Fractal

Ο αφηγηματικός τρόπος του Αντρές Μπάρμπα. Οι μύγες και οι μέλισσες.

Γράφει η Βιβή Γεωργαντοπούλου //

 

«Φωτεινή Πολιτεία» του Αντρές Μπάρμπα, Μετάφραση: Βασιλική Κνήτου, εκδ. Μεταίχμιο, σελ. 240

 

Μας γοητεύει ό,τι μας αποκλείει, η γοητεία όμως δεν εγγυάται σε καμία περίπτωση ότι υπό τη σκιά της μπορεί να παραχθεί λογική σκέψη. Οι εικασίες σχετικά  με το τι έκαναν οι 32 εκείνους τους μήνες αποτελούν τις μεγαλύτερες ανοησίες που έχουν κυκλοφορήσει σχετικά με το θέμα. Δεν είναι τυχαίο: αρχίζουμε να προβάλλουμε τα δικά μας χαρακτηριστικά εκεί που υπάρχει κάποιο κενό νόημα και στο τέλος φτάνουμε να πιστεύουμε ότι οι τίγρεις ερωτεύονται, ότι ο Θεός είναι ένας ζηλιάρης εκδικητής και ότι τα δέντρα νιώθουν νοσταλγία. Ο άνθρωπος έχει εξανθρωπίσει συστηματικά ό,τι δεν ήταν σε θέση να καταλάβει, από τους πλανήτες μέχρι τα άτομα.

   Όσον αφορά αυτό το μεγάλο κενό σχετικά με το τι συνέβη στη ζούγκλα, θα πρέπει να συνηθίσουμε να σκεφτόμαστε περισσότερο με την ταπεινότητα του επιστήμονα παρά με την αλαζονεία εκείνου που έχει γνώμη για όλα.

(σελ.101,102)

 

Η Φωτεινή Πολιτεία είναι το δεύτερο βιβλίο του 45χρονου Ισπανού συγγραφέα Αντρές Μπάρμπα που διαβάζω και με ιντριγκάρισε και πάλι με το θέμα που διαλέγει, με καθήλωσε σε μια καρέκλα και το διάβασα μια κι έξω. Μου τράβηξε την προσοχή, και εδώ, ο τρόπος που αφηγείται ένα περίεργο, και πάλι, και τραχύ γεγονός, όπως περίπου το έκανε -αργά, βασανιστικά, με ρυθμό καρδιογραφήματος που ξαφνικά μα όχι σπέρνοντας πανικό επιταχύνει στην οθόνη παρακολούθησης-, και στο Χέρια Μικρά  (που το έγραψε το 2008), το πρώτο δικό του που διάβασα πριν μήνες· αναρωτιέμαι αν και σ’ αυτό που το έγραψε το 2017, επινόησε το συμβάν μερικώς ή εξ ολοκλήρου  ή το αποδελτίωσε από τα μμε για  μυθοπλαστικούς λόγους γιγαντώνοντάς το, πάντως είτε έτσι είτε αλλιώς δεν είναι εκεί το ζήτημα. Το ζήτημα είναι ο ίδιος και το τι είδους συγγραφέας είναι εκτός από ταλαντούχος και ευφυής.

Και στο δεύτερο βιβλίο του ο Μπάρμπα μου προκάλεσε ένα είδος αναγνωστικής αδημονίας μαζί με θαυμασμό·  με γοήτευσε ο χειρουργικός,¹ σε πρώτη ανάγνωση, κλιμακωτός του τρόπος αφήγησης αν και, ώσπου να φτάσει στο δια ταύτα, εμένα, που είμαι άνθρωπος ανυπόμονος, μου ‘βγαλε την ψυχή η τόσο αργή κλιμάκωση είναι το χειρότερό μου αναγνωστικό βασανιστήριο, επιπλέον εδώ μοιάζει λίγο ψυχρή, μα όχι, καλύτερα να μην την πει κανείς μας ψυχρή αλλά μόνον επιμελή και επίμονη, γιατί μας ανοίγει λίγο λίγο κατάλληλη δίοδο στο κρανίο, πρώτα φτιάχνει μια ατμόσφαιρα σαν σκηνικό της νοσηρότητας που θα καταγραφεί, ώστε να χώσει την σκληρή ιστορία αριστοτεχνικά στο μυαλό και να μας κάνει να αναρωτηθούμε, φαντάζομαι, ανάμεσα στ’ άλλα, γιατί η πολλαπλή βία εξακολουθεί στον υποτίθεται εξελιγμένο μας κόσμο-, και πέρα από το αν μου άρεσε όσο το Χέρια Μικρά –μ’ άρεσε, ναι, μου άρεσε και αυτό του το βιβλίο, ο τύπος έχει μεγάλο ταλέντο-, τώρα ξέρω ότι και ο Μπάρμπα έχει λόγο ύπαρξης στο πολυσύχναστο λογοτεχνικό Σύμπαν ως συγγραφέας, δεν είναι δηλαδή ένας ακόμα πικραμένος που κάποιος άλλος πικραμένος τον εκδίδει στην και για την εισπρακτική συγκυρία.

 

Πολλά χρόνια μετά τον θάνατο των 32 διάβασα για ένα πείραμα βιολογίας στο πλαίσιο του οποίου κάποιος έβαζε σε ένα γυάλινο βάζο μισή ντουζίνα μύγες και μισή ντουζίνα μέλισσες κι ύστερα το τοποθετούσε οριζόντια με τη βάση του στραμμένη προς κάποιο παράθυρο για να δει ποιες θα κατάφερναν να το σκάσουν πρώτες: οι μύγες κατάφερναν να βγουν από τη μεριά του βάζου που ήταν αντίθετα προς το παράθυρο, αλλά οι μέλισσες πέθαιναν κουτουλώντας ξανά και ξανά στον πάτο του βάζου· δεν μπορούσαν να πάψουν να πιστεύουν πως η έξοδος ήταν από τη μεριά που έλαμπε το φως.

(σελ.204)

 

Ως δημιουργός ο Μπάρμπα έχει αθέατα σημεία, έτσι νομίζω. Είναι καθρέφτης μας η γραφή του και, ξέρετε, στους καθρέφτες βλέπουμε το πρόσωπο και πολλά, δεν λέω, σημεία του σώματός μας αλλά ποτέ όλα ή δίχως τη βοήθεια ενός άλλου καθρέφτη που πρέπει όμως να κρατάμε σε σωστό ύψος. Έτσι κι εδώ καθρεφτίζει τους θεατούς κορμούς των κοινωνιών μας ο Μπάρμπα μ’ έναν δεύτερο καθρέφτη-το βιβλίο του-, μπας και δούμε τα αθέατα, τα βαλμένα πίσω από τη σκόπιμα, θαρρώ, διακριτή από τον αναγνώστη, καθότι καλά οργανωμένη, τρομακτικότητα των θεμάτων του. Θέλω λοιπόν να εντοπίσω ποια είναι αυτά τα σημεία μα δεν μπορώ με δυο βιβλία όλα κι όλα, έτσι αβίαστα, να της δώσω ένα όνομα της γραφής εδώ, του στυλ, θα ήταν βολικό βέβαια να την αποκαλέσω μοντέρνα και μεταφυσική και να ξεμπερδεύω, αλλά. Αλλά είμαστε στα 2019, κλείνει η πρώτη εικοσαετία ενός αιώνα βίαιου με χαρακτηριστικά σύνθετα, με αλλοτρίωση, κατακτήσεις τεχνολογικές εκπληκτικές μα δίχως όραμα, δίχως ουμανισμό, αντιθέτως με έξαρση των φασισμών και του ατομικισμού -πόσο θλιβερά φαινόμενα νεκρανάστησε ο παγκοσμιοποιημένος καπιταλισμός ή μήπως δεν νικήθηκαν ποτέ;- και ο κουβάς του μοντερνισμού στην Τέχνη και του κατεξοχήν χαμάλη του, του μεταμοντερνισμού, έχει γεμίσει και δεν χωράει άλλες ειδολογικές εξυπνάδες. Από κανέναν.

Σκέψεις περί κριτικής (ναι, ξανά) και το μπαουλάκι με το χρυσάφι.

 

Χαρακτήρισα παιδί της γκόθικ λογοτεχνίας το προηγούμενο βιβλίο του, το Χέρια Μικρά -και αφού το έκανα σκέφτηκα ότι ίσως δεν έπρεπε, αλλά όταν καιρό μετά βρήκα μια παρόμοια συλλογιστική σε μια αμερικανική βιβλιοφιλική στήλη που πραγματευόταν την μετά τον Μπόρχες ισπανόφωνη λογοτεχνία, ξεθάρρεψα ότι δεν αυθαιρετώ και ότι δεν πάει στράφι τόσο διάβασμα θεωρίας της Λογοτεχνίας την οποία όμως δεν σκοπεύω να κάνω και Ευαγγέλιο. Στη Φωτεινή Πολιτεία τέτοιο πράγμα δεν συμβαίνει, δεν πρόκειται για μια γκοθίζουσα φερμένη στο παρόν λογοτεχνία, έχουμε κάτι άλλο, αλληγορικό οπωσδήποτε, πολυδιάστατο, σκοτεινό και πάλι αλλά με λιγότερο ξεκάθαρη ετικέτα, θα μου πείτε πώς κάνεις έτσι. Ε, σκέφτομαι διάφορα, πχ πόσο αυθόρμητη ή σε ποιο βαθμό υπολογισμένη είναι γενικότερα η θεματική βεντάλια του Μπάρμπα με τις ενδιαφέρουσες σπουδές (συγκριτική λογοτεχνία) επειδή απ’ αυτό και μόνο μπορώ να εικάσω ότι στο κεφάλι του στα καλύτερά του χρόνια, όταν το μυαλό του ήταν άφθαρτο σφουγγάρι, εγκατέστησε θησαυροφυλάκιο παλιών και καινούργιων αποκτημάτων ,γραφές, ύφη, δέσμες θεμάτων, τεχνικές κ.ά. που τώρα με την ωριμότητα, τη σοφία ή και το θράσος των 45 του χρόνων μπορεί να παίρνει από αυτά και να ενσταλάζει πολλά στο δικό του κείμενο δίχως να μιμείται, ούτε φυσικά να κλέβει, επειδή πάνω απ’ όλα έχει ταλέντο, πράγμα που ούτε φυτεύεται ούτε διδάσκεται και που συντελεί στην ακόμα καλύτερη αξιοποίηση των εκ των σπουδών του πολλών θεωρητικών γνώσεων.

 

Τι εννοώ όμως και γιατί τρώγομαι με το θεωρητικό κομμάτι της γραφής και της ανάγνωσης; Να σας πω, νομίζω ότι δίχως εξελιγμένα και κοφτερά θεωρητικά εργαλεία δεν κατανοούμε παρά ελάχιστα στη δαιδαλώδη εποχή μας και δίχως εξέλιξη της θεωρίας της ούτε η Λογοτεχνία θα τα βγάλει πέρα. Η θεωρία όμως δεν φυτρώνει στο πουθενά κι από μόνη της· παράγεται και εξελίσσεται μετά από πολλή μελέτη και έρευνα κι εκείνοι που έπρεπε να το κάνουν αυτό-πανεπιστημιακοί θα ισχυριστώ και όχι απαραίτητα φιλόλογοι-, λιγοστεύουν δραματικά επειδή δεν πληρώνονται-ναι, μου το έχουν πει, δεν το έβγαλα από το μυαλό μου έτσι ξεκάρφωτα-, για να μελετήσουν τα ζητήματα της Λογοτεχνίας σήμερα και καθώς κανένα μεράκι δεν ταΐζει τα στομάχια κανενός όλα έχουν εναποτεθεί στο όποιο φιλότιμο των ερασιτεχνών που όμως είτε δεν είναι αρκετοί είτε δεν είναι γνωσιολογικά επαρκείς, ή είναι και δεν είναι και τα δύο, πάντως δεν μπορούν να αναλάβουν το ρίσκο παραγωγής θεωρίας. Οπότε κι εμείς στα ιστολόγια, οι αναγνώστες οι πιο ψωνισμένοι με τη θεωρία σκάβουμε, λέμε τώρα, με τα νύχια. Δεν είμαστε ντιπ άσχετοι-κι ας λένε κακίες για τους μπλόγκερς, υπάρχουν πολλοί ιστολόγοι με γνώσεις, πτυχία, μεταπτυχιακά κτλ και γίνεται διάβασμα πολύ-, όμως κι εμείς δεν είμαστε οι συστηματικοί εκείνοι μελετητές που χρειάζεται. Κι έτσι αν και ό,τι ως εθελοντές ανασύρουμε από το χώμα του παγκόσμιου λογοτεχνικού κήπου-σκέψεις, όρους, προσεγγίσεις κτλ-, και θέτουμε στη διάθεση, στην κρίση και στην κρησάρα όποιου μη ερασιτέχνη μελετητή θέλει να το πάει παραπέρα-δίχως να μας κατακλέβει, αυτό είναι αισχρό και το ξαναλέω γιατί τα κρούσματα αυξάνονται κάθε μέρα-, πάλι κι αυτό  δεν είναι αρκετό.

 

Αντρές Μπάρμπα

 

Όσο (και αυτά που) η Τέχνη αντλεί από τον 20ό αιώνα.

 

Ας πιάσουμε το γαϊτανάκι των κριτικών σκέψεων και αναγνωστικών συλλογισμών από κάποια ορατή κορδέλα μπας και βγάλουμε άκρη. Ο Αντρές Μπάρμπα -που ευτύχησε να πέσει εξ αρχής στα άξια μεταφραστικά χέρια της Βασιλικής Κνήτου και τα δραστήρια εκδοτικά του Μεταίχμιου κι έτσι δεν θα περάσει απαρατήρητος, ευτυχώς-, γεννήθηκε στην άωρη ακόμα μεταφρανκική Μαδρίτη του 1975, είναι δηλαδή ένας άνθρωπος τυχερός που επί 25 χρόνια από κει και πέρα και μάλιστα όντας tabula rasa γεύτηκε την καλή και λιγότερο καλή κουλτούρα και την Ιστορία του 20ού αιώνα και τις αλλαγές στη χώρα του, έστω κι αν ήταν Μανωλιός με το βρακί του αλλιώς κι από τον κωλοδικτάτορα πήγανε ξανά οι Ισπανοί στους γελοίους βασιλιάδες (οι σκληροί άντρακλες που τους ιθαγενείς στην Αμερική ξέρανε πώς να τους ρημάξουνε )-, ενός αιώνα τέλος πάντων με ισχυρά πολιτικά κινήματα, τρομερές προσωπικότητες, συγκλονιστικές άλλες ιδέες, άλλες μουσικές, άλλο σινεμά, άλλη λογοτεχνία και άλλον πολιτισμό γενικότερα που ακόμα κι αν έβγαινε πια μαζικά από βιομηχανίες στο δεύτερο μισό του είχε κάτι άλλο να πει κι όχι μόνο να πουλήσει τα αναλώσιμα με ημερομηνία λήξης· μου έρχονται πχ στο μυαλό οι Pink Floyd που η μουσική τους είναι εδώ και μισόν και παραπάνω αιώνα (!) προϊόν μεν με εμπορική αξία αλλά μαζί παραμένει και τέχνη αισθητικής υψηλής, ικανή για φωτισμένη πολιτισμική παρέμβαση, τόσο ζωντανή ακόμα, τόσο μπροστάρικη σαν να έρχεται από το μέλλον.

Ο Μπάρμπα βίωσε  λοιπόν την πιο φανερά θαλερή κουλτούρα που γέννησε πολλά άξια τέκνα και με χαρακτηριστικά ποιοτικά και τώρα του είναι χρήσιμη, υποθέτω, στο ζύμωμα της νέας αντίληψης που φέρνει ο 21ος στην Τέχνη, έστω κι αν είκοσι χρόνια μετά η Τέχνη και φυσικά και η λογοτεχνία δεν δείχνει να θέλει καν να φαντάζεται ανατροπές γιατί, κατά τη γνώμη μου πάντα, είναι αλωμένη σχεδόν 100% από την παγκοσμιοποίηση και τον δίχως κανέναν ουμανισμό φιλελευθερισμό του 21ου, που στην αντίληψή τους βασικός μοχλός είναι το τσάκισμα κάθε καλλιτεχνικής/πνευματικής διαφορετικότητας που δεν παράγεται ελεγχόμενα στις φάμπρικές τους, οπότε χειραγωγούν προληπτικά ό,τι εναντιώνεται τη λογική τους. Πώς; Με άλλα κόλπα: το φέρνουν στα μέτρα τους αφού το αλώσουν με το χρήμα και την κίβδηλη εναλλακτικότητά τους (θες μπλουζάκι και βρακί, δυτικέ έφηβε, με τον Τσε; Κανένα πρόβλημα, έχουμε. Διάλεξε από αυτά που εμείς φτιάχνουμε για σένα και βάζε το όπου κι όσο θες, στη συναυλία των Metallica που πας με τον προοδευτικό μακρυμάλλη, λέμε τώρα, ή εναλλακτικό μεταγιάπη μπαμπά σου και στο σχολείο που σου μαθαίνουμε την Ιστορία των νικητών, βάλε το και στην εκκλησία άμα γουστάρεις, δικοί μας είναι κι οι παπάδες κι όλοι μαζί με νέα μέσα απορροφάμε κάθε κραδασμό). Με προϊόντα και τακτικές για όλα τα  βαλάντια και τα μυαλά ποδηγετούν μια χαρά κάθε στοιχείο εν δυνάμει επικίνδυνο για τη μακροημέρευσή τους .

Έλα όμως που ό,τι και να κάνει η φάμπρικα δεν γίνεται τέχνη η βιομηχανική σαβούρα αλλά στην καλύτερη εκδοχή μια υποφερτή, δηλαδή μια που δεν προσβάλλει κατάφωρα την νοημοσύνη διασκέδαση, ένα ελεγχόμενο μοτίβο “μαμ, κακά και νάνι”. Η γνήσια τέχνη έχει όραμα, θα ισχυριστώ, είναι από τη φύση της επαναστατική και θαρραλέα, ενώ η διασκέδαση όχι, είναι μια διέξοδος φτιαχτή που ελάχιστα  αφήνει πίσω της ως κουλτούρα όταν την παριστάνει. Και την παριστάνει σήμερα πάρα πολύ πετυχημένα.

 

Το βιβλίο (καιρός ήταν να ειπωθούν δυο λόγια για το βιβλίο).

 

Τριάντα δύο παιδιά εμφανίζονται ξαφνικά μια μέρα στη μικρή πόλη των τροπικών, το Σαν Κριστόμπαλ. Κανείς δεν ξέρει από πού ήρθαν ούτε μπορεί να καταλάβει τη γλώσσα τους. Είναι πεινασμένα και ξεσπούν σε ένα κύμα βίαιων πράξεων διασαλεύοντας την ηρεμία και ανατρέποντας την οικονομική σταθερότητα της κοινότητας. Όταν δύο ενήλικες μαχαιρώνονται σ’ ένα σουπερμάρκετ από τα παιδιά, όλοι οι μεγάλοι αρχίζουν να αποφεύγουν ακόμα και το βλέμμα τους επειδή φοβούνται πως θα είναι το επόμενο θύμα…

   Είκοσι χρόνια αργότερα ένας αξιωματούχος της πόλης του Σαν Κριστόμπαλ που είχε εμπλοκή στην υπόθεση γράφει ένα χρονικό αποτυπώνοντας γεγονότα, στοιχεία και φήμες για το πώς η κοινότητά τους αναγκάστηκε να επαναπροσδιορίσει την έννοια της τάξης, της βίας και του ίδιου του πολιτισμού στη διάρκεια του ενάμιση χρόνου που αυτά τα παιδιά παρέμειναν στην πόλη πριν από το τραγικό τους τέλος.

   Αγωνιώδες και σπαραχτικό, με αιχμηρότητα ανάλογη αυτής της Καρδιάς του Σκότους του Κόνραντ, η Φωτεινή Πολιτεία είναι ένα ζοφερό μεταφυσικό παραμύθι με τη μορφή μιας σοκαριστικής σύγχρονης ιστορίας που θα μπορούσε και να είναι αληθινή.

 

(οπισθόφυλλο)

 

Πιο κάτω στο οπισθόφυλλο γίνεται αναφορά και στο μεγαλειώδες βιβλίο του Γουίλιαμ Γκόλντινγκ Ο Άρχοντας των Μυγών μα ας μου επιτραπεί να εκφράσω απορία και για τους δυο συσχετισμούς, και με τον Κόνραντ δηλαδή και με τον Γκόλντινγκ.

«Ο Μπάρμπα προχωράει ένα βήμα πιο πέρα από τον “Άρχοντα των Μυγών” του Γουίλιαμ Γκόλντινγκ. Ο στοχασμός του αφηγητή συνδυάζεται αριστοτεχνικά με το χρονικό των γεγονότων. Αδύνατο να αφήσεις αυτό το βιβλίο από τα χέρια σου» (ABC Cultural)

«Η συγγραφική δεινότητα του Μπάρμπα μεταμορφώνει αυτό το υπέροχο μυθιστόρημα σε μια διεισδυτική, αλληγορική ανάλυση που κλιμακώνεται χωρίς να χάνει την αφηγηματικότητά της» (El Mundo)

«Ένα μυθιστόρημα τόσο ανησυχητικό όσο και διαφωτιστικό που η κατάληξή του διαθέτει μια παράξενη ομορφιά» (El Pais)

«Συνταρακτική χωρίς φτηνά κόλπα, όμορφη χωρίς φτιασίδια, η “Φωτεινή Πολιτεία” είναι μια καθηλωτική ιστορία σπάνιας ηθικής ακρίβειας. Μπορεί να διαβαστεί σαν ο “Άρχοντας των Μυγών” από την άλλη πλευρά, αλλά ίσως τέτοιες συγκρίσεις στερούν άδικα από τον Μπάρμπα την πρωτοτυπία του κόσμου του, που δεν μοιάζει με οποιονδήποτε άλλο έχει συναντήσει ο αναγνώστης. Θρίαμβος.» (Juan Gabriel Vasquez, συγγραφέας)


Πρέπει να ομολογήσω ότι όταν διάβασα την κεντρική ιδέα στο οπισθόφυλλο πήγε κι εμένα το μυαλό στον Άρχοντα των Μυγών (αν δεν το έχετε ήδη κάνει, διαβάστε το) και μπήκα στον πειρασμό τι ακριβώς μπορεί να περιέχει που να παραπέμπει και στον Κόνραντ, εκτός από το διανοητικό σκοτάδι των ανθρώπινων κοινωνιών, κάτι που θίγεται σε εκατοντάδες και εντελώς διαφορετικά μεταξύ τους και με τούτο του Ισπανού βιβλία, αλλά μετά την ανάγνωση θα ισχυριστώ ότι ουδεμία σχέση έχει η Φωτεινή Πολιτεία με την Καρδιά του Σκότους, είναι εντελώς τραβηγμένη από τα μαλλιά η αναφορά κι όσο για τον Άρχοντα των Μυγών είναι πολύ μακριά από το να τον θεωρήσω μια κύρια και καίρια επιρροή, τουλάχιστον εδώ. Υπάρχουν προφανώς και τα δυο αριστουργηματικά έργα στο μπαουλάκι του συγγραφέα με το ατελείωτο χρυσάφι μα δεν μου φάνηκε να αντλεί από κανένα τους ο Μπάρμπα, ίσως ένα αμυδρό ψηφιδάκι από τον Γκόλντινγκ, τόσο δα, ίσως στο ότι κάνει πρωταγωνιστές του ένα μπουλούκι παιδιών που δημιουργούν κι αυτά μια δική τους κοινωνική σύνδεση/ κοινότητα/ γλώσσα/πορεία; Και από κει και πέρα καμία σχέση, στα δικά μου αναγνωστικά μάτια, είπαμε συνομιλούν τα βιβλία μεταξύ τους αλλά μάλλον θέλουν καλύτερο διάβασμα  πριν τα συσχετίσουμε με απόλυτο τρόπο.

Ο Μπάρμπα μπαίνει και πάλι, όπως στο Χέρια Μικρά στο σκοτάδι της παιδικής ηλικίας ή καλύτερα στο αφώτιστο ή εξωραϊσμένο  σε πολλά σημεία χωράφι της, όταν ένα παιδί, ενώ “καλλιεργείται” από οικογένεια και σχολείο, βγαίνει με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, ειρηνικό ή βίαιο, από τους κανόνες και τις δοκιμασμένες νόρμες που υπάρχουν ειδικά γι’ αυτό σε όλες τις φάσεις της another brick in the wall ³ εκπαίδευσής του προκειμένου να ενταχθεί στο χρήσιμο κοινωνικο/ταξικό μοντέλο για το οποίο προορίζεται. Ο Μπάρμπα αφηγείται πρωτοπρόσωπα και με δοκιμιακό σε πολλά σημεία ύφος, με ρεαλιστικό τρόπο φιλοσοφώντας θα έλεγε κάποιος, τις αναμνήσεις του ενήλικου ήρωά του από την περίοδο που ήταν υπάλληλος του υπουργείου Κοινωνικών Υποθέσεων και έζησε και έπαιξε κύριο ρόλο σε μια φοβερή ιστορία που κατέληξε σε συμφορά και προκάλεσε τον θάνατο 32 παιδών. Παιδιών που είχαν βγει από το πλαίσιο των κανόνων που έλεγα πιο πάνω και περιφέρονταν επί μήνες στη μικρή ισπανόφωνη τροπική πόλη του Σαν Κριστόμπαλ κοντά στη ζούγκλα και τον ποταμό Ερέ-έψαξα μα δεν βρήκα να υπάρχουν κάπου αυτά τα γεωγραφικά δεδομένα, μάλλον ο Μπάρμπα επινοεί μια ισπανόφωνη πόλη-,δίχως να ασχοληθεί κανείς σοβαρά μαζί τους, ίσα ίσα πράττοντας το χειρότερο που θα μπορούσε να κάνει: περιχαρακώνοντας καθένας τη δική του οικογένεια και τον δικό του μικρόκοσμο και θεωρώντας φυσικό(;) ομάδες αλλοφερμένων στην αρχή παιδιών να γυρίζουν βρώμικα και πεινασμένα στους δρόμους της πόλης τους και το βράδυ να εξαφανίζονται δίχως κανένας να ξέρει ή να νοιάζεται πού και πώς. Και κυρίως γιατί.

Ο Μπάρμπα φτιάχνει έναν κόσμο με χαρακτηριστικά σε μεγάλο βαθμό δυστοπικά και τοποθετεί στο κέντρο του τον ενήλικο αφηγητή και ενδοδιηγητικό του ήρωα και τα παιδιά που γυρνάνε σαν μύγες στην τροπική πόλη με την αφόρητη ατμόσφαιρα που η ζέστη και η υγρασία εμποδίζουν -αυτά είναι όμως άραγε που εμποδίζουν;-, τους κατοίκους να φερθούν με ανθρωπιά και να δείξουν το σωστό ενδιαφέρον κι όχι παθητικότητα, αδιαφορία και σύντομα μίσος προς τις ορδές των παιδιών που εμφανίζονται από το πουθενά. Ολόκληρη η πόλη χρεώνεται ως τον στρουθοκαμηλίσιο λαιμό της το μερίδιο από τη βία που ελλόχευε από την πρώτη στιγμή της εμφάνισης των αδέσποτων παιδιών και βέβαια της δικής της αμεριμνησίας, ακυρώνοντας έτσι μαζικά στην πράξη νόμους και κανόνες που συγκροτούν/συγκρατούν τον κοινωνικό μας ιστό, που υποκριτικά ή όχι, με ζητήματα ηθικής φύσεως ή όχι, πάντως τον κρατάνε όρθιο.

Ποια και τι είναι όμως αυτά τα παιδιά που έχουν (ξε)φύγει από τους δεσμούς με την οικογένεια, την πολιτεία/εξουσία και τους κανόνες της γι’ αυτά και ζουν, όπως ζουν, σύμφωνα με τη δική τους κρίση και παίρνοντας με έναν ανεξήγητο τρόπο -αφού δεν φαίνεται να έχουν αρχηγούς, όπως έχουν τα μπουλούκια των παιδιών στον Γκόλντινγκ για να ξαναπάω στις αντιρρήσεις μου για τον συσχετισμό-, αποφάσεις για την περίεργη, χαλαρή και μαζί σφιχτοπλεγμένη τύπου ντόμινο “κοινότητα” που έχουν φτιάξει και μάλιστα χτίζοντας και μια δική τους κωδική γλώσσα που οι κάτοικοι δεν μπορούν/ενδιαφέρονται να αποκωδικοποιήσουν (και αυτό είναι στην πορεία μόνον ένα από τα λάθη  που κάνουν ως ενήλικες);

 

   

Φαντάζει σχεδόν σαν ιστορία² επινοημένη απ΄ τον ίδιο εκείνο νου που χιλιάδες χρόνια πριν διασκέδαζε κάθε νύχτα τον σουλτάνο, αναβάλλοντας για μια μέρα ακόμα τον θάνατο: μια κοινωνία από παιδιά απομονωμένη στην καρδιά της ζούγκλας, εγκαταλειμμένη στην τύχη της, να προσπαθεί να επινοήσει απ’ την αρχή τον κόσμο κάτω από έναν θόλο από φύλλα που μόλις και μετά βίας αφήνει το φως να περνάει. Το πράσινο της ζούγκλας είναι το αληθινό χρώμα του θανάτου. Όχι το άσπρο ούτε το μαύρο. Το πράσινο που καταβροχθίζει τα πάντα, η μεγάλη διψασμένη, παρδαλή, ασφυκτική και πανίσχυρη μάζα, όπου οι αδύναμοι τρέφουν τους δυνατούς, οι μεγάλοι  κλέβουν το φως των μικρών και μόνο το μικροσκοπικό και το απειροελάχιστο μπορεί να κλονίσει τους γίγαντες. Μέσα σ’ αυτή τη ζούγκλα επιβίωσαν οι 32, φτιάχνοντας μια κοινότητα που επέδειξε μία αταβιστική αντοχή. Μια μέρα που είχα πάει εκδρομή σε ένα αγρόκτημα στην ενδοχώρα, είχα ακουμπήσει τυχαία το χέρι μου πάνω  σ’ ένα δέντρο γεμάτο τερμίτες, τραβώντας το πίσω στη στιγμή. Εκατομμύρια τερμίτες καταβρόχθιζαν το εσωτερικό εκείνου του δέντρου που έφτανε στα δεκαπέντε μέτρα, παράγοντας μια ζέστη πιο δυνατή κι από κείνη ενός καλοριφέρ. Τα παιδιά είχαν μια αίσθηση της κοινότητας παρόμοια μ’ εκείνων των εντόμων: ήταν ξενιστές, αλλά και παράσιτα συγχρόνως∙ φαίνονταν αδύναμα, αλλά ήταν ικανά να σβήσουν την υπομονετική δουλειά αιώνων. Δεν θέλω να υποπέσω στο ίδιο σφάλμα που μόλις πριν λίγο επέκρινα, αλλά θα έπαιρνα όρκο σχεδόν ότι η κοινότητα των παιδιών είχε αποποιηθεί ακόμα και την αγάπη. Ή έστω ένα συγκεκριμένο είδος αγάπης. Τη δική μας.

 

(σελ.102,103)

Μήπως η υμνημένη από τους ενήλικους, όχι μόνον στο φανταστικό και μαζί απόλυτα υπαρκτό Σαν Κριστόμπαλ,μα γενικότερα και από όλους μας αθώα παιδική ηλικία (τους/μας) ή η παιδική αθωότητα (η δική τους και δική μας ως καλό ή λιγότερο καλό πρότυπο υπό τη σκέπη της οικογένειάς τους/μας, του σχολείου, της πολιτείας κτλ) είναι ένας μύθος που νά, στο Σαν Κριστόμπαλ κατέρρευσε σαν χάρτινος πύργος αλλά και η λογική και η ανθρωπιά και η ευσπλαγχνία των ενηλίκων κι όλα τα άλλα τα ωραία και στομφώδη ομοίως; Έχουν σκοτεινούς και τρομώδεις κόσμους τα παιδιά; Τους κρύβουμε επιμελώς ενώ περάσαμε όλοι από αυτούς; Είναι τόσο αθώα πράγματι όσο τα θέλει και τα φτιάχνει η δυτική -φυσικά, και πάλι γι’ αυτήν μιλάμε-,κοινωνία μας; Όταν βγουν/βγούμε από τους δεσμούς τι μπορεί να συμβεί και γιατί; Ή αν φυσικά δεχτούμε την a priori/θεϊκά δοσμένη/μεταφυσική αθωότητα των παιδιών/των ανθρώπων όταν υπήρξαν/υπήρξαμε παιδιά, πότε αυτή χάνεται; Στα πέντε πάνω κάτω που πήγαμε/τα στέλνουμε στα σχολεία, αυτά τα συγκεκριμένα σχολεία που φτιάχνουμε; Και επίσης- και είναι σκέψη κλειδί και για τους πολέμους κι όλα τα αίσχη που (πειθόμαστε/εκπαιδευόμαστε να)  κάνουμε: γεννιόμαστε τάχα ή γινόμαστε ή και τα δύο και από πότε, πώς, ασυνείδητοι και συνειδητοί φονιάδες; Και, αν δεν υπάρχει κλινικός λόγος, γ ι α τ ί ;

 

Κλείνοντας και μην έχοντας στην πραγματικότητα τελειώσει τη μαγική περιδίνηση στον λογοτεχνικό κόσμο του Αντρές Μπάρμπα τείνω να πω ότι η λογοτεχνία του είναι η πειραματική των καιρών μας, το αποτέλεσμα της παράδοσης της συγγραφικής σκυτάλης από τον έναν αιώνα στον άλλο που δείχνει τη συνέχεια και επιβεβαιώνει την ύπαρξη κοινών γνωρισμάτων σε βιβλία διαφόρων λογοτεχνιών του πλανήτη που ακόμα δεν μπορούμε να τα ζυγίσουμε σωστά, είναι βέβαια μια μοντέρνα λογοτεχνία που στρέφει όμως ξανά μάτια και αυτιά στον ρεαλισμό (των μεγάλων Ρώσων έχω την εντύπωση και κάνα δυο Γάλλων, πάντως σίγουρα επιστρέφει σ’ έναν υφολογικό ρεαλισμό ), λογοτεχνία που ανακατεύει τον φιλοσοφικό και δοκιμιακό της στοχασμό με την απέχθεια προς τον διδακτισμό που επιχειρήθηκε μέχρις αηδίας στη μετά τον Διαφωτισμό εποχή και με κύρια μέσα της, στην τωρινή όσμωση, μια μετα-αλληγορία αλλά και μετά-παραμυθία, ας τις πω έτσι, με τις οποίες προσπαθεί να ψαύσει το ανθρώπινο υποκείμενο του σήμερα, χώνοντας με τη μεν πρώτη βαθιά το νυστέρι στο σώμα και επουλώνοντας με την δεύτερη τις πληγές, γνωρίζοντας σε κάθε περίπτωση καλά ότι -και ίσως και τι-, ρισκάρει αντλώντας καυτό ακόμα υλικό από κοινωνικά φαινόμενα και μετασχηματισμούς που είναι εν εξελίξει.

 

Είναι μεγάλο και γοητευτικό αυτό το πολυφασικό ρίσκο και οι κλασικοί καλλιτέχνες του μέλλοντος μπορούν να το πάρουν στις πλάτες τους, μόνον αυτοί ίσως, μα δίχως αμφιβολία υπέροχη είναι και η ηδονική συμμετοχή ημών των συγκαιρινών τους αποδεκτών στην όλη μυσταγωγία και ιδού, και τι καλά, η εργαλειοποίηση των αποτελεσμάτων της θεωρητικής και εμπειρικής έρευνάς τους/μας μπορεί να επωάζεται σε φράσεις, εικόνες και ήχους σε πεδία που δεν φτάνει ο Μεγάλος Αδελφός, όσο εμείς θα επαναπροσδιορίζουμε την αφύπνιση των αισθήσεων και των επιθυμιών με τις ωραίες, επικίνδυνές μας αναγνώσεις και κυρίως τη μουσική-προσωπική μου εκτίμηση-, κι ας είμαστε πάνω στο άρμα του προσδεμένοι.

¹Ιδού, καρδιογραφήματα, χειρουργικοί τρόποι, βασανιστήρια, τραύματα και άλλα… νοσοκομειακά στην υπηρεσία της ταπεινής πλην τιμίας μας κριτικογραφίας· εξόχως παραστατικά τα βρίσκω, διότι μ’ αυτά καταλαβαίνει κι ο πιο άβγαλτος αναγνώστης, θαρρώ, και δελεάζεται, ελπίζω, να αναζητά πιο καλά βιβλία.

²Η υποσημείωση δεν υπάρχει στο κείμενο, την έβαλα αν και προφανώς μαντέψατε ποια ιστορία εννοεί. Αν όχι σας τείνω χείρα βοηθείας, ο Μπάρμπα -κάτι λέγαμε για μπαουλάκι με μπόλικο χρυσάφι, θυμάστε;-,αναφέρεται στις  Χίλιες και μια νύχτες. (Να ξέρατε πόσα τέτοια έχει που απαιτούν και την αξίζουν την προσεκτική, τη σεβαστική ανάγνωση. Κρίμα δεν είναι να τα περνάει κανείς πάνω πάνω;)

³
Τι κρίμα που η σημερινή χυδαιότητα άλωσε και τη ροκ μουσική του 21ου αιώνα σε τέτοιο βαθμό, τι κρίμα.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top