Fractal

Μυθιστόρημα μαθητείας και ενηλικίωσης, ψυχικής και ηθικής.

Γράφει η Τζίνα Ψάρρη //

 

Michel Houellebecq «Σεροτονίνη», Μετάφραση: Γιώργος Καράμπελας, Εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της Εστίας, σελ. 318

 

Ο Φλοράν-Κλώντ Λαμπρούστ, δεν έχει τίποτα άσχημο να καταλογίσει στους γονείς του, εκτός ίσως από την επιλογή του ονόματός του την οποία θεωρεί σχεδόν γελοία. Αν και θα μπορούσε, στην ηλικία των σαράντα έξι ετών πια, να το αλλάξει, δεν κάνει τίποτα περισσότερο από το να παρακολουθεί την αποχαυνωμένη και επώδυνη κατάρρευσή του.

Αποφασίζει να αφηγηθεί την ιστορία του ξεκινώντας από την Ισπανία, από το τουριστικό θέρετρο όπου είχε αγοράσει το ένα και μοναδικό σπίτι του, εκεί όπου οι μέρες των διακοπών κυλούσαν ολοένα και πιο οδυνηρές «ελλείψει απτών συμβάντων» τα οποία θα κέντριζαν κάπως το ενδιαφέρον του.

Είτε κατά τη διάρκεια των διακοπών, είτε και αργότερα, όταν πλέον επιστρέφει στην πόλη του, το Παρίσι, «ζει στην προσωπική του κόλαση, που την είχε φτιάξει για την βολή του». Συζεί με την σεξουαλικά απελευθερωμένη γιαπωνέζα σύντροφό του, με την οποία δεν τον συνδέει τίποτα στην πραγματικότητα. Επιδεικνύει περήφανα την αντικοινωνική του συμπεριφορά, σκέφτεται να δολοφονήσει την ενοχλητική σύντροφο προσμετρώντας ελάχιστα τις ηθικές προεκτάσεις του φόνου, πείθει τον εαυτό του πως το πραγματικό πεπρωμένο του είναι να γίνει ένας εκούσιος εξαφανισμένος και τελικά πιστεύει πως βρίσκει τον τρόπο να αναδιοργανώσει τη ζωή του: τακτοποιεί τις προσωπικές του εκκρεμότητες, παραιτείται από την δουλειά του ως μηχανικός του Υπουργείου Γεωργίας, σβήνει τα ίχνη του και «εξαφανίζεται».

 

«Η σχέση μας είχε τελειώσει και κάλλιο μάλιστα να τελείωνε τώρα το συντομότερο δυνατόν, γιατί στο εξής θα είχα την εντύπωση πως δεν βρίσκεται δίπλα μου μια γυναίκα αλλά ένα είδος αράχνης, μια αράχνη που ρουφούσε τους ζωτικούς μου χυμούς και που διατηρούσε ωστόσο της όψη γυναίκας …. αλλά τίποτα απ’ όλα αυτά δεν μετρούσε πια, στα μάτια μου είχε γίνει αράχνη, μια αράχνη επιθετική και δηλητηριώδης που ενέχεε μέρα με τη μέρα ένα υγρό παραλυτικό και θανάσιμο, έπρεπε να βγει, να βγει το συντομότερο δυνατόν απ’ τη ζωή μου».

 

Εγκαθίσταται αρχικά σ’ ένα ξενοδοχείο, αναζητώντας τον μίτο που θα τον οδηγήσει στην ευτυχία της μοναξιά που επέλεξε και την οποία θεωρεί ένα «αρχαίο όνειρο», αφού δεν πιστεύει πως υπάρχουν πια οι ιστορικές συνθήκες για την εμφάνισή της. Περνάει τις μέρες του μέσα σε «μια θλίψη μειλίχια, σταθεροποιημένη, χωρίς αυξομειώσεις, μια θλίψη εν ολίγοις που όλα συνέκλιναν στο να την πεις οριστική», και καταφεύγει στα αντικαταθλιπτικά θέλοντας ν’ αυξήσει την έκκριση της σεροτονίνης, της ορμόνης που συνδέεται με την ομαλή ψυχική λειτουργία.

Αναζητά την Κλαιρ, μια παλιά του σύντροφο, την οποία παρομοιάζει με παγωτό στον φούρνο, ψυχρή και καυτή ταυτόχρονα αλλά απογοητεύεται από την αλκοολική προσωπικότητα που συναντά. Η ελπίδα του να ξαναβρεί έναν χαμένο έρωτα σβήνει ακριβώς την ίδια στιγμή που το πρόσωπο του αριστοκράτη γεωργού Αιμερίκ, του παλιού του συμφοιτητή στην Γεωπονική σχολή, έρχεται στο μυαλό του μαζί με την Καμίγ, τον μεγαλύτερο ίσως έρωτα της ζωής του, που τον μετέτρεψε ωστόσο σ’ ένα βαθιά ενοχικό άτομο για το υπόλοιπο του βίου του, αφού «υπάρχουν κάποια πραγματικά ανόητα λάθη που δεν φαίνεται πως διορθώνονται».

Αναζητά τον Αιμερίκ στην γαλλική επαρχία, περιμένοντας να βρει τον παλιό μπον βιβέρ. Όλα όσα είχε ακούσει για τους κτηνοτρόφους που οδηγούνταν με μαθηματική ακρίβεια στην χρεοκοπία, τα βλέπει ωστόσο στην καθημερινότητα του παλιού φίλου και – για άλλη μια φορά – ενοχικά απομακρύνεται, καθώς αισθάνεται πως δεν ανήκουν πλέον στο ίδιο στρατόπεδο.

 

Μισέλ Ουελμπέκ

 

«… τα φοιτητικά χρόνια είναι τα μόνα ευτυχισμένα χρόνια, τα μόνα χρόνια που το μέλλον φαντάζει ανοιχτό, που όλα φαντάζουν δυνατά, η ενήλικη ζωή έπειτα, η επαγγελματική ζωή δεν είναι παρά ένα αργό και σταδιακό βούλιαγμα, μάλλον γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο οι φιλίες της νεότητας,  αυτές που κάνουμε στα φοιτητικά μας χρόνια και που είναι κατά βάθος οι μόνες αληθινές φιλίες,  δεν επιβιώνουν ποτέ μετά την είσοδο στην ενήλικη ζωή, αποφεύγουμε να βλέπουμε τους φίλους της νεότητάς μας για ν’ αποφύγουμε να έρθουμε αντιμέτωποι με μάρτυρες των διαψευσμένων μας προσδοκιών, με το προφανές της ίδιας μας της συντριβής».

 

Συναισθηματικά και ερωτικά ανεπαρκής ο Φλοριάν, συσσωρεύει προβλήματα ζωτικής σημασίας και αναζητά την γνήσια αγάπη μαζί με την από καιρό χαμένο παραδοσιακή κοινωνία των αληθινών αξιών. Μένει και πάλι μόνος, βυθίζεται στο άπατο πηγάδι της κατάθλιψης και συνειδητά εξαφανίζει κάθε διάθεση για ζωή. «Πεθαίνετε από θλίψη», είναι η ψυχιατρική διάγνωση, παρά την οποία, ο Φλοριάν δεν αντιδρά αλλά αποδέχεται παθητικά τη μοίρα του.

 

«Είναι παράξενο πράγμα, αυτή η θέληση να κάνεις απολογισμό, να πείσεις τον εαυτό σου την ύστατη στιγμή πως όντως έζησες· ή ίσως πως δεν έζησες καθόλου, το αντίθετο είναι το φρικτό και αλλόκοτο, είναι φρικτό και αλλόκοτο να σκέφτεσαι όλους αυτούς τους άντρες, όλες αυτές τις γυναίκες που δεν έχουν τίποτα να διηγηθούν, που δεν έχουν άλλο μελλοντικό πεπρωμένο παρά να διαλυθούν σ’ ένα ακαθόριστο βιολογικό και τεχνικό συνεχές… απλώς με αυτή τη ακαθόριστη διαίσθηση πως κάλλιο να μην είχες γεννηθεί, τέλος πάντων μιλάω για την πλειονότητα των αντρών και των γυναικών».

 

Κείμενο δυνατό από τις πρώτες κιόλας σελίδες, λόγος χειμαρρώδης και ασθματικός, που επιτείνεται από τη συχνή απουσία τελείας στις έντονα αποφθεγματικές φράσεις, λόγος έντονος, σχεδόν επιθετικός σε ορισμένα σημεία αλλά και ελεγειακός ταυτόχρονα. Με γλαφυρές περιγραφές της υπαίθρου, των τοπίων της «απόλυτης πλήξης», ζωγραφίζει ζωηρές εικόνες αλλά ταυτόχρονα ψυχογραφεί βαθιά το αδιέξοδο των ηρώων, με ωμό σχεδόν ρεαλισμό, και δίνει τροφή για πολλή σκέψη, με την γνωστή πάντα αφηγηματική δεινότητα του συγγραφέα

 

«Είναι κακό όσοι αγαπιούνται να μιλούν την ίδια γλώσσα, είναι κακό να μπορούν πραγματικά να καταλαβαίνουν ο ένας τον άλλον, να μπορούν να επικοινωνούν με λέξεις, γιατί η ομιλία δεν έχει αποστολή να δημιουργεί αγάπη αλλά διχασμό και μίσος, η ομιλία χωρίζει όσο περισσότερο παράγεται, ενώ μια άμορφη ερωτική, ημιγλωσσική φλυαρία, να μιλάς στη γυναίκα σου ή στον άντρα σου όπως θα μιλούσες στον σκύλο σου, δημιουργεί τις συνθήκες μιας άνευ όρων, ανθεκτικής αγάπης. Αν μπορούσαμε να περιοριζόμαστε σε άμεσα και χειροπιαστά θέματα – πού είναι τα κλειδιά; τι ώρα θα έρθει ο ηλεκτρολόγος; – θα δούλευε και πάλι το πράγμα, παραπέρα όμως αρχίζει το βασίλειο της διαίρεσης, της διχόνοιας, του διαζυγίου».

 

 

Μέσα από το γνωστό ευφυές χιούμορ και την αθυροστομία του, με οξυδέρκεια αλλά και μικρές στιγμές τρυφερού ρομαντισμού, μελετά την σύγχρονη ιστορική εξέλιξη του κόσμου και της ανθρώπινης μοίρας και σατιρίζει καυστικά την αγροτική πολιτική της Γαλλίας και την απάτη της ελεύθερης βούλησης. Παράλληλα, δια στόματος Φλοριάν, ασκεί σφοδρή αυτοκριτική, αναρωτιέται αν υπήρξε ποτέ ικανός να αγαπήσει πραγματικά, πνιγμένος στην ενοχή και την μεταμέλεια. Εξάλλου, είναι εμφανές πως η έντονη αγάπη των γονιών του ήρωα – ή μήπως του ίδιου του συγγραφέα; – τον έκανε να νιώσει παραγκωνισμένος και τον «ανάγκασε» να αναζητήσει την αγάπη μέσα σε αποτυχημένες πάντα σχέσεις.

Ανατρεπτικός και αμφισβητίας όπως πάντα ο συγγραφέας, διαβρωτικός, υπόγειος και σκεπτικιστής, προσεγγίζει με εμφανή συμπάθεια τον ήρωά του, ο οποίος έστυψε  τον χυμό από το ζουμερό πορτοκάλι της ζωής του και απόμεινε με την πικράδα του τέλους, συμπάσχει σχεδόν θλιμμένα και ίσως να βυθίζεται με τον ίδιο τρόπο στο σκοτεινό έρεβος που εν τέλει τον καταπλακώνει, δηλώνοντας με σαφήνεια την ματαιότητα της ανθρώπινης ύπαρξης.

 

Μια ιστορία ιδιαίτερα καλογραμμένη αν και απαισιόδοξη, ενδιαφέρουσα ως την τελευταία της φράση αν και ζοφερή. Ένα βιβλίο ελκυστικών αντιθέσεων με ευκρινή την αναφορά στο «Μαγικό Βουνό» του Τόμας Μαν αλλά και τον Μπωντλαίρ, ένα μυθιστόρημα μαθητείας και ενηλικίωσης, ψυχικής και ηθικής. Κατά τη γνώμη μου, η βασικότερη αναρώτηση αλλά και το κύριο μήνυμα  του συγγραφέα ξεπηδά μέσα από μια φράση του κεντρικού ήρωα:

 

«Ο κόσμος είναι σκληρός, ανελέητος για τους αδύναμους».

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top