Fractal

Το όνειρο του Ντίνου Παπασπύρου. Κολλάζ δεκαετίες

Γράφει ο Απόστολος Θηβαίος //

 

Οι εσπεράντο

Των πόλεων

 

 

Το εργαστήρι

 

Λένε οι ζωγράφοι πως είναι πράγμα εξουθενωτικό να φτιάχνει κανείς έργα αυθεντικά. Θέλει οξυμένο το μάτι να διαβάζει την μορφή, τώρα που  πέφτει στρώμα σκοτάδι στα πράγματα και ο καιρός παλιώνει. Το κολλάζ του Ντίνου Παπασπύρου, φτιαγμένο από τα πιο περιττά υλικά της αστικής ζωής, κρύβει την θλίψη ενός ολόκληρου κόσμου. Με σύμβολα, χρώματα, ονόματα που πέρασαν και πάνε. Η ομορφιά αυτών των μοντέρνων επιγραφών σχετίζεται εκ «διαγωνίου» αντιθέτως με τούτη ακριβώς την περιφρόνησή μας και την πεποίθηση πως παρόμοιες κατασκευές καμιά προστιθέμενη αξία δεν προσφέρουν, πέρα από του κέρδους την ξεφτισμένη φιλοδοξία. Ο ζωγράφος αναβιώνει αυθαίρετα, δίχως δυνατότητα ανάγνωσης και ανάλυσης έξω από την μονομέρεια του χρόνου. Και από μέσα μάς δείχνει μερικές από τις άπειρες σελίδες του μυθιστορήματος της Θεσσαλονίκης του καθενός. Με χρώμα και με ρυθμό, πάντα λέγοντας μια ιστορία, το κολλάζ συστήνει εκ νέου αυτόν τον αδιάφορο κόσμο. Η σχέση του δημιουργού με αυτά τα σήματα δεν είναι στατική, θυμίζει μνήμη μα δεν είναι. Μοιάζει σε πρόζα και όμως μπορεί να χαρίσει εκείνη την νοσταλγική θλίψη μερικών παλιών νόμων. Το αίσθημα της ποίησης , την καταγραφή του γεγονότος δίχως να κακοποιείται η εικόνα, αλλά ολοκαίνουρια και τακτοποιημένη κάτι να ψιθυρίζει από τα παλιά της χείλη. Το κολλάζ του Ντίνου Παπασπύρου που δικαιολογεί την πιο κάτω ιστορία, θυμίζει φαντασία γεμάτη συνείδηση. Και απαιτεί να βλέπεται, να νιώθεται με τους δικούς του όρους και με τρόπο παθητικό, όπως επιβάλλει ο ψυχισμός του μικρού, μεγάλου ατομικού μας κόσμου. Το μικρό αυτό έργο που χάνεται μες στις απέραντες δημοσιεύσεις των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, φαίνεται πως άνοιξε ένα παράθυρο. Και εκεί μέσα χάραξε η πλησμονή και η νοσταλγία και το ενστικτώδες «ωραίο» που κανείς δεν μπορεί να παραβλέψει. Ούτε ακόμη και αυτό το σημείωμα που δειλά ζει κάτι από το αθώο παράπονο του ζωγράφου.

 

Και το όνειρο; Μα αυτό δεν είναι άλλο από το χρονικό του καθενός που πρέπει σαν τον ιππότη της Μάντσα να υπερασπισθεί, σώζοντας ακόμη και εκείνους τους φοβερούς ανεμόμυλους που τώρα μας χρειάζονται περισσότερο από ποτέ. Αυτές οι απόπειρες, βλέπετε συνιστούν τα πιο ωραία ρίσκα, οι εντυπώσεις μας από αυτές τις περιπέτειες κάνουν τον κόσμο να κυλά. Είμαστε ο Άμλετ, με την ακρίβεια του τεχνίτη και την πίστη του προφήτη και είναι για χάρη μας που τεχνίτες όπως ο Ντίνος Παπασπύρου, φωνάζει τα καλύτερα βιολιά του.

 

 

 

 

Το όνειρο

Το όνειρο που λέτε ξεκινά στην ηλικία των είκοσι χρόνων. Τίποτε δεν έφταιξε. Εκείνο ήρθε απρόσκλητο και κάθε νύχτα συμπλήρωνε ένα κομμάτι του. Εργαζόταν με σύστημα και έτσι κανείς δεν υπέθεσε πως όσα τρέμουμε στο φως, εκτυλίσσονται ανεμπόδιστα κατά την διάρκεια της νύχτας. Κάθε πρωί συλλογιζόταν το όνειρό του και έβρισκε περισσότερες λεπτομέρειες, πράγμα ανήκουστο, αφού τα όνειρα συμβαίνουν για να μην τα θυμόμαστε. Να μην κρατούμε επιφυλάξεις έπειτα για το πώς και το γιατί εκεί έξω. Το όνειρο πήρε χρόνια και όμως μια κάποια μέρα έκανε την εμφάνισή του, ως άλλο, τεράστιο, μουσικό ολόκληρο. Η  συνείδηση του γεννήθηκε στην μέση της λεωφόρου και αν δεν ήταν οι φωνές, οι χειρονομίες, το πλήθος που ξεχύνεται προς το μέλλον με ένα μονάχα νεύμα ηλεκτρικό, τίποτε δεν θα είχε διασωθεί. Άγγιξε ψηλαφητά το πρόσωπό του. Περιεργάστηκε τα χαρακτηριστικά του, πήγε πίσω βαθιά στην παιδική του ηλικία, χτένισε με τα δάχτυλα τα μαλλιά του. Κοίταξε μην είναι στάχτη και αισθάνθηκε με όλο το βάρος της την φτερούγα του κόσμου. Η συγκίνηση τον έκανε κομμάτια και κάτω από τον ήλιο πήρε παράξενες μορφές. Η σκιά του πένθιμο φουστάνι μες στην καρδιά του μεσημεριού. Σιωπή οπλισμένου σκυροδέματος, κορναρίσματα, αποχαιρετισμοί στα όπλα και τα κορίτσια. Όλα τα δράματα, κόσμε εκεί έξω. Και μαζί η μικρή, άπειρη τραγωδία του, οι κραδασμοί, το όστρακο, η εξορία. Το σκοτεινό κεφάλι του Μινώταυρου επί της οδού Πανεπιστημίου. Η τύχη του θα είναι άγνωστη, κανείς δεν θα γνωρίζει το τόπο της ζωής του. Θα μιλά ανάμεσα στα άστρα που όλα τα λένε, κρατώντας το ίσο της αιώνιας ηλικίας τους.

Το όνειρο συμπληρώθηκε εκείνο το πρωί, εκείνη ακριβώς την στιγμή. Και ήρθε και φώλιασε εντός του το καρτερικό ύφος και κανείς δεν είδε τον άγγελό του που πήρε να διηγιέται για λογαριασμό του το όνειρο, το όνειρο. Εκεί στην έρημη γη της νησίδας.

Άγγελος, καθισμένος όπως οι απελπισμένοι εργάτες της Ελευσίνας, νωρίς το πρωί, γυρεύοντας δουλειά, δουλειά, δουλειά.

 

 

 

 

Η αφήγηση

[…Εδώ όλοι οι περαστικοί σταματούν. Ανάβουν ένα τσιγάρο, κουνιούνται νευρικά να δουν αυτόν που μιλά. Οι περαστικοί είναι σαν κύμα σεισμικό. Συμβαίνουν δίχως αιτία, επειδή έτσι το θέλησε η πολιτεία. Οι άνθρωποι της σκηνής ανακτούν τους φυσικούς τους ρόλους. Μες στις γαλαρίες, κοιτάζονται με απορία, ολότελα πνιγμένοι μες στο νερό και το λαθρεμπόριο. Εκείνη την ώρα, επάνω στις σκηνές όλου του κόσμου, σε όλα τα ραδιόφωνα, σε κάθε σήμα εκεί έξω ψυχορραγεί το όνειρό του. Σαν βυθισμένος στους ύπνους εκεί, στην ίδια θέση του, μαρμάρινη στήλη, ξετυλίγει το όνειρό του. Και αργά που νυχτώνει.

Την μέρα που απολύθηκε πήρε το τραίνο, λέει και γύρισε πίσω. Έτσι απλά, σαν να είχε πάρει τέλος η μεγάλη του παύση. Θυμάται πως σε όλα τα κουπέ των βαγονιών, συναντούσε συγγενείς, φίλους χαμένους, κορίτσια που αγάπησε μα το αίσθημα δεν τράβηξε, λυπάται. Τους μιλά, σκύβει, φωνάζει υστερικά, όμως δεν παίρνει απάντηση. Ανάμεσά τους πετούν κατάμαυρα πουλιά και βρέχει πίσσα. Χιλιάδες βιογραφίες στους σταθμούς βαδίζουν στο μήκος του διαδρόμου και έπειτα χάνονται. Τα βαγόνια τραντάζονται, ένας στέκει στο παράθυρο και καπνίζει τα χωράφια, τις παγωμένες σοδειές, τις νύχτες, τα σύννεφα όλα. Και το τσιγάρο του δεν σώνεται, ο καπνός του για λίγο ζει και ελπίζει και ύστερα χάνεται μες στην ομίχλη του χωριού. Όλοι είναι εκείνος και όλοι χρειάζονται μια ιδέα σθένος για να αντέξουν εκεί έξω. Τώρα τα βαγόνια επιβραδύνουν, μερικοί συγγενείς ξεσταχιάζουν πλάι στα κάδρα τους. Περήφανα κοιτάζουν, σαν γέρικα, περήφανα σκρα., Ελένη 2, Πήγασος, φορτηγό πλοίο Ελπίς, προσοχή στις δεκαετίες που ξεφτίζουν αλάργα στα νερά.

 Και έπειτα αρχίζει ένας άλλος δρόμος με φώτα και μαρκίζες. Και αναμμένα νέον, ρωμαϊκά ονόματα. Βγαίνει στο παράθυρο μαζί με εκείνον που καπνίζει και ακούει που φωνάζουν το όνομά του. Μα δεν βγαίνει η φωνή του και η αποψινή του πρόζα δεν αξίζει μία. Το μέτωπό του δροσερό και μες στα μάτια του γαλάζια και κόκκινα φώτα  και πελώρια πιρούνια, μάγειροι λαχανιασμένοι με κυκλώπεια χέρια, κορίτσια με καλλίγραμμα πόδια και ενδυμασία γερμανικής επαρχίας. Σφραγίδες, αναμνήσεις της Βερόνα, κάτω από τις ιδιοφυείς στοές, στα χέρια του Πιερ Πάολο, πιετά πεταλούδες με τον κυματώδη Ιησού, απάνω στην κορύφωση του θανάτου του, οπλίτες από το στρατόπεδο της μεραρχίας και αδειούχοι της Εδέσσης και της ωραίας Αλεξάνδρειας , παιδιά της απάνω πόλης με τσιγάρο στα δάχτυλα και άσχημη γλώσσα, σε μια παρατεταμένη εφηβεία. Και επάνω ένας γαλάζιος, βαθύς ουρανός και πάνω από όλα εκείνο το μετέωρο κορίτσι με την ενδυμασία προβενσάλ, τις δαντέλες και την κατακόκκινη ζώνη που σερβίρει μια γεμάτη εκδοχή αυτής της νύχτας. Στα τραπέζια φρεσκοπλυμένα πουκαμισάκια και φορέματα σημαίες τριγύρω τις καρέκλες, ψαθάκια που λάμνουν στους χωματόδρομους, το ξαφνικό φιλί που σημαίνει, το ξεκίνημα της προδοσίας.

Την ώρα, λέει που περνά το βαγόνι ανάμεσα στα μαγαζιά, σαν σε πόλη ινδική, παίζει διαπασών η μουσική. Τα λαϊκά τα αφαιρετικά, τραγούδια του καημού και της πίκρας και της βάρδιας. Και όλοι μαζί χειροκροτούν και χάνονται και απομένουν τα τραπεζάκια με ένα μαντήλι να τον αποχαιρετούν. Η Ρώμη που χάνεται  και οι θεοί σωριασμένοι στα μέσα τραπέζια, πλάι στους καθρέφτες. Με τρίαινες, κεραυνούς και τα ρέστα ακουμπισμένα στην πόρτα, μεθυσμένοι, δίχως μάτια, κύκλωπες και τυφλά παιδιά της Δήλου και λουλουδούδες με στρας και μάτια ρομφαίες.Στου Γίγα κερνάνε μπύρες και αγκαλιάζονται σαν έχουν αιώνες να βρεθούν. Φορούν σχοινένια ποδονάρια και κάθε τόσο ξερνούν από τα στόματά τους κήπους κρεμαστούς και περιβόλια.

Έπειτα ο δρόμος τελειώνει και οι νέοι που πετούσαν τα φέι βολάν τώρα γερνούν και ανεμίζουν τα πρόσωπά τους, όπως στα λάδια των ζωγράφων. Όλα τα υπάρχοντά του σκόρπια μες στους διαδρόμους του τραίνου, τα βαγόνια έρημα και ησυχία μολυβένια. Τα μαγαζιά κλείσανε και έπιασε μια αξεδιάλυτη βροχή πάνω στους τσίγκους του μύθου. Οι πωλητές των αόρατων πραγμάτων μάζεψαν τις αθανασίες και τους πάγκους τους. Και πήραν τον δρόμο για μια άλλη γειτονιά. Το όνειρο δεν τελειώνει. Το μοντάζ κόβεται απότομα και εκείνος που καπνίζει στο παράθυρο, σαν να προσεύχεται στις πολιτείες όλου του κόσμου, περίλυπος. Ξύλο ιερατικό και χιόνι στα μαλλιά του . Εκείνο που του κόβει τα μάτια είναι τα ροκανίδια και του Λεοπάρντι το φεγγάρι…]

  

 

Ο τραγικός επίλογος, Άνω Πόλη, Θεσσαλονίκη

Ο Άγγελος , έπαψε. Πέρασε ένα φορτηγό μετακομίσεων και χάθηκε στα μεροκάματα. Ο άλλος, περιπλανήθηκε και μια ώρα κρίσιμη πήρε τον δρόμο της επιστροφής που συνιστά την πιο σκληρή διαδρομή. Ο άγγελος δεν ξαναφάνηκε. Μια φωτογραφία τον δείχνει όμορφο πολύ στα μπροστινά τραπέζια του καταστήματος Βερόνα, γελώντας και καπνίζοντας. Έχει όλη την λύπη του κόσμου ακουμπισμένη στον αγκώνα. Σαν μέγαρο μεγάλης πολιτείας συγκρατεί τον αποψινό μας ουρανό.

Ο άγγελος δεν ξαναφάνηκε. Τον πήρε, λέει το βαποράκι που περνά απέναντι. Μα τούτο δεν αποδεικνύεται και το όνειρο τίποτε δεν λέει για αυτό το θέμα. Όλα τα γνωρίζει η ανώνυμη σκόνη που νύχτες και νύχτες τον καταδιώκει. Και κάτι λαϊκά με στίχο γνώριμο που ακούγονται κάτω από τις γκαζολάμπες στου καλοκαιρινού ανέμου τα διαλείμματα.

Όταν γύρισε στο σπίτι θα ήταν ξημέρωμα. Είχε γεράσει περισσότερο και αναζήτησε μηχανικά την αλληλογραφία του. Αντ’ αυτής όμως, βρήκε μόνον ένα παράξενο κολλάζ, σαν από σύμπτωση, με πράγματα περασμένα και μαγικά ταβερνεία όλο χρώμα. Του φάνηκε πως άκουσε τον θόρυβο από χίλιες, σκουριασμένες κλειδωνιές. Τράβηξε ίσια στο δωμάτια και άφησε το κολλάζ κάτω από το φως στις γρίλιες. Κοίταξε λίγο τον δρόμο και όλα του φάνηκαν πως είχαν για πάντα αλλάξει την θέση τους. Πικρά χαμογέλασε και  πήρε να μουρμουράει ονόματα με την γλυκιά και ηδονική σημασία του τυφλού χρόνου.

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top