Fractal

Επαναπατριζόμενοι στα ημεδαπά και αλλοδαπά του «καταυλισμού» παροίκων και παρεπιδημούντων (Δείγματα γραφής μιας οργασμικής ποιητικής μέθεξης)

Γράφει ο δρ Γιάννης Βασιλακάκος // *

 

 

 

Γιώργος Βέης «Καταυλισμός», εκδ. Ύψιλον, 2023

 

Η λέξη με την οποία τιτλοφορείται η τελευταία, 15η ποιητική συλλογή του Γιώργου Βέη (εκδ. Ύψιλον, 2023), δεν είναι καθόλου τυχαία. Διότι προσδιορίζει, εκ προοιμίου, το γενικότερο πλαίσιο της θεματικής της, αλλά και προεκτείνει την κυριολεκτική σημασία της. Έτσι, συνεκδοχικά, η «πρόχειρη, προσωρινή διαμονή, εγκατάσταση ή κατασκήνωση σε σκηνές, ή άλλα προσωρινά καταλύματα στην ύπαιθρο» (κατά τα λεξικά), υπαινίσσεται: Πρώτον, τη φιλοξενία και το εφήμερο του ανθρώπινου βίου στον γήινο «καταυλισμό» (φύση). Δεύτερον, την κατ’ επέκτασιν συνακόλουθη «περίθαλψη» των αναξιοπαθούντων (ανέστιων) κατοίκων στον φιλόξενο καταυλισμό του «πράσινου πλανήτη» μας. Ο καταυλισμός-δάσος του Βέη είναι μια μεγάλη ζεστή αγκαλιά, έτοιμη να φιλοξενήσει όλους ανεξαιρέτως τους περαστικούς απ’ αυτό τον κόσμο. Με τον ποιητή, ως παρατηρητή αλλά και συμμέτοχο, να μας «ξεναγεί», κατοπτεύοντας καλειδοσκοπικά και απαθανατίζοντας ως «καλός φωτογράφος» (σ. 63) διάφορα στιγμιότυπα τούτης της εγκαταβίωσης στον κόσμο, τον «μικρό τον μέγα». Ως καταπίστευμα για το παρόν και το μέλλον.

Στις ανά τον κόσμο περιηγητικές του εξορμήσεις, ο ποιητής επιδίδεται στη σύλληψη στιγμών τις οποίες ανατέμνει, προκειμένου να εντοπίσει κι αποκαλύψει (μέσω των μαγικών αλχημειών και των λέξεων-φετίχ) τον κρυμμένο θησαυρό – τον πυρήνα της ουσίας και αλήθειας τους. Μεταλλάσσοντας τα «γράμματα, τις συλλαβές και τις λέξεις» σε υλικά αντικείμενα-«σποράκια» (τα οποία, εν συνεχεία, μεταμορφώνονται σε «ένα σώμα / από ιδέα και νερό», κι εκπληρώνοντας την προτροπή «σουσάμι άνοιξε!»), το εν λόγω «σώμα» μεταβάλλεται… θαυματουργικά σε «σουσάμι σοφό», υπαινισσόμενος τον Αλί Μπαμπά και τους σαράντα κλέφτες («Μια χούφτα σησαμόσποροι», σ. 15). Κι ακόμη, επιδιώκει να ανιχνεύσει τις συνιστώσες των δεσμών μεταξύ ανθρώπου-φύσης και τις δυνατότητες επικοινωνίας και αρμονικής συγκατοίκησης-συνύπαρξής τους. Ο ποιητής, μέσω της οικείας, απτής πραγματικότητας, καταδύεται σε μια βυθομέτρηση («σκύβοντας κάθε φορά να δω / να πάρω τα μυστικά του [των βάτων]») όσον αφορά την αναμέτρηση του ανθρώπου με το χρόνο και τη μνήμη («ναι, εδώ μας συντηρεί προς το παρόν / η πίστη π.χ. στο χώμα / η πίστη στο παρελθόν / οι σβόλοι της μνήμης παντού»), αλλά και τη μοίρα («ό,τι και να κάνουμε, δεν τελειώνουν / όμως το νερό παραμένει σταθερά η αθανασία» («Εξάρτηση», σ. 12). Και όλα αυτά, συναρτώμενα πάντα με την προβληματική βιοτή του, προκειμένου να μας μυήσει στα μυστικά και μυστήρια της φύσης, του κόσμου (μας) και της ύπαρξης.

Στα ποιήματα του Βέη τονίζεται η έννοια του χρόνου, της μοίρας και το πεπερασμένο του ανθρώπου και της χοϊκής του ύπαρξης, το εφήμερο των γήινων πραγμάτων και το εύθραυστο της ανθρώπινης κατάστασης. Επιπροσθέτως, η υπεροψία του ανθρώπου («Βερολίνο, οι φλαμουριές», σ. 60) και η ψευδαίσθηση της υπεροχής του έναντι των άλλων δημιουργημάτων της φύσης (παρόλο που «τα όντα θέλουν βλέμμα / κι εμείς σπανίως έχουμε κάτι τις», «Ο ποιμένας του άδολου», σ. 19), τα οποία εκλαμβάνονται ως υποδεέστερα . Στο ποίημα π.χ. «Με τον αμπελοσαλίγκαρο» (σ. 27), τονίζεται η ανωτερότητα ενός μαλακίου, επειδή διαθέτει αρετές υπό εξαφάνιση στο υλιστικό ανθρώπινο γένος. Έστω κι αν οι άνθρωποι το θεωρούν ως κατώτερη μορφή ζωής.  Κάτι που αντανακλάται στο ενδιαφέρον του να γνωρίσει τον ποιητή για «να με μάθει, να δει τι κάνω / – κυρίως τι σκέφτομαι τώρα – / […] δηλώνοντας κιόλας φιλία / […] όχι την εφήμερη βέβαια, αλλά εκείνη του είδους του / που μάλλον θα υπάρχει ακόμη στα χωράφια του / όταν όλοι εμείς θα έχουμε τελειώσει». Κι αν τον διδάσκει κάτι, είναι ότι «η μνήμη σημαίνει υπεροχή του φωτός» (ό.π.). Σε αυτά τα συμφραζόμενα ο χρόνος λειτουργεί ως οδοδείκτης, όσον αφορά τη λειτουργία του ανθρώπου και των πραγμάτων που εγκιβωτίζονται μέσα στη φύση. Συνεπώς, αν ο άνθρωπος επιθυμεί να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων και να ξεφύγει απ’ τη νοσηρή κατάσταση του «περίκλειστου κόσμου [όπου δεν υπάρχει] ούτε ένα εκατοστό του μέτρου / ελεύθερο από πλάνη, απάτη, απειλή» (κατά τον «νεαρό φιλόλογο) ο οποίος αποπνέει σκέτη νοσηρότητα, όπως διαπιστώνουν οι μαθητές («οι μαθητές κατάλαβαν αρρώστια», «Σαρκοφάγος», σ. 28), τότε οφείλει να ανακαλύψει και μιμηθεί τη σοφία της φύσης και τις συντεταγμένες της.

Δηλαδή να αποβάλει την αυτοκαταστροφική υπεροψία του και να παραδεχτεί την – σε πολλά – ανωτερότητα των άλλων άλογων όντων της φύσης. Όπως των πουλιών, για παράδειγμα, τα οποία διαθέτουν την έμφυτη ικανότητα να προβλέπουν μια επικείμενη «καταιγίδα» και να αυτοπροστατεύονται (όπως η «κίσσα» που βιάζεται να πάει στη «φωλιά της»), εν αντιθέσει με τα έλλογα όντα που «περπατούν χωρίς ομπρέλες / χωρίς καν το πολύτιμο προαίσθημα της πτώσης» («Προς τον Παγώνδα», σσ. 54-55).

Να μιμηθεί και διδαχτεί απ’ τις αρετές και τη σοφία του «γίββωνα»: «Διότι πρόλαβε να δει βρέφος την αλήθεια / νήπιο σοφίας / […] ένιωσε την πείρα της φυλής του / […] μίλησε κι αυτός γρήγορα, σχεδόν αμέσως / όπως κι όλοι οι άλλοι της ομάδας του / σαν από πριν εγγονάκι του λόγου» («Η μελαγχολία στα μάτια του γίββωνα», σ. 67).

Να αφουγκραστεί, τέλος, το παράπονο που εκφράζουν τα «άγρια μανουσάκια» για «τα χαμηλά του κόσμου ένστικτα»  και για τους «πρόκριτους και μινίστρους [τους] ελεεινούς […] που με ξεκλήρισαν πριν την ώρα μου» («Στ’ άγρια μανουσάκια», σ. 25).

Το θεματικό ρεπερτόριο του Βέη στην ποίηση (όπως και στη πεζογραφία του άλλωστε) είναι λίγο-πολύ γνωστό σε όσους παρακολουθούν το έργο του.

Τα ποιήματα της παρούσας συλλογής προκύπτουν, βέβαια, από διαφορετικά ερεθίσματα, αλλά τα συνέχει ένας ενιαίος ιστός, ένας κοινός “ομφάλιος λώρος”, και τα διέπει μια κοινή στόχευση. Συγκεκριμένα, στον «Καταυλισμό» οι θεματικές του αναζητήσεις περιστρέφονται σχεδόν μονομανιακά γύρω από τα προσφιλή του θέματα: Την αγάπη για το φυσικό περιβάλλον (την πανίδα και χλωρίδα), τις συνιστώσες του και την αποκρυπτογράφησή του («Ανεμότρατα», σ. 77). Τη διακειμενικότητα, τις αναφορές και παραπομπές του σε παραδόσεις, κουλτούρες και χρονικές περιόδους χωρών στις οποίες έζησε κι εργάστηκε – με ιδιαίτερη μνεία σε αυτές της Άπω Ανατολής. Απ’ τις τελευταίες, μάλιστα, υιοθετεί ποιητικές πρακτικές και τεχνοτροπίες, όπως λ.χ. τον αφαιρετικό, επιγραμματικό στοχαστικό λόγο, τα χάϊκού («Τηγάνι», σσ. 48-52), τα ιερογλυφικά και την αποκρυπτογράφησή τους, ή πώς να μην φοβόμαστε, ούτε να ξορκίζουμε τις λέξεις αλλά να τις αγαπάμε, να τις εμπιστευόμαστε και να συνεργαζόμαστε μαζί τους («Ικρίωμα», σ. 24).

Η παθολογική λατρεία του ποιητή με τη φύση και η στενή του σχέση, οικειότητα και σχεδόν λεπιδοπτερολογική γνώση με την πανίδα και χλωρίδα της  (δεσπόζων στοιχείο της συλλογής) δεν είναι απότοκο ενός ρομαντικού φυσιολάτρη, αλλά προϊόν ενός έντονου υπαρξιακού προβληματισμού. Προϊόν μιας βαθύτερης οικολογικής συνείδησης η οποία δεν περιορίζεται σ’ έναν καταγγελτικό λόγο, αλλά εδράζεται στην αγωνία του για ένα ενδεχόμενο οικολογικό ολοκαύτωμα. Και αυτόν τον οικολογικό καρπό μαθητείας, γνώσης και σοφίας, ή την «εγκαυστική των παθημάτων / [που] Δεν χάνεται όμως μέσα στα κύτταρά μας» («Όχι, ποτέ ξανά», σ. 20) που έχει αποκτήσει από τις «ξεναγήσεις» του, επιχειρεί να τον μεταδώσει κι ενσταλάξει και στους αναγνώστες του ανιδιοτελώς. Στοχαστικά, νηφάλια και αβίαστα, χωρίς να καταφεύγει σε οιεσδήποτε προπαγανδιστικές πομφόλυγες ή μανιφέστα, ακόμη κι όταν, ενίοτε, δίνεται αυτή η εντύπωση (για την καταστροφή των δασών λ.χ. αποφαίνεται: «[…] εκείνα όμως θα υπάρχουν. // Είναι η ίδια η αιωνιότητα / έξω από μας», «Η βεβαιότητα των δασών», σ. 14). Διότι έγνοια του ποιητή δεν είναι ο προσηλυτισμός και η πλύση εγκεφάλου, αλλά ο υγιής διαφωτισμός και η αφύπνιση. Ότι, στον «καταυλισμό», οι μέτοχοι μπορούν να υπερβούν τα υπερφίαλα πάθη τους  και, συμπορευόμενοι (μέσω της επαφής και μέθεξης με τη φύση),  να ζήσουν σ’ ένα κοινόβιο, με κοινά βιώματα και κοινή ματιά, που θα τους επιτρέψει να δουν, χωρίς παρωπίδες, πέρα απ’ τα εγκόσμια. Συγκεκριμένα, ότι μπορούν και οφείλουν να συμβιώνουν αρμονικά, συνδιαλεγόμενοι με τις υπόλοιπες υπάρξεις του ζωικού και φυτικού βασιλείου (δέντρα, ζώα, πτηνά, ερπετά κλπ.) και γενικότερα της κτίσης («Να, εδώ μόνο εδώ», σ. 83). Ουσιαστικά, δηλαδή, πρόκειται για μια πρόταση συστράτευσης σ’ έναν «επαναπατρισμό». Άλλωστε, διόλου τυχαίος δεν είναι ο ομώνυμος τίτλος του πρώτου και σημαντικότερου ίσως ποιήματος της συλλογής (που, κατά τη γνώμη μου θα ήταν ο καταλληλότερος για να την κοσμήσει), αφού καίρια και αδρομερώς συγκεφαλαιώνει όλα τα ποιήματά της. Ας το δούμε εκ του σύνεγγυς.

Στην πρώτη στροφή ο ποιητής, χρησιμοποιεί ως εφαλτήριο κάποιες ωμές, πραγματολογικές διαπιστώσεις (από τη θέα και αναπαράσταση ενός εξωτερικού τοπίου, το οποίο λειτουργεί ως φόντο για τους συνακόλουθους στοχασμούς του). Έτσι που, στη δεύτερη στροφή, επιχειρεί ένα είδος απομάγευσης της όλης εκστατικότητας κι ευφορίας της στιγμής, αλλά και νοηματοδότησης όσων συνθέτουν αυτή τη μυστηριώδη μαγεία του σκηνικού. Ο όλος προβληματισμός εδώ δεν εστιάζεται τόσο στην αποκρυπτογράφηση της θέας του εξωτερικού κόσμου (αφού έχει προηγηθεί μια κοπιώδης εξοικείωση μαζί του) όσο στην επαπειλούμενη αβεβαιότητα του (ζοφερού) αύριο, το οποίο ενδέχεται να καταστρέψει τη μαγεία του παρόντος: «Τα βλέπω ξανά όλα αυτά / αλλά εσύ πού ακριβώς να είσαι τώρα πια / και πώς να δέσουν άραγε όλα μαζί / που μάθαμε ως σήμερα με τόσο κόπο / με όσα μας περιμένουν από αύριο» («Επαναπατρισμός», σ. 11).

 

Γιώργος Βέης

 

Η τρίτη και τελευταία στροφή έρχεται, ωστόσο, να ξεδιαλύνει τις παραπάνω απορίες, καθώς διαπιστώνουμε πως ο ποιητής: (i) Συνδιαλέγεται με τον εαυτό του πάνω στο σαγηνευτικό αίνιγμα της ζωής – όχι «δι εσόπτρου εν αινίγματι, αλλά  «πρόσωπον προς πρόσωπον…» (Απ. Παύλος «Προς Κορινθίους» Α΄ 13). (ii) Τα ορώμενα δεν είναι προϊόν εξωτερικής θέασης αλλά εσωτερικής ενδοσκόπησης (αφού ο ποιητής ξαναβλέπει το ίδιο σκηνικό). (iii) Τα στοχαζόμενα δεν είναι έκβαση των ορωμένων αλλά των «αναμνήσεών» του. (iv) Ο «επαναπατρισμός» του ποιητή δεν είναι κυριολεκτικός αλλά μεταφορικός ή, ακριβέστερα, υπερβατικός (του υπεραισθητού του κόσμου, πέρα των ορίων της εμπειρικής κατάστασης). Ως εκ τούτου, το ποιητικό στερέωμα του Βέη μπορεί να είναι η μάνα γη, αλλά το βλέμμα, η ψυχή και η ενατένισή του είναι σταθερά στραμμένα προς τον ουρανό («[…] μονοπάτι [στο δάσος] πολύτιμο, κατευθείαν μας πάει / στον ουρανό», «Μετά την εκδρομή», σ. 13), έτσι που το ενθάδε και το επέκεινα να συνδιαλέγονται. Συνεπώς, ο ποιητής δεν «επαναπατρίζεται» κάπου – σ’ ένα συγκεκριμένο τόπο ή χώρο αλλά, μέσω της μυστικής αλχημείας του εσωτερισμού, επανεπισκέπτεται τη μόνη αληθινή πατρίδα, την εσωτερική «χώρα» που ο κάθε άνθρωπος (ιδίως ο δημιουργός-ποιητής) κουβαλά μέσα του. Δηλαδή την πλατωνική – την άφθαρτη και ιδεατή, την ουτοπική. Αυτή που είναι εκτός τόπου και χρόνου, την εξωπραγματική, αλλά που είναι πιο πραγματική απ’ την πραγματική, αφού είναι πατρίδα του πνεύματος και της ψυχής, άρα αληθινή, ζωντανή και θρεψιγόνα. (v) Τελικά οι όποιες αμφιβολίες, αβεβαιότητες και τα άγχη αίρονται, και η νοηματοδότηση του αινιγματικού κοσμικού θαύματος επιτελείται με το μαγικό ραβδάκι της ίδιας της κτίσης (του φυσικού περιβάλλοντος) η οποία θεραπεύει και αποκαθιστά τα πάντα, όπως αποφαίνεται καταφατικά η τρίτη και τελευταία στροφή: «Ένα ζευγάρι πέρδικες / από την πατρίδα των αναμνήσεων / κοντοστέκονται, δείχνουν αμέσως ουρανό / όλες οι σημασίες βέβαια στ’ αγκάθια / στ’ αγριόχορτα οι αλήθειες» (σ. 11). Επιμύθιο: Ο τόπος είναι μνήμα – ο ου τόπος μνήμη.

Η παρούσα ποιητική συλλογή κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για μια μέλλουσα εφιαλτική αποκάλυψη-συντέλεια. Αυτή προαναγγέλλεται «γνέφοντας [από μια] σκιουρίνα», με την «υπόμνηση / της αλλαγής του αιώνα σε στάχτη / σε απόλυτη στάχτη των χαμένων ευκαιριών / στην αυτοκρατορία της  προδοσίας» («Το τετράδιο του καιρού», σ. 39). Ωστόσο, δεν πανικοβάλλει⸱ απλώς προειδοποιεί για το αβέβαιο μέλλον «μέσα στους χειμώνες που μας περιμένουν» και την «πορεία δίπλα ακριβώς στο χάος», αντλώντας κουράγιο κι «ελπίδα» απ’ το «αγκάλιασμα ενός κορμού» («Η καρποφορία της λωτιάς», σ. 16). Ωστόσο, το μήνυμα του ποιητή είναι περισσότερο σωτηριολογικό και λιγότερο εσχατολογικό, καθώς εστιάζεται στην πεποίθησή του ότι η φυσική τάξη των πραγμάτων (το σωστό, το δίκαιο και η λογική της αυτοσυντήρησης) θα επικρατήσει, επιφέροντας την τελική νίκη έναντι της παραφροσύνης (του αλαζονικού ανθρωποκεντρισμού, του εγωισμού, της φιλαυτίας) και του χάους.

Η πεμπτουσία, συνεπώς, της παρούσας συλλογής έγκειται στο ελπιδοφόρο μήνυμα ότι ο άνθρωπος μπορεί να διακρίνει το καλό από το κακό,  την ομορφιά από την ασχήμια, την αλήθεια από το ψεύδος, το γνήσιο από το κάλπικο, και τη σωτηρία από έναν επαπειλούμενο «αφανισμό / που αν θέλει όμως / ξέρει να μας περιμένει / και σε απόσταση αναπνοής» («Ικρίωμα», σ. 24) και, άρα, μπορεί να κάνει τις σωστές επιλογές (και να επιβιώσει εντός της κιβωτού του προτεινόμενου «Καταυλισμού»). Η ελπίδα αυτή βέβαια δεν είναι απροϋπόθετη, αλλά υπό την αίρεση ότι ο άνθρωπος, ως έλλογο ον, θα έχει στο μεταξύ ανανήψει και ανακτήσει τα απαραίτητα ηθικά εργαλεία, τα οποία θα του επιτρέψουν να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων. Για να επιβιώσει ενός ενδεχόμενου «κατακλυσμού» που φέρει την «υπογραφή του κακού [καθώς οι άνθρωποι είναι] δέσμιοι της κάθε ώρας, σκλάβοι της νύχτας / […] μια απειλή εκεί έξω / ένας μίμος του θανάτου είναι / […] αποκλεισμένοι μέσα στο όνειρο του τίποτα» («Χωρίς δόξα», σ. 31).

Αυτήν ακριβώς τη συμπαντική σοφία της κοσμικής τάξης έρχεται να τεκμηριώσει με το δείγμα γραφής της ο ποιητικός «κόσμος» του Βέη στον «Καταυλισμό». Με τις πολυπρισματικές καταγραφές-περιγραφές ενός διηνεκούς ταξιδιού εντός κι εκτός Ελλάδος, όπου υπάρχει μια αέναη διαδοχή, εναλλαγή, διασταύρωση και διαπλοκή: αναμνήσεων, φιλοσοφικών στοχασμών, τόπων, τοπίων, χώρων και χωρών. Παράλληλα με την ιστορία, τη λαογραφία, την παράδοση, τους μύθους, την τέχνη και τον πολιτισμό τους. Και όλα αυτά φιλτραρισμένα μέσα από την ερμηνεία και αποτίμηση της διεισδυτικής του ματιάς, η οποία εστιάζεται σε οτιδήποτε (σημαντικό ή ασήμαντο) θεωρεί  ενδιαφέρον για τις ανάγκες της εκάστοτε εποπτικής στιγμής.

Κατ’ αυτό τον τρόπο καθιστά τα αλλοδαπά (άγνωστα, δυσπρόσιτα και ανοίκεια), οικεία στον Έλληνα αναγνώστη, αλλά και τα ημεδαπά γνωστότερα («Ελευσίνα», σ. 72) έτσι που να ταυτίζεται ευκολότερα μαζί τους. Κι ακόμη, με την εναρμόνιση μορφής και περιεχομένου. Με τη δύναμη, δυναμική κι ενέργεια των χαμηλών τόνων του λεκτικού παιγνιδιού και των ευρηματικών λέξεων. Με το απέριττο ύφος αλλά και ήθος του δημιουργού. Με την ποιότητα, αμεσότητα και αλήθεια του λόγου του. Με τις απλές ποιητικές αναπαραστάσεις, την εικονοπλαστική δύναμη και κινηματογραφική τους διάσταση. Με τη στοχαστικότητα, νηφαλιότητα, λιτότητα κι επιτυχή συνύπαρξη των παραπάνω στοιχείων. «Όλοι αυτοί οι οργασμοί [που] είναι το πνεύμα» ή μετ-ουσιώνονται σε πνεύμα μέσω της γλώσσας [και που] «τώρα όλα [θέλεις] να σ’ τα δώσει» («Ο δρόμος για το πορφυρό ρήμα της αυγής», σ. 17). Η πανδαισία όλων των ανωτέρω στοιχείων αντικατοπτρίζουν υποδειγματικά το αντίστοιχο (στην ευταξία της φύσης) αρμονικό πρότυπο της ποίησης του Βέη, απαύγασμα της οποίας είναι η μέθεξη.

 

 

* Ο Δρ Γιάννης Βασιλακάκος είναι πανεπιστημιακός (νεοελληνιστής), συγγραφέας, κριτικός και μεταφραστής λογοτεχνίας. Το τελευταίο του βιβλίο τιτλοφορείται: «Το ανεμογκάστρι: Αποδελτιώνοντας τη συντέλεια του κόσμου (Μαρτυρίες)», εκδ. Οδός Πανός, Αθήνα 2023.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top