Fractal

Σφερετιζόμενος το παρελθόν της μητέρας του

Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη //

 

 

 

 

 

Christophe Boltanski, «Στα ίχνη της». Μετάφραση: Μιχάλης Μητσός. Εκδόσεις Πόλις. Αθήνα, 2022

 

Στο μυθιστόρημα ‘Στα ίχνη της’ (Le guetteur), ο Κριστόφ Μπολτανσκί  (Christophe Boltanski, 1962- ) έγραψε στην ουσία το μυθιστόρημα της μητέρας του. Νικητής του Βραβείου Fémina, το 2015, για το βιβλίο του ‘Η κρυψώνα’ (La cache), ένα μυθιστόρημα γύρω από την οικογένειά του, επιστρέφει εκ νέου στη λογοτεχνική παραγωγή με το μυθιστόρημα ‘Στα ίχνη της’  (2018), μια όμορφη μυθιστορηματική αφήγηση για τη μητέρα του, ετούτη τη φορά, έναν αμφίσημο και μυστηριώδη χαρακτήρα, λάτρη των αστυνομικών ιστοριών, παρανοϊκό και αφοσιωμένο, το πορτραίτο της οποίας προσπαθεί να συνθέσει αναδρομικά με τη διαδικασία μιας καθ’ όλα συνήθους  αστυνομικής έρευνας. Η πλοκή του βιβλίου, είναι εν πολλοίς συνηθισμένη. Ο αφηγητής, δηλαδή ο συγγραφέας, μαζί με την αδελφή του, Αριάν, αδειάζουν το διαμέρισμα της μητέρας τους, η οποία εγκατέλειψε τα εγκόσμια λίγους μήνες νωρίτερα. Βιάζονται να τελειώσουν με την συγκεκριμένη διαδικασία και δεν καθυστερούν αφού έχουν την υποχρέωση να το παραδώσουν σχετικά σύντομα. Ρούχα, παπούτσια, έπιπλα, εφημερίδες, αποκόμματα εφημερίδων με ειδήσεις, «… στοίβες ολόκληρες πολέμων, ανθρώπινων ιστοριών και δικαστικών υποθέσεων…», σακούλες γεμάτες, άδεια μπουκάλια, όλα οδεύουν μαζικά προς τον κάδο απορριμμάτων, χωρίς να νοιάζονται καθόλου για το περιεχόμενό τους. Ακόμη και πολλά ερωτικά γράμματα, κρυμμένα στην κορυφή ενός ντουλαπιού, τα ξεφορτώθηκαν πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, αν και κατά βάθος φοβόντουσαν, κατά κάποιο τρόπο, για τα καθαρά προσωπικά της μυστικά, τις εκμυστηρεύσεις της και ότι άλλο πιθανόν βρισκόταν φυλαγμένο εκεί μέσα, αν τα διάβαζαν. Έτσι, από το μεγάλο ξεκαθάρισμα του σπιτιού όπου διέμενε η μητέρα τους, διασώθηκαν μερικά τετράδια και ένας φάκελος ο οποίος βρισκόταν στο συρτάρι του κομοδίνου και όπου υπήρχαν διάφορες σημειώσεις για τον ιό του AIDS και ορισμένα προσχέδια μελλοντικών αστυνομικών μυθιστορημάτων. Η αφήγηση εναλλάσσεται με ένα άλλο μέρος, στο Παρίσι της δεκαετίας του 1960, όπου ο παρατηρητής στρέφει το βλέμμα του σε ένα νεαρό κορίτσι το οποίο καπνίζει τα γνωστά Gauloises, περιτριγυρισμένη από αγόρια και κορίτσια της ηλικίας της, φοιτητές κατά πάσα πιθανότητα της φιλολογίας, τα οποία συζητούν για διάφορα θέματα και μάλλον για τα γεγονότα που διαδραματίζονται στην άλλη πλευρά της Μεσογείου, τουτέστιν στον πόλεμο της Αλγερίας.

Έτσι μετά την ‘Κρυψώνα’, ο Κριστόφ Μπολτανσκί καταδύεται στο παρελθόν της μητέρας του, προσπαθώντας να διαπιστώσει ποιά ήταν στην πραγματικότητα αυτή γυναίκα! Υπερβολική συνήθως στη συμπεριφορά της,   καταθλιπτική, παρανοϊκή,  μαχητική, ακτιβίστρια, μια μητέρα με λίγη αφοσίωση απέναντι στους άλλους, παρέμεινε πάντοτε ένα αίνιγμα για τα παιδιά της, όπως φυσικά και τώρα μετά τον θάνατό της. Ο γνωστός δημοσιογράφος και μυθιστοριογράφος ερευνά, σκάβει στο παρόν, εξετάζει τα εκθέματα που έχουν συγκεντρωθεί στο διαμέρισμα και προσπαθεί να ανιχνεύσει και να ακολουθήσει το νήμα του χρόνου. Ρίχνοντας το ενδιαφέρον του σε αυτά τα δύο διαφορετικά μονοπάτια της έρευνας, γυρίζει το καλειδοσκόπιο που προσαρμόζεται συνεχόμενα, και καταλήγει να σχεδιάζει το πορτραίτο εκείνης της μυστηριώδους γυναίκας, ικανής να γυρίσει την πλάτη στην οικογένειά της και στον αστικό της περίγυρο, αλλά και να δεσμευτεί όσο μπορούσε στον πόλεμο της Αλγερίας, μέχρι του σημείου να φιλοξενήσει και να προφυλάξει σε δεδομένη στιγμή έναν ενεργό στρατιώτη του FLN.

Και η ίδια παρανοϊκή γυναίκα, αισθάνεται ότι την καταδιώκει ο γείτονάς της, Τάλους Τέιλορ, εφευρέτης κάποιου διάσημου χαρακτήρα, σε τέτοιο βαθμό μάλιστα ώστε να  προσλαμβάνει έναν ντετέκτιβ για να τον παρακολουθεί. Η ίδια γυναίκα που τελειώνει τη ζωή της ως ερημίτισσα, με μόνη συντροφιά το σκύλο της και τις αστυνομικές της ιστορίες, αυτή που κοιμάται σε ένα στρώμα στο πάτωμα, ζώντας ανάμεσα σε απύθμενη ακαταστασία, περιττώματα σκύλου και αναρίθμητα σκουπίδια που δεν μπαίνει πια στον κόπο να βγάλει έξω. Δομημένο σαν την γνωστή ρωσική κούκλα των πολλαπλών στρωμάτων, το βιβλίο είναι  η αποδόμηση μιας ζωής όσο και η μυθιστορηματική ανασύνθεση ενός πεπρωμένου. Με ευθυκρισία και αρκετή δόση υποδόριου χιούμορ, ο Μπολτανσκί του προσδίδει τη μορφή μιας αστυνομικής ιστορίας, ολοκληρώνοντας έτσι αυτό που είχε αφήσει η μητέρα του στα σκαριά, τουτέστιν αποσπάσματα ημιτελών αστυνομικών ιστοριών, με φόντο την ιστορία της μεταπολεμικής Γαλλίας και βεβαίως την δύσκολη αποαποικιοποίηση. Σε ένα πολύ χαρακτηριστικό απόσπασμα από το βιβλίο, διαβάζουμε: «… Αποτελούσαν ένα ξεχωριστό κομμάτι στη βιβλιοθήκη μου, σαν ένα ξένο σώμα. Στην αρχή, τα κοιτούσα χωρίς να τολμώ να τα αγγίξω. Τους προσέδιδα  τις καταχθόνιες δυνάμεις των παλαιών βιβλίων μαγείας. Δεν αισθανόμουν πως είχα το δικαίωμα να τα έχω στην κατοχή μου, πόσο μάλλον να τα διαβάσω. Δεν μου ανήκαν. Όταν τα πήρα, είχα την εντύπωση ότι διέπραττα κλοπή, ότι λεηλατούσα έναν τάφο ή ότι χάκαρα έναν σκληρό δίσκο. Σφετεριζόμουν το παρελθόν μιας γυναίκας που δεν είχε ανοιχτεί ποτέ σε κανέναν, ούτε καν στα παιδιά της. Παραβίαζα την ιδιωτική της ζωή. Έψαχνα στις τσέπες της, αναποδογύριζα το δερμάτινο τσαντάκι της που δεν την αποχωριζόταν ποτέ. Περισσότερο κι από ενοχή, ένιωθα ανησυχία. Φοβόμουν ότι θα έβρισκα δυστυχία,  μίσος, χολή, κάτι μαύρο, πολύ μαύρο. Με τρομοκρατούσε η ιδέα να μπω στο κεφάλι της, θα μάθαινα τις επιθυμίες της, να μοιραζόμουν τις φαντασιώσεις της, τους εφιάλτες της, θα παρατηρούσα τις πληγές της, θα τις άγγιζα. Τα σημειωματάριά της μπορεί επίσης να έκρυβαν θησαυρούς. Αποσπάσματα, μικρά τίποτα, διάστικτες γραμμές που αρκεί να τις ενώσει κανείς για να ανασχηματισθεί μια ολόκληρη ζωή. Ένα γράψιμο που δίνει νόημα στο ασήμαντο. Κόκκοι άμμου που αφηγούνται έναν εξαφανισμένο κόσμο…».

 

Christophe Boltanki

 

Εδώ ο συγγραφέας, παρουσιάζεται ως δημιουργός μιας λογοτεχνικής υστεροφημίας. Γεννάει στην ουσία αυτούς που ήδη τον είχαν γεννήσει! Είναι η μητέρα του αυτή που εμφανίζεται στο μυθιστόρημα, η εν πολλοίς άγνωστη φιγούρα ενός εξεγερμένου μέλους του FLN. Η εξερεύνηση του Κριστόφ Μπολτανσκί στο παρελθόν της, χαρακτηρίζεται από ευαίσθητη αυτοσυγκράτηση, απροκάλυπτη ματιά, κι’ ακόμα συναισθηματική απόσταση,  σεμνή αδιακρισία και  συγκαλυμμένη αγάπη, διεισδύοντας περισσότερο σε αυτό που τον βασανίζει, όχι μόνο τώρα, αλλά πάντοτε. Κάτι που δεν μπορούσε ούτε και θα τολμούσε να κάνει. Αυτό το παρελθόν παρέμεινε θαμμένο μέσα στο σώμα της, σαν μια μάζα που τη συνέθλιβε και ταυτόχρονα της έδινε ένα θεμέλιο, λέει, χωρίς το οποίο θα έχανε την ισορροπία της. Η ασθένεια, η κακοήθεια των πνευμόνων της, απότοκος της μακρόχρονης κατάχρησης των τσιγάρων, της αφαίρεσε όλες τις σχετικές  άμυνες του οργανισμού της. Τελικά αποδέχτηκε ότι θα τη φρόντιζαν. Ήταν σε θέση να αντιμετωπίσει ακόμη και το σύνθετο, εκείνο που υπαινισσόταν πολλά, βλέμμα των άλλων. Σε εκείνο το σημείο, όσο βρισκόταν εν ζωή, ο γιός δεν ήθελε να της κάνει καμία ερώτηση, αφού δεν τον ενδιέφερε. Το μόνο πράγμα που είχε σημασία τότε γι’ αυτόν, ήταν ότι ήταν ζωντανή δίπλα του. Η προσέγγιση του ορφανού, τώρα, συγγραφέα μοιάζει με τη διαδικασία μιας κηδείας, κατά τη διάρκεια μιας πορείας κάπου τριακοσίων σελίδων, που είναι ταυτόχρονα δαιδαλώδεις και αιχμηρές. Αναμνήσεις,  εντυπώσεις και  εμπειρίες έρχονται σε συνεχή βάση, αναβιώνοντας το παρελθόν της. Αναδύεται την ίδια στιγμή και η ξεχασμένη ένταση της αντιαποικιοκρατικής δράσης μιας παράνομης νεολαίας, η οποία θα θυσιασθεί για μια μεγαλεπήβολη ιδέα που χαρακτηρίστηκε από στοιχειωμένες μοναξιές, ονειρικές ήττες, σιωπηλούς σπαραγμούς, κάτι που συνεχίζει να αναπαριστά η λογοτεχνία, με το δικό της μελαγχολικό τρόπο, και με βοήθεια, παρηγοριά και ενθάρρυνση, συνάμα.

Ο αναγνώστης του βιβλίου ανακαλύπτει τη μητέρα του αφηγητή από δύο οπτικές γωνίες. Από τη μια μεριά βρίσκονται τα κεφάλαια που αφορούν αποκλειστικά  τα γηρατειά της, και από την άλλη τα κεφάλαια που αναφέρονται  στα νιάτα της. Από τη μία, ερχόμαστε στη δεκαετία του 2000, με μια γυναίκα καθηλωμένη στο κρεβάτι της, που ζει με τον σκύλο της, τον Τσιπς, στο παρισινό της διαμέρισμα που έχει μετατραπεί σε βρώμικη παραγκούπολη, η οποία δεν βγαίνει πια έξω στο δρόμο και γράφει αρχές, παραγράφους ή σκίτσα αστυνομικών ιστοριών τα οποία θα βρει ο γιος καταχωνιασμένα στα χαρτιά της. Από την άλλη πλευρά, βρίσκεται η ίδια αυτή γυναίκα, φοιτήτρια στις αρχές της δεκαετίας του 1960, και η παράνομη συμμετοχή της στο Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο, που εργαζόταν για την ανεξαρτησία της Αλγερίας (FLN). Ο συγγραφέας με  τη σχολαστική του έρευνα σκιαγραφεί μια μητέρα για την οποία γνώριζε ελάχιστα, καθώς και την ιστορική και πολιτική της πορεία. Αλλά βέβαια και από την αρχή του βιβλίου, δίνεται η ζωή της κλειστής γυναίκας, η παρακμή της και φυσικά η μοναξιά της ηλικίας και τα όποια πολυποίκιλα προβλήματα της κακοήθους ασθένειάς της.

Σε μια εντυπωσιακή σελίδα, θυμάται το στρώμα στο οποίο πέθανε η μητέρα του. Γράφει λοιπόν, «… όταν επέστρεψα,  το στρώμα είχε εξαφανιστεί. Η αδελφή μου, η Αριάν, το είχε πετάξει για να με απαλλάξει από το θέαμα των ζαρωμένων, άγριων, ελικοειδών σεντονιών, που παρέπεμπαν στην ερκύνια ορογένεση και της άδειας πλέον κοιλότητας, όπου αναπαυόταν το σώμα, μιας κοιλότητας θαμπής, ποτισμένης με ιδρώτα, που σχημάτιζε μια σιλουέτα, σαν μια γραμμή χαραγμένη με κιμωλία στη σκηνή ενός φόνου…». Ο γιος της, όμως, δεν ήταν εκεί, δεν είδε τίποτα απ’ όλα αυτά, απλώς  ανασυνθέτει τη σκηνή, σαν να μπορούσε να συλλάβει αυτή τη σκηνή της μητέρας του μόνο μέσα από τα ίχνη που άφησε πίσω της. Αυτό ήταν το θέμα του βιβλίου, το οποίο ήταν τόσο όμορφο και συγκινητικό, πέρα από την αποτρόπαια και ανατριχιαστική μάσκα και την επώδυνη πραγματικότητα του αναπόφευκτου, ούτως ή άλλως, γήρατος που μας περιγράφει ο Μπολτανσκί.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top