Fractal

Έλεος ή δικαίωση

Γράφει η Γιόλα Πετρίτση //

 

Τάχα Χουσείν «Η προσευχή του αηδονιού», Μετάφραση: Πέρσα Κουμούτση, Εκδ. Gutenberg

 

Η Ζάχρα ήταν μια αγράμματη γυναίκα και ανήκε σε μια φυλή Βεδουίνων. Παντρεύτηκε έναν άντρα από τη φυλή των Αράμπι στο χωριό Μπάνι Ουκράν. Οι κάτοικοι αυτού του χωριού ήταν αφιλόξενοι και σκληροί, μάλιστα πολλοί κάτοικοι ντρέπονταν για την καταγωγή τους. Ο σύζυγος της Ζάχρα δεν ήταν καλός άνθρωπος. Ήταν ανέντιμος και ανακατευόταν σε περιπέτειες με γυναίκες αμφιβόλου ηθικής. Την εγκατέλειπε τα βράδια μόνη και γύριζε την άλλη μέρα. Κάποια μέρα της έφεραν τα μαντάτα ότι δολοφονήθηκε, γιατί είχε πέσει θύμα των ακόρεστων σαρκικών του απολαύσεων. Η Ζάχρα από αυτόν τον γάμο είχε αποκτήσει δυο κόρες την Άμνα και την Χανάντι. Η ντροπή ήταν η μόνη κληρονομιά, που τους άφησε και ήταν η αιτία που οι γονείς της Ζάχρα την έδιωξαν όχι μόνο από το σπίτι, αλλά και από το χωριό, μαζί με τα δυο μικρά κορίτσια της.

Έτσι οι τρεις τους έφυγαν από τους βραχώδεις λόφους της ερήμου και πήγαν σ’ ένα πλουσιότερο τόπο της Αιγύπτου, αφού περιπλανήθηκαν για μέρες πηγαίνοντας από χωριό σε χωριό. Στις παρυφές της πόλης που έφτασαν συνάντησαν έναν γέροντα επιστάτη, ο οποίος τους έδωσε ένα κατάλυμα και τους υπέδειξε πλούσιες οικογένειες όπου αυτή και τα κορίτσια της θα μπορούσαν να δουλέψουν σαν οικιακοί βοηθοί. Πράγματι και οι τρεις βρήκαν τέτοια δουλειά, μάλιστα η Χανάντι βρήκε δουλειά στο σπίτι ενός εργένη αρχιμηχανικού και η Άμνα βρέθηκε να υπηρετεί στο σπίτι του αρχηγού της αστυνομίας και θεωρούσε τον εαυτό της πολύ τυχερό, γιατί εκεί υπήρχε κι ένα κοριτσάκι η Χαντίκα της ιδίας περίπου ηλικίας με αυτήν, όπου γρήγορα έγιναν φίλες. Η Χαντίκα μελετούσε στο σπίτι και είχε πολλά βιβλία που έρχονταν από το Κάιρο. Άρχισε λοιπόν να μαθαίνει να διαβάζει και η Άμνα με την βοήθεια της Χαντίκα. Επίσης η Άμνα άρχισε να βελτιώνεται και στην ομιλία της γλώσσας, γιατί η Χαντίκα μιλούσε Αιγυπτιακά, ενώ η Άμνα μιλούσε μια τραχιά διάλεκτο, που μιλούσαν οι άνθρωποι της φυλής της.

Μέσα σε τρία χρόνια η Άμνα έμαθε πάρα πολλά από την Χαντίκα, που αυτά άρχισαν να δημιουργούν ένα χάσμα με τη μητέρα της, η οποία δούλευε σ’ ένα σπίτι χαμηλόβαθμου υπαλλήλου, όπου στο σπίτι διατηρούσαν τα χαρακτηριστικά επαρχιωτών και τις συνήθειες φελάχων. Ακόμα και με την αδελφή της είχε δημιουργηθεί αυτό το χάος, γιατί το μόνο που έκανε η Χανάντι ήταν οι δουλειές του σπιτιού. Εξωτερικά η Χανάντι φαινόταν ότι πέρναγε καλά, γιατί τρεφόταν καλά και είχε αρχίσει να στρογγυλεύει. Εσωτερικά όμως παρέμεινε όπως ήταν ακαλλιέργητη επαρχιώτισσα. Δεν είχε μάθει ούτε να γράφει, ούτε να διαβάζει.

Κάθε τέλος της εβδομάδας συναντιόνταν και οι τρεις χαρούμενες και κουβέντιαζαν, όμως αυτή τη φορά που συναντήθηκαν ήταν σαν να είχαν στερέψει τα γέλια κι έβλεπαν δάκρυα να τρέχουν από τα μάτια της μάνας τους. Η Άμνα αμέσως κατάλαβε πως κάτι κακό έχει συμβεί. Την άλλη μέρα χωρίς καμία εξήγηση τους δήλωσε πως φεύγουν απ’ αυτόν τον καταραμένο τόπο. Πράγματι έφυγαν σαν κυνηγημένες, χωρίς να μπορέσει η Άμνα ν’ αποχαιρετήσει τα αφεντικά της και την Χαντίκα. Αφού περιπλανήθηκαν και περπατούσαν ατέλειωτες ώρες, η μάνα τους πρότεινε να μείνουν για να ξεκουραστούν στον ξενώνα, που διέθετε ο κοινοτάρχης, στην περιοχή που έφτασαν.  Η Χανάντι προτίμησε να πάει στην ταράτσα του σπιτιού για να κοιμηθεί και την ακολούθησε και η Άμνα. Μάταια η Άμνα προσπαθούσε να πείσει την αδελφή της να της πει, γιατί έφυγαν άρον άρον. Όμως λίγο πριν το ξημέρωμα όταν άρχισε το αηδόνι να κελαηδά η Άμνα ξύπνησε και είδε την αδελφή της κουλουριασμένη στα πόδια της. Ήταν σαν μια ασάλευτη και απελπισμένη ψυχή, μια ύπαρξη χωρίς ζωή. Σε λίγο η Χανάντι είχε στρέψει τα μάτια της προς τον ουρανό κι άρχισε να τρέμει. Από τα μάτια της έτρεχαν ποτάμι τα δάκρυα κι ανάσαινε με δυσκολία. Ενώ το πουλί εξακολουθούσε να κελαηδάει η Χανάντι της είπε τι ακριβώς της συνέβη και της είπε ότι αποφάσισε να της μιλήσει για να προσέξει εκείνη και να μην εξαπατηθεί, όπως εξαπατήθηκε αυτή, γιατί τότε κι αυτή θα βρεθεί στη θέση των αμαρτωλών.

Η Άμνα κοιτάζοντας τη μάνα τους που είχε ανέβη στην ταράτσα το ξημέρωμα, δεν ήξερε πώς να της συμπαρασταθεί, γιατί η ζωή της επιφύλαξε άλλη μια τραγωδία, που δεν ξέρει πώς να την αντιμετωπίσει. Η Άμνα τη ρώτησε πού είχαν σκοπό να πάνε φεύγοντας από τον τόπο όπου δούλευαν κι εκείνη της απάντησε, ότι έχει αποφασίσει να πάνε στο πατρικό της, διότι αφού δεν έχουν κανένα άντρα να τις υπερασπιστεί, καλύτερα να πάνε στο σπίτι της, όπου θα νιώθουν ασφάλεια.  Η Άμνα όμως της θύμισε, πως από το σπίτι της την είχαν διώξει οπότε γιατί θέλει να πάει εκεί που ουσιαστικά δεν την θέλουν. Η Ζάχρα της απάντησε ότι τώρα είναι διαφορετικό το θέμα, γιατί θα τους έβαζε προ των ευθυνών τους λέγοντάς τους, πως επειδή τις έδιωξαν έγινε αυτό το κακό και δεν υπήρχε κάποιος δικός τους άντρας να τις υπερασπιστεί. Οπότε θα το καταλάβουν, θα τις αγκαλιάσουν κι έτσι  θα νιώσουν ασφάλεια.

Η Άμνα όμως γνώριζε καλά πως δεν θα είχε καλή ζωή εκεί, γιατί ο τόπος δεν είχε τίποτα το καλό να της προσφέρει. Ήταν ένας τόπος άνυδρος, τραχύς με αδαείς  κι άξεστους κατοίκους. Εκείνη είχε γίνει πιο σοφή, πιο καρτερική κι αντιμετώπιζε τα προβλήματα με άλλη λογική από τη δική τους. Ουσιαστικά και η Χανάντι δεν ήθελε να γυρίσει πίσω. Δεν ήθελε να φύγει από εκείνο το όμορφο σπίτι με τον υπέροχο κήπο και τον πλούσιο άντρα. Σ΄ εκείνο το σπίτι είχε αφήσει την καρδιά της και εξαιτίας αυτού βρίσκονταν όλες τώρα σ’ αυτήν την αξιοθρήνητη κατάσταση. Τελικά η Χανάντι δεν έκλαιγε γι’ αυτό που είχε πάθει, αλλά γι’ αυτό που άφηνε πίσω της, την χαμένη αγάπη. Αυτή τη στιγμή ένιωθε πως κάποια δύναμη την έκανε άβουλη και δεν την άφηνε να επαναστατήσει και να πει στη μητέρα της ότι δεν θέλει να φύγει, παρά θέλει να γυρίσει στο σπίτι εκείνου του άντρα. Νιώθει ανήμπορη κι έχει παραδοθεί στη μοίρα της γνωρίζοντας, πως ό,τι όμορφο έζησε, έμεινε πίσω για πάντα. Ούτε όμως και η Άμνα ήταν σε θέση ν’ αντισταθεί, παρ’ όλο που μέσα της ένιωθε πως κάτι κακό θα συνέβαινε. Το ίδιο ένιωθε και η Χανάντι και μάλιστα είχε δει να περνάνε τρία κορίτσια από μπροστά της σαν όραμα. Κορίτσια που κάποτε χάθηκαν και δεν αναζητήθηκαν από τους δικούς τους. Η Άμνα τη συμβούλεψε να πάψει να τα σκέφτεται αυτά και να προσπαθήσει να κοιμηθεί, όμως εκείνο το βράδυ καμιά τους δεν κοιμήθηκε, γιατί ανησυχούσαν για το αύριο, που δεν ήξεραν τι θα τους φέρει.

Την επομένη το πρωί συνάντησαν τον αδελφό της μάνας τους, που είχε έρθει με τις καμήλες του για να φορτώσει εμπόρευμα, οπότε τις πήρε μαζί του για το χωριό κι έτσι δεν θα περπατούσαν με τα πόδια. Ξεκίνησαν για το χωριό, που ήταν μακριά κι έτσι το πρώτο βράδυ έμειναν στον ξενώνα του άρχοντα του χωριού, που βρέθηκαν. Το επόμενο βράδυ όμως ο αδελφός της μάνας τους δεν ήθελε να σταματήσουν πουθενά για να κοιμηθούν μόνο ήθελε να συνεχίσουν μες στο βράδυ. Λίγο πριν ξημερώσει και όταν κοντόφθαναν προς το χωριό, ξαφνικά βλέπουν την Χανάντι να πέφτει αιμόφυρτη κάτω. Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε και η λαλιά του αηδονιού. Την είχε μαχαιρώσει ο θείος της στο στήθος. Μάνα και κόρη έσκυψαν πάνω από το κορμί του κοριτσιού εμβρόντητες κι αποσβολωμένες. Πόσο αφελής  ήταν που πίστεψε πως ο αδελφός της θα τις προστάτευε. Εκείνος δεν έδινε σημασία στα λόγια και στα κλάματα της γυναίκας παρά έσκαβε για να χώσει το άψυχο σώμα του κοριτσιού και να σκεπάσει το έγκλημα. Αφού τέλειωσε ό,τι είχε να κάνει γύρισε προς τις γυναίκες και τους είπε ότι όταν φθάσουν θα πουν πως η Χανάντι δεν ταξίδεψε μαζί τους, γιατί χάθηκε στον λοιμό και θάφτηκε μαζί με τα θύματα της χολέρας.

Η Άμνα με όλα αυτά αρρώστησε, έπεσε σε λήθαργο και το μόνο που έβλεπε όταν άνοιγε τα μάτια της, ήταν η αποτρόπαιη εικόνα της δολοφονίας της Χανάντι κι όταν έπεφτε σε λήθαργο έβλεπε εφιάλτες. Όταν συνήλθε η Άμνα από την αρρώστια της το έσκασε από το σπίτι. Ήθελε να πάει κατά τη θάλασσα για να προσανατολιστεί να πάει στην πόλη όπου ήταν ευτυχισμένη. Πήγε τελικά στο σπίτι του Αρχηγού της αστυνομίας, όπου την υποδέχτηκαν καλά και η μητέρα της Χαντίκα της είπε ότι μπορεί να πιάσει δουλειά σαν να μην έφυγε ποτέ. Δεν τους είπε την αλήθεια για το θάνατο της αδελφής της, αλλά τους είπε πως αρρώστησε και πέθανε.

Η Χαντίκα την έβλεπε λυπημένη, όμως ποτέ δεν της ζήτησε να μάθει το γιατί. Από μόνη της προσπαθούσε να την κάνει να ξεχάσει τον πόνο της, διηγόντας της ιστορίες που διάβαζε, ή προσπαθούσε να της μεταδώσει γνώσεις, ώστε να κερδίσει αυτές που έχασε φεύγοντας. Άρχισε να της μιλά και για μια ξένη γλώσσα, τα Γαλλικά, που μάθαινε και μάλιστα έγινε η δασκάλα της, για να μάθει και η Άμνα τα Γαλλικά.

 

Taha Hussein

 

Σιγά σιγά άρχισε να ξεχνά τα βάσανά της και αφοσιώθηκε, μ’ ενθουσιασμό στη νέα της ζωή. Παρ’ όλα αυτά δυο πρόσωπα ήταν χαραγμένα στο μυαλό της. Αυτό της αδελφής της και του άντρα, που την αποπλάνησε και την έσπρωξε εν αγνοία του στον τραγικό θάνατο. Της είχε γίνει διακαής πόθος να μπορέσει να συναντήσει αυτόν τον άντρα, να του πει για το θάνατο της αδελφής της, που έγινε εξαιτίας της δικής του ανευθυνότητας. Της είχε γίνει εμμονή, ώστε άρχισε να παρακολουθεί τη ζωή του από μακριά και ν’ ακούει τι λέει ο κόσμος για την εργένικη ζωή του. Της είχε γίνει τόσο έμμονη ιδέα που δεν μπορούσε να ξεχωρίσει μέσα της αν τον ποθούσε ή ήθελε να τον εκδικηθεί, για το θάνατο της αδελφής της. Μέρα με τη μέρα η επιθυμία να τον γνωρίσει ήταν τόσο δυνατή, που σκεφτόταν ότι έπρεπε να φύγει από το σπίτι που δουλεύει και να πάει στο δικό του, όμως δεν ήξερε πώς έπρεπε να το κάνει. Επειδή το σπίτι που δούλευε ήταν κοντά στο δικό του, κατάφερε να γνωριστεί με τον κηπουρό που της είπε πως την Χανάντι ο κύριός του την είχε αντικαταστήσει με μια άλλη κοπέλα την Σακίνα, η οποία δεν την είχε αντικαταστήσει μόνο στις δουλειές, αλλά και στην καρδιά του αρχιμηχανικού και στην αμαρτωλή σχέση μαζί του. Τότε η Άμνα κατάλαβε πως τη Χανάντι δεν την αγάπησε ποτέ, την είχε προδώσει, οπότε έπρεπε να τον εκδικηθεί, γιατί πρέπει να τιμωρηθεί για τις συνέπειες που είχαν οι πράξεις του.

Κάποια μέρα έμαθε από τις υπηρέτριες ότι κατέφθαναν οι γονείς του αρχιμηχανικού από το Κάιρο για να παρευρεθούν στους αρραβώνες του με την Χαντίκα. Κεραυνός έπεσε στο κεφάλι της Άμνα, που δεν μπορούσε να χωνέψει πως η Χαντίκα θα έπαιρνε τη θέση της αδελφής της, δίπλα στον αρχιμηχανικό και στην προδότρα καρδιά του. Άρχισε να σκέφτεται ότι έπρεπε να σώσει την Χαντίκα απ’ αυτήν την απεχθή μοίρα, που την περίμενε δίπλα σ’ αυτόν τον ανήθικο και προδότη άντρα, που δεν σεβόταν τίποτε και δε λογάριαζε κανέναν ηθικό νόμο. Η σκέψη που της ήρθε στο μυαλό ήταν ότι αυτός ανήκε στην αδελφή της και ότι τον κληρονομάει αυτή μετά τον θάνατό της. Έτσι αποφάσισε να πάει και να πει όλη την ιστορία της αδελφής της στη μάνα της Χαντίκα γιατί όλα αυτά δεν ήθελε να τα πει στην Χαντίκα, γιατί μια τέτοια ιστορία δεν θα ταίριαζε στην αθώα ψυχή της και μάλιστα διαβεβαίωσε την κυρία της, ότι αν δεν πίστευε πως αυτός ο γάμος θα ήταν ολέθριος για την Χαντίκα και όλη την οικογένεια δεν θα έλεγε τίποτα. Στο τέλος η κυρία την αγκάλιασε και της είπε πως έσωσε το παιδί της από ένα μεγάλο κακό.

Όμως η Άμνα δεν μπορούσε να μείνει στο σπίτι, γιατί θα ένιωθε άσχημα απέναντι στην Χαντίκα, που δεν της μίλησε γι’ αυτά που ήξερε, γι’ αυτό την επομένη ημέρα έφυγε από το σπίτι. Βρήκε γρήγορα δουλειά στο σπίτι που είχε δουλέψει η μάνα της. Κάποια μέρα άκουσε από το στόμα του αφεντικού να λέει πως ο Αρχηγός της αστυνομίας με την οικογένειά του μετακομίζουν σε μια μακρινή πόλη, επειδή ματαιώθηκε ο αρραβώνας της κόρης του. Αυτό το νέο χαροποίησε την Άμνα, γιατί κατάλαβε πως τώρα που έφυγε αυτή η οικογένεια, ο δρόμος ήταν ανοιχτός για να πλησιάσει τον αρχιμηχανικό. Η ευκαιρία να την διώξουν δόθηκε όταν αυτή μπήκε στο δωμάτιο των αγοριών της οικογένειας και διάλεξε ένα βιβλίο το «χίλιες και μια νύχτες» για να το διαβάσει. Εκείνη την ώρα μπήκε και ο πατέρας των παιδιών για να δει τα επιστημονικά βιβλία που διαβάζουν οι γιοί του. Όταν πήρε στα χέρια του αυτό τα βιβλίο έγινε έξω φρενών λέγοντας πως οι γιοι του σπαταλούν το χρόνο τους  για να διαβάζουν τέτοια βιβλία, αντί να διαβάζουν τα επιστημονικά τους βιβλία. Είχε νευριάσει τόσο, που την έδιωξε αμέσως από το σπίτι.

Ήταν πολύ τυχερή όμως γιατί αμέσως σχεδόν έμαθε ότι ο αρχιμηχανικός ζητούσε υπηρέτρια. Έτσι βρέθηκε στο σπίτι του αρχιμηχανικού, που την κοίταγε από πάνω ως κάτω σαν να ήταν εμπόρευμα που επρόκειτο να το αγοράσει. Μάλιστα άλλαξε και το όνομά της και λεγόταν Σόαντ. Το ίδιο βράδυ την πλησίασε, αλλά αυτή πετάχτηκε και της είπε πως δεν περίμενε να την βρει ξύπνια. Εκείνη του απάντησε ότι έμεινε ξύπνια περιμένοντάς τον μήπως και την χρειαζόταν. Στο πρόσωπό της διαγραφόταν μια σεμνότητα, που αποδυνάμωνε την πρόθεση του άλλου, χωρίς όμως να ακυρώνει την προσδοκία του. Κάθε μέρα ο αρχιμηχανικός έφευγε για τη δουλειά, όταν επέστρεφε ξεκινούσε το παιχνίδι, αλλά αυτή εύρισκε ευκαιρίες και ξέφευγε. Τότε τα μάτια του γέμιζαν άλλοτε μοχθηρία και άλλοτε υποχωρητικότητα, κατανόηση και καρτερία. Κάθε πρωί υποδεχόταν τον αφέντη της μ’ ένα χαμόγελο όλο υπόσχεση, του πήγαινε στο κρεβάτι λίγα φρούτα και τα μάτια του την κοίταζαν ανάμεσα στη χαρά και την κατήφεια, ανάμεσα στην ελπίδα και την απελπισία, στην υπόσχεση και στον φόβο, στον ερωτικό πόθο και στην παραίτηση από τις σαρκικές επιθυμίες. Τον πλησίαζε με τον δίσκο σαν να μην έβλεπε και σαν να μην καταλάβαινε τίποτα. Έβλεπε πως είχε δημιουργήσει ένα κλίμα νοσηρό, χυδαίο μέσα στο οποίο ζούσε βράδυ και πρωί. Δεν ήξερε πού θα κατάληγε όλο αυτό το παιχνίδι.

Κάθε πρωί ξυπνούσε η Σόαντ με μοναδικό σκοπό να τον υποτάξει, να τον ταπεινώσει μέχρι να συρθεί πάλι στα πόδια της, μόνο και μόνο να τον αφήσει έπειτα έρμαιο της απελπισίας του. Το βράδυ έμενε ξάγρυπνη για να τον προκαλέσει με τα θέλγητρά της κι έπειτα τον άφηνε και πάλι στα κρύα του λουτρού. Αυτή τον σκεφτόταν πότε με αίσθημα συμπάθειας, γεμάτο μεταμέλεια και πότε με αίσθημα πικρό γεμάτο εκδίκηση. Κάποια στιγμή φοβούμενη μην την διώξει, πήγε μόνη της εκλιπαρώντας τον έρωτά του και ότι δεν θα του αντιστεκόταν πια σε ό,τι κι αν της ζητούσε. Όμως τώρα ήταν αυτουνού η σειρά να αρνηθεί και να της δηλώσει πως δεν ήθελε τίποτα πια απ’ αυτήν. Τώρα άρχισε να τον βλέπει σαν εχθρό που ήθελε να την κατατροπώσει κι έτσι αποφάσισε να τον νικήσει αυτή πριν προλάβει αυτός. Αυτός άρχισε να την προστάζει κι αυτή παράκουε κι όταν την καλόπιανε αυτή τον αντιμετώπιζε με υπεροψία. Όταν μαλάκωνε εκείνος, εκείνη σκλήραινε. Στο τέλος αυτός παραδέχτηκε πως δεν αντέχει άλλο αυτόν τον πόλεμο ανάμεσά τους και ότι όλα πρέπει να τελειώσουν. Άλλωστε και η Σόαντ είχε κουραστεί σ’ αυτόν τον πόλεμο και ήταν έτοιμη να  παραιτηθεί. Την είχε εξαντλήσει η εχθρότητα. Μάλιστα αν έφευγε τώρα θα ήταν θριαμβεύτρια, αφού είχε καταφέρει να αντισταθεί στη γοητεία αυτού του νέου.

 

 

Τελικά δεν την άφησε να φύγει όμως η ζωή τους ήταν όπως πρώτα, παραπαίοντας ανάμεσα στην οργή και στην συγχώρεση, χωρίς να βρίσκουν κάποια διέξοδο. Η Σόαντ όμως είχε καταλάβει ότι ο αφέντης ήταν τώρα ερωτευμένος μαζί της, γιατί δεν μπορούσε να ζήσει ούτε στιγμή χωρίς αυτήν. Εκείνο όμως που διαπίστωσε και η ίδια ήταν ότι κι αυτή τον αγαπούσε και δεν μπορούσε να ζήσει μακριά του.

Ο άντρας όμως τώρα είχε αλλάξει ριζικά. Είχε γίνει αβρός, ανεκτικός και αντιμετώπιζε την άρνηση με αξιοπρέπεια. Όμως του ήρθε μία μετάθεση για το Κάιρο κι έπρεπε ή να χωρίσουν, ή αν ήθελε να πήγαινε μαζί του. Η Σόαντ δέχτηκε, αλλά καταλάβαινε πως τον ακολουθεί σαν δούλα, που ακολουθεί τον αφέντη της. Είχε ήδη καταλάβει ότι αυτός είχε πάψει να την κοιτάζει με επιθυμία και προσμονή και πως η σχέση τους έγινε μία αθώα σχέση.

Πήγαν να μείνουν στο σπίτι των γονιών του και οι γονείς του την αντιμετώπιζαν με καλοσύνη κι εκείνος άρχισε να την αντιμετωπίζει σαν έναν επιστήθιο φίλο κι όχι σαν δούλο. Της έδειχνε συμπάθεια κι εμπιστοσύνη και συζητούσαν θέματα που τον απασχολούσαν. Βρήκαν την γαλήνη στην ανακωχή κι έζησαν μαζί ειρηνικά χωρίς κανείς να μπορεί να αποχωριστεί τον άλλον.

Κάποια στιγμή μάλιστα κατηγόρησε τον εαυτό του αποδίδοντας ευθύνες για την άλλοτε ανήθικη συμπεριφορά του, γι’ αυτό πήγε στο Κάιρο για μια καινούρια αρχή. Το Κάιρο προσφερόταν για διασκέδαση και οι πειρασμοί ήταν πολλοί, όμως αυτός επέλεγε μετά τη δουλειά να γυρίζει αμέσως σπίτι και να μένει εκεί αντί να πηγαίνει για διασκέδαση. Κάποια μέρα μάλιστα την κάλεσε στο δωμάτιό του και της ζήτησε να τον παντρευτεί, λέγοντάς της πως η διαφορά της κοινωνικής τους τάξης δεν έχει σημασία ούτε γι’ αυτόν, αλλά ούτε και για τους γονείς του. Εκείνη όμως του του απάντησε αρνητικά εξαιτίας κάποιας καταδίκης και άρχισε να του διηγείται την ιστορία της αδελφής της και το ότι η ίδια είχε πάει στο σπίτι του, γιατί ζητούσε εκδίκηση.

Εκείνος τότε της απάντησε ότι εξακολουθεί να την θέλει για γυναίκα του, εκτός κι αν αυτή επιμένει στην εκδίκηση. Η απάντησή της τελικά ήταν ότι αφού ο καθένας μόνος του δεν μπορεί να σηκώσει αυτό το βάρος, ας το σηκώσουν μαζί. Η συζήτηση όμως διακόπηκε, γιατί εκείνη τη στιγμή ακούστηκε η λαλιά του αηδονιού, που δάκρυσε η Σόαντ κι εκείνος είπε δυνατά: «άραγε η φωνή του αηδονιού αντήχησε όπως αντηχεί τώρα, την ώρα που δολοφονήθηκε η Χανάντι σ’ εκείνη την ερημιά;»

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top