, την οποία πρόταση εκείνη αποδέχθηκε  επειδή ακριβώς ένιωθε ανασφαλής για τον εαυτό της. Ωστόσο, και μετά την απώλεια κάποιου βάρους, δεν αισθάνθηκε καλύτερα. Δεν ήταν η ίδια, επειδή δεν είχε την ίδια ενέργεια για να δουλέψει. Οι φίλες της ανησυχούσαν για την υγεία της και πίστευαν ότι ήταν άρρωστη, βλέποντάς την χλωμή και να χάνει βάρος. Όταν είπε στον σύζυγό της τα σχετικά σχόλια του περίγυρου, εκείνος της ανταπάντησε ότι, ‘… δεν είναι αυτοί ο άντρας σου’! Μετά από μερικές εβδομάδες, ο Ερλ επέστρεψε στο χώρο όπου εργαζόταν  η γυναίκα του. Έμεινε εκεί για λίγες ώρες περιμένοντας κάποιος να πει κάτι για την αλλαγή στην εμφάνιση της  συζύγου του, αλλά κανείς δεν είπε τίποτα. Οι άλλες σερβιτόρες αναρωτιόντουσαν ποιος ήταν αυτός ο χαρακτήρας, με την Ντορίν να δηλώνει, ‘Είναι ο άντρας μου’. Ο Ερλ, φυσικά, ήταν ένας πλασιέ, ένας πωλητής, αλλά ετούτη τη φορά δεν ήταν σε θέση να ‘πουλήσει’ τη σύζυγό του, ως κάτι άλλο!

Αμέσως μετά, στο ‘Είστε  γιατρός’, ο  Άρνολντ Μπράϊτ έλαβε μια κλήση από μια γυναίκα όταν καθόταν μόνος στο σπίτι του, ενώ η σύζυγός του βρισκόταν  μακριά. Ρώτησε  την άγνωστη  γυναίκα πώς βρήκε τον αριθμό του τηλεφώνου του και εκείνη του εξήγησε ότι της τον έδωσε η μπέιμπι σίτερ. Στην αρχή εκείνη δίστασε και στη συνέχεια ρώτησε το όνομά του. Ενώ ο  Άρνολντ  ήταν έτοιμος να της κλείσει το τηλέφωνο, του αποκάλυψε το όνομά της, Κλάρα Χολτ. Συνέχισαν να μιλάνε και η Κλάρα πρότεινε να συναντηθούν δίνοντάς του και τη διεύθυνσή της. Το επόμενο απόγευμα, η Κλάρα κάλεσε ξανά, ζητώντας να την επισκεφτεί εκείνη τη νύχτα. Ο Άρνολντ αποφάσισε να μάθει περισσότερα για τη γυναίκα, οπότε πήγε στη διεύθυνση και βρήκε μια νεαρή κοπέλα, τη Σέριλ, στην πόρτα, η οποία του είπε πως η μητέρα της είχε πάει να αγοράσει κάποιο φάρμακο. Στη συνέχεια, η Κλάρα επέστρεψε στο σπίτι με μια χαρτοσακούλα στα χέρια της και ρώτησε τον Άρνολντ, ‘Είστε γιατρός’; Εκείνος αρνήθηκε κάτι τέτοιο. Τον κέρασε ένα φλιτζάνι τσάι μέσα σε όλη τη σύγχυσή του με αυτή την κατάσταση… Στο σπίτι του αργότερα, βρήκε το τηλέφωνο να χτυπάει και να ακούει τη φωνή της συζύγου του που του έλεγε πως είναι κάπως διαφορετικός στη φωνή του απόψε, παραπέμποντας σαφώς στην υπόθεση ότι υπήρχε μια αίσθηση φόβου στη φωνή του επειδή δεν ήθελε η σύζυγός του να καταλάβει  τι είχε κάνει με την Κλάρα.

Την ιστορία ‘Δεν είπε κανείς τίποτα’ (Nobody Said Anything), αφηγείται ένα νεαρό αγόρι που, όπως είπε, άκουσε τους γονείς του να υποστηρίζουν ότι ήταν πάρα πολύ άρρωστος για να πάει στο σχολείο. Μόνο στο σπίτι, άρχισε να μπαινοβγαίνει από το υπνοδωμάτιο των γονιών του, αλλά δεν βρήκε τίποτα ενδιαφέρον. Μόλις βαρέθηκε, αποφάσισε να πάει που ψαρέψει κάπου εκεί κοντά. Στο δρόμο του συναντήθηκε με μια γυναίκα που του πρόσφερε μια βόλτα με το αυτοκίνητό της. Εντυπωσιάστηκε από την ομορφιά της, και άρχισε να φαντάζεται διάφορα πράγματα για τις γυναίκες. Εκεί, συνάντησε ένα άσχημο αγόρι με το οποίο έπιασαν ένα μεγάλο ψάρι, ένεκα του οποίου άρχισαν να   διαπληκτίζονται για το ποιος θα πάρει το σπίτι του. Τελικά το χωρίζουν στη μέση και το αγόρι πήρε και πήγε στους γονείς του το μέρος του ψαριού που είχε το κεφάλι. Όταν έφτασε στο σπίτι, βρήκε τους γονείς του να λογομαχούν πάλι,    και σκέφτηκε ότι το κεφάλι του μεγάλου ψαριού θα τους εντυπωσιάσει, κι έτσι θα σταματούσαν. Η ιστορία τελείωσε με το αγόρι να στέκεται στη βεράντα κοιτάζοντας το μισό ψάρι. Όπως είχε διαμορφωθεί η κατάσταση φαινόταν σαν και το σπίτι του, όπως και το ψάρι, να είχε διαιρεθεί από τους συνεχείς διαπληκτισμούς  μεταξύ των γονέων του.

Στα ‘Εξήντα εκτάρια’ (Sixty Acres), έρχεται μπροστά το θέμα της γης και της καταπάτησής της από κυνηγούς και άλλους. Ακόμα συζητείται εκείνο της εκμίσθωσης της γης, των πλεονεκτημάτων και μειονεκτημάτων της. ‘Τι είναι στην Αλάσκα;’ (What’s in Alaska?), είναι ο τίτλος της επόμενης μικρής ιστορίας του βιβλίου. Αφορά δύο φιλικά ζευγάρια και κάποιες αδιευκρίνιστες σχέσεις ανάμεσά τους. Όταν τελειώνει η εξιστόρηση, ο ένας απ’ από τους συζύγους αρχίζει να φοβάται πραγματικά ότι θα χάσει τη γυναίκα του, όχι μόνο επειδή της πρόσφεραν μια δουλειά στην Αλάσκα, αλλά και λόγω της πιθανής σχέσης της με τον άντρα της άλλης, ειδικά με αφορμή το γεγονός όταν την είδε κάποια στιγμή να τοποθετεί τα χέρια της γύρω απ’ τη μέση του.

Στο ‘Νυχτερινό σχολείο’ (Night School), ένας άνθρωπος είπε την προσωπική του ιστορία, εμπειρία καλύτερα,  ενώ ήταν άνεργος  και ζούσε με τους γονείς του. Είχε στο παρελθόν έναν αποτυχημένο γάμο, η νέα φίλη του ήταν μακρυά απ’ την πόλη, κι’ έτσι πήγε σε ένα μπαρ. Εκεί συναντήθηκε με δύο γυναίκες και η μια απ’ αυτές τον ρώτησε αν είχε αυτοκίνητο. Είπε ότι είχε, αλλά όχι μαζί του. Οι γυναίκες ήθελαν μόνο να οδηγηθούν στο σπίτι του δασκάλου τους και δεν είχαν το παραμικρό ενδιαφέρον γι’ αυτόν. Την ιστορία ‘Τι κάνετε στο Σαν Φρανσίσκο;’ (What Do You Do in San Francisco?), αφηγήθηκε ο  Χένρι Ρόμπινσον, έναν ταχυδρόμος, ο οποίος περιέγραψε την κατάσταση ενός νεαρού ζευγαριού και των τριών παιδιών τους κατά την άφιξή τους στην Αρκάτα, ερχόμενοι από το Σαν Φρανσίσκο, μια αγροτική πόλη με κατοίκους που ανήκαν στην πλειονότητά τους στην εργατική τάξη. Οι νεοφερμένοι, όμως, ήταν πολύ διαφορετικοί από τις υπόλοιπες οικογένειες της περιοχής επειδή δεν ενδιαφέρονταν να εργαστούν. Οι άνθρωποι άρχισαν να μιλάνε ανοιχτά και να κάνουν διάφορα σχόλια για τον λόγο που το ζευγάρι εγκατέλειψε το Σαν Φρανσίσκο. Στην ιστορία, απεικονίζεται, με τον γνωστό τρόπο του Κάρβερ,  η έλλειψη εμπιστοσύνης των ανθρώπων ανάμεσά τους, η επαρχιακή προκατάληψη,  οι  φθαρμένες σχέσεις, η έλλειψη εργασιακής δεοντολογίας και ο πολυεπίπεδος ρόλος της εργασίας και της απασχόλησης στην όποια αναπλήρωση των προσωπικών ελλειμμάτων.

‘Η γυναίκα του φοιτητή’ (The Student’s Wife), περιγράφει τη νύχτα μιας  γυναίκας η οποία δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Συνέχισε να μιλάει για τα όνειρά της και θέτοντας ερωτήσεις στον κουρασμένο σύζυγό της. Κάθε φορά που εκείνος φαινόταν να κοιμάται, τον ξυπνούσε και του έθετε με επιμονή  άλλη ερώτηση.  Του είπε ακόμη και για όλα όσα της άρεσαν και όσα δεν της άρεσαν, αλλά το μόνο που ήθελε εκείνος πραγματικά τη στιγμή αυτή ήταν να κοιμηθεί! Συνέχισε να μιλάει, ρωτώντας και ξυπνώντας τον όλη τη νύχτα. Το διήγημα ‘Ελάτε στη θέση μου’ (Put Yourself in My Shoes), ξεδιπλώνει και  δείχνει τις σχέσεις δύο ζευγαριών και γειτόνων. Μετά από μια μέρα δουλειάς, το ζεύγος Μάγιερ σταματά  στο σπίτι των Μόργκαν, μετά από πρόταση και επιθυμία της κ. Μάγιερ. Ήθελαν να τους ευχηθούν ‘Καλά Χριστούγεννα’ επειδή οι Μόργκαν στο παρελθόν τους επέτρεψαν να ζήσουν στο σπίτι τους, όσο εκείνοι βρίσκονταν μακρυά. Αρχικά, το ζευγάρι τους δέχθηκε φιλικά, αλλά μετά από λίγο, άρχισαν να διαμαρτύρονται με έναν περίεργο και σαρκαστικό τρόπο για όλα τα περίεργα πράγματα που έκαναν οι Μάγιερ ενώ ζούσαν στο σπίτι και για κάποιες απώλειες υλικών πραγμάτων τις οποίες οι Μόργκαν θεωρούσαν απρεπείς ενέργειες. Στην αρχή της ιστορίας, ‘Ο Τζέρι, η Μόλι και ο Σαμ’ (Jerry και Molly και Sam) ο Αλ είχε τρελαθεί από τα καμώματα και τις ατασθαλίες της  Σούζι, του οικογενειακού τους σκύλου, οπότε αποφάσισε οριστικά να τον ξεφορτωθεί. Πήρε το σκύλο κι’ έφυγε απ’ το σπίτι με κάποιες δικαιολογίες. Αλλά αυτό που έκανε, στην πραγματικότητα, ήταν να αναζητήσει ένα μέρος για να εγκαταλείψει το σκυλί. Η περιπλάνησή του, πριν και μετά την εγκατάλειψη,  πέρασε από πολλά στάδια σκέψεων, αναστοχασμών, κοκ., και τότε συνειδητοποίησε ότι η απόφασή του δεν ήταν σωστή…

‘Γιατί αγόρι μου’; (Why, Honey?), αναρωτιέται και απευθύνεται μια μητέρα στο γιο της, σε μια μορφή επιστολής χωρίς παραλήπτη! Ανησυχούσε προφανώς σφόδρα για το γιο της επειδή εκείνος άρχισε να προβαίνει σε πράξεις περίεργες, λέγοντας παράλληλα σωρεία ψεμάτων δικαιολογούμενος συνεχόμενα σε αυτή. Μετά τη συνομιλία που έλαβε χώρα ανάμεσά τους, πήρε τα πράγματα και έφυγε από το σπίτι, κι’ η μητέρα δεν τον είδε ξανά. Το αγόρι τελικά έγινε αργότερα διάσημο πρόσωπο και σκέφτηκε σε δεδομένη στιγμή πως θα εύρισκε  εύκολα τη μητέρα του αν το ήθελε. Για το λόγο αυτό, όμως, η μητέρα του μετακόμισε και άλλαξε το όνομά της. ‘Οι πάπιες’ (The Ducks), αφορούν έναν άνθρωπο που βρισκόταν στην αυλή του κόβοντας καυσόξυλα όταν είδε τις πάπιες να πετούν πάνω από το σπίτι. Συνέχισε να εργάζεται όταν βγήκε η γυναίκα του για να του υπενθυμίσει ότι το δείπνο ήταν έτοιμο. Ακόμα τον ρώτησε αν θα πήγαινε την επόμενη μέρα για κυνήγι. Ύστερα πήγε στην κουζίνα, μουρμουρίζοντας παραπονούμενη πως συνεχώς είναι φευγάτος απ’ το σπίτι. Ο άνδρας τελείωσε το δείπνο του και προετοίμασε τα πράγματά του για να πάει στο κυνήγι το επόμενο πρωί. Στη συνέχεια πήγε στο μύλο όπου εργαζόταν τη νύχτα, αλλά επέστρεψε νωρίς επειδή ο προϊστάμενος του, είχε πεθάνει ξαφνικά από καρδιακή προσβολή. Το βράδυ στο κρεβάτι τους, ενώ η σύζυγός του κοιμόταν, εκείνος ξύπνιος σκεφτόταν αν μπορούσε να αλλάξει κάποια πράγματα στη ζωή τους. Προσπαθούσε να την  ξυπνήσει επειδή σκέφτηκε ότι μπορούσε να ακούσει κάτι έξω απ’ το παράθυρό τους, αλλά δεν υπήρχε τίποτα εκτός από μαύρο  σκοτάδι και  βροχή.

Ο Χάρι και η Έμιλυ οδηγούσαν στην ύπαιθρο της βορειοδυτικής  Ουάσιγκτον, όταν  σκέφτηκαν να μετακομίσουν εκεί για να ξεκινήσουν μια νέα ζωή (‘Τι λες για αυτό?’, ‘How About This?’). Η Έμιλυ είχε ζήσει εκεί, έτσι κάποια στιγμή  έφτασαν στο παλιό της σπίτι. Ο Χάρι έλεγξε τους τοίχους για να δει πόσο στερεοί ήταν και όταν άρχισε να πηγαίνει από δωμάτιο σε δωμάτιο, διαπίστωσε ότι δεν υπήρχε τζάκι, τουαλέτα και ηλεκτρικό ρεύμα. Της είπε ότι όλα όσα χρειάζονταν ήθελαν λίγη δουλειά. Το σπίτι θεωρήθηκε, σαφώς, ως μια αλληγορία για τη σχέση τους η οποία έπρεπε επίσης να βελτιωθεί σε μερικά σημεία. Μετά από αυτό, πήγαν έξω και ο Χάρι φαντάστηκε τον  εαυτό του να μαζεύει  τα κόκκινα μήλα, αλλά η Έμιλυ άρχισε να κατακλύζεται από μνήμες δικές της και  του πατέρα της. Θυμήθηκε  την ημέρα που ο πατέρας της πυροβόλησε ένα ελάφι, κι’ όταν διηγήθηκε αυτή την ιστορία στον Χάρι   ξεκίνησε να κλαίει. Αυτό το γεγονός έδειξε ότι η Έμιλυ δεν ήθελε πραγματικά να επιστρέψει στη φύση, αλλά ο Χάρι φάνηκε ότι είχε επίσης πάρει την απόφασή του. Ωστόσο, η αντίδραση της Έμιλυ και το σπίτι τον έκαναν να αλλάξει γνώμη.  Η ζωή στις πόλεις, τελικά, δεν ήταν και τόσο άσχημη. Μετά από πολύ διάλογο με την Έμιλυ, συνειδητοποίησε ότι η σχέση του ήταν πιο σημαντική από τον τόπο όπου αποφάσισαν να ζήσουν.

Η ιστορία ‘Ποδήλατα, μύες, σιγάρα’ (Bicycles, Muscles, Cigarettes),  ξεκίνησε με μια συνομιλία μεταξύ του Ίβαν Χάμιλτον και της συζύγου του, Ανν, με αφορμή την πρόθεση εκείνου να σταματήσει οριστικά το κάπνισμα. Κατά το δείπνο, ο Χάμιλτον πήγε έξω για να φωνάξει το γιο του, Ρότζερ, αλλά βρήκε ένα άλλο αγόρι στο ποδήλατό του, το οποίο του είπε πως η κ. Μίλερ ήθελε να μιλήσει σε έναν από τους γονείς του Ρότζερ. Στο δρόμο προς την κ. Μίλερ, ο κ. Χάμιλτον περπάτησε νέους δρόμους για εκείνον, κι’ όταν έφτασε στο σπίτι της κ. Μίλερ ενεπλάκη σε μια ζωηρή συζήτηση που αφορούσε το χαμένο ποδήλατο ενός μικρού, φίλου του γιού του, Ρότζερ. Στην επιστροφή στο σπίτι, ο Χάμιλτον κάθισε στη βεράντα και θυμήθηκε τον πατέρα του πως εργαζόταν στο αγρόκτημα. Μετά από λίγο, πήγε στο κρεβάτι του γιου του, και μίλησαν για τον παππού του νεαρού. Οι σχέσεις πατέρα και γιού έρχονται με τον καλύτερο τρόπο μπροστά σε τούτο το κείμενο. Ο Λίο και η σύζυγός του Τόνι, στο ‘Τι συμβαίνει;’ (What Is It?), συναντήθηκαν όταν πωλούσαν εγκυκλοπαίδειες για παιδιά, πόρτα-πόρτα. Μετά από λίγο καιρό παντρεύτηκαν και έπρεπε να παρουσιαστούν στο δικαστήριο τη Δευτέρα. Οι  δικηγόροι τους συμβούλευσαν να πουλήσουν το αυτοκίνητο πριν τούς το πάρουν πίσω. Έτσι, η Τόνι ντύθηκε και ξεκίνησε να πουλήσει αυτό το αυτοκίνητο. Φεύγοντας, είδε ένα  γείτονά της ο οποίος της εκμυστηρεύτηκε πως ο Λίο είχε πάει μια άλλη γυναίκα στο σπίτι, ενώ εκείνη έλειπε. Τέσσερις ώρες αργότερα, η Τόνι κάλεσε τον Λίο να του πει ότι είχε πουλήσει το αυτοκίνητο, αλλά ότι θα πήγαινε να δειπνήσει με τον πωλητή. Στο διήγημα, φαίνεται πως στην Αμερική της εποχής τα υλικά αγαθά και κυρίως τα χρήματα, είναι ανώτερα απ’ ότι τα ηθικά, ενώ τονίζονται με ιδιαίτερο τρόπο οι σχέσεις του ζευγαριού και πως αυτές επηρεάζονται αναπόφευκτα από κάποιους γνωστούς και άγνωστους παράγοντες.

Στα ‘Σινιάλα’(Signals), ένα ζευγάρι, ο Γουέϊν και η Καρολάϊν, πήγαν στο εστιατόριο του Άλντο για να γιορτάσουν τα γενέθλια της Καρολάϊν. Στο διάλογο προσπάθησαν να λύσουν κάποια προβλήματα ανάμεσά τους. Στο τέλος, τα προβλήματα στη σχέση δεν λύθηκαν. Ήταν προφανές  ότι ο Γουέϊν ήθελε να μείνει με την Καρολάϊν, αλλά δεν προσπάθησε και αρκετά για να το κάνει πραγματικότητα. Στο ‘Λοιπόν θα πάψεις, σε παρακαλώ;’ (Will You Please Be Quiet, Please?), ο Ραλφ Γουάιμαν προσπαθούσε να καταλάβει τι θα πρέπει να κάνει με τη ζωή του. Αφού παρακολούθησε μαθήματα φιλοσοφίας και λογοτεχνίας, κατέληξε στην απόφαση να γίνει δάσκαλος.  Εκεί, συναντήθηκε με την Μάριαν και παντρεύτηκαν μετά το κολλέγιο. Είχαν δύο παιδιά, τη Δωροθέα και τον Ρόμπερτ, αλλά ο Ραλφ πίστευε ότι η σύζυγός του είχε κρυφές σχέσεις  με κάποιον άλλο. Όταν το συζήτησαν επιτακτικά, εκείνη παραδέχτηκε ότι ήταν αλήθεια, αλλά πριν από τέσσερα χρόνια. Το βράδυ περιπλανήθηκε σε διάφορα μπαρ ευρισκόμενος σε μεγάλη περισυλλογή. Αργά το βράδυ, πήγε στο σπίτι και βρήκε τη σύζυγό του και τα παιδιά να κοιμούνται. Το θέμα της ταυτότητας και της απώλειας αυτής, έρχεται και πάλι δραματικά μπροστά.

Κάπως έτσι τελειώνουν οι ιστορίες αυτής της πρώτης συλλογής του Ρέιμοντ Κάρβερ. Οι καταστάσεις που περιέγραψε ο συγγραφέας, είναι γνωστές, καθημερινές και αν λάβουμε υπόψιν μας το βιογραφικό σημείωμα και τις συνεντεύξεις του Κάρβερ, συνηθισμένες στους περισσότερους ανθρώπους και καθόλου καλές. Σαν αποτέλεσμα όλων αυτών, οι ιστορίες αντικατοπτρίζουν κατά κύριο λόγο και ένα μέρος από τα πραγματικά συναισθήματά του σε αυτό το στάδιο της ζωής του. Στο πρώτο στάδιο της ζωής του που γράφτηκαν οι παραπάνω ιστορίες, κάθε πτυχή της ζωής του ήταν πραγματικά προβληματική λόγω του αλκοολισμού και των άλλων συναφών προβλημάτων. Έτσι, όπως είδαμε, οι πρώτες ιστορίες που έγραψε ήταν σε μεγάλο βαθμό πλημμυρισμένες από απελπισία μέσα στην οποία ζούσαν, την ίδια στιγμή,  και οι χαρακτήρες του. Για να κατανοήσουμε τους λόγους για τους οποίους ο Κάρβερ ήθελε να γράψει  για αυτά τα θέματα, είναι σημαντικό να διερευνήσουμε τη ζωή και τη σταδιοδρομία του. Για παράδειγμα, οι κύριοι χαρακτήρες των ιστοριών του δεν είναι σημαντικοί άνθρωποι, αλλά αφόρητα συνηθισμένοι και πληκτικοί  άνθρωποι, που ζουν απλές ζωές και προσπαθούν, αλλά μερικές φορές αποτυγχάνουν, να κάνουν ότι πραγματικά ίσως επιθυμούν. Επίσης, οι αγαπημένες δραστηριότητες του Κάρβερ, όπως  το κυνήγι και το ψάρεμα, ήταν παρούσες σε πολλές από τις ιστορίες του. Το ποτό, γεγονός που σηματοδότησε τη ζωή του για πάντα, ήταν επίσης μια κοινή συνήθεια σε πολλούς από τους χαρακτήρες του. Σ’ αυτό, θα έπρεπε να προσθέσουμε το κάπνισμα και ακόμη και ορισμένα  φάρμακα. Πέρα απ’ όλα αυτά, οι πρωταγωνιστές των ιστοριών του, αντιμετωπίζουν την απώλεια, το θάνατο, τη χρεοκοπία, την προδοσία, το  φόβο, τη λύπη, το ερώτημα της ταυτότητάς τους, και πολλά άλλα προβλήματα, καταστάσεις δηλαδή, που και ο ίδιος ο συγγραφέας πέρασε, σε μικρό ή μεγαλύτερο βαθμό,  κατά τη διάρκεια της ζωής του. Η μυθοπλασία που ανέπτυξε στα κείμενά του προερχόταν από τις καταστάσεις της πραγματικής του ζωής. Από καιρό σε καιρό, κάποια ονόματα πόλεων εμφανίζονται μέσα στις ιστορίες. Αυτοί οι χώροι ήταν επίσης γνωστοί καλά στον Κάρβερ,   επειδή έζησε σε πολλές από αυτές τις πόλεις και γνώριζε αρκετά καλά κάποιες λεπτομέρειες για να μπορεί να περιγράψει πολλά χαρακτηριστικά τους, και κυρίως το πώς ήταν εκεί η ζωή. Αλλά δεν είναι μόνο η πρώτη ετούτη συλλογή που μιλά για αυτά τα θέματα. Ορισμένες από τις ιστορίες που γράφτηκαν και μετά τη δημοσίευση αυτής, ήταν παρόμοιες σε ύφος και περιεχόμενο με τις ιστορίες ετούτης της συλλογής. Και η επόμενη μεγάλη συλλογή του μοιράστηκε πολλά χαρακτηριστικά με την πρώτη, ίσως επειδή οι ιστορίες γράφτηκαν τις τελευταίες μέρες της περιόδου του αλκοολισμού και τις πρώτες μέρες της ‘δεύτερης ζωής’ του. Ο Κάρβερ, τώρα, μπορεί να έβγαινε από έναν απελπιστικό και ταραγμένο κόσμο, αλλά οι χαρακτήρες του βρίσκονταν  ακόμα βυθισμένοι σε αυτόν!

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top