Fractal

«Μέσω της γραφής προβάλλονται καλύτερα οι γρατζουνιές μας»

Γράφει η Τζένη Μανάκη //

 

Εύα Μαθιουδάκη «Μέρες της Κηφισιάς», εκδ. Καστανιώτη

 

«Υπάρχει κι ένας άλλος κόσμος,

 αλλά είναι μέσα σ’ αυτόν εδώ». 

                    O.Μ.ΓΕΪΤΣ (Το μυστικό ρόδο)

 

«Με τα χρόνια καταλαβαίνω, ότι όσο σπουδαία κι αν είναι η περισυλλογή και η εσωτερική μας καλλιέργεια, δεν πρέπει να λησμονούμε ότι η ομορφιά γίνεται αντιληπτή όχι μόνο με τα βαθύτερα αισθήματά μας, αλλά και με τις αισθήσεις μας, αυτές που αγκαλιάζουν την πλάση ολόκληρη». Ε.Μ.

 

Με την Κηφισιά ως πανέμορφο κινούμενο σκηνικό στην πλοκή του λυρικού, νοσταλγικού μυθιστορήματος της, η Εύα Μαθιουδάκη αναβιώνει την εποχή δύο δεκαετιών του προηγούμενου αιώνα, αμέσως μετά τον εμφύλιο. Δάνεια μνήμης από προηγούμενες δεκαετίες παρεισφρύουν μέσα από τις αφηγήσεις ή τις περιγραφές της ζωής των ηρώων. Η Μικρασιατική καταστροφή και η προσφυγιά είναι η συνέπεια της φυγής από τα πάτρια εδάφη, του Παναγή, κηπουρού, που ζει πλέον στην Κηφισιά, με την Ουρανία του, στο παράσπιτο της βίλας του μεγαλοαστού Σωτηριάδη και της συζύγου του Φλώρας. Δύο κόσμοι μέσα στην ίδια αυλή, όπου παίζουν οι απόγονοί τους, τα πλουσιόπαιδα Σπυρίδων και Βιργινία μαζί με την Ισμήνη – κεντρική ηρωίδα της Μαθιουδάκη- κόρη του κηπουρού.

 

«Κι έτσι μπλέχτηκαν οι ζωές τους και έζησαν σαράντα χρόνια μαζί και χωριστά στο ίδιο κτήμα, στην ίδια γη. Και βρέθηκε το προσφυγόπουλο, ο Παναγής, από εργάτης, περιβολάρης κι αργότερα επιστάτης και μπιστικός του Σωτηριάδη. Εκεί παντρεύτηκε, εκεί μεγάλωσε την κόρη του, εκεί έθαψε τη γυναίκα του, μαζί και χώρια. Βίοι παράλληλοι στη δίνη της ζωής και του πολέμου, ήρωες και θεατές του ίδιου έργου.»

 

 Άλλοι ακόμη ήρωες σε δευτερεύοντες αλλά όχι ασήμαντους για τη ροή της αφήγησης ρόλους διαμορφώνουν το παζλ της ιστορίας που αφηγείται η Εύα Μαθιουδάκη.

Η εικονιστική γραφή της συγγραφέως, το λυρικό αφηγηματικό ύφος, οι εκπορεύσεις και οι ουσιαστικές σχέσεις των χαρακτήρων, η αθωότητα  και οι ασχολίες των απλών ανθρώπων της κατώτερης οικονομικά τάξης, η ειδυλλιακή εικόνα της Κηφισιάς, που τόσο ποιητικά περιγράφει, αλλά και τα ήθη ταυτοποιούν την ελληνική κοινωνία της εποχής, συνεπικουρούντων των εμβόλιμων υπαινιγμών για την ανδροκρατούμενη κοινωνία, τον θεσμό της προίκας, την παρθενία για τις γυναίκες.

Η Κατοχή και ο Εμφύλιος διαμόρφωσαν συνειδήσεις, δημιούργησαν θύτες, και θύματα που συνέχισαν να παλεύουν, μέσα στην τότε ελληνική πραγματικότητα, για μια θέση στην κοινωνία που δικαιωματικά τους ανήκε.

Ο Λευτέρης, διανοούμενος δάσκαλος, από την πλευρά των ηττημένων, σε αναμονή διορισμού, ερωτεύεται την Ισμήνη, οι αντιστίξεις της ζωής της οποίας, είχαν σμιλέψει έναν ακέραιο χαρακτήρα, μια γυναίκα με στόχο την κοινωνική άνοδο μέσα από τη μόρφωση.

 

«Τόσοι καρποί κι όμως μικρή η συγκομιδή μας. Γιατί ξέρεις, Ισμήνη, μόνον εκείνους που έθρεψε το δάκρυ μπορεί να απογειώσει η χαρά».

 

Η Ισμήνη, που σπούδασε δασκάλα, έμεινε πιστή στις αξίες της αλλά και στη λογική, που τέθηκε πάνω από τον νεανικό έρωτα της, για τον πολύ μεγαλύτερό της Λευτέρη, που διορίστηκε τελικά σε κάποιο πάμφτωχο χωριό της Λήμνου και η ειλικρίνειά του, τον απέτρεψε από ωραιοποιημένες περιγραφές.

Η επινόηση της επιστολικής επικοινωνίας μεταξύ των δύο ερωτευμένων μέσα από την οποία διαφαίνονται οι εσωτερικές συναισθηματικές διαδρομές τους, είναι ένα από τα πολύ όμορφα μέρη του αφηγηματικού ιστού.

 

«Τι είναι τελικά το παρελθόν; Τι σημαίνει το μέλλον, αγαπημένη μου; Όλα τόσο σχετικά. Κάποιοι λένε πως ο χρόνος μοιάζει με κινηματογραφική ταινία που τα καρέ της τα φωτίζει με τη σειρά του ο προβολέας και δίνεται με αυτόν τον τρόπο η εντύπωση της κίνησης, έτσι κι ο χρόνος παραμένει ακίνητος μέχρι ο προβολέας του “τώρα” να φωτίσει τις στιγμές του…»  

 

Εύα Μαθιουδάκη

 

Μέσω του Λευτέρη, σε προγενέστερο χρόνο, η Ισμήνη γνωρίζει τον Ζήσιμο, φτωχό φοιτητή Ιατρικής, ο οποίος την ερωτεύεται.

Χαρακτηριστική, η κατανόηση του Λευτέρη και η διακριτική αποχώρηση από τη σκηνή της ζωής της αγαπημένης του.

 

«Και πάντα πας παρακάτω, μόνον που πότε πότε το δέρμα ραγίζει με μια ανεπαίσθητη χαραγματιά στο τραχύ, στο δασωμένο, στο ανήμπορο».

 

Η ζηλόφθονη ενέργεια μιας “φίλης” που απευθύνθηκε στον Ζήσιμο, γίνεται αφορμή για το ξετύλιγμα μιας ιστορίας και την αποκάλυψη ενός επτασφράγιστου οικογενειακού μυστικού. Ο Ζήσιμος έχει εμμονή, να ζουν οι άνθρωποι με την αλήθεια τους.

Έτσι, ερμηνεύεται η αρχικά διακριτική προσήμανση του μεγάλου μυστικού, από τη συγγραφέα. Η μεγαλόψυχη στάση του Παναγή μετά την αποκάλυψή του, συμβαίνει μέσα στα πλαίσια της περιρρέουσας αγάπης, βαθύτερης κατανόησης, πιο ανθρώπινης στάσης ζωής, που εμπνέει το ονειρικό τοπίο της Κηφισιάς, τα χρώματα και οι οσμές των πολύχρωμων τριαντάφυλλων που φύτεψε στον κήπο της κόρης του.

Αργότερα, η κόρη της Ισμήνης, πίσω από την τριτοπρόσωπη αφήγηση αποκαλύπτει τη στροφή της μητέρας της στη γραφή.

 

«Μέσω της γραφής προβάλλονται καλύτερα οι γρατζουνιές μας, γιατί ο εαυτός είναι το δύσκολο και το άπιαστο, η μεγάλη αλήθεια. Κι αν αυτό που βασανίζει την καρδιά είναι η μοναξιά της, η γραφή βρίσκει τον τρόπο να την γιατρεύει, στρογγυλεύοντας τις λέξεις και ανακαλώντας βιώματα και συναισθήματα, που χωρίς αυτήν θα παρέμεναν μέσα μας συγκεχυμένα και αφανέρωτα, θολωμένα από τα ίδια μας τα δάκρυα».

 

Η Εύα Μαθιουδάκη, όπως αποκαλύπτει στο τέλος του βιβλίου, έχει κάνει χρήση πραγματικών γεγονότων στην αφήγησή της, μαζί με επινοημένα.

Σημαντικά ποιοτικά στοιχεία του κειμένου οι σχολιασμοί για τον χρόνο, αλλά και ο χρόνος στη δομή της αφήγησης.

 

«Αλήθεια όμως ποιος τον πιστεύει τον χρόνο; Είναι εκεί που ήταν πάντα και είναι και θα είναι, αφού εκείνος δεν μετακινείται. Στο “εκεί” και στο “κάποτε” λοιπόν όλα μπορούν να συμβούν, όπως έχουν ξανασυμβεί, άπειρες φορές και στο παρελθόν και κάπου στο μέλλον, γιατί το “κάπου” και το “κάποτε” ταυτίζονται σαν να ζούμε σε ένα αιώνιο παρόν εφήμεροι και ατόφιοι όπως τα όνειρα». 

     

Οι συνεχείς παρεκκλίσεις από τη γραμμική χρονική αφήγηση, και οι εμβόλιμες αναδρομές κρατούν αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη.

Μέσα από τη γλαφυρή αφήγηση της Μαθιουδάκη, εξαίρονται οι ανθρώπινες αξίες, ενώ ο λυρισμός, ως βασικό αφηγηματικό ύφος δεν αποτελεί εμπόδιο στην αναφορά με λεπτότητα, σοβαρών πολιτικοκοινωνικών ζητημάτων. Σημαντικό επίσης στοιχείο η καταβύθιση στον ψυχισμό των χαρακτήρων που έχει δημιουργήσει και συμβαίνουν και τα δύο χωρίς να δημιουργούν ρήγμα στον λεπταίσθητο χαρακτήρα της γραφής της. Έναν τρόπο γραφής μέσα από τον οποίο διαφαίνεται η ευαισθησία, η καλλιέργεια και η αστική της παιδεία, στις οποίες οφείλεται και η συμπερίληψη  και ο επιτυχής συνδυασμός μέσα στο κείμενό της όλων σχεδόν των ειδών της τέχνης.

Σημαντική, η επινόηση να τεθούν τα κάποια σοβαρά ιδεολογικοπολιτικά ζητήματα και οι συνέπειές τους, ως επίλογος,  και να μη συμπεριληφθούν στον αφηγηματικό κορμό, διότι κατά πάσα πιθανότητα θα αφαιρούσαν μεγάλο μέρος της τρυφερής αισθαντικότητας που αποπνέει το βιβλίο.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top