Fractal

Οι οικείοι ξένοι

Γράφει η Τζένη Μανάκη //

 

Christophe Boltanski «Στα ίχνη της», Μετάφραση: Μιχάλης Μητσός, Εκδόσεις ΠΟΛΙΣ

 

«Τι νόημα έχει ένα μυθιστόρημα που ο συγγραφέας του δεν εξαναγκάστηκε να το γράψει;»

Ζορζ Μπατάιγ

 

Ο Κριστόφ Μπολτανσκί με το βιβλίο του «Στα ίχνη της» προσφέρει στη μητέρα του τον πιο ωραίο προορισμό: να γίνει ηρωίδα ενός μυθιστορήματος, αναφέρει το οπισθόφυλλο του βιβλίου, έναν ρόλο που την καθιστά αθάνατη!

Το πόσο “άγνωστοι” είναι, τελικά, οι πιο κοντινοί μας άνθρωποι, είναι ένα ζήτημα που ιντριγκάρει. Τι κρύβεται πίσω από την επιφάνεια, πίσω από το προφανές, πόσο δύσκολα προσπελάσιμος είναι ο εσωτερικός κόσμος κάθε ανθρώπου; Μπορούμε να κρίνουμε τον άνθρωπο από το γνωστό σ’ εμάς παρόν και πόσο αυτό έχει σχέση με το άγνωστο παρελθόν του; Μα και όταν ζούμε με κάποιον πόσο μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι οι πράξεις του, τα αισθήματα και οι συμπεριφορές του είναι σε απόλυτη ταύτιση με τις σκέψεις του; Θεωρούμε ότι ξέρουμε τους γονείς μας κρίνοντας από τη συνήθως αγιοποιημένη εικόνα που έχουμε γι’ αυτούς στη διάρκεια της ζωής μας. Ποιοι υπήρξαν πριν από τη δική μας ύπαρξη και ποιοι στην πραγματικότητα είναι πέρα από τον γονεϊκό τους ρόλο;

Ο Κριστόφ Μπολτανσκί, αν και πάντα παρατηρούσε τη μητέρα του, δεν κατάφερε να έχει μια πλήρη εικόνα για την ιδιόμορφη προσωπικότητά της, δεν κατάφερε να ξεδιαλύνει το μυστήριό της. Με τα ελάχιστα πραγματικά στοιχεία προσπαθεί να δημιουργήσει τον μύθο της ζωής της, με δάνεια από ιστορικά γεγονότα που επηρέαζαν τον κοινωνικό ιστό μέσα στον οποίο είχε κινηθεί.

Ο θάνατός της που συνέβη μετά ένα μεγάλο διάστημα απομάκρυνσής τους, έγινε αφορμή αναψηλάφησης της ζωής της μέσα από σπαράγματα γραπτών της, μια άγνωστη γι αυτόν ενασχόληση της μητέρας του, πιθανώς ως φυγή από τους διώκτες της. Μιας γυναίκας με έντονη θεατρικότητα στη συμπεριφορά της και έντονη ακτιβιστική δράση, αφότου είχε αποκλεισθεί από τις παραγωγικές δυνάμεις. Ήθελε προφανώς να γίνει συγγραφέας αστυνομικών μυθιστορημάτων, όπως ο γιος διαπίστωσε από τα ευρήματα κατά την εκκένωση του διαμερίσματος μετά τον θάνατό της.

Το πόσο σχετιζόταν η προτίμησή της στο συγκεκριμένο είδος με τη ζωή της, αλλά και κάποιες σημειώσεις που ανάγονταν στο ακτιβιστικό παρελθόν της, του κινούν το ενδιαφέρον. Προσπαθεί να ανακαλύψει τη ζωή της από τη μετεφηβική ακόμη ηλικία της, αποδυόμενος σε μία ενδελεχή δημοσιογραφική και αστυνομική συγχρόνως έρευνα, που του έδωσε αρκετά στοιχεία χωρίς να ξεδιαλύνει απόλυτα γεγονότα και πράξεις που παρέμειναν ασαφείς πίσω από το γαλάζιο πέπλο του καπνού των Γκωλουάζ που διαρκώς κάπνιζε.

«Όλα τη συνέδεαν με το νουάρ μυθιστόρημα, με ένα νουάρ σύμπαν, με μια λογοτεχνία που αποσκοπεί λιγότερο να λύσει ένα αίνιγμα από το να δείξει τη μαυρίλα της κοινωνίας» γράφει.

Ο Μπολτανσκί με όσα στοιχεία ανέσυρε από τα γραπτά της και όσα κατάφερε να συλλέξει με την εμμονική έρευνά του, συνθέτει με συγκρατημένη συγκίνηση ένα μυθιστόρημα για τη μητέρα του, με ηρωίδα την ίδια, μια εξεγερμένη νεαρή γυναίκα μέλος του FLN, παράνομης οργάνωσης που μαχόταν για την ανεξαρτησία της Αλγερίας, αλλά συγχρόνως ένα πολιτικό μυθιστόρημα που αναφέρεται όχι μόνο στην πιθανή δομή και τη δράση της οργάνωσης, αλλά και στην εγκληματική αντίδραση του Γαλλικού κράτους, την οποία καταγγέλλει, ειδικότερα για τη σφαγή της 18ης Οκτωβρίου του ’61. Ο βρώμικος πόλεμος της Αλγερίας επέτρεπε στους Γάλλους στρατιώτες να χρησιμοποιούν μεθόδους που χρησιμοποιούσε ο εχθρός κατά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο.

«Δεν αντέχει την ιδέα ότι, δεκαπέντε χρόνια μετά το τέλος της Κατοχής, γάλλοι στρατιωτικοί ή αστυνομικοί φτάνουν να χρησιμοποιούν τις ίδιες μεθόδους με τον χθεσινό εχθρό. […] Όπως και όλοι οι σύντροφοί της, φοβάται την επιστροφή των φονικών εποχών. […] Είναι ένα παιδί του πολέμου.[…] Ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος  υψώνεται πάνω από το κεφάλι της σαν μια άφταστη κορυφή. Ζηλεύει τους μεγαλυτέρους της. Σκέφτεται πως παρά δέκα χρόνια έχασε την ευκαιρία να λάβει μέρος στην αναρρίχηση σε αυτό το τεράστιο επιβλητικό βουνό.

Δύσκολο να μεγαλώσεις όταν η μοναδική ακμή που σου προσφέρεται βρίσκεται πίσω σου.»

Ο συγγραφέας περιγράφει επίσης τη δράση των αντιδραστικών συλλογικοτήτων που αναπτύχθηκαν τη δεκαετία του ’60 και εφεξής, μέχρι τη δεκαετία του ’90 που είχαν πλέον μία πιο κοινωνική μορφή.

 

«Ο κατάλογος των μαχών που έδινε έμοιαζε ατελείωτος, πολεμούσε ταυτοχρόνως εναντίον της Ακροδεξιάς, της ανεργίας, της επισφαλούς εργασίας, του δόγματος “νόμος και τάξη” , της θανατικής ποινής στις Ηνωμένες Πολιτείες, της ακριβής στέγης, των απελάσεων, του ρατσισμού, του αντισημιτισμού και, φυσικά, υπέρ της ειρήνης.  Ανησυχούσε για το μέλλον των λαών, αλλά και για την τύχη των μικρο-ντίλερ της γειτονιάς ή των κλοσάρ της place Verlaine.[…]

Έβραζε κάτω από την επιφανειακή της υποτονικότητα, όπως ένας εν μέρει ανενεργός κρατήρας που εκπέμπει αναθυμιάσεις, ένα γιγαντιαίο τασάκι γεμάτο με αποτσίγαρα που είναι ακόμη πυρακτωμένα.»

  

Η αφήγηση εξελίσσεται εναλλάξ σε δύο χρονικές περιόδους.

Η πρώτη που προκύπτει μέσα από σχολαστική έρευνα του γιου, αφορά  τις ρίζες της, τη διαρκή προστριβή με τη δική της μητέρα, αφορμή να εγκαταλείψει την οικογενειακή εστία, τα φοιτητικά της χρόνια, την εξαιρετική ακαδημαϊκή της πορεία που ανεκόπη μετά μία βαθιά ερωτική και συγχρόνως ηθική απογοήτευση, αφορμή να διακόψει τις σπουδές της.

Η εν συνεχεία ένταξή της στο FLN σηματοδοτεί έναν διαφορετικό τρόπο ζωής. Ανάμεσα στους αδρανείς αριστερίζοντες επαναστάτες του καφέ που συχνάζει, η ίδια ανήσυχο πνεύμα,  έρχεται σε επαφή με ανώτερα στελέχη της οργάνωσης, φιλοξενεί τον αρχηγό του FLN στο σπίτι της, τηρεί την απαιτούμενη μυστικότητα, βρίσκεται διαρκώς σε επιφυλακή, ζει με την καχυποψία ριζωμένη μέσα της. Οι διωγμοί από τη Γαλλική αστυνομία, οι συλλήψεις συνεργατών, κάτω από τον κίνδυνο να κατηγορηθεί για προδοσία, την αναγκάζουν να βρει καταφύγιο μαζί με έναν νεαρό σύντροφο σε μία σοφίτα, όπου μένουν για καιρό σε απομόνωση. Εκεί αναπτύσσεται η σχέση που έχει ως αποτέλεσμα τη γέννηση του αφηγητή.

Ο Μπολτανσκί επιμένει να βρει στοιχεία για όλη αυτή τη δράση, όμως με όσους από τους τότε συμμετέχοντες κατάφερε να συναντηθεί, έχουν ισχνή μνήμη, του παρέχουν ελάχιστα, ως να πάσχουν από συλλογική αμνησία. Ακόμη και οι επαφές με επίσημα αρχεία δεν αναφέρουν το όνομα της μητέρας του.

Η ίδια επινοεί εχθρούς που την παρακολουθούν, την καταδιώκουν, αλλάζει διαρκώς κατοικία, τηρεί επιμελώς αρχεία, είναι τυπική με τις πάσης φύσεως οικονομικές της υποχρεώσεις, απολύτως αδιάφορη με την υγεία της, εξακολουθεί να καπνίζει διαρκώς ανάβοντας δύο και τρία τσιγάρα συγχρόνως. Ζει μέσα στα σύννεφα καπνού των Γκωλουάζ.

 

 

Christophe Boltanki

 

Εδώ ξεκινά η δεύτερη περίοδος αφήγησης, με την ασθένεια της μητέρας και τις συγκινητικές περιγραφές του βίου της για μία περίοδο πλήρους απομόνωσης. Η περίοδος των νοσηλειών της υπήρξε θεραπευτική για τη σχέση του γιου προς τη μάνα, την ένιωσε κοντά του, παρακολουθούσε κάθε της κίνηση. Εκείνος ταξιδεύει για επαγγελματικούς λόγους, απομακρύνονται. Τα γηρατειά και η αρρώστια αδρανοποίησαν πλήρως αυτή τη δραστήρια γυναίκα. Πεθαίνει, και ο γιος δεν καταφέρνει να παραβρεθεί στην κηδεία της.

Από τη στιγμή που αναγκάζεται μαζί με την αδελφή του να εκκενώσουν το διαμέρισμά της, τα όσα αρχεία της κράτησε έγιναν αφορμή για να γραφεί αυτό το βιβλίο, που τελικά δημιουργεί περισσότερα ερωτηματικά χωρίς να δίνει απαντήσεις.

«Η μητέρα πέθανε. Έμενε κλεισμένη στο παρισινό διαμέρισμά της, μέσα σε ένα συνονθύλευμα επίπλων, εφημερίδων, μισοσβησμένων τσιγάρων, σκουπιδιών, με μόνη συντροφιά τον σκύλο της τον Τσιπς.»   

Ο Μπολτανσκί πραγματοποιεί μία ενδελεχή δημοσιογραφική έρευνα γύρω από τη  δράση των Γάλλων υποστηρικτών  της ανεξαρτησίας της Αλγερίας, θέλοντας να διερευνήσει κάθε πιθανή πτυχή της ζωής της μητέρας του. Συμπληρώνει με τη φαντασία του το παζλ της ζωής της, που ωστόσο παραμένει άγνωστη, με μια εμμονή που τον ρουφάει στο απύθμενο πηγάδι της. 

Μέσα από την πραγματική με στοιχεία φαντασίας αναπαράσταση της ζωής της διαγράφεται το ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο, ενώ η αναφορά στον πατέρα του στις τελευταίες πενήντα περίπου σελίδες του βιβλίου, από τις ελάχιστες πληροφορίες που του αποσπά, αποκαθηλώνεται η αντιστασιακή δράση της μητέρας του.

Είναι η μητέρα του τελικά μια γυναίκα που:

«Κατάγεται από τη Δύση, σαν τους ανέμους που είναι φορτωμένοι με βροχές»;

        

Το κείμενο του Μπολτανσκί, παρά το συγκινητικό του θέμα, σε καμία περίπτωση δεν γίνεται μελό. Στην ατμοσφαιρική του αφήγηση η μητέρα παραμένει μέσα στο θολό πλαίσιο που η ίδια επέλεξε για τον εαυτό και τη ζωή της, ψυχαναλύεται όμως ο ίδιος ο γιος μέσα από το ίδιο του το μυθιστόρημα, στην προσπάθεια μιας λύτρωσης ίσως από την ενοχή της απομάκρυνσής του τη δύσκολη ώρα της μεγάλης κρίσης της κακοήθους ασθένειας και των γηρατειών.

Μέσα στο κείμενό του, ως προστιθέμενη αξία, παρελαύνουν μεγάλα ονόματα της λογοτεχνίας, ρήσεις τους, αναφορές σε αξιόλογες ταινίες και ήρωές τους, ενώ η εξαιρετική μετάφραση του Μιχάλη Μητσού με τις ενδελεχείς επεξηγηματικές σημειώσεις, και η καλαίσθητη έκδοση, κάνουν ακόμη πιο θελκτική την ανάγνωση του αξιόλογου αυτού βιβλίου.

    

                                                                                                   

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top