Fractal

Κουβάρι η απόγνωση, κόμπος η ρωγμή, κι όμως στο βασίλειο της δυστοπίας «ζυγίζουμε τις πιθανότητες για λίγο φως»

Γράφει η Ασημίνα Ξηρογιάννη //

 

Δημήτριος Δημητριάδης, «Όταν ο ψίθυρος», Εκδόσεις Μελάνι. Αθήνα, Σεπτέμβριος 2019

 

Το βιβλίο «Όταν ο ψίθυρος» του Δημήτρη Δημητριάδη είναι η δεύτερη ποιητική του συλλογή που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μελάνι. Το βιβλίο ανοίγει με αυτόν τον στίχο: «Τους ανθρώπους που είναι μόνοι, τους ακούς να ψιθυρίζουν […][σελ.9]» Ο ψίθυρος μπορεί να είναι εξομολόγηση, διατύπωση σκέψεων, ταξίδι στα συναισθήματα, ένδειξη μοναξιάς. Μπορεί να είναι ακόμα και καταβύθιση στα άδυτα του εαυτού και ταξίδι αυτογνωσίας. Μέσω του ψιθύρου «άσε με να σου μιλήσω για επιθυμίες/και άλλα επικίνδυνα/για τη φωνή σου εκείνη τη νύχτα /που οι νύχτες χόρευαν/και η αφή έγερνε ως την άκρη του κόσμου [..]»[σελ.10] Και λίγο παρακάτω στη σελίδα 11 διαβάζω: «Απόψε ας γεράσουμε μαζί/να υποφέρει ο χρόνος αντί για εμάς/ας φλυαρίσουμε φορτωμένοι ψιθύρους/εσύ εγώ και κανείς/γύρω μας […]»

Γράμματα σκόρπια στο εξώφυλλο, που ο άνεμος τα παίρνει. Αυτή η κινητικότητα, το σκόρπισμα στον αέρα των λέξεων που σε προκαλούν να τις ακούσεις, που θέλουν να σου ψιθυρίσουν. Η ποίηση μιλά χαμηλόφωνα εξάλλου, αγγίζοντας τις ευαίσθητες χορδές, τις μύχιες σκέψεις των ανθρώπων.

Ο καθείς με το χρόνο του (θέμα που επανέρχεται), το Κακό που τριγυρνάει στα τοπία του ποιήματος και αμφίβολο αν μπορούν οι ψίθυροι να τον αντέξουν ή να τον προσπεράσουν. Ο ήχος του Κακού αντιμάχεται την ίδια τη σιωπή, επιβάλλεται. Στη σελίδα 15 ο ποιητής γράφει -σε γράμματα πλάγια: «Ξυπνώ κι ο ήχος του κακού ένας βόας σκόνη και ατσάλι, σκίζει τη γη δύναμη της αβύσσου, να καταπιεί τη σάρκα χωρίς χρώμα στα φτερά, βουβά μας καλούν τα στόματα ως την ανάσα και της ψυχής το υπόλοιπο, μέχρι να γίνει κραυγή ο ψίθυρος, να ηχήσει πιο ψηλά απ’ το κακό, ν’ ακούσουμε κάποτε τις τελευταίες τους λέξεις.»Ίσως αν ο ψίθυρος γίνει κραυγή ίσως αυτό να λειτουργήσει λυτρωτικά, ιαματικά.

Και σαφώς δεν μιλάμε εδώ ούτε για μια διανοητική ούτε για μια ρεαλιστική γραφή. Αλλά είναι εμποτισμένες τούτες οι αράδες με κάτι το μεταφυσικό ή το κρυπτικό, γιατί -μεταξύ άλλων-κι αυτό μπορεί να είναι η ποίηση. Να έχει και μια τέτοια διάσταση και να καταλύει κάθε στέρεο και συμβατικό νόημα. «Βρήκαν τον ψίθυρο να κρέμεται ανάποδα στο δέντρο. Μόλις έκοψαν το σχοινί, όλα τα κλαδιά άνθισαν. Κι η ποίηση έγινε φως, και το νερό έγινε μέλι, κι η τρέλα σίγησε. Κι ακούστηκαν ακόμη και τα βήματα της πασχαλιάς στο νωπό γρασίδι.[σελ.35]»

Τo θέμα είναι ότι κάθε ποιητής είναι ευάλωτος μπροστά στα ίδια τα δικά του βιώματα. Αλλά και στις ξένες ιστορίες, ή στις υποθέσεις που αφορούν στους άλλους. Χρειάζεται να τιθασεύσει τις λέξεις και τις σκέψεις προκειμένου να δώσει μορφή σε μια θρυμματισμένη συνείδηση, σε συνειρμούς, σε γεγονότα. Χρειάζεται αυτός που θέλει να λέγεται ποιητής να αποκηρύξει τον εαυτό του και να δημιουργήσει έναν άλλο, ποιητικό εαυτό, μια ποιητική περσόνα, που θα λειτουργεί και σαν είδος φίλτρου ανάμεσα σε αυτόν και την πραγματικότητα. Συχνά υπάρχει και το πρόβλημα του Εαυτού, της ταυτότητας που ειδικά για κάποιον που γράφει, είναι ουσιαστικό και μπορεί να ερμηνεύσει πολλά αναφορικά με τον τρόπο της γραφής του. «Ξύπνησα μ’ έναν σκοπό σήμερα/να μάθω ποιος είμαι/ή μάλλον να μάθω ποιος κρύβεται στη σκιά μου/και χαλά το περίγραμμα/δεν είμαι εγώ άλλωστε αυτός που ζει τη ζωή μου/είναι ο άλλος, ο νυσταγμένος αναβάτης των αλόγων,/ο κηπουρός που ξεχνά τη μυρωδιά των δέντρων λίγο πριν δύσει ο ήλιος/ο αγράμματος βιβλιοφάγος που μένει ατιμώρητος /ενώ ξεφυλλίζει άσκοπα τις σελίδες/[…]»

 

Δημήτριος Δημητριάδης

 

Δύσκολο από τον ψίθυρο να περάσεις στην κραυγή του ποιητικού λόγου, δύσκολο να δώσεις και ορισμό περί του τι είναι τελικά η ποίηση. Κλείνω τούτο το σημείωμα με το ποίημα (Μια μέρα ενός ποιητή) (σελ .40) που έχει μια θυμοσοφία, αλλά και τη δική του αλήθεια: «Ένα πρωί/ο ποιητής  είδε τον άνθρωπο να παραπατά/σκέφτηκε ποιο φιλέσπλαχνο εμπόδιο/του σπάει την περήφανη όρθια στάση/και του μαθαίνει τη ζωή των μυρμηγκιών./Ένα μεσημέρι είδε τον άνθρωπο να ματώνει/σκέφτηκε πολέμους και αδέσποτες σφαίρες/εκείνος είχε πληγωθεί/στον φράχτη του γείτονα/… Ένα απόγεμα είδε τον άνθρωπο να  κολυμπά/ σκέφτηκε πως ζηλεύει/αν είχε μάθει ο ίδιος κολύμπι/θα είχε σώσει τον ήλιο/που έβλεπε να πνίγεται τα δειλινά/…, για να  δώσει τρόπον τινά και τον ορισμό, να μιλήσει για τον ρόλο  του ποιητή: «…Ένα βράδυ είδε τον άνθρωπο να κλαίει/ σκέφτηκε γρήγορα να βρει ένα δοχείο/να το γεμίσει/ του είχε τελειώσει το μελάνι !»

Κουβάρι η απόγνωση, κόμπος η ρωγμή, κι όμως στο βασίλειο της δυστοπίας «ζυγίζουμε τις πιθανότητες για λίγο φως.»

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top