Fractal

«Θαμπός, θολούρα, θάμπος»

Γράφει η Μαργαρίτα Παπαγεωργίου // *

 

Για τη συλλογή διηγημάτων «Σε θολά νερά», της Χρύσας Φάντη, Σμίλη 2021

 

Αν κολυμπήσεις σε θολά νερά, δεν βλέπεις καθαρά τι πιθανόν, καραδοκεί κάτω από τα πόδια σου. Τι μπορεί να σε ρουφήξει μαζί του. Τι μπορεί να σε πνίξει. Ποιος ο κίνδυνος ο πραγματικός, που πολλές φορές είναι ακριβώς αυτός ο ίδιος ο φόβος του αγνώστου και της απειλής που θολώνει τα νερά στα οποία πατάς. Συχνά τα «θολά νερά» βρίσκονται εντός σου. Όταν χρησιμοποιούμε την έκφραση ψαρεύω σε θολά νερά, εννοούμε ότι κινούμαι σε ύποπτα μέρη ή και προσπαθώ να αποκομίσω προσωπικά οφέλη από κάποια κατάσταση όπου επικρατεί σύγχυση και αβεβαιότητα ή και οι προθέσεις μου είναι ασαφείς. Βρίσκομαι σε μια νεφελώδη κατάσταση, δίχως σαφήνεια, ξεκάθαρη μορφή και πλαίσιο. Έτσι συμβαίνει στη συλλογή διηγημάτων της Χρύσας Φάντη με τίτλο Σε θολά νερά, Σμίλη 2021. Οι πρωταγωνιστές είναι ήρωες-αντιήρωες εν προκειμένω, ωστόσο ήρωες αφού τα βάζουν με τα θεριά που ελλοχεύουν στα θολά τους τα νερά. Ή και τραγικοί ήρωες, αφού πάσχουν, υποφέρουν εξαιτίας μιας αναπόφευκτης μοίρας στην οποία υποπίπτουν, σε αρρώστιες που νοσούν, ή άλλοτε σφάλλοντας από δικούς τους λάθος υπολογισμούς. Τραγικοί γιατί έρχονται αντιμέτωποι με δυνάμεις υπέρτερες από αυτούς, όπως η μοίρα ή τα παιδικά τους τραύματα. Σαν ήρωες αρχαίας τραγωδίας μεταπίπτουν από την ευτυχία στη δυστυχία, αθώοι που ταλανίζονται διαρκώς σε μια εσωτερική, εν αγνοία τους, πλάνη. Την πλάνη του προσώπου. Απουσίες, αγωνία, φόβοι, θάνατοι, έρωτες και πόθοι ματαιωμένοι, σώματα ή μυαλά που νοσούν, πνιγηρή δουλειά, ζωή σε ασφυξία, ακυρωμένες προσδοκίες, ματαιωμένες ελπίδες, δαιδαλώδεις διαδρομές, φαντάσματα ζώντων και τεθνεώτων.  Φως που κουράζει, ζέστη που εξουθενώνει, βουητό που σμπαραλιάζει, αρρώστια που γελοιοποιεί, μοναξιά που διαλύει. Τραύματα. Ο κόσμος των Θολών Νερών της Φάντη. Δεκατρία διηγήματα συνθέτουν ένα αφηγηματικό πλαίσιο το οποίο συχνά, είναι και το ίδιο ρευστό΄ οι αφηγηματικοί τρόποι και τεχνικές της αφήγησης αλληλοχωνεύονται συγχύζοντας συχνά και τα όρια ανάμεσα στον αναγνώστη και αφηγητή.  Αφηγηματικός εσωτερικός μονόλογος ή και διάλογος, εναλλαγή προσώπων αφήγησης, εναλλαγή λυρικής και ρεαλιστικής γραφής, τρυφερότητα και σαρκασμός, λιτότητα και ανάπτυξη, παρελθόν παρόν. Όλα αναδεύονται σε μια λεπτή ισορροπία, σε μια θαμπή ρευστότητα.

«Σ’ εκείνη την εύθραυστη, μεταβατική περίοδο, εποχή που η παιδική του αμεριμνησία παραχωρούσε τη θέση της στην ανασφάλεια και στη μελαγχολία, αφέθηκε να παρασυρθεί στο λιτό και αβέβαιο ενός κόσμου ρευστού και γεμάτου από μυστηριώδεις αντανακλάσεις,  και παράξενα είδωλα, αστερίες και άστρα υδρόβια, σκιές και σχήματα εξαίσια αλλοιωμένα.

Πρωτεϊκός, ταξίδεψε πάνω από υγρές επιφάνειες, πλανήθηκε σε βάθη μυστηριώδη. Οι ενορμήσεις του, μάτια που τον διαμέλιζαν όπως η αχηβάδα τα μέλη της, πολλαπλασίασαν τις αισθήσεις του, διανοίγοντας νέες οδούς και αποκαλύπτοντας τοπία. Γεγονότα, αποστάσεις, μεγέθη, αγγίγματα όλα γίνανε ένα, όλα αλληλοχωνεύτηκαν και η σιωπή του απέκτησε άλλη πυκνότητα και ροή.» (ΑΝΗΔΟΝΑ, σ. 165-166)

Η θολότητα που δημιουργείται από κάθε λογής υγρό, διατρέχει όλη τη συλλογή διηγημάτων φέροντας σε ώσμωση τα διηγήματα και αλλοιώνοντας την όποια διαύγεια των υγρών στοιχείων τους, «πνίγοντας» τους ήρωες. Στα περισσότερα διηγήματα της συλλογής βρέχει. Μια βροχή ακατάπαυστη, που θολώνει τα περιγράμματα των πραγμάτων, δημιουργώντας νερόλακκους και λάσπη, βαλτωμένα νερά στα οποία τσαλαπατούν και γλιστρούν οι πεπτωκότες ήρωες. «Είναι αυτός, και από την άλλη πλευρά, μια θολούρα» γράφει στο ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΓΙΝΕ. Άλλοτε, το υγρό είναι νοθευμένα ποτά που σε ζαλίζουν στο διήγημα Α.Σ.Α., ή βρώμικα νερά από αγωγό στον οποίο διαμένει η ηρωίδα στο ΧΡΥΣΟΣΚΟΝΗ, ή παλινδρόμηση υγρών σε ανακατωμένο στομάχι στον ήρωα στο ΚΟΥΦΟΒΡΑΣΗ, ή πλάσμα για μετάγγιση αίματος σε ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΓΙΝΕ.

«Βαδίζω, και μέσα μου αυτή η παλιά απελπισία γίνεται υγρασία δύσοσμη, γίνεται υγρό που κοχλάζει σαν σούπα, μπορώ ακόμη και να με δω κοχλάζοντα μέσα του, να με νιώσω να καίω και να βγάζω αφρούς.»(ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΓΙΝΕ, σ. 75)

Το θολός ωστόσο, δεν προσδιορίζει μόνο το υγρό στοιχείο. Όταν χρησιμοποιείται για στερεό, σημαίνει ότι έχει χάσει τη στιλπνότητα ή την τυχόν διαφάνειά του. Μπορεί να είναι προγενέστερες μνήμες που έχουν αλλοιωθεί στο ΠΑΝΙΚΟΣ ή και στο ΣΕ ΘΟΛΑ ΝΕΡΑ. Μάτια θολά που κλαίνε, που έχουν χάσει την λάμψη τους, την καθαρότητά τους. Είτε και μάτια ανέκφραστα, θαμπά που δεν μπορούν τα ίδια να δουν γύρω τους καθαρά όπως «σε βλέπω σαν μέσ’ από κάποιο σύννεφο αλλά και κάπου έξω απ’ αυτό, θέλω να πω σαν από πολύ μακριά αλλά και πολύ εκ του σύνεγγυς ταυτοχρόνως» (ΕΛΒΙΕΛΕΣ σ. 211). Ή ένας καθρέφτης που έχει θαμπώσει με τα χρόνια, και δεν μπορώ να δω το είδωλό μου καθαρά: «Είμαι εγώ και, από την άλλη πλευρά, μια θολή αντανάκλαση, αβέβαιη αποτύπωση αυτών που μόνο στη σκέψη μου επιμένουν να συνυπάρχουν» (ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΓΙΝΕ, σ.70). Ένας θολός αέρας γεμάτος, σκόνη, ακόμα και αν είναι χρυσή στο ΧΡΥΣΟΣΚΟΝΗ,  ομίχλη μαύρη σαν καρβουνόσκονη στο ΚΑΛΛΙΣΤΗ, καπνός από χόρτα ξερά που καίγονται ή γύρη που την παίρνει ο άνεμος και κολλάει στα τζάμια και δε βλέπεις στο ΚΟΥΦΟΒΡΑΣΗ. Όλα αυτά κάνουν τους ήρωες στα διηγήματα της Φάντη να ανασαίνουν ασθματικά, να μπερδεύονται, να ζαλίζονται και να πνίγονται. «Σφολμωμένους» θα τους έλεγε ο Παπαδιαμάντης.

     «Οι γιατροί διέγνωσαν μια μορφή άσθματος, που την απέδωσαν στη σκόνη και στην πολυκοσμία, και ένα είδος καρδιακής αρρυθμίας, της οποίας την αιτία δεν κατάφεραν να προσδιορίσουν.» (ΣΤΗ ΧΩΡΑ ΤΟΥ ΝΟ ΜΑΝ, σ. 171)

 

Χρύσα Φάντη

 

Κόσμος σαν «ψηφιδωτό που χάνει σιγά σιγά τις ψηφίδες» του προσώπου του μέσα από ακυρωμένες προσδοκίες, ματαιώσεις, θαμπωμένες αναμνήσεις, συγκεχυμένες εικόνες. Η θάλασσα, ως παρελθόν, καμιά φορά φαίνεται ως η μόνη λύση΄ στα διηγήματα της Φάντη την αναζητούν για λύτρωση όμως και εκεί το μόνο που βρίσκουν είναι ένα αδιέξοδο, «μια θάλασσα, που το μόνο που επιθυμεί είναι ν’ αναδεύει και ν’ αναδεύεται στο διηνεκές» (ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΓΙΝΕ, σ. 92). Και η λύτρωση μοιάζει τελικά και αυτή «αγωνία, βύθος και κάτι σαν νάρκη» (ΣΕ ΘΟΛΑ ΝΕΡΑ, σ. 128). Μπορεί να βυθίζονται, τελικά, οι ήρωες της Φάντη σε κάθε λογής «θολά νερά», αλλά τα αντιμάχονται. Παλεύουν να μην πνιγούν, με χίλιους τρόπους, αντιστέκονται ως τραγικοί ήρωες σε αρχαία -ωστόσο σύγχρονη, αστική- τραγωδία να μην υποκύψουν στη μεγάλη Λήθη της ύπαρξης. Και γι’ αυτό ακριβώς, προκαλούν το αριστοτελικό έλεος και φόβο στους αναγνώστες. Νιώθουν οι ίδιοι, όπως και εμείς οι αναγνώστες, ένα θάμπος.

«και εννοώ το σημείο που οδηγεί αναπόδραστα έναν άνθρωπο να μπορεί να είναι ό,τι και μια σούπα πάνω σ’ ένα τραπέζι ή μια εταζέρα μέσα σ’ ένα σπίτι ή ένα καπέλο πάνω σ’ ένα κεφάλι ή ένα κεφάλι κάτω από μια κρεμάστρα ή ένα πλοιάριο μέσα σ έναν ωκεανό ή ένας ωκεανός μέσα σε μια λίμνη ή μια λίμνη μέσα σε μια μπανιέρα ή ένα χερούλι έξω από μια πόρτα ή ένα φως έξω από ένα μπορδέλο ή – » (ΕΛΒΙΕΛΕΣ, σ. 216)

Η Χρύσα Φάντη με τη συγγραφική της δεινότητα σε αυτή τη συλλογή διηγημάτων, καταφέρνει να γεννήσει ένα θάμπος μέσα από κάθε τι θαμπό και θολό. Άλλωστε το θάμπος από το θαμπός έχουν ως μόνη διαφορά μια μικρή στιγμή, ένα σημείο στίξης, ένα φώνημα, έναν αναστεναγμό πόνου ή ασφυξίας, μια ανάσα τελικά ασθματική. Μια παύση. Όπως για τους ήρωες της που τελικά, αυτό τους θαμπώνει τα μάτια, είναι η ίδια η ζωή που ζουν στην παράξενα θολή της διαύγεια. Η πραγματικότητα του βιωμένου χρόνου τους ισχύει μόνο ως ρευστή πραγματικότητα του παρόντος τους. Ζουν, και ίσως τελικά όλοι μας, σε μια θολούρα, μια σκοτούρα, που σε θαμπώνει μα και σε τρέφει. Σε ζει. Παρόλα αυτά, σε κρατά σε κάποιο φως. Έστω θαμπό.

 

 

* Η Μαργαρίτα Παπαγεωργίου εργάζεται ως φιλόλογος. Εργογραφία: Αλίπλοος Ουρανός, Γαβριηλίδης 2015, Μεταπλάσματα, Σαιξπηρικόν 2017. Φιλιά στο κενό, Μελάνι 2020. Μεταφράζει αγγλόφωνη και ισπανόφωνη ποίηση και διαχειρίζεται τον ιστότοπο στροφές/strophess. Ποιήματά της έχουν μεταφραστεί σε Αγγλικά, Γερμανικά, Δανέζικα,  Σουηδικά και Ρωσικά. .

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top