Fractal

«Δεν είμαστε πλέον σίγουροι για τίποτε. Ενώ για σένα είμαστε σίγουροι ότι υπάρχεις!»

Γράφει η Δώρα Μαργέλη // *

 

 

 

 

Ιφιγένεια Σιαφάκα, «Το ραβαγιό του Αργίρι – Γράμματα στον Άγιο Βασίλη και στον Σεν Νικολά με… άλλες ιστορίες», Εκδόσεις Έναστρον, 2022

 

Η Ιφιγένεια Σιαφάκα μάς παραδίδει το δωδέκατο στη σειρά βιβλίο της. Είναι το πρώτο της όμως λογοτεχνικό βιβλίο που απευθύνεται και σε παιδιά. Το ραβαγιό του Αργίρι, με υπότιλο Γράμματα στον Άγιο Βασίλη και στον Σεν Νικολά με… άλλες ιστορίες, ενώ η συγγραφέας δεν  διστάζει να επιλέξει ανορθόγραφο τίτλο, για λόγους που θα δούμε στη συνέχεια.

Παρακολουθώντας την πορεία της στα Γράμματα, θα έλεγε κανείς ότι αφήνει στίγμα λόγου, ταράζει τα ήσυχα νερά της λογοτεχνίας σε κάθε της εκδοτικό πόνημα. Και οπωσδήποτε εμφανίζεται όταν έχει κάτι να πει. Ετούτη τη φορά, η Ιφιγένεια Σιαφάκα θέλησε να σκιαγραφήσει τον κόσμο μας μέσα από την πρωτοπρόσωπη παιδική αφήγηση, μέσω της οποίας αναστρέφει και αποδομεί τις ενήλικες μυθοπλασίες. Τελικά, το συγκινησιακό απόβαρο του βιβλίου έρχεται, μαζί με το γλυκόπικρο χαμόγελο, να μάς πει ότι αυτά τα υπέροχα πλάσματα, τα παιδιά, μπορούν να μάς συστήσουν, μέσα από τον καθρέφτη του μυαλού τους, τον κόσμο μας.

Εγώ Άγιε Βασίλη μιλάω και στους ανθρώπους και στα ζώα, και με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Γιατί τα ζώα με καταλαβαίνουν, πιστεύω, μερικές φορές πιο πολύ και από τους ανθρώπους, και κλαίμε και μαζί. Παναγιώτης, Αβάφτιστοι τάρανδοι

Αν και το βιβλίο, σε πρώτη ματιά, είναι ένα ευχάριστο ανάγνωσμα για μικρούς και μεγάλους, ο τρόπος δόμησής του μάς επιτρέπει να διακρίνουμε τρία διαφορετικά επίπεδα ανάγνωσης: Σ΄ ένα πρώτο και διακριτό απ’ όλους επίπεδο, ο αναγνώστης χαμογελά με την αφέλεια, την ειλικρίνεια και την αθωότητα του παιδιού. Σ’ ένα δεύτερο, συναντά την προβληματική πραγματικότητα από τη ματιά του παιδιού, που έτσι κι αλλιώς «τα βλέπει όλα». Και τέλος, σ’ ένα τρίτο επίπεδο, ο αναγνώστης διακρίνει την ανισόρροπη πραγματικότητα στην οποία εκτίθεται το παιδί, την τοξικότητα που εισπνέει, τις παθογένειες και τις νευρώσεις που βιώνει, τα κενά που ζει και τελικά μεγεθύνει, μιμείται, και αναπαράγει.

Το βιβλίο αποτελείται από 8 παιδικές επιστολές στον Άγιο Βασίλη και στον Σεν Νικολά. Οι επιστολές είναι κείμενα απολαυστικά με αντίστοιχα απολαυστικούς τίτλους. Τα κείμενα διαφέρουν υφολογικά, δομικά [μάλιστα σε ένα κείμενο εμπλέκεται και ο λόγος της γιαγιάς] και αισθητικά, τόσο που ο αναγνώστης αντικρίζει κυριολεκτικά διαφορετικές γραφές. Η συγγραφέας όχι μόνο καταφέρνει να κρύψει το προσωπικό της στίγμα γραφής, αλλά και πετυχαίνει να αναπλάσει διαφορετικούς χαρακτήρες μέσα από διαφορετικές τεχνικές πρωτοπρόσωπης αφήγησης για κάθε μικρό της ήρωα ξεχωριστά.

Τα παιδιά ζουν στην Ελλάδα και στο Βέλγιο [είτε ως Έλληνες ομογενείς και επισκέπτες, είτε ως αυτόχθονες είτε ως γόνοι άλλων εθνικοτήτων]. Παρότι ανήκουν σε διαφορετικές εθνικότητες, οικογενειακές δομές, πολιτισμικές ομάδες και διαφορετικά κοινωνικά στρώματα, ο αναγνώστης διαπιστώνει πως εν τέλει είναι απλώς παιδιά και συγκάτοικοι στο ίδιο σύμπαν, διαυγή και καμωμένα από τούτη την πρωτογενή ουσία που λέγεται παιδικότητα.

Σε αυτές τις επιστολές, συναντάμε το παιδί σε μια στιγμή ελεύθερης έκφρασης, εξομολόγησης, ευχής, αγωνίας, κατάθεσης, παραληρήματος, χωρίς ενήλικες παρεμβάσεις,  Συναντάμε το παιδί που περιμένει αυτή την υπέροχη εποχή του χρόνου, τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά! Για παράδειγμα, ο δυσλεκτικός Αργύρης εξομολογείται στα ευήκοα ώτα: «Γελάνε πολί άγιε βασίλι, μαζί μου γιατί δεν κάνο λάθι μόνο ότα γράφο αλλά τραυλίζο και μερικές φορές όταν φοβάμαι». Το παιδί της ιστορίας Η ομίχλη του Σεν Νικολά λέει στον Σεν Νικολά με παρρησία: «Εγώ δεν σου λέω το όνομά μου. Δεν θέλω». Στα αλήθεια… Μόνο ένα παιδί μπορεί να σταθεί απαλλαγμένο από την ανάγκη του ονόματος. Και για ποιους λόγους άραγε; Μήπως ο παραληρηματικός τρόπος γραφής της επιστολής αυτής και τα στοιχεία που η συγγραφέας μάς δίνει στο κείμενο, γίνονται πυξίδα για να υποψιαστούμε δυσκολίες ένταξης που χρίζουν ιδιαίτερης προσοχής από τους ενήλικες;

Τα παιδιά μιλούν με την ακλόνητη βεβαιότητα ότι οι αποδέκτες υπάρχουν. Ο Παναγιώτης γράφει: «Δεν είμαστε πλέον σίγουροι για τίποτε. Ενώ για σένα είμαστε σίγουροι ότι υπάρχεις! Αυτή είναι η μεγάλη διαφορά!» Ετούτη την πολύτιμη βεβαιότητα και την πολύτιμη στιγμή μεταξύ παιδιού και Άγιου Βασίλη/ Σεν Νικολά προσπάθησαν συχνά οι ενήλικες βεβαιότητες να ακυρώσουν. Στην εποχή της αποδόμησης και της θριαμβευτικής πτώσης των μύθων και των εννοιών, η πίστη σε νεράιδες, ξωτικά, ήρωες και τα γράμματα στον Άγιο Βασίλη δέχθηκαν πόλεμο ανελέητο στο βωμό της πρόωρης ενηλικίωσης, στο βωμό του ρεαλισμού. Το παιδί επίσης αφοπλίζει τους καθωσπρεπισμούς μας με ωμότητα, όπως στο κείμενο του δυσλεκτικού Αργίρι:

Ο παπούς θα πεθάνι άγνοστο πότε δεν ξέρουμε κε βέβεα εγώ δεν τολμάω να τον ροτίσο πότε θα πεθανεις μιν τον στενοχορίσω. Εάν ίχε πεθάνι ο παπούς εσύ άγιε βασίλι θα υπίρχες κε εάν υπιχρες θα έπερνα δόρο γιατί  ο μπαμπάς ίπε στι μαμά να ταισι τον παπού κε ι μαμά νευρίασε με σένα κε ίπε σε μένα ότι πέθανες έτσι ξαφνικά ενό ο παπούς δεν πεθένι ποτέ.

 

Ιφιγένεια Σιαφάκα

 

Το παιδί καλείται να αναπτυχθεί σε έναν κόσμο τραυματισμένο από την παγκοσμιοποίηση και την οικονομική κρίση, από τρομοκρατικές επιθέσεις, έναν κόσμο που νοσεί από θρησκευτικό μίσος,  πανδημίες. Κι αυτό το παιδί είναι που την ώρα που οι μεγάλοι στην καρδιά της σύγχρονης Ευρώπης  ζουν τον τρόμο, το μίσος, το παράλογο των τρομοκρατικών επιθέσεων, μπορεί και μοιράζεται τη σοκολάτα του με ένα άλλο παιδί, άλλης θρησκείας, άλλης γης, όπως συμβαίνει με τον βέλγο Μποντουάν και το παιδί με το αραβικό όνομα Μουαμάρ. Το παιδί επίσης βιώνει το παράλογο της πανδημίας, της καραντίνας, των απαγορεύσεων σε έναν κόσμο που περνά κρίση υπαρξιακή. Γίνεται ασήμαντο, αόρατο, βουβό, και έτσι μεγεθύνεται μέσα του το χάος.

Αυτή ακριβώς την αγωνία και τον τρόμο του παιδιού αποκαλύπτει η συγγραφέας, έχοντας γνώση τόσο της ψυχολογίας των παιδιών όσο και τεχνική μαεστρία συνοδευόμενη από πολύ χιούμορ. Και αναρωτιέται κανείς. Ετούτη την πολυπλοκότητα, την αναρχία, την αποσπασματική βλεμματική επαφή, τη χειμαρρώδη προφορική συνειρμική παιδική ροή πόσες φορές τη διακόπτουν και τη διορθώνουν οι μεγάλοι, για να ενηλικιωθεί το παιδί τους πρόωρα και όπως όπως. Η συγγραφέας, αντίθετα, δηλώνει ότι αυτή είναι η κανονικότητα του παιδικού σύμπαντος, και μας προτρέπει να κάνουμε αποδεκτή τη φαντασιολογική λογική της. Από την άλλη, στο βιβλίο τα όρια μπαίνουν με διαφορετικούς τρόπους.

Έτσι, η Ιφιγένεια Σιαφάκα δημιουργεί ένα τόσο ειλικρινές βιβλίο που επιλέγει για τίτλο την ορθογραφία του δυσλεκτικού παιδιού, το οποίο θεωρεί ισότιμο μέτοχο και συμμέτοχο στην πραγματικότητα και όχι φέροντα στίγμα ή ντροπή. Θα είχε πιθανώς ένα επιπλέον ενδιαφέρον να αξιοποιηθεί το βιβλίο, ως αφορμή για συζήτηση, από φοιτητές Παιδαγωγικών σχολών ή σχολών Παιδοψυχολογίας. Τέλος, είναι σίγουρο ότι στο παρόν βιβλίο, μικροί και μεγάλοι θα καθρεφτιστούν, θα συγκινηθούν και θα γελάσουν, βιώνοντας με έναν διαφορετικό τρόπο τη μαγεία των Χριστουγέννων.

 

 

* Η Δώρα Μαργέλη είναι Φιλόλογος-Εκπαιδεύτρια Ρητορικής

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top