Fractal

Επαναλαμβανόμενη ελεγεία στη χαμένη μας νιότη

Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη //

 

Μένης Κουμανταρέας, “Η κυρία Κούλα”. Εκδόσεις Πατάκη, 2017. Αθήνα

 

Τι θα μπορούσε, λοιπόν, να προσφέρει στις μέρες μας, η  ‘Κυρία Κούλα’ του Μένη Κουμανταρέα, θα αναρωτηθεί ένας καινούργιος αναγνώστης του συγκεκριμένου κειμένου, αλλά και εκείνος που είχε κάποτε διαβάσει το συγκεκριμένο βιβλίο. Για τους περισσότερους βεβαίως και κυρίως για τους μεγαλύτερους σε ηλικία, παραπέμπει στην Αθήνα της δεκαετίας του 1970. Μια ολιγοσέλιδη νουβέλα που σκιαγραφεί την πρωτεύουσα και τη ζωή των κατοίκων της προς το τέλος της επταετούς δικτατορίας και την αρχή της μεταπολίτευσης.  Ο Μένης Κουμανταρέας, δεν παραπλέει τριγύρω από το στόχο του, ούτε περιπλανάται ασκόπως στο κείμενο. Εστιάζεται κατευθείαν εκεί όπου αποσκοπεί, τουτέστιν στους δύο πρωταγωνιστές του βιβλίου του. Απαραίτητο μοτίβο και υπόβαθρο, όπως πάντα, άλλωστε, η πόλη της Αθήνας, η οποία ως γνωστόν βρίσκεται πανταχού παρούσα σε όλα σχεδόν τα βιβλία του. Η αφήγηση  φαινομενικά απλή, αλλά ξεκάθαρη και εστιασμένη, αφήνει πίσω τα καθιερωμένα της εποχής και εισέρχεται σε εκείνα που διαδραματίζονται στην καθημερινότητα της  πολυπληθούς πόλης, αλλά κυρίως όλων εκείνων που λαμβάνουν χώρα πίσω από τις κουρτίνες, στα παρασκήνια.

Η υπόθεση της ιστορίας δεν είναι ασυνήθιστη, ούτε περίεργη. Το αντίθετο, μάλιστα. Αφόρητα τετριμμένη. Η ‘Κυρία Κούλα’ είναι μια γυναίκα σαραντάρα,  καλοφτιαγμένη, αλλά στα πρόθυρα της κλιμακτηρίου, παντρεμένη από καιρό, με δύο κόρες που βρίσκονται στην εφηβεία. Διαμένει στο ευγενές προάστιο της Κηφισιάς και καθημερινά ταξιδεύει με τη γνωστή γραμμή του ηλεκτρικού σιδηρόδρομου  στο Μοναστηράκι, όπου βρίσκεται και η Εφορία όπου δουλεύει. Τα δρομολόγια είναι σχεδόν τυποποιημένα από χρονικής σκοπιάς, αφού και το ωράριο του γραφείου της δημόσιας υπηρεσίας, σταθερό.  Κάθε φορά, που μπαίνει στον  ηλεκτρικό, συναντά ένα νεαρό, γύρω στα είκοσι, με μακρυά μαλλιά, πουλόβερ ζιβάγκο  και παντελόνια καμπάνα, μια συνηθισμένη εμφάνιση και  αρκετά αναγνωρίσιμο ύφος των νεαρών της εποχής της δεκαετίας του ’70. Το όνομά του, Μίμης. Σπουδαστής σε κάποια πολλά υποσχόμενη για την εποχή, σχολή. Αρχικά, επιτελείται η απλή και διερευνητική ανταλλαγή βλεμμάτων, αλλά η καθημερινή τους συνάντηση με την πάροδο του παντοδύναμου χρόνου, καταλήγει σε ένα ειδύλλιο, καθ’ όλα αθώο στην αρχή που περιορίζεται σε αλληλοενημέρωση για την τετριμμένη καθημερινότητα του καθενός. Όταν περνάει όμως ο καιρός, όμως, η υπόθεση οδεύει και εξελίσσεται πλέον στην γκαρσονιέρα του νεαρού, κοντά στον Άγιο Νικόλαο. Παρά το πάθος, η σχέση ανάμεσά τους, προοιωνίζεται πεπερασμένη. Άλλωστε εκείνη, από  τη μια μεριά,  δεν φαίνεται διατεθειμένη να απωλέσει το σύνολο των  τα πλεονεκτημάτων που της προσφέρει ο γάμος της, έστω εκείνος ο συμβατικός, όσα επιθυμούσε στην πραγματικότητα μια γυναίκα της εποχής της,  τουτέστιν ένα σύζυγο, γάμο, παιδιά, δρομολογημένη ζωή χωρίς πολλές – πολλές εξάρσεις, υφέσεις και ανατροπές. Εκείνος, πάλι, μέσω αυτής της σχέσης, μία από τις πολλές κατακτήσεις του, αυξάνει τις απαραίτητες εμπειρίες του και πλουτίζει την πείρα του, ερχόμενος σε επαφή και με κάποιες γυναίκες μεγαλύτερες σε ηλικία και φυσικά  εμπειρότερες, σε πολλές εκφάνσεις και δραστηριότητες της ζωής, από αυτόν.  Η κυρία Κούλα παρασύρεται, σε μια προσπάθεια να ξεφύγει από τη θλιβερή καθημερινή πραγματικότητα που βιώνει για πολύ καιρό, και ο Κουμανταρέας εστιάζει το συγγραφικό του ενδιαφέρον και το φακό του, κατά κύριο λόγο, στο χαρακτήρα και τις σκέψεις αυτής της τόσο συνηθισμένης γυναίκας. Μαζί με την εργασία της, μια από τις λίγες προσπάθειες διαφυγής από την ύπουλα διαβρωτική  ρουτίνα που την περιβάλλει, έρχεται μπροστά της και ετούτη η καινούργια αλήθεια. Η ζωή της καθ’ όλα αποδεκτή από τους πέριξ, φαίνεται γι’ αυτή χαραμισμένη και ο νεαρός Μίμης δείχνει να της προσφέρει εκείνο το άλλο, μια άλλη, παράλληλη και εναλλακτική, ίσως, πορεία στο μέλλον της!

Κάποιες καθυστερήσεις των δρομολογίων των τραίνων, μια αναπάντεχη διακοπή ρεύματος στον Ηλεκτρικό σε μια σκοτεινή υπόγεια θέση στα κατάβαθα της Αθήνας, την επαναφέρουν στην οικτρή πραγματικότητα, μέσα από μια εμβύθιση στα κατάβαθα του εαυτού της. Σε όλο το μήκος του κειμένου, ο πρωταγωνιστής είναι ο Μίμης και η ‘Κυρία Κούλα’, αλλά κάτω από τον αστερισμό, τις φτερούγες  και τη σκιά της πόλης της Αθήνας. Οι δρόμοι, τα πεζοδρόμια, τα δέντρα, τα νεράντζια, το ανώνυμο πλήθος της, οι πολυκατοικίες της ολοένα να αυξάνουν σε αριθμό, γνωστό και σημαδιακό φαινόμενο των δεκαετιών εκείνων, η προσπάθεια όλων να βρουν μια θέση στον ήλιο που ανέτειλε στο κοινωνικό και πολιτικό προσκήνιο της χώρας, με όλα φυσικά  τα συμπαρομαρτούντα, τις παράλληλες απώλειες και τις απαραίτητες παρενέργειες των όποιων, θεμιτών ή όχι, προσπαθειών και ενεργειών.

 

Μένης Κουμανταρέας

 

‘Η ​​κυρία Κούλα’ απλά και σύντομα ξεδιπλώνει την σύντομη ερωτική περιπέτεια της παντρεμένης γυναίκας με τον νεαρό σπουδαστή Μίμη, και ακολούθως τη διακοπή της σχέσης τους, μόλις εκείνη συνειδητοποιήσει έντρομη πως η όλη υπόθεση  απειλεί να τινάξει στον αέρα όλα όσα κατάφερε σε κοινωνικό επαγγελματικό και οικογενειακό επίπεδο, έως εκείνη τη στιγμή και κυρίως την συνοχή της οικογένειάς της, παράλληλα πάντοτε με την εσωτερική της σταθερότητα αφού συλλαμβάνει τον εαυτό της σε ορισμένες περιπτώσεις να ζηλεύει το απόκτημά της, ανατρέποντας έτσι τους έως τότε ισχύοντες μηχανισμούς άμυνας  της γυναικείας προσωπικότητάς της. Οι σταθμοί του μετρό, το Μοναστηράκι, η Κηφισιά και οι υπόλοιποι που αναφέρονται στο κείμενο, καθώς και η πορεία του τραίνου, με τις απαραίτητες στάσεις του, απλώς υπαινίσσονται την βαρετή, αλλά σταθερή επανάληψη. Την προκαθορισμένη πορεία όχι μόνο αυτού, αλλά και των χαρακτήρων του βιβλίου. Κάποιοι εκτροχιασμοί τραίνων γίνονται, φυσικά, αλλά οι περισσότεροι αφορούν την ίδια τη  ζωή των ανθρώπων, με τον όποιο εκτροχιασμό, μόνιμο ή συνηθέστερα προσωρινό,  της καθεστηκυίας τάξης.

Μια υπενθύμιση, σήμερα, του μεγάλου ταλέντου του άτυχου, μεγάλου και ταλαντούχου πεζογράφου μας, ο οποίος εγκατέλειψε τα εγκόσμια με πολύ άτυχο, βίαιο και αναπάντεχο τρόπο, μέσα στις ίδιες τις συνοικίες της  Αθήνας, της πόλης  που τόσο αγάπησε και ποικιλοτρόπως εξύμνησε. Απόλυτα προσωπικό ύφος, πάνω σε μια συνηθισμένη ιστορία πιθανόν της μεταδικτατορικής Αθήνας, αφού οι  περισσότερες ιστορίες του, αφηγούνται πράγματα καθημερινά, της διπλανής πόρτας, γιατί όχι όλων που δραστηριοποιούνται μέσα  στο κλεινόν άστυ με τα τόσα, όμως, ελκυστικά χαρακτηριστικά του.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top