Fractal

Ιστορικά γεγονότα και προσωπικές ιστορίες ανθρώπων

Γράφει η Δάφνη Μαρία Γκυ-Βουβάλη //

 

Για το βιβλίο της Αντωνίας Ζεβόλη-Νταουντάκη «Εμείς θα ζήσουμε» (Εκδ. Εύμαρος)

 

Η Ιστορία κάθεται πάντα μπροστά από έναν μεγάλο αργαλειό, και υφαίνει. Την ζωή της. Χρόνια, αιώνες, χιλιετίες, αναμειγνύεται ανάμεσα στους ανθρώπους, ψηλαφεί τα συναισθήματα, τα πάθη και την πορεία τους, και υφαίνει. Ή: Η Ιστορία γράφει. Καθισμένη μπροστά από ένα μεγάλο τραπέζι, με το λευκό χαρτί να ξετυλίγεται μπροστά της, πιέζει την γραφίδα της επάνω του και γράφει. Τα πάντα. Ανεξίτηλα. Όχι, μην ανησυχείτε. Δεν της ξεφεύγει ποτέ, τίποτε. Διαλέξτε όποια από τις δύο εικόνες θέλετε.

Στην δική μου φαντασία, όταν ολοκλήρωσα την ανάγνωση του συγκλονιστικού βιβλίου με τον τίτλο «Εμείς θα ζήσουμε» (εκδόσεις Εύμαρος) της Αντωνίας Ζεβόλη-Νταουντάκη, για το οποίο θα σας μιλήσω σήμερα, σχηματίστηκαν και οι δύο. Ίσως, και μερικές εικόνες παραπάνω: Διότι η Ιστορία επίσης, πονάει. Ματώνει. Στήνεται στα δέκα μέτρα, και εκτελείται. Κι ύστερα ξαναγεννιέται, και πάλι ζει. Η Ιστορία είναι πανταχού παρούσα. Την κουβαλούν μαζί τους και μέσα τους οι άνθρωποι. Ακόμη και της διπλανής πόρτας.

Τι γίνεται στην ευτυχή συγκυρία όπου ένας τέτοιος άνθρωπος, της «διπλανής πόρτας», κι ένας συγγραφέας, συμπράττουν σε αγαστή συνεργασία για να φέρουν στο φως την ιστορία του πρώτου ως παρακαταθήκη όχι μόνο για τους νέους σήμερα, αλλά, σε τελευταία ανάλυση, και για την χώρα ολόκληρη; Η ιστορία της Ελλάδας είναι γεμάτη από αγώνες, ηρωισμό, θυσίες και αυταπάρνηση. Αλλά και γεμάτη από διχασμούς και προδοσίες…

Όταν λοιπόν διάβασα για πρώτη φορά το βιβλίο «Εμείς θα ζήσουμε», με θέμα την ιστορία της 91χρονης σήμερα Ντόρας Παραθυρά από την Χαλκιδική και της οικογένειάς της, συγκλονίστηκα. Με την δεύτερη ανάγνωση μονάχα, κατάφερα να βάλω σε μια σειρά τις σκέψεις και τα συναισθήματα που με κατέκλυζαν. Διότι η αφήγηση του συγκεκριμένου βιβλίου δεν προβάλλει απλά, και μόνο, και αδιάφορα την ιστορία μιας οικογένειας. Καταγράφει, βγαλμένη μέσα από  το πετσί, θα ’λεγε κανείς, των μελών της, με το αίμα τους, με την καρδιά τους, και με τρόπο καθηλωτικό, την ιστορία ολόκληρης της νεότερης και της σύγχρονης Ελλάδας. Συνδυάζει με πρωτοφανή τρόπο το προσωπικό με το συλλογικό. Κι αποτελεί ένα υβριδικό έργο, που χωρίς να είναι μυθιστόρημα, (αφού δεν διαθέτει ίχνος μυθοπλασίας), αλλά ούτε και δοκίμιο, ξετυλίγει ένα αφήγημα βιογραφικό, ιστορικό, πολιτικό και κοινωνικό ταυτόχρονα, το οποίο αναδεικνύεται μοναδικό στο είδος του στα ελληνικά χρονικά.

Η διήγησή του ξεκινά μερικούς μήνες πριν από την απελευθέρωση της Ελλάδας από τους Γερμανούς, τον Φεβρουάριο του 1944, κι εξαπλώνεται τόσο στο μέλλον, στον αιματηρό Εμφύλιο που ακολούθησε, όσο και στο απώτερο παρελθόν της χώρας μας από την επανάσταση του 1821 μέχρι σήμερα. Κι ας αγκαλιάζει – άλλη μια μοναδικότητα που το διακρίνει – μονάχα την μια πλευρά, το ένα πολιτικό «στρατόπεδο» των Ελλήνων, μια και μονίμως σ’ αυτή τη χώρα είμαστε διαιρεμένοι σε (τουλάχιστον) δύο στρατόπεδα, διχόνοια που πάντοτε αποδεικνύεται μοιραία. Διότι η κυρία Ντόρα Παραθυρά και η οικογένειά της, δεν ανήκουν στους νικητές του Εμφύλιου σπαραγμού. Ανήκουν στους ηττημένους. Σ’ εκείνους που μετά τον πόλεμο (τον Β’ Παγκόσμιο και  τον Εμφύλιο) γέμισαν τις φυλακές και τα ξερονήσια μέχρι τον καιρό της Μεταπολίτευσης, που ακολούθησε την πτώση της Χούντας, το 1974. Ανήκουν στους ανθρώπους της Αριστεράς.

Ο Αρίσταρχος Παραθυράς, ο πατέρας της κυρίας Ντόρας Παραθυρά, ήταν ένας άνθρωπος του οποίου οι πρόγονοι διακρίθηκαν ως μέλη της Φιλικής  Εταιρείας στην Ελληνική Επανάσταση του 1821 και στον αγώνα κατά των Τούρκων στη Μακεδονία, ο ίδιος συμμετείχε στους Βαλκανικούς Πολέμους και τον Α’ Παγκόσμιο κι αιχμαλωτίστηκε, οι δύο γιοί του εκτελέστηκαν, ο πρώτος, ο Μιλτιάδης, ως μέλος της ΕΠΟΝ κατά την διάρκεια της Κατοχής από τους Γερμανούς, και ο δεύτερος, ο Ρήγας, ως αντάρτης του Δημοκρατικού Στρατού από τον ελληνικό κυβερνητικό στρατό την περίοδο του Εμφυλίου, ενώ, τέλος, στη συνέχεια, η υπόλοιπη οικογένειά του διώχθηκε, από την πλευρά των νικητών, απηνώς.

Όχι, δεν πρόκειται για κανένα ανάγνωσμα εμφυλιοπολεμικής ή άλλης προπαγάνδας με ξύλινο λόγο. Αυτό που εντυπωσιάζει τον αναγνώστη από την πρώτη στιγμή, είναι η επιτυχέστατη, κατ’ εμέ, απόπειρα της συγγραφέως να παντρέψει τα γεγονότα, προσωπικά κι ευρύτερα ιστορικά, αποδιπλώνοντάς τα με λόγο δωρικό, λιτό, αλλά και άμεσο, και κινηματογραφικά γλαφυρό ταυτόχρονα, με την μειλίχια σοφία της μετριοπάθειας που πρεσβεύει την αγάπη, τον σεβασμό και την συγγνώμη προς τον συνάνθρωπο, και με βλέμμα που ατενίζει το μέλλον με εξαιρετική διορατικότητα. Το βιβλίο, βαδίζει πάνω σε πολλά τεντωμένα σχοινιά, ιστορικά, προσωπικά και πολιτικά, και  βρίσκει σε όλα την ισορροπία με θαυμαστό τρόπο. Σκοπός του, με την αφήγηση τόσο του Μεγάλου Διχασμού των  αρχών του 20ού αιώνα, όσο και των δεινών που υπέστη η μια εκ των δύο πλευρών του Εμφυλίου σπαραγμού του 1946-49, δεν είναι να διχάσει, αλλά να ενώσει τους Έλληνες, οι οποίοι πρέπει επιτέλους να διδαχθούν από την ιστορία τους.

Το προλογικό σημείωμά της συγγραφέως, είναι αποκαλυπτικό: «Συνήθως τα ιστορικά γεγονότα τρέχουν παράλληλα ή διασταυρώνονται με τις προσωπικές ιστορίες των ανθρώπων. Εδώ, Ιστορία και πρόσωπα είναι ένα και το αυτό, σφιχτά δεμένα, αξεδιάλυτα μεταξύ τους. Δεν μπορείς να γράψεις για το ένα χωρίς ταυτόχρονα να καταγράφεται και το άλλο, και αυτό σημαίνει πολύ ψάξιμο, διάβασμα γνώση και τεκμηρίωση», μας λέει στις σελίδες 10 και 11. «Ξεκίνησα και δεν ήξερα πού να βουτήξω την πένα μου για να γράψω. Να την βουτήξω στο αίμα; Αρκετό χύθηκε τότε. Δεν μπορείς να το αγνοήσεις, αλλά δεν ήθελα να είναι μόνο αυτό που θα μείνει από το βιβλίο. Να την βουτήξω στο κίτρινο της χολής; Και το μίσος περίσσεψε τότε. Δεν πρέπει να είναι το πρόσωπο ή το άλλοθι του σήμερα. Αποφάσισα να την βουτήξω στους χυμούς της ζωής».

 

Αντωνίας Ζεβόλη-Νταουντάκη

 

Σε ολόκληρο το βιβλίο, μέσα από τις θυσίες, το αίμα και τον θάνατο, ξεπηδά ξανά και πάντα η ζωή, και η θέληση των ανθρώπων να ζήσουν. Ασφαλώς και η ιστορία των μελών της οικογένειας Παραθυρά θα πρέπει να απαίτησε από την Αντωνία Ζεβόλη-Νταουντάκη την ενδελεχή αναδίφηση μέσα στην γενικότερη ιστορία της Ελλάδας. Ακόμη και την αποκάλυψη (όχι, δεν ξεφεύγει ποτέ τίποτε από την Ιστορία) γεγονότων φοβερών και «παραχωμένων», «πνιγμένων» και «κουκουλωμένων», τα οποία ουδέποτε κανείς μας, έμαθε.

Κι εδώ αναφέρομαι πολύ συγκεκριμένα στο κεφάλαιο με τον τίτλο «Όταν τσακώνονται τα τσομπανόσκυλα ο λύκος τρώει τα πρόβατα», όπου αποκαλύπτεται η άγνωστη στο ευρύ κοινό αιχμαλώτιση, την άνοιξη του 1916, κατά την διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, ολόκληρου του ελληνικού Τέταρτου Σώματος Στρατού (επτά χιλιάδων ανδρών μαζί με τους αξιωματικούς τους) από τους Γερμανούς, και η αποστολή του στην πόλη Γκέρλιτς της Γερμανίας, όπου και παρέμεινε επί τρία ολόκληρα χρόνια, μέχρι την λήξη του πολέμου. Αιτία γι’ αυτό το τρομερό γεγονός, ο Μεγάλος Διχασμός στην Ελλάδα της εποχής εκείνης. «Έτσι τα λέει η Ιστορία κι εμένα δεν μου πέφτει λόγος, πέφτει όμως στον πατέρα που τα έζησε και τα πλήρωσε με τρία δραματικά χρόνια ομηρίας στη ζωή του», μας λέει η κυρία Ντόρα Παραθυρά για τον πατέρα της, δια στόματος της συγγραφέως, στην σελ. 41.

Συγκλονιστικά είναι και τα κεφάλαια που περιγράφουν το τέλος της γερμανικής Κατοχής το 1944, τις μέρες πριν από το δεύτερο αντάρτικο, και τα πάθη του Εμφυλίου. Όπως σε ολόκληρο το βιβλίο, έτσι κι εδώ το προσωπικό αντανακλά το συλλογικό, ζωντανεύοντας στα μάτια του αναγνώστη αποστομωτικές ιστορίες, και εικόνες που σπάνια έως καθόλου έχουν βρει το δρόμο τους στο χαρτί. Η κινηματογραφική γλαφυρότητα της περιγραφής της Αντωνίας Ζεβόλη-Νταουντάκη και η αδιάπτωτη προσπάθειά της να εστιάσει αποκλειστικά στον ανθρώπινο πόνο και τα βάσανα χωρίς επιθετικότητα εναντίον καμιάς πλευράς, κερδίζει τις εντυπώσεις, και καθιστά το βιβλίο της εμβληματικό. Εξάλλου, η αφιέρωση στην δεύτερη σελίδα, («Σε όλους, γιατί το σήμερα είναι γέννημα του χθες, και το αύριο εγγόνι του») αποτελεί ένα από τα επιτυχέστερα αποφθέγματα συγγραφέα που έχω διαβάσει ποτέ.

Το «Εμείς θα ζήσουμε», είναι μόλις το δεύτερο βιβλίο της Αντωνίας Ζεβόλη-Νταουντάκη, μετά την «Φαμέγια», η οποία κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη το 2014. Η λογοτεχνική της πένα όμως αναδεικνύεται ήδη περίσσια, και πολλά υποσχόμενη για το μέλλον. Και το παρόν πόνημά της, θα πρέπει να διαβαστεί από όλους τους Έλληνες, όλων των πολιτικών αποχρώσεων, και προπαντός από τους νέους, αν θέλουμε ποτέ να μάθουμε την ιστορία της Ελλάδας πραγματικά, και να διδαχθούμε από αυτήν, χωρίς «εκπτώσεις»…

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top