Fractal

Ένα μυθιστόρημα σαν Μάνταλα

Γράφει η Ελένη Γκίκα //

 

 «Για την Ιζαμπέλ», Αντόνιο Ταμπούκι, Μετάφραση: Σταύρος Παπασταύρου, εκδ. Άγρα

 

«Δεν ξέρω για τι πράγμα μιλάτε, απάντησε, εγώ δεν ξέρω απολύτως τίποτα, ούτε για το παρελθόν, ούτε για το μέλλον, η ποίησή μου αφορά την αιώνια εμμένεια». Έτσι ακριβώς απαντά ο Ποιητής στον αναζητητή- ήρωά του σε ένα μυθιστόρημα που δεν μοιάζει με κανένα από τα προηγούμενα.

Δεν υπάρχει το τυπωθήτω του Αντόνιο Ταμπούκι σ’ αυτό το βιβλίο, μαθαίνουμε στο τελικό σημείωμα. Πρόκειται λοιπόν για την πρώτη μετά θάνατον έκδοση έργου του. Ο Ιταλός συγγραφέας που γεννήθηκε το 1942 στην Πίζα και πέθανε το 2012 στη Λισαβόνα, το έγραψε στη διάρκεια μερικών ετών, σε εφτά σχολικά τετράδια με μαύρο γυαλιστερό εξώφυλλο και είχε μιλήσει γι’ αυτό με θέρμη.

Ωστόσο οι κύκλοι του, δηλαδή τα κεφάλαια, είναι εννιά, το έγραψε ο συγγραφέας του σαν Μάνταλα. Σπειροειδώς και σε κύκλους. Το αναφέρει και στον υπότιτλο.

Μάνταλα είναι σανσκριτική λέξη, σημαίνει ο «ιερός κύκλος», και αντιπροσωπεύει το σύμπαν, την ενότητα και την ολότητα. Συμβολίζει το άπειρο και την αιώνια ζωή και χρησιμοποιείται εδώ και χρόνια από πολλούς λαούς σε ολόκληρο τον κόσμο. Την συναντάμε από τους Ατζέκους μέχρι τον Γιουνγκ. Κι είναι ένας τρόπος για να ερχόμαστε σε επαφή με το ασυνείδητο. Ο Δυτικός κόσμος γνώρισε τις μάνταλα κυρίως χάρη στον Καρλ Γιουνγκ που πίστευε ότι οι μάνταλα αποτελούν την παγκόσμια έκφραση της ανθρώπινης ψυχής. Δηλαδή, αν διαλογιστούμε βλέποντας μια μάνταλα συνδεόμαστε με την αληθινή μας φύση και έρχονται στο φως τραύματα και απαντήσεις. Θυμίζουν κατά κάποιον τρόπο τα μαθηματικά fractal.

Κι έτσι δομεί το μυθιστόρημα: σε εννιά κύκλους όπου ένας άντρας αναζητά μια χαμένη γυναίκα στο χώρο και στο χρόνο και σε όλους εκείνους που την έζησαν ακόμα και πριν αυτός τη γνωρίζει ή κάπου την συνάντησαν έστω.

Αποτελεί ένα κείμενο μυθοπλασίας δοσμένο ως «ένα μυθιστόρημα ασυνήθιστο, ένα πλάσμα παράξενο, σαν ένα άγνωστο απολιθωμένο κολεόπτερο μέσα σε μια πέτρα», όπως ο ίδιος είπε.

 

Antonio-Tabucchi

 

Και είναι ο Βάκλαβ, απλώς με το βαφτιστικό του που οι φίλοι τον φωνάζουν Θαδδαίο που ψάχνει την Ιζαμπέλ του: κοριτσάκι στην επαρχιακή πόλη της, νεαρή γυναίκα στη Λισαβόνα και στη Ρεμπολέιρα, νεκρή ή ζωντανή ξανά στη Λισαβόνα και στο Μακάο. Για το χατίρι της θα φτάσει ως τις Ελβετικές Άλπεις για να την βρει με έναν παράδοξο τρόπο έξω από τον χώρο και τον χρόνο, ωστόσο σε ένα σταθμό στη Ριβιέρα κοντά στο σπίτι του. Στο μεταξύ, σαν μεταφυσικός Φίλιπ Μάρλοου, θα την αναζητήσει στις αφηγήσεις της φίλης της Μόνικα, θα βρει τον Τεκ, τον θείο Τομ, την Τιάγκου και την Μάγδα και θα γνωρίσει το «Φάντασμα που Περπατάει» για να φτάσει στη Λίζα, στον Χαβιέ και επιτέλους στο κέντρο του, δηλαδή στην Ιζαμπέλ που αναζητούσε απολύτως προσηλωμένος.

«Προσπαθώ να φτάσω σ’ ένα κέντρο, διέτρεξα πολλούς ομόκεντρους κύκλους κι έχω ανάγκη από μια ένδειξη, γι’ αυτό έχω έρθει ως εδώ». Θα πει πριν το τέλος του. Και θα αποδεχθεί την κοινή αλήθεια για τους ερωτευμένους αλλά και για όλους τους άλλους: «Τι είστε τότε; με ρώτησε εκείνη, Θεωρείστε με απλώς κάποιον που αναζητά, απάντησα εγώ, ξέρετε, το σημαντικό είναι να αναζητά κανείς. Συμφωνώ, επιβεβαίωσε εκείνη, το σημαντικό είναι να ψάχνεις, δεν έχει σημασία αν βρίσκεις ή αν δεν βρίσκεις».

Ακόμα κι ο ίδιος αναρωτιόταν γιατί το έγραψε. Υπέθετε πως μπορεί να ήταν υποχρέωση προς την περιπέτεια της γραφής του ή η επεξεργασία ενός πένθους που του διέφυγε.

 

 

 

Δημοσιεύθηκε στον Φιλελεύθερο

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top